Βιβλιο

Αυτή είναι η ιστορία μας πάνω στη Γη

4,6 δισεκατομμύρια χρόνια σε 12 σύντομα κεφάλαια: Όλα όσα συνέβησαν στον πλανήτη πριν φτάσουμε εδώ που είμαστε σήμερα

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για το βιβλίο του Henry Gee, «Μια (πολύ) σύντομη ιστορία της ζωής πάνω στη Γη» (μετάφραση Γιώργος Προεστός, 328 σελίδες, Εκδόσεις Κάκτος)

Αν ασχολείστε κι εσείς, όπως εμείς, με τη (σοβαρή) εκλαϊκευμένη επιστήμη, αν αγαπάτε τη φωνή του Ντέιβιντ Ατένμπορο, αν παθιάζεστε με τα σχόλια του Νιλ Ντε Γκρας, αν παρακολουθείτε όποτε βρίσκετε την ευκαιρία όλα αυτά τα φανταστικά ντοκιμαντέρ για τον Κόσμο, τον πλανήτη μας, την εξέλιξη, τα ζώα και τον άνθρωπο, τότε το βιβλίο «Μια (πολύ) σύντομη ιστορία της ζωής πάνω στη Γη» του Henry Gee είναι για εσάς: μια συνοπτική ανακεφαλαίωση της πιο σημαντικής ιστορίας πάνω στον πλανήτη μας: της ιστορίας της ζωής.

Ο τίτλος και ο υπότιτλος του βιβλίου λένε την αλήθεια. Έχουμε να κάνουμε εδώ με ΟΛΗ την ιστορία της ζωής πάνω στον πλανήτη, αλλά συνοπτικά, όχι με έναν πελώριο όγκο ονομάτων και στοιχείων επάνω μας που θα μας πλάκωνε και θα μας εμπόδιζε να διαβάσουμε, να κατανοήσουμε και —έχει μεγάλη σημασία αυτό— να θυμόμαστε. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή, ωραία συμπυκνωμένη και άψογα οργανωμένη ιστορία της Γης, από την αρχή μέχρι το… μέλλον. (Γιατί στο τέλος ο συγγραφέας μάς λέει και τι πρόκειται ΝΑ γίνει μέσα στο επόμενο ένα δισεκατομμύριο χρόνια).

Πέραν τούτου όμως: το βιβλίο είναι γραμμένο πολύ όμορφα, και πολύ έξυπνα επίσης, με χιούμορ όπου πρέπει, και με ωραίες, δραματικές περιγραφές όπου το επιβάλλει η ίδια η ιστορία. Από τους υπερκαινοφανείς αστέρες και τον σχηματισμό του ήλιου και της Γης μέχρι την αρχή της ζωής στον βυθό της θάλασσας και την αυτοκρατορία των δεινοσαύρων, και από τα βακτήρια μέχρι εσάς και εμένα, θα μάθουμε τα «πάντα» γι’ αυτό το αδιανόητο πανηγύρι της ζωής, χωρίς να μουδιάσει το μυαλό μας από τις άπειρες πληροφορίες.

Γραμμένη από έναν κατ’ εξοχήν ειδικό (ο Χένρι Τζι έχει γράψει πολλά ανάλογα βιβλία, ενώ είναι για περισσότερες από τρεις δεκαετίες τώρα συντάκτης στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Nature), η «(Πολύ) σύντομη ιστορία της ζωής πάνω στη Γη» διαβάζεται απολαυστικά από την αρχή μέχρι το τέλος. Το εννοούμε: ακόμη και οι υποσημειώσεις έχουν ενδιαφέρον — αλλά και χιούμορ.

Αλλά και κάτι ακόμα: το βιβλίο αυτό, όπως και όλα τα ανάλογα, σε κάνει να δεις με διαφορετικό μάτι τη θέση μας στη γη σήμερα, το δελτίο των διεθνών ειδήσεων, οτιδήποτε έχει σχέση με τη (συχνά δυσάρεστη) καθημερινότητά μας. Εντέλει, μας προσφέρει μία κλίμακα, και έναν καθρέφτη. Δεν δείχνει, προς Θεού, ότι είμαστε μικροί ή ασήμαντοι — το αντίθετο. Αλλά δείχνει πώς θα έπρεπε, πώς θα μπορούσαμε να απολαμβάναμε (ακόμη περισσότερο) τη ζωή αν ήταν ποτέ δυνατόν να απαλλαγούμε από τους πέντε-δέκα δικτάτορες που τη λυμαίνονται.

Σε κάθε περίπτωση: λαμπρό βιβλίο. Ένα page turner. Πράγμα για το οποίο συμβάλλει τα μάλα η εξαιρετική, άριστα επιμελημένη μετάφραση. Μια πολύ όμορφη έκδοση, συνολικά, από τον Κάκτο.

