Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 2ο

Μυθιστόρημα - 2ο Μέρος (02/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όλα ξεκίνησαν από μια αλυσίδα συμπτώσεων, ή καλύτερα από ένα παιχνίδι, όταν βρέθηκα με μια μετάφραση στα χέρια μου —τότε ήμουν ακόμη μεταφράστρια— ενός τόσο κακού βιβλίου, ενός μέχρις ανοησίας εύπεπτου ρομάντζου εποχής, που έπιανα τον εαυτό μου να το αλλάζει σε ένα διπλανό ανοιχτό έγγραφο όταν σταματούσα ανά μία ώρα για να ξελαμπικάρει το κεφάλι μου. Γιατί, αντί για διάλειμμα, αντί να βάζω τα αθλητικά μου και να τρέχω στο πάρκο απέναντι από το σπίτι μου κινδυνεύοντας να σπάσω κανένα πόδι στις λακκούβες ή να τσακωθώ με όσους έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους χωρίς λουρί, καθόμουν και ξανάγραφα στο άλλο μου αρχείο ολόκληρες παραγράφους από το βιβλίο, αλλάζοντας λιγότερο ή περισσότερο αισθητά την πλοκή, επινοώντας καινούργιους χαρακτήρες και, τελικά, μετατρέποντας τον σαγηνευτικό πρωταγωνιστή σε βρικόλακα και την αθώα, παρθένα πρωταγωνίστρια σε υποψήφιο θύμα του στην αρχή και σε κυνηγό βρικολάκων —αλλά και ερωμένη του ταυτόχρονα— στη συνέχεια. Όταν παρέδωσα τη μετάφραση του σαχλού μυθιστορήματος, δεν σταμάτησα να γράφω τις περιπέτειές τους. Όχι κάτι με αρχή, μέση και τέλος. Απλώς σκέτα «επεισόδια», σκηνές με τους δυο τους και με κάποιους από τους εχθρούς του άντρα πρωταγωνιστή. Και συνέχισα να το κάνω. Και συνέχισα κι άλλο. Κι άλλο. Και μετά αρνήθηκα να πάρω μία καινούργια μετάφραση, γιατί δεν είχα μυαλό για δουλειά και γιατί «έπρεπε να κάνω κάποιες εξετάσεις», όπως δικαιολογήθηκα, λες και οι εξετάσεις σε ένα μικροβιολογικό εργαστήριο σου απαγορεύουν να έχεις ανοιχτό το λάπτοπ σου και να δουλεύεις. Όμως στ’ αλήθεια μού ήταν αδύνατον να δουλεύω. Όλο μου το είναι είχε παραδοθεί σε εκείνο το άλλο αρχείο, σαν να με είχαν υπνωτίσει τα μαύρα μάτια ενός αληθινού βρικόλακα. Ή τα γαλανά.

Και θα συνέχιζα έτσι για πάντα —ή μέχρι να κουραστώ, ή μέχρι να βαρεθώ, ή μέχρι να μην μπορώ πια να δικαιολογούμαι στη δουλειά— αν δεν έβλεπα πως όλο αυτό είχε κάτι.

Κάτι…

Ναι, δεν ήξερα ακριβώς τι ήταν αυτό το κάτι, αλλά το διαισθανόμουν. Κι έτσι έκλεισα κινητά, Viber, Messenger και TikTok, και έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να συνθέσω όλα τα διάσπαρτα επεισόδια που είχα γράψει, να τα βάλω σε μία σειρά και να δω πού θα μπορούσε να οδηγήσει εκείνο το παιχνίδι που είχα ξεκινήσει απλώς και μόνο για δική μου αναψυχή και καταφυγή.

