Βιβλιο

Τρία νέα ψυχολογικά θρίλερ μυστηρίου με ηρωίδες γυναίκες

Charlotte McConaghy, «Κάποτε υπήρχαν λύκοι» (Μεταίχμιο), Edel Coffey, «Οριακό σημείο» (Μίνωας), Clémence Michallon, «Η ήσυχη ένοικος» (Ψυχογιός): Μυστήριο, αγωνία, κίνδυνοι, και αποφάσεις που θα κρίνουν τα πάντα

Κυριάκος Αθανασιάδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Κάποτε υπήρχαν λύκοι» (Μεταίχμιο), «Οριακό σημείο» (Μίνωας), «Η ήσυχη ένοικος» (Ψυχογιός): Γυναίκες ηρωίδες, από γυναίκες συγγραφείς

Γυναίκες συγγραφείς, και γυναίκες στο επίκεντρο της ιστορίας. Δεν είναι κάποιο trend, είναι τα πράγματα ως έχουν εδώ και πολλά χρόνια πια στην πεζογραφία: και στη λογοτεχνική, και στην up market. Οι γυναίκες βέβαια έχουν πάρει τα ηνία καιρό τώρα και στο crime, και στο θρίλερ, και στα βιβλία μυστηρίου —και αυτό είναι πάρα πολύ καλό—, είτε μιλάμε για τις περισσότερες από τις πιο παραδοσιακές τους μορφές, είτε για τις πιο σύγχρονες, με κυριότερη, ίσως, την domestic crime fiction, για να μη μιλήσουμε φυσικά για το λεγόμενο ψυχολογικό θρίλερ. Το crime όμως, όπως και το θρίλερ, ή το Mystery Thriller, είναι όροι που περιλαμβάνουν πάρα πολλά υποείδη, ή και τρόπον τινά ανένταχτα κατά τα άλλα έργα. Αυτή η «ανησυχαστική λογοτεχνία» τού σήμερα είναι ίσως και η πιο ενδιαφέρουσα. Και ασφαλώς αυτή με τους πιο πολλούς φαν, σε όλο τον κόσμο. Παρακάτω έχουμε μερικές πληροφορίες για τρία σύγχρονα μυθιστορήματα μυστηρίου, θρίλερ και crime, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους αλλά σίγουρα με ένα εξαιρετικά σημαντικό κοινό στοιχείο: είναι καλά, βραβευμένα, και με υψηλές βαθμολογίες βιβλία, που θα ικανοποιήσουν τον αναγνώστη.

* * *

Charlotte McConaghy, «Κάποτε υπήρχαν λύκοι» (μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ, 448 σελίδες, Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Ορμητικό και μαγικό, το νέο βιβλίο της Charlotte McConaghy είναι η αλησμόνητη ιστορία μιας γυναίκας που απεγνωσμένα προσπαθεί να σώσει τα πλάσματα που αγαπά – αν δεν την κατασπαράξει πρώτα η άγρια φύση που ήταν κάποτε το καταφύγιό της.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Η Ίντι Φλιν πηγαίνει στη Σκοτία με τη δίδυμη αδελφή της, την Άγκι, ως επικεφαλής μιας ομάδας βιολόγων που έχουν αναλάβει να επανεντάξουν στα απομονωμένα Χάιλαντς δεκατέσσερις γκρίζους λύκους. Η Ίντι ελπίζει ότι θα γιατρέψει όχι μόνο το τοπίο που πεθαίνει, αλλά και την Άγκι, την οποία έχουν καταστρέψει τα τρομερά μυστικά που οδήγησαν τις αδελφές να φύγουν από την Αλάσκα. Ούτε η Ίντι είναι η ίδια γυναίκα που ήταν άλλοτε, καθώς το κακό που έχει δει την έχει αλλάξει – όχι μόνο το κακό που οι άνθρωποι κάνουν στην άγρια φύση αλλά και αυτό που κάνουν ο ένας στον άλλον. Ωστόσο, ενώ οι λύκοι, ξαφνιάζοντας τους πάντες, ευημερούν, η Ίντι αρχίζει να χαλαρώνει, φτάνοντας έως και να ανοιχτεί στην πιθανότητα ενός έρωτα. Όταν όμως ένας αγρότης βρίσκεται νεκρός, η Ίντι ξέρει πού θα ρίξουν το φταίξιμο οι ντόπιοι. Αδυνατώντας να δεχτεί ότι μπορεί να είναι υπεύθυνοι οι λύκοι, η Ίντι παίρνει την παράτολμη απόφαση να τους προστατεύσει. Αν όμως δεν σκότωσαν τον αγρότη οι λύκοι, τότε ποιος τον σκότωσε; Και τι θα κάνει η Ίντι όταν οι υποψίες στραφούν σ’ αυτόν ακριβώς τον άντρα που έχει αρχίσει να ερωτεύεται;

Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Η Charlotte McConaghy (Σάρλοτ ΜακΚόναχι) ξεκίνησε σαν συγγραφέας βιβλίων επιστημονικής φαντασίας και fantasy για νέους. Έχει σπουδάσει σεναριογραφία στην Αυστραλία, και έχει βραβευτεί από την Εταιρεία Αυστραλών Συγγραφέων (Australian Writer's Guild) για το σενάριό της με τίτλο «Fury». Ζει στο Σίδνεϊ, όπου ασχολείται και με τηλεοπτικά και κινηματογραφικά πρότζεκτ. Το «Πριν χαθούν τα πουλιά», το πρώτο της βιβλίο ενηλίκων, προέκυψε από την αγάπη της για την άγρια φύση και την ανησυχία της για την εξελισσόμενη εξαφάνιση των ειδών. Μεταφράστηκε σε πάνω από 20 γλώσσες. Το «Κάποτε υπήρχαν λύκοι» έγινε αμέσως μπεστ σέλερ των New York Times και μεταφράστηκε σε τουλάχιστον 12 γλώσσες.

Aπόσπασμα από το 14ο Κεφάλαιο του βιβλίου «Κάποτε υπήρχαν λύκοι» της Charlotte McConaghy (Μεταίχμιο)

Το πρωί με γύρισε με το αυτοκίνητο στο σπίτι. Εξακολουθούσα να μην ξέρω το όνομά του. Εξακολουθούσε να μην ξέρει το δικό μου. Ήμουν αναψοκοκκινισμένη από τις μεθυστικές απτές αναμνήσεις της βραδιάς, τις μεταξωτές γραβάτες γύρω από τους καρπούς μου που με κρατούσαν στο κρεβάτι, το αποτύπωμα των χειλιών του πάνω στο κορμί μου, το κύμα της έξαψης που μου προκάλεσε, την αίσθηση ότι ζω μια διαφορετική ζωή.

Καθώς το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο σπίτι μου, συνειδητοποίησα απότομα ότι δεν του είχα πει πού μένω.

Μια παγωνιά απλώθηκε σ’ όλο μου το κορμί.

Ωστόσο, ένα μικροσκοπικό βουβό κομμάτι μου, το πιο σκοτεινό κομμάτι του εαυτού μου, το υποψιαζόταν ήδη, έτσι δεν είναι; Δεν το ήξερα από την πρώτη στιγμή;

Έδειχνε χαλαρός και κάπως ανυπόμονος. Έπρεπε να πάει στη δουλειά. Όταν με φίλησε, λοιπόν, δεν ήταν με το αργό, παρατεταμένο πάθος της προηγούμενης νύχτας, αλλά μ’ ένα διαφορετικό είδος οικειότητας που έλεγε ότι αυτό το ’χε ξανακάνει.

«Γεια σου μικρή» μ’ αποχαιρέτησε. «Κάνε μου μια χάρη, να με σκέφτεσαι σήμερα, εντάξει; Να με σκέφτεσαι όταν είσαι στο ντους».

Κατέβηκα από το αυτοκίνητο σαν υπνωτισμένη και μπήκα στο σπίτι.

Η Άγκι μού φώναξε από την κουζίνα: «Έλα. Τώρα. Ξέρνα τα όλα».

Κάθισα στον πάγκο της κουζίνας. Η Άγκι σέρβιρε τον καφέ από την καφετιέρα πάνω στο μάτι της κουζίνας. «Παράξενη φαίνεσαι» παρατήρησε.