* * *

«Μια (πολύ) σύντομη ιστορία της ζωής πάνω στη Γη» του Henry Gee: Απόσπασμα από το ένατο κεφάλαιο, «Πλανήτης των πιθήκων» 

Η όρθια στάση και το όρθιο περπάτημα είναι για εμάς τόσο εύκολο, τόσο φυσικό, που το θεωρούμε δεδομένο. Πολλά θηλαστικά μπορούν να σταθούν όρθια για λίγο, ακόμα και να περπατήσουν. Όμως απαιτεί προσπάθεια, και γρήγορα πέφτουν πάλι στα τέσσερα, την τυπική στάση των θηλαστικών. Τα ανθρωπίνια είναι διαφορετικά. Το όρθιο βάδισμα είναι το κανονικό τους, ενώ η μετακίνηση με τα τέσσερα, χρησιμοποιώντας χέρια και πόδια για περπάτημα, είναι αντιθέτως αφύσικη και δύσκολη. Η υιοθέτηση του διποδισμού από μια ομάδα πιθήκων που ζούσαν στις παρυφές των ποταμών και στους θόλους των δασών της Αφρικής, 7 εκατομμύρια χρόνια πριν, ήταν ένα από τα πιο αξιοσημείωτα, απίθανα και αινιγματικά γεγονότα σε ολόκληρη την ιστορία της ζωής. Απαιτούσε έναν πλήρη επανασχεδιασμό ολόκληρου του σώματος, από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

Στο κεφάλι, η τρύπα από την οποία ο νωτιαίος μυελός εισέρχεται στο κρανίο μετατοπίστηκε από πίσω (όπου βρίσκεται στα τετράποδα) προς τη βάση. Αυτό το χαρακτηριστικό, αν μη τι άλλο, σημάδεψε τον Sahelantrhopus ως ανθρωπίνιο. Σήμαινε ότι το πρόσωπό του είχε κατεύθυνση προς τα εμπρός και όχι προς τον ουρανό, όταν περπατούσε στα πίσω πόδια του, και ότι το κρανίο του ισορροπούσε στην κορυφή της σπονδυλικής στήλης παρά προσαρτάτο στο ένα της άκρο.

Οι επιπτώσεις στο υπόλοιπο σώμα ήταν εξίσου θεμελιώδεις. Όταν αναπτύχθηκε η σπονδυλική στήλη πριν από μισό δισεκατομμύριο χρόνια, ήταν ένας σχηματισμός που κρατιόταν οριζόντιος, υπό έκταση. Στα ανθρωπίνια μετακινήθηκε ενενήντα μοίρες και κρατήθηκε κάθετος, υπό συμπίεση. Από την εποχή που αναπτύχθηκε η σπονδυλική στήλη για πρώτη φορά, δεν επήλθε καμία ριζική διαφοροποίηση στις δομικές απαιτήσεις της, και μπορεί να θεωρηθεί απλώς δυσπροσαρμοστική – απόδειξη είναι ότι τα προβλήματα με την πλάτη αποτελούν μία από τις πιο δαπανηρές και συχνές αιτίες ασθένειας στους ανθρώπους σήμερα. Οι δεινόσαυροι είχαν μεγάλη επιτυχία στο να γίνουν δίποδοι, αλλά το κατάφεραν με διαφορετικό τρόπο – κράτησαν τη σπονδυλική τους στήλη οριζόντια, χρησιμοποιώντας τις μακριές και στιβαρές ουρές τους ως αντίβαρο. Όμως τα ανθρωπίνια, όπως και οι πίθηκοι, δεν έχουν ουρές και πέτυχαν τον διποδισμό με δύσκολο τρόπο.

Τα πράγματα ήταν χειρότερα για τα θηλυκά που κυοφορούσαν, τα οποία έπρεπε να προσαρμοστούν σε ένα όλο και πιο ασταθές και μεταβαλλόμενο βάρος – μια κατάσταση που άφησε το αποτύπωμά της στην ανθρώπινη εξέλιξη. Και δεν είναι καθόλου περίεργο, με δεδομένο ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας τα ενήλικα θηλυκά –από τα οποία εξαρτάται η συνέχεια του είδους– ξόδευαν την περισσότερη ζωή τους είτε στο να κυοφορούν είτε στο να ανατρέφουν τα μικρά τους. Και ακόμα χειρότερα, τα πόδια των ανθρωπίνιων τείνουν να είναι μακρύτερα, αναλογικά με το συνολικό ύψος, απ’ ό,τι στους πιθήκους. Τα μακρύτερα πόδια κάνουν τη μετακίνηση πιο αποτελεσματική ενεργειακά, αλλά υπάρχει ένα τίμημα. Το βρέφος είναι ακόμα πιο ψηλά από το έδαφος, ανυψώνοντας το συνολικό κέντρο βάρους και αυξάνοντας την αστάθεια.

