Βιβλιο

Σαν σήμερα 16 Νοεμβρίου 1922 γεννήθηκε ο Ζοζέ Σαραμάγκου

Ποιος ήταν ο παραγωγικότερος και πιο διαβασμένος Πορτογάλος συγγραφέας του 20ου αιώνα

Δημήτρης Καραθάνος
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σαν σήμερα 16 Νοεμβρίου 1922 γεννήθηκε ο Ζοζέ Σαραμάγκου - Η ζωή και το έργο του πλέον φημισμένου Πορτογάλου συγγραφέα, που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου, ο οποίος γεννήθηκε σαν σήμερα το 1922, κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998 και υπήρξε ο πιο παραγωγικός και διαδεδομένος Πορτογάλος συγγραφέας του 20ου αιώνα, ενώ η συνεισφορά του στα γράμματα της χώρας της Ιβηρικής χερσονήσου μπορεί να συγκριθεί μονάχα με εκείνη του Πεσσόα.

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου στο σπίτι του στο Λανθαρότε των Καναρίων Νήσων © EPA/Martinez De Cripan

Όλα αυτά από έναν δημιουργό που δήλωνε ότι «εάν είχα πεθάνει στα 60 μου, δεν θα είχα γράψει τίποτα», ερμηνεύοντας το γεγονός ότι η πρώτη του ουσιαστικά μεγάλη επιτυχία στη μυθοπλασία, με το «Εγχειρίδιο ζωγραφικής και καλλιγραφίας» του 1977, καθώς και οι άφθονοι τόμοι ποίησης, θεατρικών έργων και δοκιμίων που ακολούθησαν, εκδόθηκαν σε μια ηλικία που πολλοί σκέφτονται τη συνταξιοδότηση.

Κοινωνικά ενεργός, μέλος του Πορτογαλικού Κομουνιστικού Κόμματος με ξεκάθαρο ιδεολογικό στίγμα χωρίς ποτέ να είναι δογματικός, ο Σαραμάγκου μέχρι τον τελευταίο χρόνο της ζωής του δεν έπαψε να εναλλάσσει τη συγγραφική του ιδιότητα με ταξίδια στις τέσσερις γωνιές της γης ώστε να βοηθήσει με την παρουσία του ένα κίνημα, για να ρίξει τους προβολείς σε μια αδικία.

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου και η σύντροφός του Πιλάρ ντελ Ρίο κατά την αναγόρευσή του σε καθηγητή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα το 2007 © EPA/Juan Ferreras

Για την ίδια τη λογοτεχνία και τη μεταμορφωτική δύναμή της, την οποία υπηρέτησε από τα 25 του έως τον θάνατό του το 2010, είχε πει στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, στο πορτρέτο που δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Οι κεραίες της εποχής μου» (εκδόσεις Καστανιώτη):

«Οι πραγματικοί αναγνώστες γεννιούνται ακόμη και σε αναλφάβητες οικογένειες. Έτσι μόνο εξηγείται το γεγονός ότι, από τα δεκαπέντε μου, αφιέρωνα τον ελεύθερο χρόνο μου τα βράδια διαβάζοντας στη δημόσια βιβλιοθήκη, την Κάζα Αγκουστίνια. Διάβαζα ό,τι υπήρχε, ακόμη και βιβλία που προφανώς δεν ήμουν σε θέση να κατανοήσω».

Νέος συγγραφέας στη δικτατορική Πορτογαλία του Σαλαζάρ

Γεννήθηκε σε ένα ταπεινό αγροτικό νοικοκυριό στο μικρό χωριό Αζινιάγκα. Η οικογένεια μετακόμισε στη Λισαβόνα όταν ήταν δύο ετών και ο Σαραμάγκου εγκατέλειψε το σχολείο νωρίς, για να συνεισφέρει στο εισόδημα του νοικοκυριού δουλεύοντας ως μηχανικός.

Σταδιακά, προσχώρησε επαγγελματικά στους κύκλους της λογοτεχνίας. Εργάστηκε ως επιμελητής, αναγνώστης χειρογράφων, μεταφραστής και στα τμήματα σύνταξης και παραγωγής εκδοτικού οίκου. Δούλεψε επίσης σε πολλές εφημερίδες, θητεύοντας ως κριτικός λογοτεχνίας της Serra Nova και, μετά τον θάνατο του δικτάτορα Αντόνιο Σαλαζάρ το 1970, σαν πολιτικός σχολιαστής της Diário de Lisboa.

