Βιβλιο

Παρατώντας ένα βιβλίο στη μέση

Μπορούμε να καταστρατηγούμε τον κανόνα που λέει, «Άπαξ και άρχισες ένα βιβλίο, οφείλεις να το τελειώσεις»;

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πότε μπορεί να αφήσει κανείς ένα βιβλίο… και να πιάσει ένα άλλο;

Χθες Σάββατο διάβασα ένα ολόκληρο βιβλίο. Δεν είναι κάτι που το κάνω συχνά. Σπανίως διαβάζω ολόκληρα τα βιβλία που ξεκινώ, και ακόμη σπανιότερα —προφανώς— τα τελειώνω μέσα σε μια μέρα. Αυτό όμως ήταν μικρό, μια νουβέλα 180 σελίδων. Επίσης, διάβασα το βιβλίο με σκοπό να γράψω γι’ αυτό, δηλαδή η ανάγνωσή του ήταν κομμάτι της δουλειάς μου. Όλη την εβδομάδα την πέρασα με τέτοιες δουλειές: διάβασμα, παρουσιάσεις, μικρά σημειώματα σαν κι αυτό, διορθώσεις δοκιμίων κ.τ.π. Το ίδιο θα κάνω και με την επόμενη.

Εδώ και κάμποσα χρόνια είναι πάρα πολύ λίγα τα βιβλία που διαβάζω για διασκέδαση, από σκέτη ευχαρίστηση, επειδή τα έγραψαν αγαπημένοι μου συγγραφείς, ή επειδή ανήκουν στα λογοτεχνικά είδη που προτιμώ. Αυτό όμως έτυχε να είναι ένα πολύ ενδιαφέρον —για τα γούστα μου— βιβλίο (αν και ήταν literary fiction, «λογοτεχνική πεζογραφία», όχι το προσφιλέστερό μου είδος δηλαδή), που μου κίνησε εξαρχής την περιέργεια, με συνεπήρε στη συνέχεια, με ιντρίγκαρε, και με γέμισε αγωνία να δω πώς τελειώνει, τι στο καλό γίνεται στο τέλος.

Και άλλα βιβλία που διαβάζω για τη δουλειά μου μου αρέσουν — εννοείται αυτό. Αλλά δεν μου ταιριάζουν. Μπορώ απλώς να καταλάβω αν είναι ή δεν είναι καλά, και γιατί. Όπως επίσης, μπορώ να καταλάβω σε τι κατηγορίες αναγνωστών θα αρέσουν. Αυτή είναι η εκπαίδευσή μου. Παρά ταύτα, το μεγαλύτερο ποσοστό των βιβλίων που ξεκινώ να διαβάσω δεν είναι βιβλία που εντέλει μού αρέσουν, ή που πιστεύω πως είναι καλά, ή που εν πάση περιπτώσει μπορώ να υποστηρίξω. Έτσι, δεν τα προτείνω. Ακόμη περισσότερο: δεν τα τελειώνω, τα παρατώ.

Πόσα βιβλία, λοιπόν, διαβάζω τον χρόνο; Αυτά για τα οποία κάνω μια μικρή παρουσίαση; Αυτά δηλαδή που συστήνω; Και τα υπόλοιπα; Όλα τα άλλα που ξεκινώ και εγκαταλείπω; Δεν μετράνε αυτά;

Ομολογώ πως, βέβαια, θα ήταν ανόητο να έλεγα πως «διαβάζω», πέστε, εξακόσια βιβλία τον χρόνο, αν υποθέσουμε πως, κατά μέσο όρο, ξεκινώ κάπου δύο τίτλους την ημέρα. Ή, έστω, τριακόσια. Αλίμονο. Όμως και ο άλλος αριθμός, των βιβλίων για τα οποία μιλώ, θα ήταν εντελώς ψεύτικος και, εντέλει, παραπλανητικός. Παρά ταύτα, η «αλήθεια» δεν κρύβεται κάπου στη μέση. Βασικά, δεν υπάρχει καμία αλήθεια εδώ. Ούτε και θα με ενδιέφερε να ξέρω έναν αριθμό.

Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι, μεγαλώνοντας, κατάφερα να αποβάλω από μέσα μου τη μανία να τελειώνω ντε και καλά ένα βιβλίο που ξεκίνησα να διαβάζω, όταν δεν μου αρέσει, όταν το βρίσκω αδιάφορο, όταν με κάνει να βαριέμαι, όταν δεν το καταλαβαίνω, όταν «δεν μου λέει κάτι» ή όταν, μιας και συμβαίνει κι αυτό, είναι απλώς κακογραμμένο, ή «κακό», ή θέλει να παραστήσει το έξυπνο, ή δεν είναι ειλικρινές — πόσο δε μάλλον όταν έχω μια θεόρατη στοίβα από άλλα βιβλία να με περιμένει, και να γεμίζει πίκρα από τη μοναξιά. Αγαπώ τα βιβλία και το διάβασμα, σέβομαι την τέχνη του γραψίματος (όπως και τις υπόλοιπες που συνδέονται με αυτό, εκείνες που λέμε εκδοτική τέχνη και τυπογραφία), αλλά μέχρις ενός σημείου. Είμαι ένας μικρός άνθρωπος με πολύ, πάρα πολύ λίγο χρόνο για διάβασμα, —πάρα μα πάρα πολύ λίγο χρόνο για οτιδήποτε, εδώ που τα λέμε— και εδώ και αρκετά χρόνια δεν είμαι καν σε ηλικία που να δικαιολογεί το ξόδεμα του όσου χρόνου έχω μπροστά μου για να κάνω πράγματα που δεν με υποχρεώνει κανείς να τα κάνω (όπως π.χ. στο πλαίσιο μιας δουλειάς, μιας επαγγελματικής σύμβασης).