Δεν ήξερα πώς το κάνουν αυτό, δεν είχα ιδέα για το πώς γράφει κανείς ένα μυθιστόρημα, αν και είχα διαβάσει εκατοντάδες και είχα μεταφράσει πάνω από πενήντα, δεν είχα πάρει ποτέ μου μαθήματα δημιουργικής γραφής ούτε είχα καν μελετήσει κανένα σχετικό εγχειρίδιο, αλλά έφτιαξα έναν σκελετό πλοκής, ένα σκαρίφημα, και άρχισα να τον χτίζω λίγο-λίγο προσθέτοντάς του εδώ κι εκεί τα ήδη γραμμένα αποσπάσματά μου. Κάποια από αυτά τα πέταξα τελείως (με μεγάλη μου λύπη) γιατί είδα ότι απλούστατα δεν χρειάζονταν ή επειδή επαναλαμβάνονταν, άλλα τα άλλαξα πολύ, σε σημείο που σχεδόν δεν μπορούσες να διακρίνεις καμία ομοιότητα ανάμεσα στο πριν και το μετά, και κάποια άλλα, τα περισσότερα, τα έγραψα εντελώς από την αρχή. Όταν είδα πως το βιβλίο μου, γιατί ήταν βιβλίο πια, είχε αρχίσει να σχηματίζεται για τα καλά, έκανα ένα ολιγοήμερο διάλειμμα, το άφησα να κατασταλάξει μέσα μου και μετά έπεσα επάνω του με τα μούτρα για να το φτάσω στο τέλος.

Και το έφτασα.

Και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει μόλις έγραψα εκείνη τη λέξη, ΤΕΛΟΣ, και δεν σταμάτησε να χτυπάει το ίδιο δυνατά μέχρι να το διαβάσω πάλι όλο από την αρχή, να το σουλουπώσω και να το καλλωπίσω, να βρω τα λάθη του και να τα διορθώσω, να μάθω ακόμη καλύτερα τους δύο πρωταγωνιστές μου και να δώσω στον καθένα τους τη δικιά του φωνή.

Κι αν η Μίνα μου ήμουν εγώ —εγώ σε μιαν άλλη ζωή δηλαδή, μία ιδεατή εγώ, όχι μια χλιαρή και μέτρια—, ο ακαταμάχητος Βλαντιμίρ ήταν ο άντρας, όχι των δικών μου ονείρων ίσως, αλλά άπειρων γυναικών εκεί έξω. Το ήξερα. Το πίστευα. Και αποδείχτηκε ότι δεν έπεφτα έξω.

Ναι, οι γυναίκες εκείνες ήταν εκεί, ήταν πολλές, και αγάπησαν τον Βλαντιμίρ σαν να ήταν ο δικός τους φλογερός εραστής.

Και, με κάποιον τρόπο, ήταν πράγματι, αν το καλοσκεφτόσουν.

Ήταν δικός μου, ή έστω της Μίνα, και ήταν και εκείνων. Αλλά χωρίς να απατά καμιά μας. Η λογοτεχνία δεν σε προδίδει ποτέ.

Όμως, για να το πάρω ξανά από την αρχή: πρώτα πήγα το τελικό κείμενο στον εκδότη μου· εκείνος με κοίταξε γελώντας· μετά έκανε ένα χαζό σεξιστικό αστειάκι· μετά είπε, «Οκέι, θα το δω κάποια στιγμή»· μετά το είδε πράγματι· και μετά με φώναξε στο γραφείο του.

«Ξέρεις», μου είπε όταν έφτασα και έκατσα σε μία φθαρμένη καρέκλα μπροστά από το μεγάλο τραπέζι που χρησιμοποιούσε για γραφείο, «δεν είναι πολύ κακό».

«Όχι», του είπα, με την καρδιά μου να χτυπάει με έναν πολύ περίεργο τρόπο, σαν κομπρεσέρ φτιαγμένο από βαμβάκι.

«Μοιάζει με διάφορα που κυκλοφορούν, βέβαια».

«Μοιάζει με… Με ποια;»

Έκανε μια κίνηση που μπορούσε να σημαίνει τα πάντα και τίποτα.

«Δεν βαριέσαι», είπε τελικά. «Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη».

«Ναι», είπα. «Δεν…»

«Όμως», με διέκοψε. «Όμως». Και με κοίταξε στα μάτια.

«Τι;…» είπα διστακτικά.

