- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κρίστη Στασινοπούλου: Ημερολόγια on the road
«Εκείνο που με συγκινεί στη μουσική είναι η αυθεντικότητα του καλλιτέχνη που τη γεννά»
Η Κρίστη Στασινοπούλου μιλάει για το βιβλίο «Ημερολόγια On the Road», τις ταξιδιωτικές εμπειρίες 25 ετών παίζοντας με τον Στάθη Καλυβιώτη και την μπάντα τους.
Την πρώτη φορά που θυμάμαι την Κρίστη Στασινοπούλου είναι να τραγουδάει τη «Νυχτωδία» του Μιχάλη Τερζή σε ποίηση της Σαπφώς στους Αγώνες της Κέρκυρας το 1981. Καθαρή φωνή, τρυφερή ερμηνεία. Κάπου διάβασα ότι ο Μάνος Χατζιδάκις την παρότρυνε τότε να μην ασχολείται τόσο με τη μελωδία και τον ρυθμό και να τραγουδήσει όσο πιο αληθινά μπορούσε τους στίχους. Θυμάμαι ότι τα κατάφερε πολύ καλά. Στα επόμενα χρόνια κάπου την έχανα, κάπου την έβρισκα. Τα πράγματα που έκανε ήταν πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους. Όμως στο πέρασμα του χρόνου αποκτούσε ένα απόλυτα προσωπικό στίγμα που στ’ αυτιά μου άρχισε να γίνεται πιο καθαρό από τον «Υφαντόκοσμο» και μετά. Αν και τα «Ηχοτρόπια» και τα «Μυστικά των Βράχων» ήταν εξαιρετικοί δίσκοι, το μεγάλο σοκ το έπαθα με την «Greekadelia». Ήταν αφοπλιστική η προσέγγιση σε στιλ Μαρίκα Παπαγκίκα στις φωνές αλλά και οι λούπες που έστηνε τόσο αριστοτεχνικά ο Στάθης Καλυβιώτης. Ενώ στην Ελλάδα η Κρίστη είχε επιτυχία σε πολύ συγκεκριμένους κύκλους, στο εξωτερικό πήγαινε καταπληκτικά ήδη αρκετά χρόνια πριν από τη «Greekadelia». Συμμετοχές σε άπειρα φεστιβάλ, μεμονωμένες συναυλίες, περιοδείες σε ολόκληρο τον κόσμο, μια επιτυχία που δεν είχαν γνωρίσει πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες. Όπως πάντα, στις περιοδείες, στον δρόμο, υπάρχει αρκετός χρόνος! Η Κρίστη καταγράφει συνεχώς: γεγονότα, εμπειρίες, σκέψεις, εντυπώσεις από τόπους, συναισθήματα και γεμίζει δεκάδες τετράδια. Κι επιπλέον, ζωγραφίζει. Σκιτσάρει όσα βλέπει κι όσα θυμάται. Κατά τη διάρκεια των lockdown, βρίσκει τον χρόνο να ξεκαθαρίσει κείμενα και σχέδια κι έρχεται μ’ έναν ογκώδη και πλούσιο τόμο με τίτλο «Ημερολόγια On The Road». Η έκδοση αυτή μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε μιαν όμορφη συζήτηση για το παρελθόν, για τα «Ημερολόγια» και λίγο για το μέλλον…
Θα ξεκινήσω από την απόλυτη αρχή: Ποια θυμάσαι να είναι η πρώτη σου επαφή με τη μουσική;
Στα πολύ μικρά μου χρόνια θυμάμαι πόσο με προβλημάτιζε και προσπαθούσα να καταλάβω, τι διαφορά είχαν τα ελληνικά τραγούδια που ακούγονταν από το πρωινό ραδιόφωνο του εξήντα, και η μάνα μου σιγοτραγουδούσε πάνω τους, μ’ εκείνα τα… αλλιώτικα, τα λεγόμενα «ξένα», που τα έπαιζαν με τις κιθάρες τους στις καλοκαιρινές παραλίες της Μεσσηνίας οι πρώτοι τουρίστες στην Ελλάδα. Πλησίαζα δειλά εκείνες τις