- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Προδημοσίευση: Shelley Read, «Θα γίνω ποτάμι» (μετάφραση Ιλάειρα Διονυσοπούλου, 412 σελίδες, Εκδόσεις Μεταίχμιο)
Τι συμβαίνει όταν μια καθηγήτρια δημιουργικής γραφής πανεπιστημιακού επιπέδου αποφασίζει να γράψει το πρώτο της μυθιστόρημα, και μάλιστα εμπνευσμένο από τον τόπο της —ένα σκληρό αλλά πανέμορφο τοπίο, όλο βουνά, νερά και δάση— που γνωρίζει τόσο καλά και νοσταλγεί τόσο πολύ; Ίσως ό,τι συνέβη με το βιβλίο της Σέλι Ριντ, που έγινε μπεστ-σέλερ αμέσως μόλις εκδόθηκε, μεταφράστηκε ήδη σε πάνω από τριάντα γλώσσες, πρόκειται να γίνει ταινία και —κυρίως— αγαπήθηκε πολύ από τους αναγνώστες. Γιατί; Γιατί είναι γραμμένο με πανέμορφη γλώσσα, μιλά κατευθείαν στην ψυχή, είναι λυρικό, γήινο και αισιόδοξο, και έχει μια ηρωίδα που μένει αξέχαστη.
Η Τόρι, μόνη γυναίκα στο σπίτι και στο κτήμα με τα ροδάκινα, θα γνωρίσει έναν περιπλανώμενο ιθαγενή Αμερικανό, θα τον ερωτευτεί, μα όταν η μοίρα θελήσει να γίνουν τα πράγματα με τον δικό της τρόπο —όπως πάντα το κάνει—, θα ακολουθήσει τη ροή της ζωής όπως εκείνος τής είχε μάθει…
Ένα αλησμόνητο μυθιστόρημα ενηλικίωσης με υπέροχα σχεδιασμένους χαρακτήρες που μας φανερώνει τι σημαίνει να οδηγείς τη ζωή σου σαν να είναι ποτάμι: να συγκεντρώνεσαι και να ρέεις, και πάντα να βρίσκεις τον δρόμο προς τα εμπρός, ακόμα και όταν η κοίτη έχει φράξει. Μια συγκινητική και συναρπαστική ιστορία για την αγάπη, τη φιλία, την απώλεια, τη μητρότητα, τη θυσία, την ανθεκτικότητα, αλλά και μια ιστορία για το πώς βρίσκεις σπίτι, οικογένεια, δύναμη —και αγάπη— εκεί που δεν το περιμένεις.
Το μυθιστόρημα της Σέλι Ριντ κυκλοφορεί στις 23 Νοεμβρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Ιλάειρας Διονυσοπούλου.
* * *
Shelley Read, «Θα γίνω Ποτάμι»: Αποκλειστική προδημοσίευση, το πρώτο κεφάλαιο:
Δεν ήταν από κείνους που σου γεμίζουν το μάτι. Όχι στην αρχή τουλάχιστον.
«Συγγνώμη» μου είπε ο νεαρός, ανασηκώνοντας με τα λερωμένα δάχτυλά του, αντίχειρα και δείκτη, το γείσο του φθαρμένου κόκκινου καπέλου του. «Αποδώ πάνε για το πανδοχείο;»
Τόσο απλά. Μια συνηθισμένη ερώτηση από έναν βρόμικο ξένο που περπατούσε στην οδό Μέιν, τη στιγμή ακριβώς που έφτασα στη διασταύρωσή της με τη Νορθ Λόρα.
Η φόρμα εργασίας και τα χέρια του ήταν καρβουνιασμένα, μα εμένα μου φάνηκαν λιγδιασμένα απ’ τα αγροτικά μηχανήματα ή λασπωμένα απ’ τα χώματα στα χωράφια, κι ας παραήταν μαύρα για τέτοιες δουλειές. Τα μάγουλά του, μουτζουρωμένα. Το μελαψό δέρμα του έλαμπε απ’ τον ιδρώτα που έσταζε. Τα ίσια μαύρα μαλλιά του προεξείχαν κάτω απ’ το καπέλο του.