«Όμως έκανα μία έρευνα στον ανταγωνισμό, Μαίρη. Και είδα ότι του λείπει κάτι», είπε.

«Τι του λείπει;»

«Τι του λείπει; Του λείπει λίγο περισσότερο σεξ. Πρέπει να του ρίξεις μια πρέζα ακόμη αλατοπίπερο. Και μετά θα το βγάλουμε. Αλλά εκτός σειράς. Δεν ταιριάζει με το προφίλ μας. Εμείς εκδίδουμε κανονικά ρομάντζα, κλασικά, κανονικά. Δεν βγάζουμε βιβλία με βρικόλακες».

«Όχι», του είπα, με το μυαλό μου ήδη στο επιπλέον αλατοπίπερο, «δεν βγάζουμε».

«Δεν βγάζουμε», ξανάπε εκείνος, σαν να κάρφωνε ακόμα ένα καρφί στο φέρετρο του Βλαντιμίρ. «Θα βγει εκτός σειράς λοιπόν. Αλλά θα βγει».

«Τι καλά…» μου ξέφυγε.

«Βέβαια, όχι με το όνομά σου».

«Όχι βέβαια», του είπα, χωρίς να είμαι σίγουρη τι εννοούσα — ή τι εννοούσε αυτός.

«Εσένα δεν σε ξέρει κανένας, είσαι μεταφράστρια. Και μεταφράστρια στις Εκδόσεις Flipper. Κανείς δεν ξέρει τους μεταφραστές των Εκδόσεων Flipper. Ξέρουν μόνο ότι βγάζουμε ρομάντζα. Αυτά είναι που ξέρουν. Και τα περισσότερα ονόματα των μεταφραστών μας είναι ούτως ή άλλως ψευδώνυμα. Δεν έχω καταλάβει γιατί ντρέπονται να υπογράψουν τα βιβλία μας, αλλά έτσι είναι. Οπότε όχι. Όχι με το όνομά σου».

«Μα…;»

«Όχι», μου δήλωσε, σαν να έλεγε σε ένα αόρατο εκτελεστικό απόσπασμα: Πυρ! «Όχι εσύ. Εσύ με τίποτα. Θέλουμε ένα άλλο όνομα, ένα όνομα εύηχο, ένα όνομα γαργαλιστικό, εξωτικό, ξένο. Θέλουμε μια άλλη συγγραφέα. Μια συγγραφέα άγνωστη μεν, αλλά κανονική. Μια συγγραφέα που να ταιριάζει στο βιβλίο σου. Βρες μου την».

«Δη…δηλαδή;» ρώτησα, αν και είχα καταλάβει. Αλλά έπρεπε να ρωτήσω.

«Τι δηλαδή; Εμένα ρωτάς; Εσύ είσαι η συγγραφέας — μεταξύ μας είμαστε, και μεταξύ μας μπορούμε να τα λέμε αυτά. Άρα, πήγαινε σπίτι σου, κάνε τις προσθήκες που είπαμε και φέρ’ το μου πάλι με το καινούργιο όνομα». Με κοίταξε με ένα βλέμμα μεταξύ οίκτου και περιφρόνησης. «Και μην ξεχνάς και το άλλο: δεν γίνεται να κυκλοφορήσεις στον δρόμο αν βγάλεις αυτό το βιβλίο με το όνομά σου. Απλώς δεν γίνεται. Φαντάζεσαι τι έχει να ακουστεί; Ε; Το βάζει ο νους σου; Ενώ αν το βιβλίο το υπογράφει μια άλλη, κάποια ξένη, κανένας δεν θα μπορέσει να πει τίποτε. Το καταλαβαίνεις αυτό που λέω, ε; Δεν μιλάω στον βρόντο».

Το καταλάβαινα. Φυσικά και το καταλάβαινα. Και είπα ναι. Πάντα λέω ναι. Γενικά νομίζω ότι στη δουλειά μας λες πάντα ναι, γιατί απλώς δεν σε παίρνει να πεις όχι. Το ένα όχι είναι ήδη πολύ, και σκέφτεσαι διπλά και τριπλά πριν το ξεστομίσεις, αλλά τα δύο ίσως σε βγάλουν τελείως έξω από τον χώρο. Ίσως δεν ξαναβρείς δουλειά ποτέ. Άρα δεν λες όχι, ακόμη και όταν πρέπει.