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου με την κόρη του Βιολάντε τη δεκαετία του 1950 © EPA/Saramago Foundation

Οι πολιτικές διενέξεις, σε συνδυασμό με τον μαχητικό και ασυμβίβαστο κομμουνισμό του Σαραμάγκου, οδήγησαν στην απόλυσή του το 1975. Την επόμενη χρονιά, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στα βιβλία του. «Η απόλυση ήταν η μεγαλύτερη καλοτυχία της ζωής μου», έλεγε. «Με έκανε να σταματήσω και να σκεφτώ. Ήταν η απαρχή της ζωής μου ως συγγραφέα».

Στην πραγματικότητα, έγραφε από τα νεανικά του χρόνια, αλλά η λογοτεχνία φάνταζε ως επιτηδευμένη επιλογή για ένα παιδί χαμηλού μορφωτικού υπόβαθρου. Το πρώτο του βιβλίο, «Γη της αμαρτίας», είχε εκδοθεί το 1947, πριν κλείσει τα 25 του, αλλά δεν είχε επιτυχία και βγήκε εκτός κυκλοφορίας «προς ανακούφισή του», όπως σχολίαζε.

Χρειάστηκε να περάσουν 20 χρόνια για να τολμήσει να κυκλοφορήσει ξανά βιβλίο, όχι μόνο για δημιουργικούς λόγους, αλλά και επειδή οι πολιτικές του πεποιθήσεις έρχονταν σε σύγκρουση με τις εθνικιστικές απόψεις του Σαλαζάρ για τον πολιτισμό και την προώθηση της κουλτούρας στην απολυταρχική Πορτογαλία της δεκαετίας του 1970.

Ένα μικρό ειδώλιο του Ζοζέ Σαραμάγκου εκτίθεται στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του στο Λανθαρότε των Καναρίων Νήσων. Η οικία του συγγραφέα άνοιξε για το κοινό ως μουσείο, εννέα μήνες μετά τον θάνατό του © EPA/Martinez De Cripan

Η δημοσιογραφία επρόκειτο να παραμείνει μια δια βίου διέξοδος για τη ριζοσπαστική σκέψη του Σαραμάγκου για τα ζητήματα της επικαιρότητας. Συμμετείχε σε εκστρατείες και δημοσίευσε τις απόψεις του για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο τον κόσμο.

Παράλληλα, η προσωπική του γραφή υπέστη διάφορες μεταλλάξεις. Μεταξύ 1966 και 1976, εξέδωσε και τους τρεις τόμους της ποίησής του, καθώς και τέσσερις τόμους δοκιμίων με μεγάλη θεματολογική ποικιλία. Τα πρώτα του μυθιστορήματα, που κυκλοφόρησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, διακατέχονται από την επιθυμία του να στριμώξει στις σελίδες τους όσο το δυνατόν περισσότερο πολιτικοϊστορικό υλικό, στο πνεύμα των «κοινωνικά συνειδητοποιημένων» μυθιστορημάτων του Μπαλζάκ και του Εμίλ Ζολά.  

H απώλεια του Ζοζέ Σαραμάγκου το 2010 συνοδεύτηκε από μαζικές εκδηλώσεις θλίψης στη γενέτειρά του © EPA/Manuel De Almeida

Οι συγγραφείς ωστόσο με τους οποίους συγκρίθηκε συχνότερα ήταν ο Χόρχε Λούις Μπόρχες, ο Φραντς Κάφκα και ο συμπατριώτης του Φερνάντο Πεσσόα, έστω και αν το έργο του Σαραμάγκου δεν υπόκειται σε αυστηρές κατηγοριοποιήσεις.

Πηγή έμπνευσης για το πρώτο του μπεστ σέλερ, ένα λογοτεχνικό παιχνίδι υψηλών συμβολισμών υπό τον τίτλο «Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά), ήταν ένα από τα «ετερώνυμα» που υιοθέτησε ο Πεσσόα ως μια από τις πολλές συγγραφικές ταυτότητές του.