«Βασικά, δεν ξέρω τι να πω» παραδέχτηκα. «Ήταν… απρόσμενο».

Ίσως να του είπα τη διεύθυνσή μου. Θα πρέπει να του την είπα. Ήμουν αφηρημένη εκείνο το πρωί. Η πεποίθηση αυτή εδραιώθηκε μέσα μου και βούλιαξα πάλι στον ενθουσιασμό. «Δεν ξέρω καν το όνομά του».

«Μη μου πεις!» Η Άγκι έγειρε πίσω το κεφάλι κι αλύχτησε σαν λύκος.

«Σουτ» γέλασα εγώ.

Η πόρτα του σπιτιού μας άνοιξε απροειδοποίητα και κάποιος μπήκε μέσα. Τινάχτηκα ξαφνιασμένη, έπειτα όμως είδα πως ήταν αυτός, ο άντρας, και με πλημμύρισε ένα έκπληκτο χαμόγελο, και όλα έγιναν ταυτόχρονα, εκείνος είπε: «Ξέχασες το κινητό σου στο αμάξι μου, μικρή» κι εγώ έκανα «Α» κι η Άγκι τον χαιρέτησε λέγοντας «Γεια σου, κούκλε» και για κάποιο λόγο προχωρήσαμε κι οι δυο προς το μέρος του κι ύστερα αυτός κοντοστάθηκε, κοντοσταθήκαμε κι εμείς και κοιταχτήκαμε κι οι τρεις καθώς μας κυρίεψε η ίδια φρίκη.

«Διάολε» ψέλλισε εκείνος. Μου έριξε μια γοργή ματιά που έμοιαζε να ικετεύει για κάτι, έλεος ίσως. Κι ύστερα το βλέμμα του καρφώθηκε για τα καλά πάνω στην Άγκι. «Δεν ήξερα» είπε ολοκάθαρα. «Δεν ήξερα, Άγκι. Νόμιζα πως ήσουν εσύ».

Η Άγκι με κοίταξε. Την κοίταξα κι εγώ.

«Αλήθεια λέει» επιβεβαίωσα. «Όντως νόμιζε πως ήσουν εσύ. Δεν ρώτησε ποτέ το όνομά μου».

Περιμέναμε με αγωνία την αντίδρασή της.

Κι εκείνη είπε, ραγίζοντας την καρδιά μου με τη γενναιοδωρία της: «Να γελάσουμε; Ή να τον σκοτώσουμε;»

* * *

Edel Coffey, «Οριακό σημείο» (μετάφραση Μαρία Τσιτωνάκη, 416 σελίδες, Εκδόσεις Μίνωας)

Ποιο είναι το ΟΡΙΑΚΟ ΣΗΜΕΙΟ στη ζωή αυτής της γυναίκας; Ένα λάθος μπορεί να της στοιχίσει τα πάντα.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Μέχρι εκείνο το πρωινό η Σουζάνα τα έχει όλα: δύο όμορφες κόρες, μια αξιοζήλευτη καριέρα ως παιδίατρος, έναν επιτυχημένο σύζυγο… Τα μαλλιά της είναι πάντα γυαλιστερά, τα ρούχα της ακριβά. Τα έχει πραγματικά όλα! Μέχρι εκείνη τη στιγμή… Την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού η έξι μηνών Λουίζ ξεχασμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου βρίσκει φριχτό θάνατο. Όλα καταρρέουν…

Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Η Edel Coffey (Εντέλ Κόφι) είναι δημοσιογράφος και ραδιοτηλεοπτική παραγωγός. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και συντάκτρια καλλιτεχνικών εκπομπών στην εφημερίδα Sunday Tribune. Στη συνέχεια εργάστηκε ως παρουσιάστρια και δημοσιογράφος στο ραδιόφωνο RTE και ως συντάκτρια στο περιοδικό Irish Independent Weekend και στην εφημερίδα Irish Independent. Το «Οριακό σημείο», πρώτο της μυθιστόρημα, ήταν νούμερο 1 μπεστ σέλερ στην Ιρλανδία και κέρδισε το βραβείο Crime Fiction Book of the Year στα An Post Irish Book Awards 2022. Ζει στο Γκάλγουεϊ της Ιρλανδίας με τον σύζυγο και τα παιδιά της.