Οπότε πήγα στο σπίτι μου και, ναι, έκανα ακριβώς αυτό που μου είπε ο εκδότης μου να κάνω.

Βρήκα ένα όνομα εύηχο, ένα όνομα κάπως γαργαλιστικό, λίγο εξωτικό, και αρκούντως ξένο.

Και έβαλα λίγο αλατοπίπερο ακόμα.

Κι έτσι ο Βλαντιμίρ μου έγινε ακόμη πιο τέλειος από όσο ήταν πριν. Και η Μίνα μου ακόμη πιο θερμή κι αυτή. Γιατί, για να πούμε την αλήθεια —μεταξύ μας είμαστε, και μεταξύ μας μπορούμε να τα λέμε αυτά—, ο εκδότης μου είχε δίκιο. Εκατό τοις εκατό δίκιο. Σε όλα. Κι αυτό δεν το κατάλαβα μόνο εγώ: το κατάλαβαν και οι αναγνώστριες όταν βγήκε το βιβλίο. Το έχω σκεφτεί πάρα πολύ από τότε: αν δεν ήταν τόσο πιπεράτες οι ιστορίες μου, κάπου στα όρια του πορνό —ή περίπου—, αμφιβάλλω αν θα είχαν τόσο καλή πορεία στην αγορά. Γιατί έτσι ήταν σχεδόν καλτ, σχεδόν… σχεδόν αστείες. Δεν σε τρόμαζαν —όχι βέβαια ότι μπορούσαν να σε τρομάξουν και πριν—, αλλά καμιά φορά έκαναν το δέρμα σου να ανατριχιάζει στη σκέψη ότι…

Ναι, στη σκέψη ότι ήσουν εσύ στη θέση της Μίνα. Στη σκέψη ότι ήσουν εσύ η ατρόμητη και φλογερή κυνηγός των βρικολάκων. Η ερωμένη του Βλαντιμίρ: του αρχηγού των Απέθαντων.

Αχ…

Το βιβλίο βγήκε με το πρώτο ψευδώνυμο που μου ήρθε στο μυαλό: Μαίρη Νόρντικ. Τύχαινε να διαβάζω κάτι για τη σχολή των σκανδιναβικών αστυνομικών στο ίντερνετ τις ημέρες του αλατοπίπερου, για το Nordic Noir δηλαδή, και ιδού: Νόρντικ. Συν το δικό μου μικρό όνομα, νά τη η συγγραφέας μας. Και νά σου και ο Βλαντιμίρ, από μία τράπεζα εικόνων με ανάλογες φωτογραφίες. Υπήρχαν χιλιάδες υποψήφιοι Βλαντιμίρ για να διαλέξεις, για τριάντα ευρώ ο καθένας τους.

Διαλέξαμε τον πρώτο που άρεσε και στους δυο μας.

Όχι ότι υπήρχε και άλλος στον εκδοτικό για να μας πει μια γνώμη, κάποιος τέλος πάντων που να ακούγεται η αναπνοή του έξω από τη συρταρωτή πόρτα του γραφείου, που έδινε στο γεμάτο βιβλιοθήκες προχόλ.