Αν αυτό δεν είναι αρκετό, ένα ανθρωπίνιο πρέπει να κινηθεί σηκώνοντας το ένα πέλμα από το έδαφος, αλλάζοντας το κέντρο βάρους απότομα, και έπειτα να το διορθώσει αυτό προτού πέσει – και αυτό πρέπει να το κάνει σε κάθε βήμα του. Αυτό απαιτεί έναν πολύ αξιοσημείωτο βαθμό ελέγχου, κατά τον οποίο ο εγκέφαλος, τα νεύρα και οι μύες συνεργάζονται άψογα σε τέτοιο βαθμό που δεν τον αντιλαμβανόμαστε.

Τα πρώτα ανθρωπίνια έμοιαζαν αδύναμα σε σχέση με μερικά από τα ζώα με τα οποία μοιράζονταν τον κόσμο τους. Στην πραγματικότητα, ήταν τα επίλεκτα πολεμικά αεροσκάφη του ζωικού βασιλείου. Τα τετράποδα μπορούν να περπατούν με πάταγο, να τρέχουν γρήγορα, ακόμα και να γυρίζουν απότομα, αλλά τέτοιες κινήσεις συχνά απαιτούν μια ροπή που δίνεται από μια μακριά, ευκίνητη ουρά, όπως στο τσιτάχ όταν κυνηγάει. Γενικά, τα ζώα που έχουν ένα πόδι σε κάθε γωνία μοιάζουν με ανθεκτικό μεταγωγικό αεροσκάφος, το οποίο, όταν προσανατολιστεί προς τη σωστή κατεύθυνση, πετάει προς τα εκεί γενναία. Τα ανθρώπινα όντα, χωρίς τέτοια μέσα, μοιάζουν με μαχητικά αεροσκάφη – σχεδόν υπερφυσικά ευλύγιστα, με κόστος τη σταθερότητα· μόνο οι καλύτεροι πιλότοι μπορούν να οδηγήσουν τα πιο γρήγορα μαχητικά. Τα ανθρωπίνια δεν περπατούσαν μόνο, όπως οι δεινόσαυροι· χόρευαν, περπατούσαν καμαρωτά, περιστρέφονταν και έκαναν πιρουέτες.

Τα οφέλη από τον διποδισμό ήταν τελικώς τεράστια. Όμως το περίεργο είναι πώς ξεκίνησε. Μαρτυρία εναντίον της πιθανότητας του διποδισμού ως επιλογής αποτελεί το γεγονός ότι τα ανθρωπίνια ανήκουν σε μια ομάδα λιγοστών θηλαστικών που περπατούν στα δύο πόδια ως κανονικό μέρος της ζωής τους – μια σπάνια επιλογή που είχε εναντίον της και την ανημπόρια κάθε ανθρώπου που στερείτο ξαφνικά τη λειτουργικότητα ενός από τα πίσω πόδια του. Από τη στιγμή που τα ανθρωπίνια ακολούθησαν το σπάνιο μονοπάτι που οδηγούσε στον διποδισμό, η φυσική επιλογή εξασφάλισε ότι θα γίνονταν πολύ καλοί σε αυτό, και πολύ γρήγορα.

Το ανθρώπινο βάδισμα είναι ένα από τα υποτιμημένα θαύματα του σύγχρονου κόσμου. Σήμερα οι επιστήμονες μπορούν να διακρίνουν τη δομή υποατομικών σωματιδίων, να ανιχνεύσουν τη βοή και τον συριγμό αναδυόμενων μαύρων τρυπών εκατομμύρια έτη φωτός μακριά, ακόμα και να περιεργαστούν τις ίδιες τις απαρχές του σύμπαντος. Ωστόσο, μέχρι τώρα, δεν έχει δημιουργηθεί κανένα ρομπότ που να μπορεί να μιμηθεί τη φυσική χάρη και την αθλητικότητα ενός κανονικού ανθρώπινου όντος όταν περπατάει.