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το 6ο Κεφάλαιο του βιβλίου «Οριακό σημείο» της Edel Coffey (Μίνωας)

Τη νύχτα φοβόταν να αποκοιμηθεί. Δεν ήθελε κάθε φορά που ξυπνούσε να βιώνει ξανά και ξανά εκείνη τη φριχτή στιγμή της συνειδητοποίησης, αλλά επιπλέον και τα όνειρά της στοιχειώνονταν από τη Λουίζ. Όταν ήταν ξύπνια, ζούσε ένα διαφορετικό είδος κόλασης. Μέσα στο σκοτάδι και στην ησυχία, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα στον καναπέ, την πλημμύριζαν οι σκέψεις. Οι τελευταίες στιγμές της Λουίζ. Είχε τις αισθήσεις της; Έκλαιγε ζητώντας τη Σουζάνα; Τη βασάνιζε η σκέψη του ακατανόητου πόνου της Λουίζ, η σύγχυση στο μυαλουδάκι της, το γεγονός ότι θα μπορούσε να την έχει σώσει.

Πήρε το μπουκαλάκι με τα χάπια από το συρτάρι του κομοδίνου, έσπασε ένα Βάλιουμ στη μέση και το κατάπιε με λίγο νερό από το σκονισμένο ποτήρι που βρισκόταν στο κομοδίνο της από το προηγούμενο βράδυ.

Τότε, με την ίδια απόλυτη διαύγεια και καθαρότητα που είχε ο πόνος της, της ήρθε η ιδέα: θα έκανε άλλο μωρό. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μπορέσει να επιβιώσει από όλο αυτό. Όχι για να αντικαταστήσει τη Λουίζ, αλλά ως συντροφιά για την Έμα, ένα βάλσαμο για τη Σουζάνα.

Και αν δεν μπορούσε να το κάνει; Το εναλλακτικό σχέδιο ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρο: θα αυτοκτονούσε. Η Έμα δεν χρειαζόταν μια μητέρα σαν κι αυτή. Δεν μπορούσε να ζήσει συμφιλιωμένη με τον εαυτό της μετά από αυτό που είχε κάνει στη Λουίζ, δεν μπορούσε να ζήσει με τον πόνο της ζωής χωρίς αυτή.

Ο Τζον ήρθε και προσπάθησε να την ενεργοποιήσει. «Σουζάνα» είπε αγγίζοντας απαλά τα μαλλιά της. Εκείνη μάλλον είχε αποκοιμηθεί ξανά. «Είναι ώρα να ετοιμαστείς. Το γραφείο τελετών είπε ότι πρέπει να είμαστε εκεί στις έντεκα».

«Πού είναι η Έμα;» ρώτησε βραχνά.

«Βλέπει τηλεόραση».

Τον κοίταξε: «Απλώς δεν μπορώ ακόμη να πιστέψω ότι η Λουίζ δεν είναι εδώ. Νομίζω συνέχεια ότι την ακούω να κλαίει». Ανασήκωσε το πάπλωμα και τον τράβηξε μέσα, μέσα στα χέρια και τα πόδια της.

Εκείνος σφίχτηκε πάνω της και φρέσκα δάκρυα άρχισαν να κυλούν από το πρόσωπό του στη χαράδρα του λαιμού της.

«Τι θα κάνουμε, Σουζάνα;» τη ρώτησε.

«Θα κάνουμε ένα άλλο μωρό» του ψιθύρισε εκείνη, νιώθοντας τραχύ το παντελόνι του πάνω στα γυμνά πόδια της.

Ο Τζον έκανε έναν μορφασμό. Τραβήχτηκε μακριά της. Η Σουζάνα άρχισε να μιλάει γρήγορα: «Μπορώ ακόμη να κάνω κι άλλο μωρό, Τζον. Δεν είναι πολύ αργά. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να το ξεπεράσω. Πρέπει όμως να γίνει τώρα. Με κάθε μήνα που περνάει, οι πιθανότητές μου εξαφανίζονται».