Χρυσό νόμισμα που εκδόθηκε προς τιμήν του Πορτογάλου συγγραφέα και αποδέκτη του Νόμπελ Λογοτεχνίας, Ζοζέ Σαραμάγκου © EPA/MARIO CRUZ

Το κατά Σαραμάγκου ευαγγέλιον

Ούτε ο τότε Πορτογάλος υπουργός Πολιτισμού, ο οποίος το 1992 αντιτάχθηκε στην υποψηφιότητα του Σαραμάγκου για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, ούτε το Βατικανό, το οποίο αντιτάχθηκε στο Νόμπελ του, καταδικάζοντάς τον ως «μη μεταμελημένο κομουνιστή», εκτίμησαν τις ανησυχίες και τους κεντρικούς προβληματισμούς του έργου του: Τη φύση του κακού και τις οικολογικές και κοινωνικές ανισορροπίες που προκαλούνται από την ανθρώπινη απληστία.

Το «Περί τυφλότητος», (εκδόσεις Καστανιώτη), το οποίο γυρίστηκε σε ταινία από τον Φερνάντο Μεϊρέλες το 2008 με τη Τζούλιαν Μουρ, τον Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ και τον Μαρκ Ράφαλο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ήταν μια μεταφορά για τον τρόπο με τον οποίο τα πλουσιότερα έθνη επιδιώκουν όλο και μεγαλύτερο πλούτο μέσα από τη συνεχιζόμενη φτωχοποίηση των ήδη ενδεών. Ολόκληρη η αφηγηματική παραβολή, δήλωνε ο ίδιος, θα μπορούσε να συνοψιστεί στο εξής ερώτημα: «Είναι σπουδαίο επίτευγμα ένας κόσμος στον οποίο οι 300 πλουσιότεροι άνθρωποι κατέχουν όσα το φτωχότερο 40% του πληθυσμού;».

Ανάμεσα στα υπόλοιπα γνωστά μυθιστορήματά του, τα «Περί φωτίσεως», «Το κατά Ιησούν ευαγγέλιον», «Χρονικό του μοναστηριού», καθώς και το ύστατο έργο του, «Κάιν» (όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Προσφιλής στο κοινό της χώρας μας, ο Σαραμάγκου αγαπήθηκε από τους έλληνες αναγνώστες για το «αιρετικό» ύφος των γραπτών του.

Αν και είχε μια κόρη από τον πρώτο του γάμο, ο Σαραμάγκου θεωρούσε τα βιβλία του ως απογόνους του. Τα υπερασπίστηκε σθεναρά και εξέλαβε τη χιονοστιβάδα διακρίσεων και βραβεύσεων των ύστερων χρόνων της ζωής του ως ετεροχρονισμένη οφειλή.

Το φέρετρο που περιέχει το σώμα του Ζοζέ Σαραμάγκου μεταφέρεται από το δημαρχείο της Λισαβόνας στις 20 Ιουνίου 2010 © EPA/Manuel De Almeida

Χωρισμένος από την Ίλντα Ρέις, το 1988 παντρεύτηκε την κατά 30 χρόνια νεότερή του Ισπανίδα δημοσιογράφο Πιλάρ ντελ Ρίο. Το 1992, μετά την οργή που προκάλεσε στους θρησκευτικούς κύκλους το «Κατά Ιησούν ευαγγέλιον», οι δυο τους μετακόμισαν στη Λανθαρότε, στα Κανάρια Νησιά.

Στην Ελλάδα βρέθηκε το 2006, ως προσκεκλημένος της πόλης της Πάτρας, η οποία τότε διατελούσε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ανάμεσα στα όσα ενδιαφέροντα είχε πει κατά την επίσκεψη εκείνη στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, η πεμπτουσία της κοσμοθεώρησής του θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στα εξής:

«Ο τόπος που γεννήθηκα, οι συνθήκες ζωής μας, η οικογένειά μου, ο κοινωνικός και πολιτισμικός περίγυρος, δεν μαρτυρούσαν καθόλου ποιο θα ήταν το μέλλον μου. Εγώ, παρότι αγαπώ την ελληνική τραγωδία που είναι γεμάτη με παρεμβάσεις του πεπρωμένου, δεν πιστεύω στη μοίρα. Πιστεύω σε κάτι άλλο: πως ό,τι είναι να γίνει δικό μας, θα φτάσει τελικά στα χέρια μας».