Το ερώτημα μένει: Γιατί; Η εύκολη απάντηση είναι ότι ο διποδισμός είναι ένας από τους πολλούς παράξενους τρόπους μετακίνησης που δοκίμασαν οι πίθηκοι σε διάστημα εκατομμυρίων χρόνων, περιλαμβάνοντας την αιώρηση με τη χρήση επιμηκυμένων χεριών, όπως στους γίββωνες, το σκαρφάλωμα με τη χρήση και των τεσσάρων άκρων σαν χέρια, όπως κάνουν οι ουρακοτάγκοι, και το μοναδικό τετράποδο βάδισμα με τη χρήση των χεριών, το οποίο χρησιμοποιούν οι χιμπατζήδες και οι γορίλες. Όμως γιατί τα ανθρωπίνια δοκίμασαν το δίποδο βάδισμα και όχι κάποιο άλλο είδος μετακίνησης, παραμένει ανοιχτό ερώτημα. Σίγουρα η ζωή στο ανοιχτό ύπαιθρο δεν το απαιτεί. Πολλοί μεγάλοι πίθηκοι, όπως οι μακάκοι και οι μπαμπουίνοι, ζουν στο ανοιχτό ύπαιθρο και παραμένουν και με τα τέσσερα πόδια τους στερεωμένα γερά στο σκληρό και ξερό έδαφος.

Υποθέσεις ότι ο διποδισμός ελευθέρωσε τα χέρια για τη δημιουργία, ας πούμε, εργαλείων ή για το κράτημα των μωρών, δεν περνάνε, με δεδομένο ότι πολλά ζώα πετυχαίνουν και τα δύο χωρίς την ολοκληρωτική αλλαγή προς τον διποδισμό, στον οποίο επένδυσαν τα ανθρωπίνια. Όσον αφορά τα πρώτα ανθρωπίνια, το περισσότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι μπορεί να ήταν κάπως προσαρμοσμένοι εκ των προτέρων γι’ αυτόν, από ένα είδος όρθιας αναρρίχησης που είχαν αρχίσει να υιοθετούν για τη μετακίνησή τους στα δέντρα, μετά από την οποία το περπάτημα στο έδαφος δεν θα αποτελούσε μεγάλη αλλαγή. Για εκείνους το βάδισμα μπορεί να ήταν σαν την αναρρίχηση στα κλαδιά, αλλά χωρίς τα κλαδιά.

Λίγα λόγια για το βιβλίο «Μια (πολύ) σύντομη ιστορία της ζωής πάνω στη Γη» του Henry Gee

Εν αρχή ήταν η Γη. Ένας τόπος αφιλόξενος και απρόσιτος, σε διαρκή χημική μεταβολή, καλυμμένος από ταραγμένες θάλασσες, με ένα τοπίο που ανασκάλευαν ξανά και ξανά οι ασταμάτητες ηφαιστειακές εκρήξεις. Μέσα από αυτή την ταραχή ξεπήδησε η ζωή. Τα πρώτα έμβια όντα δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μικροσκοπικές μεμβράνες που κάλυπταν εξίσου μικροσκοπικά κενά στα βράχια, στο έλεος των ρευμάτων καυτού νερού και μεταλλικών στοιχείων που ανάβλυζαν από ρωγμές στον ωκεάνιο πυθμένα. Μέσα σε αυτές τις μεμβράνες, παρόλο που δεν ήταν απόλυτα αδιάβροχες, δημιουργήθηκε ένα περιβάλλον διαφορετικό από τον ανελέητο χαλασμό που τις περιέβαλλε. Σε αυτά τα μικρά καταφύγια εξελίχθηκε σταδιακά η παραγωγή ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε για να δημιουργηθούν φούσκες – πιστά αντίγραφα των γονιών τους: αφρώδεις ομάδες κυττάρων, που έμοιαζαν με μικροσκοπικές σαπουνόφουσκες, στάθηκαν σαν μικροσκοπικές γροθιές που αψηφούσαν τον υπόλοιπο άψυχο κόσμο. O Henry Gee διατρέχει τα τελευταία 4,6 δισεκατομμύρια χρόνια με μεταδοτικό ενθουσιασμό και επιστημονική ακρίβεια. Αξιοποιώντας την πλέον πρόσφατη επιστημονική γνώση και γράφοντας με τρόπο ευθύ και προσιτό, διηγείται μια επική ιστορία επιβίωσης και επιμονής και φωτίζει την ευαίσθητη ισορροπία μέσα στην οποία επιβιώνει, από την εμφάνισή της έως τώρα, η ζωή.

Henry Gee - βιογραφικό συγγραφέα

Ο Δρ. Henry Gee γεννήθηκε το 1962. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Leeds και του Cambridge. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες είναι συντάκτης στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Nature και συγγραφέας πολλών βιβλίων πάνω στην εξέλιξη των ειδών, από την καταγωγή των σπονδυλωτών και τους δεινόσαυρους έως την εμφάνιση του ανθρώπου και την ιστορία του ανθρώπινου γονιδιώματος. Ζει στο Νόρφολκ με την οικογένειά του και πολλά κατοικίδια.