Εκείνη η φθινοπωρινή μέρα ξεκίνησε όπως πάντα, σαν το κουάκερ με τα τηγανητά αυγά που είχα σερβίρει για πρωινό στους άντρες της οικογένειας. Δεν παρατήρησα τίποτα ασυνήθιστο καθώς συνέχισα με την τακτοποίηση του σπιτιού, φρόντισα τα πειθήνια ζώα στις στάνες, μάζεψα δυο καλάθια γινωμένα ροδάκινα στην πρωινή αύρα και ολοκλήρωσα τις καθημερινές διανομές μου, σέρνοντας το σαραβαλιασμένο καρότσι πίσω απ’ το ποδήλατό μου, κι έπειτα επέστρεψα στο σπίτι για να μαγειρέψω μεσημεριανό. Μα τελικά κατάλαβα πώς το εξαιρετικό καραδοκεί πίσω από το συνηθισμένο, όπως ακριβώς ο σκοτεινός, μυστηριώδης κόσμος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
«Αποδώ πάνε παντού» του απάντησα.
Δεν προσπάθησα να κάνω την έξυπνη, ούτε να τραβήξω την προσοχή του, αλλά η στάση του σώματός του και το αχνό του χαμόγελο φανέρωσαν ότι βρήκε την απάντησή μου διασκεδαστική. Κι έτσι όπως με κοιτούσε, έκανε τα σωθικά μου να φουντώσουν.
«Είναι πολύ μικρή η πόλη, γι’ αυτό» πρόσθεσα επεξηγηματικά, προσπαθώντας να βάλω τα πράγματα στη θέση τους, να ξεκαθαρίσω πως δεν ήμουν απ’ τις κοπέλες που κυνηγούν τ’ αγόρια, ούτε που τους χαμογελάνε στα καλά καθούμενα.
Τα μάτια του ξένου ήταν μαύρα και λαμπερά σαν φτερά κόρακα· και καλοσυνάτα –πιο πολύ αυτό θυμάμαι, από κείνη την πρώτη ματιά μέχρι το ύστατο βλέμμα–, με μια ευγένεια που έμοιαζε να πηγάζει απ’ τα εσώψυχά του και να ξεχύνεται σαν από πλημμυρισμένο πηγάδι. Με περιεργάστηκε λίγο, εξακολουθώντας να χαμογελάει, έπειτα ανασήκωσε πάλι το γείσο του καπέλου του και συνέχισε να περπατάει προς το πανδοχείο του Ντάνλαπ, προς το τέλος της οδού Μέιν.
Πράγματι, αυτό το ταλαιπωρημένο πεζοδρόμιο οδηγούσε παντού. Πέρα από το πανδοχείο του Ντάνλαπ, είχαμε το ξενοδοχείο Αϊόλα για τους πιο εξεζητημένους, καθώς και την ταβέρνα, πιο πίσω, για τους πότες. Το πρατήριο του Τζέρνιγκαν, χρωματοπωλείο και ταχυδρομείο ταυτόχρονα, το καφενείο που μονίμως ανέδιδε μυρωδιά καφέ και μπέικον και το μαγαζάκι των Τσάπμαν, με ποικιλία τροφίμων, πάγκο αλλαντικών και μπόλικα κουτσομπολιά. Στη δυτική άκρη, ορθωνόταν ο μεγάλος στύλος με τη σημαία, ανάμεσα στο σχολείο όπου πήγαινα κάποτε και στη λευκή ξύλινη εκκλησία, που όλοι στην οικογένεια την επισκεπτόμασταν, καθαροί και περιποιημένοι, κάθε Κυριακή, όταν ζούσε η μητέρα. Παρακάτω, η οδός Μέιν κατηφόριζε την πλαγιά απότομα σαν τελεία στος τέλος μιας σύντομης πρότασης.
Πήγαινα στην ίδια κατεύθυνση με τον ξένο –στη χαρτοπαικτική λέσχη, πίσω από το μαγαζί του Τζέρνιγκαν, για να πάρω αποκεί σηκωτό τον αδελφό μου–, μα δεν ήθελα να τον ακολουθώ κιόλας. Κοντοστάθηκα σε μια γωνιά, με το χέρι κόντρα στον μεσημεριανό ήλιο, για να τον παρατηρήσω καθώς εκείνος προχωρούσε. Περπατούσε αργά, χαλαρά, λες και ο μοναδικός προορισμός του ήταν το επόμενο βήμα του, τα χέρια του κρέμονταν δεξιά κι αριστερά, το κεφάλι του σαν να έμενε απειροελάχιστα πίσω από τον βηματισμό του. Το λερωμένο λευκό φανελάκι κολλούσε στο σώμα του, κάτω από τις τιράντες της φόρμας του. Ήταν λεπτός, με γεροδεμένες πλάτες εργάτη.