Κι αυτό γιατί οι Εκδόσεις Flipper είναι ένα άτομο όλο κι όλο. Ο εκδότης μου συνεργάζεται μεν με πολλούς, αλλά τα έχει καταφέρει έτσι που να μη σκοτίζεται με μισθούς, ασφάλειες και άλλα τέτοια. Υπάρχει ένας υπεύθυνος παραγωγής, που είναι επίσης και ο «αναγνώστης» του οίκου και αυτός που χειρίζεται τη δουλειά με τα δικαιώματα από το εξωτερικό, αλλά δουλεύει από το σπίτι του και ουσιαστικά είναι ελεύθερος επαγγελματίας. Οι μεταφραστές, οι επιμελητές και οι διορθωτές επικοινωνούν μεταξύ τους ηλεκτρονικά, και το τελικό αρχείο των βιβλίων πηγαίνει κατευθείαν στον τυπογράφο, που είναι ταυτοχρόνως και βιβλιοδέτης. Το ίδιο κάνουν και οι γραφίστες, που ασχολούνται με τα εξώφυλλα, τους καταλόγους και το σάιτ του οίκου, σε συνεννόηση με έναν μαθητευόμενο βοηθό παραγωγής που γράφει τα κείμενα οπισθοφύλλου, τα κείμενα για το σάιτ και τις διαφημιστικές καταχωρίσεις, στα διαλείμματα από τις υπόλοιπες τέτοιες μικροδουλειές που κάνει. Όλα γίνονται από απόσταση, και βέβαια με το μικρότερο δυνατό κόστος. Τη διανομή των βιβλίων αναλαμβάνει μία εταιρία χονδρικής, και οι εισπράξεις και οι πληρωμές γίνονται μέσω του λογιστή της εταιρίας που έχει αναλάβει όλη τη γραφειοκρατία των Εκδόσεων Flipper. Έτσι, το μυστικό μας ήταν καλά φυλαγμένο· το ξέραμε μόνο εγώ, και εκείνος.

Και οπότε ναι: ήμασταν μόνο οι δυο μας εκεί μέσα και κοιτούσαμε την ίδια οθόνη ενός ντέσκτοπ.

«Αυτός», μου είπε. «Τι σου λέει;»

«Πολύ καλός», απάντησα βλέποντας το αντρικό μοντέλο που δεν είχε όνομα αλλά έναν κωδικό αριθμό από δίπλα του, χωρίς καν να δώσω σημασία στο χρώμα των ματιών ή στα μαλλιά του, ή στο προφανές γεγονός ότι στόμα του δεν πλαισιωνόταν από ένα γενάκι που θύμιζε σωματοφύλακα του Δουμά, σήμα-κατατεθέν του Βλαντιμίρ — και ξεροκατάπια. Ή το αντίθετο. Ντράπηκα λίγο, αλλά έκανα μία προσπάθεια να μη με νοιάξει ή να μη φανεί ότι με ένοιαζε, και έτσι δεν έδωσα περισσότερη σημασία. Δεν είδα καν τα μάτια του, για όνομα του καλού Θεού. Ή το ολότελα ξυρισμένο του πρόσωπο.

«Ωραία, έκλεισε», μου είπε ο εκδότης μου, και αγόρασε με δύο κλικ το δικαίωμα χρήσης της φωτογραφίας για τη χώρα.

Και αυτό ήταν.

Ένα μήνα μετά, τα Γαλάζια μάτια της καταχνιάς ήταν «σε όλα τα βιβλιοπωλεία», όπως λένε. Πράγμα που δεν είναι ποτέ αλήθεια, καθώς δεν στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε στα μισά, και συχνά σε πολύ λιγότερα και από τα μισά, αλλά δεν έχει σημασία.

Τα Γαλάζια μάτια της καταχνιάς είχαν γίνει βιβλίο (Θεέ μου!) κι εγώ απλούστατα αδυνατούσα να το πιστέψω.

Ένα δικό μου βιβλίο. Ένα δικό μου βιβλίο.

Γιατί, πώς να το κάνουμε: εγώ ήμουν η Μαίρη Νόρντικ. Εγώ, και καμιά άλλη.

Ήμουν η Μαίρη Νόρντικ —και όχι η άλλη Μαίρη, μια μέτρια γυναίκα, ένας χλιαρός άνθρωπος—, και φυσικά και βεβαίως ήμουν και η Μίνα μαζί, η κυνηγός και ταυτόχρονα ερωμένη του Βλαντιμίρ. Του Κόμη Δράκουλα αυτοπροσώπως, αλλά στο πολύ-πολύ πιο σέξι του.