«Σουζάνα, τρελάθηκες; Δεν μπορούμε απλώς να αντικαταστήσουμε τη Λουίζ. Δεν μπορείς να κάνεις απλώς ένα άλλο μωρό και να νομίζεις ότι αυτό θα διορθώσει τα πάντα». Τίναξε μακριά το πάπλωμα και σηκώθηκε βιαστικά από το κρεβάτι. «Πρέπει να ετοιμαστείς. Δεν μπορούμε να αργήσουμε σήμερα» είπε και έφυγε από το δωμάτιο.

* * *

Clémence Michallon, «Η ήσυχη ένοικος» (μετάφραση Γωγώ Αρβανίτη, 432 σελίδες, Εκδόσεις Ψυχογιός)

Ένα δραματικό μυθιστόρημα σασπένς, ειπωμένο από την οπτική γωνία τριών γυναικών. Ένα αγωνιώδες θρίλερ και συνάμα μια οξυδερκής σπουδή στο ψυχολογικό τραύμα, στη θέληση για επιβίωση και στη δυναμική της ισχύος.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο Έινταν Τόμας είναι ένας σκληρά εργαζόμενος οικογενειάρχης, ιδιαίτερα αγαπητός στη μικρή κωμόπολη όπου ζει. Είναι από τους ανθρώπους που δίνουν πάντα ένα χέρι βοήθειας, που έχουν πάντα έναν καλό λόγο για τον καθένα. Όμως έχει ένα σκοτεινό μυστικό: απάγει γυναίκες και τις σκοτώνει. Έχει ήδη διαπράξει οχτώ φόνους, και η Ρέιτσελ, φυλακισμένη σε μια αποθήκη, τρέμει πως θα είναι το επόμενο θύμα του. Όταν η γυναίκα του Έινταν πεθαίνει από καρκίνο, αυτός και η δεκατριάχρονη κόρη του η Σεσίλια αναγκάζονται να μετακομίσουν. Σίγουρος ότι ύστερα από πέντε χρόνια αιχμαλωσίας η Ρέιτσελ έχει υποστεί αρκετή πλύση εγκεφάλου ώστε να μην αποπειραθεί να το σκάσει, ο Έινταν επιλέγει να την πάρει μαζί του και τη συστήνει στην κόρη του ως «φίλη φίλων» που έχει ανάγκη από στέγη. Όμως η Ρέιτσελ, που ξέρει να μάχεται και να επιζεί, βλέπει στο πρόσωπο της Σεσίλια μια σανίδα σωτηρίας και αρχίζει διστακτικά να χτίζει μια σχέση μαζί της. Τότε εμφανίζεται στη σκηνή η Έμιλι, που είναι τρελά ερωτευμένη με τον όμορφο χήρο. Θα μπει στην τροχιά της Ρέιτσελ και της Σεσίλια και θα πλησιάσει κι αυτή επικίνδυνα το φρικτό μυστικό του Έινταν.

Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Η Clémence Michallon (Κλεμάνς Μισαλόν) γεννήθηκε και μεγάλωσε κοντά στο Παρίσι. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, πήρε μάστερ στη δημοσιογραφία από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια και άρχισε να εργάζεται ως πολιτιστική συντάκτρια στην εφημερίδα The Independent τo 2018. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη το 2014 και πήρε την αμερικανική υπηκοότητα το 2022. Τώρα μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ Νέας Υόρκης και Ράινμπεκ, με τον σύζυγό της και τη σκυλίτσα τους, Κλοντίν. Λατρεύει την αστυνομική λογοτεχνία από την εφηβεία της, οπότε έκλεβε τα αστυνομικά μυθιστορήματα που αγόραζε η μητέρα της. Η «Ήσυχη ένοικος» είναι το πρώτο της θρίλερ..

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το 34ο Κεφάλαιο του βιβλίου «Η ήσυχη ένοικος» της Clémence Michallon (Ψυχογιός)

Στεκόμαστε πλάι πλάι. Για μερικά δευτερόλεπτα το μόνο που νιώθω είναι την απουσία των χεριών του πάνω στα μαλλιά μου, του στήθους του πάνω στο δικό μου, που ακόμη βαριανασαίνει μετά τον απότομο χωρισμό μας. Η ανάσα του υψώνεται στον παγωμένο αέρα, ένα ζεστό συννεφάκι υδρατμών.