παρέες που η ελευθερία τους με γοήτευε, καθόμουν λίγο πιο πλάι και τους κρυφάκουγα. Τα βράδια που μαζευόμουν στο παιδικό μας δωμάτιο των διακοπών, προσπαθούσα να τους μιμηθώ, πώς κράταγαν και έπαιζαν την κιθάρα τραγουδώντας, προσπαθούσα να τραγουδήσω κι εγώ έτσι, σε μια δική μου, ακατάληπτη γλώσσα, που την είχα για… αγγλικά. Μέχρι που ερχόταν στο δωμάτιο κι ο αδελφός μου, μεγαλύτερος από μένα, κι έπιανε να σκαλίζει με μανία το αγαπημένο του υπερ-τρανζίστορ. Καθώς έπεφτε λοιπόν το βράδυ στη νοτιότερη πόλη της ηπειρωτικής Ευρώπης, το ραδιοφωνάκι εκείνο έπιανε τα ερτζιανά όλων των χωρών της Μεσογείου: Ταραντέλες, ναυτικά τραγούδια από τη Σαρδηνία, σπανιόλικα φλαμένγκο, βαλκανικές πολυφωνίες, ζουρνάδες των Ζαζούκας (πριν ακόμα τους ανακαλύψουν οι Stones), τούρκικα της ποίησης των Σούφηδων. Πιο καθαρά απ’ όλα, χωρίς καθόλου παράσιτα, ξεχύνονταν μέσα από το ηχείο εκείνου του τρανζίστορ οι καταιγιστικές ιαχές του πλήθους των Αράβων που παρακολουθούσαν τις καθημερινές ανοιχτές συναυλίες της Ουμ Καλσούμ, οι μακρόσυρτοι φωνητικοί αυτοσχεδιασμοί της θρυλικής Αιγύπτιας τραγουδίστριας και οι καταπληκτικές εισαγωγές της αραβικής ορχήστρας εγχόρδων που την συνόδευε. Τα βραδινά εκείνα ραδιοφωνικά μουσικά ταξίδια κυριολεκτικά με τρέλαιναν! Και βέβαια με μπέρδευαν ακόμα περισσότερο ως προς τις διαφορετικών ειδών μουσικές των ανθρώπων ανά τη γη. Όλο αυτό νομίζω διαμόρφωσε τελικά τα μετέπειτα μουσικά μου γούστα και τις καλλιτεχνικές επιλογές μου.
Αν και σπούδασες αρχικά θέατρο πώς αποφάσισες να πάρεις τον δρόμο της μουσικής;
Όχι, ανάποδα έγινε. Τον δρόμο της μουσική πήρα πρώτο, οι σχολές θεάτρου ήρθαν μετά. Ήδη από τα σχολικά μου χρόνια, φτιάχναμε ροκ μπάντες με τους κολλητούς μου, γρατζούναγα και μια ακουστική κιθάρα και έπαιζα μόνη μου «The House of the Rising Sun», «The Times they are a Changing», «White Rabbit», «Ruby Tuesday», «Sunday Morning»… Ξεκινώντας να τα τραγουδώ όλα αυτά στο πρώτο πρώτο λαϊβάδικο που εμφανίστηκα, τον Τιπούκειτο της οδού Βαλτετσίου, ντρεπόμουν πάνω στο πάλκο, αισθανόμουν άβολα. Κι έτσι σκέφτηκα να πήγαινα σε μια δραματική σχολή, μήπως και «λυνόμουν», μήπως ξεπέρναγα την επίπλαστη εκείνη συστολή μου. Έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη σχολή του Κουν. Τα πράγματα στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης ήταν πολύ αυστηρά τότε. Μόλις πήραν χαμπάρι ότι τραγουδούσα σε νυχτερινό μαγαζί μού είπαν να σταματήσω αμέσως. Όμως εμένα δεν με ενδιέφερε να γίνω ηθοποιός. Έτσι κι αλλιώς τη μουσική και το τραγούδι αγαπούσα, με αυτά ήθελα να ασχοληθώ. Έφυγα από τη σχολή του Κουν και συνέχισα στου Κατσέλη. Τελικά ήταν ενδιαφέρουσα η φοίτηση και η εξάσκηση στις δύο διαφορετικές σχολές ηθοποιίας.