Έτσι, στ’ αλήθεια δεν με ενδιαφέρει να διαβάσω ούτε μισή αράδα παραπάνω από ένα βιβλίο όταν αντιλαμβάνομαι, ή όταν σιγουρεύομαι, ότι η σχέση μας δεν μου κάνει καλό. Δεν με ενδιαφέρει αν είναι παινεμένο από την κριτική, αν είναι κλασικό, αν είναι σύγχρονο, αν είναι της μόδας, αν συζητιέται, αν «πρέπει» να διαβαστεί, ή αν ανήκει στο corpus των βιβλίων που αγαπώ, σ’ αυτά τα λογοτεχνικά είδη που έλεγα και προηγουμένως. Μά τον Θεό, δεν θα συμβεί κανένα κακό στη γη αν κλείσω το βιβλίο και πάρω ένα άλλο από το κομοδίνο μου για να δοκιμάσω την τύχη μου μαζί του, δεν θα πεθάνει κανένα γατάκι από πίκρα, και δεν θα μαραθεί κανένα σπάνιο λουλούδι του Αμαζονίου. Δεν θα επιβαρυνθεί έτι περαιτέρω η ατμόσφαιρα του πλανήτη, και δεν θα κακοπάθει κάποιος ξένος ικέτης στην αγριεμένη θάλασσα. Το μόνο που θα γίνει είναι να κερδίσω, εγώ ο τάλας, λίγο από τον παρολίγον χαμένο χρόνο μου. Και ο χρόνος μας είναι η μόνη όντως περιουσία μας.

Και είμαστε όλοι μας στ’ αλήθεια φτωχοί.

Αντιλαμβάνομαι, και με το παραπάνω, ότι αυτό που περιγράφω δεν είναι ο κανόνας. Οι περισσότεροι αναγνώστες τελειώνουν τα βιβλία που ξεκινούν να διαβάζουν ακόμη και όταν δεν περνούν καλά μαζί τους, ακόμη και όταν δεν τους αρέσουν, ακόμη και όταν τα βρίσκουν βαρετά ή ακαταλαβίστικα, για μία σειρά από λόγους. Ενδεχομένως να «πρέπει», αφενός. (Για παράδειγμα, επειδή κάνουν μια έρευνα, ή επειδή είναι μέλη μιας αναγνωστικής λέσχης). Είτε επειδή είναι περίεργοι να μάθουν πού το πάει ο συγγραφέας, ή αν θα έχει κάποια συγκλονιστική έκπληξη στο τέλος που θα τους κάνει να δουν με άλλο μάτι όλο το βιβλίο. (Μπορεί, αίφνης, ένα μυθιστόρημα μυστηρίου να τελειώνει με την απροσδόκητη φράση του αφηγητή: «Αλλά εγώ βέβαια δεν είμαι παρά ο σκύλος της οικογένειας»). Είτε γιατί συμφωνούν γενικά με τα μηνύματα που περνάει ο συγγραφέας, φέρ’ ειπείν για τον κακό καπιταλισμό. Ή απλώς επειδή θέλουν να προκαλέσουν τον εαυτό τους, να τον βγάλουν από την comfort zone του, να του βάλουν δύσκολα, ειδικά όταν αποφασίσουν να διαβάσουν βιβλία κάποιου είδους που μισούν ή που δεν υπολήπτονται. Μπορεί, πάλι, να είναι καλοί, γλυκείς άνθρωποι που θέλουν να δώσουν «μια ευκαιρία» στο βιβλίο. Ή ίσως να μη νοιάζονται για το αν είναι καλό ή απολαυστικό ή ό,τι άλλο το βιβλίο τους, καθώς η ίδια η ανάγνωση τους χαρίζει μεγάλη χαρά και ικανοποίηση.

Καλά κάνουν, όλοι τους.

Όπως καλά κάνουν και αυτοί που αφήνουν σήμερα ένα βιβλίο για να το ξαναπιάσουν όταν θα είναι σε διαφορετική «ψυχολογική» ή διανοητική κατάσταση. Γιατί, και δεν λέμε κάτι καινούργιο εδώ, ή καμιά σοφία, δεν είμαστε πάντα έτοιμοι για τα πάντα. Ένα βιβλίο μπορεί να μας συναντήσει μετά από χρόνια. Ή, το αντίθετο: ένα βιβλίο που λατρεύουμε για δεκαετίες, μπορεί ξαφνικά να μας φανεί απαίσιο αν το διαβάσουμε σήμερα, μετά από όλον αυτό τον καιρό.

Όλα είναι καλά και άγια στη σχέση που έχουμε με το διάβασμα. Αρκεί εκείνη η στοίβα δίπλα μας —με τα αδιάβαστα— να ψηλώνει διαρκώς. Με στόχο να φτάσει το στερέωμα.