Ενός μοντέρνου, σέξι και ακαταμάχητου Κόμη Δράκουλα που —αχ, πόση δυστυχία— δεν χάριζε μόνο τον θάνατο στους άλλους, αλλά —κι εδώ αρχίζει το περίεργο με τον Βλαντιμίρ μου— τον έψαχνε κι αυτός, απελπισμένα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο Βλαντιμίρ —καθώς έφτασε πια η ώρα να το πω— ήταν αυτοκτονικός τύπος. Ένας κουρασμένος από τους αιώνες και τα φονικά άντρας, που ήθελε πια να ξεκουραστεί. Αποζητούσε τον θάνατο σαν λύτρωση από τη σκοτεινή, νυχτερινή, κρυφή ζωή του, και βέβαια θα τα είχε καταφέρει αν δεν του απέμεναν κάθε φορά κάποιες μισοτελειωμένες δουλειές στα χέρια, κάποιοι λογαριασμοί που δεν είχαν λυθεί και που απαιτούσαν την παρουσία του πάνω στο κουρασμένο χώμα του πλανήτη.

Ο ήρωάς μου ήθελε όσο τίποτε άλλο να πεθάνει και να χαρίσει στον εαυτό του την αιώνια γαλήνη, εκείνη την πανδαισία τού απολύτως μαύρου, της ωραίας ανυπαρξίας, του τίποτα. Όμως δεν θα καταδεχόταν να του την κάνει δώρο ένας εχθρός του. Ούτε όμως και μια γυναικεία ύπαρξη με την οποία ήταν ερωτευμένος.

Ναι, εδώ έμπαινε στη μέση η Μίνα, η ορκισμένη κυνηγός του, η ακαταπόνητη θηρεύτρια βρικολάκων.

Μάλιστα, η ίδια η Μίνα ήταν αυτή που τον έσωσε δύο φορές μέσα στις σελίδες του βιβλίου μου, όταν οι αδυσώπητοι εχθροί του τον είχαν στριμώξει για τα καλά και απειλούσαν να θέσουν τέλος στη ζώνεκρη παρουσία του στον κόσμο. Κι αυτό έκανε τον Βλαντιμίρ να την ποθεί ακόμη περισσότερο: η Μίνα γινόταν ένας ολοένα και πιο ισχυρός δεσμός του αρχηγού των βαμπίρ — ένας δεσμός του με τον κόσμο και τη ζωή, τουλάχιστον όπως την εννοούσε αυτός.

Όμως: όμως στο τέλος ο ήρωάς μου με τα μαύρα μάτια και το πυρωμένο βλέμμα επιτέλους τα κατάφερε. Έχοντας αντιμετωπίσει με φονική επιτυχία κάθε εχθρό που βρέθηκε στο διάβα του, και αφού είχε σιγουρέψει την ερωμένη του —και αμείλικτη κυνηγό του ταυτόχρονα, μην το ξεχνάμε αυτό— σε ένα ασφαλές σημείο, επέλεξε μόνος τον δρόμο της αιώνιας λήθης, βγαίνοντας με υπερηφάνεια στο φως του ήλιου, που ως γνωστόν εξοντώνει και το πιο ισχυρό βαμπίρ. Έτσι, συνάντησε επιτέλους το πεπρωμένο του, φέρνοντάς το με την ίδια του τη βούληση μπροστά του.

Γιατί, είπαμε: ο Βλαντιμίρ ήταν αυτοκτονικός τύπος. Ένας κουρασμένος άντρας.

Όπως εγώ ήμουν μια κουρασμένη γυναίκα.

Προσωπικά δεν είχα την ηλικία του —ο αυθεντικός Δράκουλας είχε γεννηθεί το 1431—, καθώς σήμερα είμαι μόλις τριάντα έξι χρονών, ούτε είχα κουραστεί από τις ατέλειωτες μάχες με τους αναρίθμητους εχθρούς μου. Εκτός από κάποια κόντρα με την εταιρία κινητής τηλεφωνίας που δεν με αποδεσμεύει με τίποτα, δεν έχω πρόχειρο κάποιον κατάλογο εχθρών στο μυαλό μου.