Τι θυμάσαι από τον ρόλο σου ως Μαρία Μαγδαληνή στο Jesus Christ Superstar πίσω στο 1978;
Ήταν η πρώτη μου δουλειά ως τραγουδίστρια. Τη ροκ όπερα «Jesus Christ Superstar», την ήξερα έτσι κι αλλιώς, ολόκληρη απ’ έξω, ήδη με την κυκλοφορία του πρώτου, διπλού βινυλίου με το καφέ σκούρο εξώφυλλο. Τα τραγούδια της Μαγδαληνής, και όχι μόνο, τα παίζαμε με τους φίλους μου πολύ πριν την οντισιόν για το πρώτο ανέβασμα στα ελληνικά της ροκ όπερας στο θέατρο Καλουτά. Μου είχε έρθει κάπως φυσικό το ότι αμέσως με διάλεξαν για τον ρόλο, ο κύριος Μίμης Πλέσσας -μεγάλος σεβασμός- και ο εδώ και δεκαετίες εκλιπών ηθοποιός και σκηνοθέτης Δημήτρης Μαλαβέτας. Μου άρεσε πολύ εκείνη η παράσταση. Όμως παράλληλα με χάλαγαν οι πρώτες γεύσεις από τα θεατρικά καμαρίνια… Αποφάσισα ότι το θέατρο δεν με ενδιέφερε και πριν τελειώσει η σεζόν, έφυγα και άρχισα να τραγουδώ στον Τιπούκειτο, το ιδιότυπο εκείνο «μαγαζί» που είχε μόλις ανοίξει στα Εξάρχεια ένας ιδιοφυής διανοούμενος, πρώην δημοσιογράφος, ο Γιώργος Μπουκουβάλας. Ήταν ένας χώρος με εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα από εκείνη των νυχτερινών μαγαζιών της εποχής. Εκείνες ήταν και οι πρώτες μου δουλειές με το τραγούδι.
Και η Eurovision; Τόσο τραυματική όσο μπορώ να φανταστώ;
Δεν θα την χαρακτήριζα τραυματική εκείνη την εμπειρία. Πιο πολύ θα την ονόμαζα διδακτική. Γιατί είδα ολοζώντανη μπροστά μου ολόκληρη την όψη της διεθνούς σόου μπίζνες, πράγμα που με βοήθησε να αποφασίσω τι ήθελα και τι δεν ήθελα για το μέλλον, σχετικά με τη δουλειά μου ως τραγουδίστρια. Δεν έχω καθόλου μετανιώσει που μικρή πέρασα και από την Eurovision. Και τελικά να σου πω… νιώθω και περήφανη γιατί, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει συνήθως στους καλλιτέχνες που με τον χρόνο φθείρονται και οι ίδιοι και το έργο τους, η δική μου πορεία πήγε ανάποδα. Ξεκίνησα από το, ας το πούμε, πιο «εμπορικό» και όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και πιο καλά έβρισκα τον δρόμο μου προς εκείνο ακριβώς που ήθελα να κάνω. Θα ήθελα ωστόσο να πω, ότι δεν μου αρέσουν οι διαχωρισμοί «ποιοτικός» και «εμπορικός καλλιτέχνης», που συνηθίζονταν τα παλιά χρόνια. Τους βρίσκω κάπως… ρατσιστικούς, αφού θεωρώ ότι ο κάθε καλλιτέχνης μπορεί να εκφράζεται και να κινείται όπως νιώθει, ανάλογα με τη δική του αλήθεια, το γούστο, τις ανάγκες κλπ.