Γύρισε απότομα, λες κι ένιωσε το βλέμμα μου, μ’ ένα αιφνιδιαστικό χαμόγελο που φώτισε το βρόμικο πρόσωπό του. Σάστισα που με τσάκωσε να τον κοιτάζω. Μια φούντωση μού γαργάλησε τον αυχένα. Ανασήκωσε πάλι το καπελάκι του, όπως πριν, γύρισε μπροστά και συνέχισε να περπατάει. Δεν έβλεπα το πρόσωπό του, μα ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι εξακολουθούσε να χαμογελάει.
Ξέρω, εκ των υστέρων, ξέρω πως ήταν μοιραίο. Γιατί θα μπορούσα να του γυρίσω την πλάτη και να κινήσω προς τη Νορθ Λόρα, προς το σπίτι, να ετοιμάσω βραδινό, ν’ αφήσω τον Σεθ να επιστρέψει με το πάσο του στη φάρμα, να περάσει τρεκλίζοντας το κατώφλι, να βρεθεί αντιμέτωπος με τον μπαμπά και τον θείο Ογκ και να πληρώσει τη νύφη. Θα μπορούσα έστω να περάσω απέναντι, στην άλλη μεριά της Μέιν, με τα λιγοστά αυτοκίνητα και τις λεύκες ανάμεσα στα πεζοδρόμια. Μα έμεινα εκεί, και όλα άλλαξαν.
Έκανα το ένα βήμα μετά το άλλο, αργά αργά, νιώθοντας ενστικτωδώς τη βαρύτητα της απόφασής μου να σηκώνω, να τεντώνω κι αμέσως να χαμηλώνω το πέλμα.
Ποτέ κανείς δεν μου είχε μιλήσει για ζητήματα ερωτικής έλξης. Παραήμουν μικρή όταν πέθανε η μητέρα μου για να μάθω από κείνη τέτοια μυστικά, αν και δεν νομίζω πως θα τα μοιραζόταν μαζί μου. Υπήρξε γυναίκα ήσυχη και συνετή, εξαιρετικά υπάκουη στον Θεό και τις διδαχές Του. Απ’ όσο θυμάμαι, αγαπούσε τον αδελφό μου κι εμένα, μα η στοργή της φανερωνόταν μόνο μέσα από αυστηρές παραμέτρους, καθώς μας κουμάνταρε με τη βαριά απειλή των ενδεχόμενων επιδόσεων μας την Ημέρα της Κρίσης. Είχα δει, κάποιες φορές, το προσεκτικά κρυμμένο πάθος της να εκτονώνεται στις πλάτες μας με τη μαύρη πλαστική μυγοσκοτώστρα ή τα αμυδρά σημάδια που άφηναν τα δάκρυά της, που έσπευδε να τα σκουπίσει μόλις τέλειωνε την προσευχή της, όμως δεν την είδα ποτέ να φιλάει τον πατέρα μου ή να τον παίρνει αγκαλιά. Οι γονείς μου διοικούσαν την οικογένεια και τη φάρμα ως ικανοί κι αξιόπιστοι ενήλικες, όμως δεν διέκρινα μεταξύ τους τον έρωτα που ενώνει έναν άντρα και μια γυναίκα. Για μένα, αυτά τα μυστηριώδη εδάφη ήταν αχαρτογράφητα.