Παρ’ όλα αυτά όμως, ήθελα κι εγώ να ξεκουραστώ. Επιτέλους να ξεκουραστώ. Και το ήθελα από μικρή. Από κοπέλα ακόμα.

Είμαι λιγάκι τρελή, ναι, το παραδέχομαι. Αν και η λέξη δεν είναι σωστή, όπως λένε όλοι οι γιατροί και όλοι οι κάπως ενήμεροι για τα προφανή άνθρωποι, εγώ την έχω υιοθετήσει για τον εαυτό μου και δεν με πειράζει. Την έχω δεχτεί. Και την έχω συνηθίσει, επίσης, όλα αυτά τα χρόνια. Πώς να το πω; Δεν με πειράζει. Ούτε αισθάνομαι να με προσβάλλει. Άλλωστε, τη λέω εγώ για μένα, δεν με χαρακτηρίζει έτσι κάποιος τρίτος. Οπότε, ναι: τρελή.

Είμαι λιγάκι τρελή, το παραδέχομαι.

Από μικρή, μαζί με τη μετριότητα, εκείνη τη φρικτή ιδιότητα του χλιαρού, με συνόδευε και κάτι ακόμη: αυτό που λένε αυτοκτονικός ιδεασμός, ή αυτοκτονικότητα, ή αυτοκτονική πρόθεση. Όλοι ξέρουν περί τίνος πρόκειται, οπότε δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Θα προσθέσω μόνο πως, στους περισσότερους σαν κι εμένα, «οι νοσηρές αυτοκαταστροφικές σκέψεις συνδυάζονται με υγιείς σκέψεις νοηματοδότησης της ζωής, οι οποίες λειτουργούν αντισταθμιστικά, καθυστερώντας την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά ή αμβλύνοντας τη σοβαρότητά της», όπως μπορεί να διαβάσει κανείς αν γκουγκλάρει τον όρο. Έτσι, όλοι εμείς —οι περισσότεροι, κάτι δεκάδες εκατομμύρια άντρες και γυναίκες ανά τον κόσμο δηλαδή— τη σκαπουλάρουμε. Και πώς αλλιώς, άλλωστε; Αν δεν κάναμε και αυτές τις υγιείς σκέψεις νοηματοδότησης της ζωής, κι αν δεν ήμασταν δειλοί κατά βάθος, δεν θα είχαμε αυτοκτονικό ιδεασμό: θα ήμασταν ήδη όλοι στα θυμαράκια και δεν θα είχαμε τίποτε.

Τώρα, κάνοντας πάλι ένα απλό γκουγκλάρισμα, κανείς μπορεί να μάθει ποιοι είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση αυτοκτονικής συμπεριφοράς. Εγώ το έχω κάνει, και νά ποιοι είναι:

  • Η διάγνωση ψυχιατρικής διαταραχής, ιδίως κατάθλιψης. (Δεν το είχα αυτό. Είχα εξεταστεί δύο φορές. Δεν διαγνώστηκα με κατάθλιψη, μανία, μανιοκατάθλιψη, νεύρωση, ψύχωση, σχιζοφρένια ή κάτι τέτοιο. Οπότε, ή το έκρυβα καλά, ή είμαι ειδική περίπτωση. Ή απλώς δεν το είχα).
  • Κλινικές εκδηλώσεις όπως αϋπνία, έντονο άγχος και ανηδονία, ή ακουστικές ψευδαισθήσεις. (Και πάλι όχι. Εννοώ, έχω αϋπνίες, αλλά κάθε φυσιολογικός άνθρωπος έχει αϋπνίες πού και πού. Νομίζω μάλιστα πως αυτοί που πέφτουν και κοιμούνται αμέσως, σαν πουλάκια, είναι μία μικρή, πολύ ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων. Αλλά κυρίως: μία πολύ μικρή κατηγορία. Όσο για το θεματάκι της ανηδονίας… ας το παραδεχτώ: αυτό δεν είχα πολλές ευκαιρίες για να το τεστάρω).
  • Η γνωσιακή ακαμψία, δηλαδή η αδυναμία ανεύρεσης εναλλακτικών επιλογών κατά τη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων με συνέπεια τη δημιουργία αδιεξόδων. (Χμμ… κατηγορηματικά όχι. Βρίσκω πάντα λύσεις σε καθετί. Αλλιώς δεν θα τα κατάφερνα ούτε μια μέρα. Γιατί; Γιατί έχω πάντα πάρα πολλά προβλήματα. Οπότε, όχι — κατηγορηματικά όχι).
  • Το αίσθημα απελπισίας. (Χμμ… ναι. Αλλά και όχι. Συχνά νιώθω απελπισμένη. Αλλά μέτρια απελπισμένη. Χλιαρά απελπισμένη. Και το ξεπερνάω παρακολουθώντας σειρές στο ΗΒΟ).
  • Η παρορμητικότητα. (Επίσης ναι. Αλλά δεν μου γεμίζει το μάτι για σοβαρός παράγοντας κινδύνου, αλλιώς οι μισοί άνθρωποι θα καβάλαγαν ένα μπαλκόνι όποτε έβγαιναν για να τινάξουν τα σεντόνια).
  • Η χρήση ουσιών, και ιδίως η κατάχρηση αλκοόλ. (Α, όχι, δεν πίνω. Δηλαδή, πίνω, αλλά λίγο και σπανίως. Το αλκοόλ με μεθά γρήγορα).
  • Ψυχοπιεστικές καταστάσεις όπως απώλειες, αποτυχίες, απορρίψεις, αλλαγές ή συγκρούσεις που οδηγούν σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και αισθήματα αναξιότητας, ενοχής ή ντροπής. (Έεε… δεν ξέρω. Δεν χρειάζονται, από όσο ξέρω, «ψυχοπιεστικές καταστάσεις» για να νιώσει κανείς αναξιότητα, ενοχή ή ντροπή. Ιδίως τα δυο τελευταία πάνε παρέα με τον άνθρωπο, κυκλοφορούν μαζί του, αγκαζέ, αλαμπρατσέτα που έλεγαν παλιά, το ένα από τη μία και το άλλο από την άλλη του μεριά. Έχω την εντύπωση μάλιστα ότι πάνε παρέα με όλους τους ανθρώπους — ή τέλος πάντων με τους περισσότερους. Αλλιώς είναι κάπως παράλογο να ζεις. Εγώ πάντως ζούσα πάντα μία τελείως λογική ζωή. Είχα και χαμηλή αυτοεκτίμηση και αισθήματα αναξιότητας, ενοχής ή ντροπής — δόξα τω Θεώ).
  • Κληρονομικό ιστορικό αυτοκτονικής συμπεριφοράς. (Ναι, είχα τέτοιο. Γιαγιά. Ουφ. Δεν θέλω να το σκέφτομαι, αγχώνομαι. Οπότε το κρατάμε μεν, αλλά το αφήνουμε στη γωνιά του δε).

Τι συμπέρασμα προκύπτει από όλα αυτά; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Να φταίει η γιαγιά μου; Κάποιου είδους οικογενειακή κατάρα, όπως θα έλεγε και ο Βλαντιμίρ;

Λοιπόν:

Ναι, μπορεί.

Όμως δεν θα το εξετάσω άλλο, τα πράγματα είναι όπως είναι, και δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτά. Ίσως να μπορούσα κάποια στιγμή στο παρελθόν, αλλά τώρα πάει, πέρασε. Διέβην τον Ρουβίκωνα, που λένε όσοι μιλάνε με τσιτάτα, και πλέον όλα έχουν μπει στη στράτα τους. Ειλικρινά, δεν με πειράζει: βασικά, είμαι ανακουφισμένη μ’ αυτό που είναι να ’ρθει. Και που πρόκειται να έρθει όπου να ’ναι.

Κοιτάζω την ώρα. 07:30. Σε δύο ώρες και σαράντα λεπτά. Μια χαρά. Κανένα πρόβλημα.

Αλλά έλεγα για τα βιβλιαράκια μου.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.