Τι θυμάσαι από την εποχή της Λιλιπούπολης;
Ας μεταφέρω μια από τις εικόνες: Θυμάμαι τη Λένα Πλάτωνος, έτσι όπως την πρώτο-είδα μέσα από το γυαλί του κοντρόλ, την πρώτη μου φορά που βρέθηκα σε στούντιο του Ραδιομεγάρου της ΕΡΑ, όταν γίνονταν οι ηχογραφήσεις των τραγουδιών της Λιλιπούπολης. Καθόταν ευθυτενής μπροστά στο πιάνο, με τη χρυσαφιά χαίτη των μαλλιών της ως χαμηλά στη πλάτη και τραγουδούσε ή ίσως συνέθετε εκείνη τη στιγμή, το «Περνά περνά η ώρα, περνά πάνω στη γη…»
Έχεις συνεργαστεί με πολλούς μεγαλύτερους από εσένα μουσικούς. Από τον Δήμο Μούτση και τον Παύλο Σιδηρόπουλο μέχρι τον Λάκη Παπαδόπουλο και πολλούς ακόμη. Υπάρχουν κάποιες στιγμές που έχουν μείνει έντονα στη μνήμη σου και θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;
Εδώ θα διηγηθώ κάποιες πιο σκληρές καταστάσεις… Να βγαίνουμε, ας πούμε, με τον Παύλο μέσα από το Ροντέο, όπου παίζαμε για μια σεζόν, μέσα δεκαετίας του ογδόντα, και φεύγοντας από κει τις μικρές ώρες μετά τα live μας, να μου ζητά ο Παύλος, αν γινόταν, να περπατούσαμε μαζί ως το παρκαρισμένο εκεί κοντά αυτοκίνητό μου, κρύβοντάς τον όσο μπορούσα, από τους ακροβολισμένους στις τριγύρω γωνίες έμπορους, που τον περίμεναν να σχολάσει με το… νυχτοκάματο στην τσέπη. «Θα μπω μαζί σου στο αυτοκίνητο, κάνε το τετράγωνο να τους ξεφύγω, και με αφήνεις λίγο πάρα πέρα, να πάρω ένα ταξί. Πάμε γρήγορα σε παρακαλώ, πριν αλλάξω γνώμη.» Ιδιωτική στιγμή και δεν θεωρείται ίσως σωστό να τη μεταφέρεις στα μίντια, όμως είμαι πάρα πάνω από σίγουρη, ότι ο ίδιος ο Παύλος απόλυτα θα το ενέκρινε που τη διαδίδω! Καθόλου δεν του άρεσε να δίνει το παράδειγμα του «καταραμένου» και αυτό το ξέρουν καλά, όσοι πραγματικά τον έζησαν και τον αγάπησαν και δεν βγήκαν ποτέ στα μίντια να το διαφημίζουν μετά τον θάνατό του.
Υπήρξαν και απογοητεύσεις εκείνη την εποχή;
Μια ζωή απογοητεύομαι κάθε τόσο και μετά δικαιολογώ μέσα μου τα πράγματα και συνεχίζω.
Πώς κατέληξες «Δανάη» στη σειρά για τον Αττίκ;
Με είχε δει στην τηλεόραση η ίδια, υπερήλικας τότε, Δανάη, να τραγουδώ τραγούδια εποχής με τη μεγάλη ορχήστρα της ΕΡΤ σε κάτι τηλεοπτικές αναβιώσεις του ελληνικού κωμειδύλλιου, πολύ καλές παραγωγές του σκηνοθέτη Γιώργου Δάμπαση, εκλιπών κι αυτός πλέον. «Αυτή θέλω να παίξει τον ρόλο μου! Μού θυμίζει εμένα στα νιάτα μου», είπε τότε στον Κώστα Αριστόπουλο τον σκηνοθέτη του σήριαλ για τη ζωή του Αττίκ. Είχε ζητήσει και να με γνωρίσει και πήγα και την είδα στο διαμέρισμα που ζούσε αποτραβηγμένη κάπου στη Ραφήνα. Ιδιαίτερα εμπνευστική για μένα ήταν εκείνη η επίσκεψή μου στο καταφύγιό της, γεμάτο βιβλία, όπου έγραφε, μετέφραζε, διάβαζε. Έτσι θέλω να γίνω κι εγώ όταν γεράσω, είχα σκεφτεί…
Πότε νιώθεις να βρίσκεις πραγματικά τον δρόμο σου στη μουσική; Ποια στοιχεία σε βοήθησαν να τον βρεις;
Τον δρόμο μου ως προς το τι ήθελα να κάνω τον ήξερα ανέκαθεν. Τον τρόπο να το κάνω αυτό, βιοποριζόμενη συγχρόνως από το τραγούδι, εκείνο ήταν που πάλευα να βρω. Το βρήκαμε μαζί με τον Στάθη… εκτός Ελλάδας.
Πόσο συνέβαλε λοιπόν η γνωριμία σου με τον Στάθη Καλυβιώτη;
Όσο συμβάλει… το να ζεις μαζί με έναν υπερ-μουσικό που αγαπάς και σε αγαπά, που παίζετε μαζί μουσική και σας αρέσουν τα ίδια πράγματα. Ο Στάθης είναι τεράστιος μουσικός, αλλά παράλληλα και υπερβολικά σεμνός. Δεν του αρέσει να δείχνεται. Για το εξώφυλλο του κάθε δίσκου μας, γίνονταν κάθε φορά μεγάλοι τσακωμοί, μέχρι να δεχτεί να μπει το όνομά του στη μπροστινή πλευρά. Τέτοιος άνθρωπος είναι ο Στάθης.