Η πραγματικότητα με χτυπάει σαν κρύο ντους. Αυτή η κραυγή. Κατευθείαν από ταινία τρόμου, όταν τραβιέται η κουρτίνα αποκαλύπτοντας μια σκοτεινή σιλουέτα και τη λάμψη ενός μαχαιριού.

Είμαστε σ’ έναν έρημο δρόμο. Ό,τι κι αν είναι αυτό που προκάλεσε την κραυγή, δεν μπορεί να βρίσκεται πιο μακριά από εκατόν πενήντα μέτρα. Παγώνω.

«Τι ήταν αυτό;»

Η φωνή μου τρέμει. Το σώμα του έχει στραφεί προς την κατεύθυνση της κραυγής, που, όπως συνειδητοποιώ τώρα, ακούστηκε απ’ το σπίτι του. Το πρόσωπό του τσιτώνεται. Ύστερα φαίνεται πως του περνάει κάτι απ’ το μυαλό και τον βλέπω να χαλαρώνει.

«Πρέπει να ήταν η κόρη μου».

Συνοφρυώνομαι. Πώς μπορεί αυτό να είναι καλό;

«Έχει εφιάλτες τη νύχτα. Βλέπει τρομακτικά όνειρα. Κοιμόταν όταν μου έστειλες το μήνυμα, θυμάσαι;»

Φυσικά. Ακουμπάω πάνω στο Honda με τα πόδια μου να τρέμουν από την ανακούφιση. Η δεκατριάχρονη κόρη του ξύπνησε από ένα άσχημο όνειρο.

«Πάω να δω αν είναι καλά», λέει.

Αισθάνομαι τόσο ξαλαφρωμένη, που σχεδόν με πιάνουν τα γέλια. Η καρδιά μου είναι ελαφριά σαν μπαλόνι με ήλιον μέσα στο στήθος μου.

«Φυσικά», λέω, έχοντας σοβαρευτεί ξανά. «Πήγαινε».

Μπαίνω στο αυτοκίνητο και κάθομαι στο τιμόνι. Περιμένει μέχρι να κλείσω την πόρτα κι ύστερα μου κουνάει βιαστικά το χέρι και φεύγει τρέχοντας προς το σπίτι του. Τον παρακολουθώ από τον κεντρικό καθρέφτη. Το τροχαδάκι κλιμακώνεται σε κανονικό σπριντ. Πατέρας εν ώρα καθήκοντος.

Κάνω γρήγορα όπισθεν. Ακούγεται ένας γδούπος. Σανιδώνω το πεντάλ του φρένου, με κομμένη την ανάσα και πάλι. Χτύπησα κάτι; Δε βλέπω τίποτα. Κανένα σκιουράκι μήπως;

Ή άνθρωπο;

Χτύπησα άνθρωπο; Οι δρόμοι εδώ είναι θεοσκότεινοι, γαμώτο! Ο δικαστής Μπερν παραπονιέται διαρκώς, ζητάει από το δημοτικό συμβούλιο να βάλουν περισσότερους φανοστάτες.

Σταματάω και κατεβαίνω. Είμαι έτοιμη να κάνω εμετό καθώς κοιτάζω κάτω απ’ τους τροχούς.

Άλλο ένα κύμα ανακούφισης με πλημμυρίζει. Ήταν το κουτί με τα μπισκότα, που το είχε ακουμπήσει στην οροφή του αυτοκινήτου μου και, πάνω στη βιασύνη του, ξέχασε να το πάρει φεύγοντας.

Ξανακάθομαι στο τιμόνι. Μολονότι ξέρω ότι εκείνη η τσιρίδα δε σήμαινε τίποτα κακό, δεν έχω καμία διάθεση να μείνω άλλο μόνη μου σ’ έναν σκοτεινό δρόμο μες στη νύχτα. Πηγαίνω κατευθείαν στο σπίτι μου.