Με μία εξαίρεση: Κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο του σαλονιού, μες στο βαρύ φθινοπωρινό λυκόφως, κι είχα μόλις κλείσει τα δώδεκα, όταν έφτασε ο σερίφης Λάιλ στον βρεγμένο χωματόδρομο, με το μακρουλό ασπρόμαυρο περιπολικό του, και πλησίασε διστακτικά τον πατέρα μου στην αυλή. Με την ανάσα μου να θολώνει το τζάμι είδα τα γόνατα του πατέρα μου να λυγίζουν, αργά, και να καταρρέει, εκεί στη λάσπη που μόλις είχε γεννήσει η βροχή. Περίμενα ώρες να γυρίσει η μητέρα μου, ο εξάδελφός μου, ο Κάλαμους και η θεία Βίβιαν από τη διανομή ροδάκινων, πέρα στο Κάνιον Σίτι, είχαν ήδη αργήσει πολύ. Περίμενε κι ο πατέρας μου, τόσο ανήσυχος με την απουσία τους που πέρασε όλο το απόβραδο τσουγκρανίζοντας τα μουσκεμένα φύλλα, που κανονικά θα τα άφηνε να κομποστοποιηθούν στο χορτάρι τον χειμώνα. Όταν ο μπαμπάς λύγισε κάτω απ’ το βάρος των λεγομένων του Λάιλ, η νεανική καρδιά μου αντιλήφθηκε δύο μεγάλες αλήθειες: ότι τα μέλη της οικογένειάς μου που έλειπαν δεν θα ξαναγυρνούσαν σπίτι κι ότι ο πατέρας μου αγαπούσε τη μητέρα μου. Ούτε έδειξαν ούτε μου μίλησαν ποτέ για έρωτα, μα τότε συνειδητοποίησα ότι τον είχαν βιώσει με τον δικό τους σιωπηρό τρόπο. Έμαθα από τη διακριτική σχέση τους –και από το στεγνό, αποφασιστικό βλέμμα του πατέρα μου όταν αργότερα μπήκε σπίτι και μοιράστηκε την είδηση του θανάτου της μητέρας μας με τον Σεθ κι εμένα– ότι ο έρωτας είναι προσωπική υπόθεση, ανάμεσα σε δύο μόνο πλάσματα που τον καλλιεργούν και ταυτόχρονα θρηνούν γι’ αυτόν. Σε αυτά ανήκει και σε κανέναν άλλον, σαν μυστικός θησαυρός, σαν ανέκδοτο ποίημα.
* * *
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Δεκαετία του 1940. Η δεκαεφτάχρονη Βικτόρια, η μόνη γυναίκα που έχει απομείνει στην οικογένεια Νας, έχει αναλάβει μόνη της το νοικοκυριό, ενώ οι άντρες δουλεύουν στο οικογενειακό κτήμα με ροδάκινα στην Αϊόλα του Κολοράντο. Ο Γουίλσον Μουν είναι ένας περιπλανώμενος νεαρός εκτοπισμένος από τη γη της φυλής του. Η τυχαία τους συνάντηση στη γωνία ενός δρόμου θα αλλάξει ριζικά τις ζωές τους. Και όταν τα πράγματα εξελιχθούν διαφορετικά απ’ ό,τι περίμεναν, η Βικτόρια θα εγκαταλείψει τη μόνη ζωή που γνώριζε ως τότε και θα απομονωθεί στην άγρια φύση, παλεύοντας να επιβιώσει. Οι εποχές αλλάζουν και η Βικτόρια βρίσκει στο πανέμορφο αλλά άγριο τοπίο το νόημα και τη δύναμη να προχωρήσει και να φτιάξει από την αρχή όλα όσα έχασε. Και θα το κάνει, ακόμα κι όταν ο ποταμός Γκάνισον απειλήσει να πνίξει τον τόπο της – τα σπίτια, τις φάρμες και το λατρεμένο οικογενειακό τους κτήμα.
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Η Shelley Read (Σέλι Ριντ) κατάγεται από το Κολοράντο και ζει στα Βραχώδη Όρη με την οικογένειά της. Επί τρεις δεκαετίες ήταν επίκουρη καθηγήτρια στο Western Colorado University, όπου δίδασκε δημιουργική γραφή, λογοτεχνία και περιβαλλοντικές σπουδές. Ίδρυσε το τμήμα Περιβάλλον και Βιωσιμότητα, όπως και ένα πρόγραμμα στήριξης για φοιτητές πρώτης γενιάς και ευάλωτους φοιτητές. Το «Θα γίνω ποτάμι», το πρώτο της μυθιστόρημα, αντλεί την έμπνευσή του από τον τόπο της, έχει μεταφραστεί σε πάνω από τριάντα γλώσσες και βρίσκεται στις περισσότερες λίστες με τα καλύτερα βιβλία του 2023.