Καιρό θέλω να το ρωτήσω αυτό και στους δυο σας: Όταν συναντηθήκατε ο Στάθης ερχόταν από το punk κι εσύ έδινες την εικόνα πως ερχόσουν από την χίπικη πλευρά της ψυχεδέλειας. Είναι καθόλου έτσι; Κι αν είναι, πώς έγινε και ταιριάξατε;
Ε… να μην είναι τα είδη μουσικής που ακούει ο καθένας μας και σαν τις… ποδοσφαιρικές ομάδες… Ναι, εκείνος είχε φτιάξει αρχές του ογδόντα μια από τις πρώτες ελληνόφωνες πανκ μπάντες, τους Ανυπόφορους -το αντίθετο του ευφημισμού είναι αυτό το όνομα- και εγώ λίγα χρόνια πιο πριν ανεβοκατέβαινα καθημερινά σχεδόν τα σκαλιά του υπόγειου Pop 11, χαμηλά στη Σκουφά και μορφωνόμουν μουσικά πάνω στις νέες τάσεις της ροκ και της τζαζ από τους τότε πωλητές πίσω από τον πάγκο: τον Αργύρη Ζήλο, τον Αρκούδη, τον άλλο Αργύρη που δεν θυμάμαι το επώνυμό του, τον Αντρέα τον Who, τον Μάρο, τη Χαρά και φυσικά τον Τάσο και τον Γρηγόρη Φαληρέα. Έτσι κι αλλιώς όμως, όταν γνωριστήκαμε με τον Στάθη είχαμε και οι δύο ήδη προχωρήσει πολύ πέρα από τα πρώτα εφηβικά μας ακούσματα.
Με το γράψιμο πώς ξεκίνησες;
Σε ηλικία 16 ετών, με δύο Brit-Rail Passes των Βρετανικών σιδηροδρόμων για νέους, είχαμε βρεθεί μαζί με τον αδελφό μου να γυρίζουμε για έναν μήνα τη Σκωτία και τα βόρεια νησιά της. Στα συννεφιασμένα λιμανάκια του Ινβερνές και της Αμπερντίν είχα πάθει πλάκα με τη θέα της παλίρροιας που πήγαινε κι ερχόταν, με τα ψαράδικα καΐκια σαν καράβια των Βίκινγκς μισοβυθισμένα στην σκούρα άμμο, με τους θεαματικούς κύκλους των γλάρων στον αέρα, τα απότομα σλάλομ τους στο νερό και τα κρωξίματα τους καθώς ψάρευαν… Εκεί, σαν χτες την θυμάμαι τη στιγμή, είχα ανοίξει το μπλοκάκι μου της ζωγραφικής και αντί να σκιτσάρω τα θαλασσοπούλια, έγραψα τα πρώτα μου δυο τρία ποιήματα.
Αγαπάς ιδιαίτερα την Αμοργό. Τι βρίσκεις εκεί;
Σε όλα τα Κυκλαδονήσια της κάποτε Άγονης Γραμμής λάτρευα και λατρεύω τα ζωντανά απομεινάρια της λίθινης εποχής! Στην Αμοργό ειδικά, λατρεύω και το πνεύμα των κατοίκων της και το σουρεαλιστικό τους χιούμορ.
Το πρώτο σου βιβλίο ήταν το «Επτά Φορές στην Αμοργό». Τι σε τραβάει στο μυστήριο;
Όλους μάς τραβά λίγο πολύ το μυστήριο. Τότε ήμουν κολλημένη με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τις ιστορίες του. Ήθελα να γίνω κι εγώ …Έντγκαρ Άλαν Πόε, αλλά οι δικές μου ιστορίες μυστηρίου να εξελίσσονται σε κυκλαδίτικα σκηνικά. Κάτι ανάμεσα στον Πόε και τον Παπαδιαμάντη ήθελα…
Η «Πύρινη Ρομφαία» είναι αρκετά διαφορετική, έτσι δεν είναι;
Είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα μαγείας, που το έγραψα λίγο μετά, εποχή που ήμουν βουτηγμένη στα εσωτεριστικά βιβλία της Ντίον Φόρτσιουν.
Πάνε περισσότερα από 20 χρόνια από τότε που ξεκινήσατε να περιοδεύετε, έτσι δεν είναι;
Ναι. Πρώτο μας ταξίδι με τον Στάθη και τη μπάντα μας στο εξωτερικό ήταν τον Σεπτέμβρη του 1998, σε μια διπλή συναυλία μαζί με τους Deep Forest στο πάρκο Rishon Lezion -που συχνά το ακούμε τελευταία στις ειδήσεις- λίγο έξω από το Τελ Αβίβ. Την επόμενη παίξαμε και σε ένα άλλο ανοιχτό θέατρο στην άλλη μεριά της πόλης, μαζί με την Παλαιστίνια τραγουδίστρια Amal Murkus και την πολύ καλή, τζαζο-αραβική μπάντα της. Το φεστιβαλάκι εκείνο είχε τίτλο «Women Sing the World» και πράγματι από τότε και μετά αρχίσαμε και εγώ και εκείνη να γυρνάμε τον κόσμο τραγουδώντας. Και τι πετύχαμε…; Τέλος πάντων… Καμία σχέση πάντως δεν είχαν οι διοργανωτές εκείνων των δύο πρώτων συναυλιών μας εκτός Ελλάδας με όλες τις υπόλοιπες που ακολούθησαν στον υπόλοιπο κόσμο. Απλά συνέπεσε ή μάλλον ακολούθησε χρονικά η κυκλοφορία το 1999 του cd μας «Ηχοτρόπια», που πήγε πολύ καλά στα ευρωπαϊκά και στα βορειοαμερικάνικα ραδιόφωνα και αμέσως άρχισαν, η μία μετά την άλλη, να μας έρχονται οι προσκλήσεις.
Αν κατάλαβα καλά από το μέγεθος των on the Road ημερολογίων σου, πρέπει να είσαι πολλές ώρες με ένα μολύβι στο χέρι κατά τη διάρκεια των περιοδειών σας…
Θες δεν θες, είναι πολλές οι περιστάσεις και οι ώρες που χρειάζεται να περιμένει κανείς σε αυτές τις περιοδείες. Για μένα είναι ευκαιρία να αποτυπώνω τα διάφορα της ημέρας, να σκιτσάρω με το μολύβι μου ότι βλέπω γύρω, να καταγράφω σκέψεις, εντυπώσεις, περιγραφές, αστεία περιστατικά.
Οι τόποι που επισκεφθήκατε είναι πραγματικά πολλοί, ουσιαστικά ολόκληρος ο κόσμος. Από όλους αυτούς τους τόπους, ποιους νοσταλγείς πιο συχνά;
Ω… Γιώργο, αυτή είναι πολύ δύσκολη ερώτηση! Ποιον τόπο να πρωτοπώ, που στα περισσότερα μέρη σκέφτομαι… αχ να ζούσα εδώ! Αυτό που μου λείπει όμως όπου κι αν είμαι είναι η θάλασσα και οι ελεύθερες παραλίες της χώρας μας…
Ποιες ήταν για σένα οι πιο μαγικές στιγμές αυτής της διαδρομής;
Κάτι απομονωμένα ανάμεσα στις απέραντες φυτείες ζαχαροκάλαμου χωριά, στη μέση του πουθενά της Βραζιλίας. Μια εξοχική χωριατοταβέρνα σε κάποια απομακρυσμένη αγροτική περιοχή της Ιρλανδίας, Ιρλανδοί βοσκοί με μακριές γενειάδες, να κάθονται στον ξύλινο πάγκο πλάι στην είσοδό της, μασουλώντας μαγικά μανιτάρια που είχαν μόλις μαζέψει από τους γύρω αγρούς και με το βλέμμα τους να ατενίζει το υπερπέραν. Η συγκινητική για μένα γνωριμία με τον πονεμένο και απέραντα μουσικόφιλο λαό της Αρμενίας, περιδιαβαίνοντας τους κατεστραμμένους δρόμους και τα πάρκα του Ερεβάν. Η δυνατή αύρα θρυλικών, ιστορικών ροκ κλαμπ που βρεθήκαμε να παίζουμε σε διάφορες μεγαλουπόλεις του κόσμου. Η απέραντη έκταση των πεδιάδων της Μανιτόμπα, όπου γίνεται ακόμα το τεράστιο Φεστιβάλ του Γουίνιπεγκ, ένα φεστιβάλ που είχε ξεκινήσει μαζί με το Γούντστοκ, αλλά κρατάει ακόμα. Συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους και μουσικούς. Οι πόλεις-λιμάνια του Νότου της Ευρώπης, με τα μπλεγμένα απ’ όλη τη Μεσόγειο DNA των κατοίκων τους. Εκείνος ο φλαμεγκίστας κόκορας που μας είχε ξυπνήσει πριν τα χαράματα το επόμενο πρωί της συναυλίας μας στην Σάντα Κρουζ ντε Τενερίφ των Κανάριων νησιών. Η νυχτερινή μυρωδιά της Βόρειας θάλασσας έξω από ένα πολιτιστικό θεατράκι στο Έσμπγιεργκ της Δανίας. Σταματώ, γιατί στο τέλος θα πω όλο το βιβλίο και… δεν θα το αγοράσει κανείς!
Με τη Θάλεια Ιακωβίδου, τη -για πολλά χρόνια- μάνατζέρ σας είχατε ένα ιδιαίτερο δέσιμο. Πώς χτίστηκε αυτή η σχέση;
Η Θάλεια δούλευε στο τμήμα Musurgia Graeca της δισκογραφικής Λύρα και κάποια στιγμή ήρθε να μας ακούσει στην Πινακοθήκη, το λαϊβάδικο που παίζαμε το 1998 στην εντελώς έρημη από μαγαζιά και σχεδόν επικίνδυνη ακόμα τότε γειτονιά του Ψυρρή. Είχε έρθει να δει το live μας παραξενεμένη από τις πολλές παραγγελίες που λάβαινε για τον «Υφαντόκοσμο» από δισκάδικα του εξωτερικού. Το live την ενθουσίασε, ήρθε και μου πρωτομίλησε και επί τόπου μου πρότεινε, αν θέλαμε να κάναμε τον επόμενο δίσκο μας στη Musurgia Graeca. Έτσι κι έγινε και ο δεύτερος δίσκος μας, τα «Ηχοτρόπια», πήγε πολύ καλά έξω, η Θάλεια έγινε άτυπη μάνατζέρ μας και οι δυο μας γίναμε κολλητές φίλες. Στη Θάλεια Ιακωβίδου χρωστάμε το ξεκίνημα για όλα αυτά που περιγράφω στο βιβλίο!
Οι συναυλίες είναι όπως λες η θεραπεία σου; Από ποια τραύματα;
Υπάρχει άνθρωπος χωρίς τραύματα σ’ αυτή τη ζωή…;
Τι είναι πιο αποτελεσματικό ως θεραπεία σήμερα για σένα;
Ό,τι μου είναι πιο ευχάριστο την κάθε στιγμή, χωρίς πίεση. Θεωρώ ότι αυτό το χρωστώ πια στον εαυτό μου. Τα τελευταία δύο τρία χρόνια περνώ υπέροχα κλεισμένη σπίτι μου, να γράφω! Ακούω τον Στάθη να παίζει στο δίπλα δωμάτιο, πετάγομαι κάθε τόσο μερακλωμένη και τραγουδώ μαζί, πιάνω τα κρουστά, ανοίγω το ινδικό μου αρμόνιο, μου έρχεται η όρεξη, η γνώριμή μου ανάγκη για τη μουσική, φτιάχνουμε και κάνα καινούργιο κομμάτι, παίρνουμε φόρα, σχεδιάζουμε live, περιοδείες και μετά τα ματαιώνουμε… Θα μας περάσει όμως, που θα πάει; Μάς έχει συμβεί κι άλλες φορές όλο αυτό.
Αν ήταν να γυρίσεις στον ήχο κάποιου από τους δίσκους που έχεις ηχογραφήσει, πού θα γύριζες; ή για σένα η Τέχνη κοιτάζει πάντα μπροστά;
Ο ήχος μας, ο προσωπικός μας ήχος που μας χαρακτήρισε και μας άνοιξε τόσες πόρτες, ήταν κάπως πρωτόγνωρος στα τότε μουσικά πράγματα της χώρας μας. Για να τον κάνουμε κατανοητό στους μουσικούς, που πήγαιναν κι έρχονταν στη μπάντα μας τα πρώτα χρόνια, στους ηχολήπτες των στούντιο που γράφαμε τα πρώτα μας demo, στους παραγωγούς των τότε δισκογραφικών, που με κοίταζαν σαν ούφο, όλο αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο και κουραστικό. Ψάχναμε μουσικούς που να παίζουν ξεχασμένα παραδοσιακά όργανα, πάρα πολύ δύσκολα έβρισκες τότε στην Αθήνα νέο άνθρωπο να τα παίζει, ούτε που τα ήξεραν καλά καλά. Δεν υπήρχαν ακόμα τα Μουσικά Γυμνάσια, δεν υπήρχε το YouTube. Τα μπλέκαμε με τα ντραμς, με τα ηλεκτρικά μας όργανα, τα ηλεκτρονικά samplers και τις λούπες, τα «πείραζε» ο Στάθης, τα αναποδογύριζε… Σήμερα όλα αυτά έχουν γίνει πλέον κυρίαρχο μουσικό ρεύμα. Στην ερώτηση «σε ποιoν ήχο, από τους ήχους σας, θα ήθελες να γυρίσεις», σήμερα πλέον, απαντώ ειλικρινώς ότι, πέρα από αυτό που λέμε «ήχος», πέρα από την όποια αισθητική τελικά… εκείνο που με συγκινεί και με συνεπαίρνει στην κάθε μουσική, στην κάθε Τέχνη είναι η αυθεντικότητα και η αλήθεια του καλλιτέχνη που τη γεννά!
Ετοιμάζετε κάτι αυτή τη στιγμή με τον Στάθη;
Ε ναι… Τι ‘χες Γιάννη, τι’ χα πάντα! Γράφουμε, σβήνουμε, διαφωνούμε, συμφωνούμε, ενθουσιαζόμαστε, απογοητευόμαστε και πάμε πάρα «πέρα».
Υπάρχει κάτι που έχεις μετανιώσει που το έκανες ή που δεν το έκανες;
Θα απαντήσω με το ρεφρέν ενός τραγουδιού από τα Ηχοτρόπια που δεν έχει πολύ-ακουστεί κι ας είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια μας: «…Στο σταυρό της ζωής μετανιώνω μην πεις / Κι αν το πεις δώσε μια και ξεκίνα ξανά.»
Έχει η ζωή για σένα στο μέλλον άλλες περιοδείες;
Τον Φεβρουάριο του 2024 ξεκινάμε πάλι με ένα μικρό τουρ στην Αυστρία μαζί με τους Salingari project. Και μακάρι να έχει… χιόνια εκεί τον Φλεβάρη!
Και πότε θα έχει περισσότερη Αμοργό;
Τα αγαπημένα μας νησιά που εδώ και δεκαετίες πηγαίνουμε για τις διακοπές μας, Αμοργός, Ανάφη, Σίκινος, Δονούσα, τα επισκεπτόμαστε πλέον μόνο τους μήνες εκτός τουριστικής σεζόν. Τότε που αναδύεται η πραγματική ατμόσφαιρα του κάθε τόπου. Κι όταν οι άνθρωποι του κάθε τέτοιου τόπου, που μέχρι πριν λίγες δεκαετίες πεινούσαν, ξενιτεύονταν κλπ, είναι ευχαριστημένοι γιατί δούλεψαν καλά το καλοκαίρι που πέρασε, τόσο το καλύτερο!
Είμαι σίγουρος ότι έχεις ξεκινήσει να γράφεις κάτι καινούργιο. Τι είναι αυτό;
Έχω έτοιμα σχεδόν άλλα τέσσερα, πέντε βιβλία. Είναι συλλογές διηγημάτων με συγκεκριμένο η κάθε μία θέμα και τίτλο. Από τότε που παρέδωσα στους Opportuna τα «Ημερολόγια…», δεν ξέρω ποιο να πρωτοπιάσω… Τον τελευταίο καιρό όμως μου τριβελίζει το νου κι ένα μυθιστόρημα, που δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ. Είναι και τα τραγούδια που φτιάχνουμε μαζί με τον Στάθη… Μπλέκονται ωραία όλα αυτά και η ζωή συνεχίζεται, αρκεί να υπάρχει ειρήνη στον κόσμο, υγεία και ευτυχία σε όλους! Με αυτή την ευχή θα ήθελα να τελειώσουμε ετούτη την όμορφη συζήτησή μας…