- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γκύντερ Γκρας: Το τενεκεδένιο ταμπούρλο
Η ιστορία του Όσκαρ Μάτσερατ που χτυπάει το ταμπούρλο του στον ρυθμό μιας φρικώδους συναίνεσης: ένα μυθιστόρημα γραμμένο στα ερείπια του πολέμου
«Το τενεκεδένιο ταμπούρλο» του Γκύντερ Γκρας: Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει για ένα μεγάλο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα
O Όσκαρ Μάτσερατ, τρόφιµος ψυχιατρείου, αφηγείται τα γεγονότα της ζωής του από τη στιγµή της γέννησής του στην «ελεύθερη πόλη του Ντάντσιχ», ένα τοπίο ρηµαγµένο από τον πόλεµο. Όταν, το 1927, σε ηλικία τριών ετών, ακούει τον πατέρα του να λέει πως τον προορίζει για µπακάλη, ο Όσκαρ αποφασίζει να µη µεγαλώσει. Ο Όσκαρ έχει κι άλλες παράξενες ιδιότητες: η διαπεραστική του κραυγή θρυµµατίζει τα γυαλικά στα ράφια· ο θησαυρός του, που δεν τον αποχωρίζεται ποτέ, είναι ένα τενεκεδένιο ταµπούρλο: το κουβαλάει παντού, κανείς δεν μπορεί να του πάρει. Μέσα από την αναξιόπιστη αφήγησή του ξεδιπλώνεται η ιστορία της Γερµανίας και η ιστορία του κάθε ανθρώπου που έρχεται, χωρίς να ερωτηθεί, στη φρίκη του κόσµου. Από µίσος για τη συµβολική µορφή του πατέρα (ή των πατέρων: ο Όσκαρ πιστεύει ότι είναι παιδί δύο ανδρών) καθώς και για τον φυσιολογικό κόσµο που επιβάλλουν οι πατέρες, ο Όσκαρ καθηλώνεται στην παιδική ηλικία: η απέχθεια για τη δαιµονική, παράφρονα, άθλια ανθρωπότητα δηµιουργεί την παραµόρφωσή του, δίνει σχήµα στην οργή του, ενισχύει την υαλοκτόνο φωνή του. Ο Όσκαρ γίνεται καθρέφτης του ναζισµού και των «απλών ανθρώπων» που τον εξέθρεψαν, καθώς και ολόκληρης της εποχής του γερµανικού οικονοµικού θαύµατος που σηµαδεύεται από ανεξίτηλες αναµνήσεις και βασανιστικές τύψεις. Όµως ο Οσκαρ δεν είναι «παιδί» — είναι νάνος, είναι ένα πλάσμα που εξανθρωπίζεται µε το πέρασµα του χρόνου βαδίζοντας ανάµεσα στα ερείπια.
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσµίου Πολέµου ψυχαγωγεί τα στρατεύµατα µαζί µ' έναν θίασο νάνων κι αργότερα, µετά τον θάνατο της αγαπηµένης του Ροσβίτα, πρώην ερωµένης του παραπληγικού Μπέµπρα, επιστρέφει στο Ντάντσιχ και γίνεται αρχηγός µιας εγκληµατικής νεανικής συµµορίας που αυτοαποκαλείται «Ξεσκονόπανα». Η αφήγηση θυµίζει τον Χένρι Φίλντινγκ, τον Τζόναθαν Σουίφτ και τον Ραµπελέ — οι περιπέτειες µοιάζουν διεσταλμένες· η λογοτεχνία αποδεικνύεται ανώτερη της πραγµατικότητας. Ύστερα, ο ρωσικός στρατός εισβάλλει στο Ντάντσιχ — όµως, πριν απ' αυτό, τη Νύχτα των Κρυστάλλων, ο Εβραίος µαγαζάτορας που πουλάει παιχνίδια αυτοκτονεί· έτσι αρχίζει το δεύτερο µέρος του βιβλίου. Όλα είναι µακάβρια, γκροτέσκα· όλα ακροβατούν ανάµεσα στο ανυπέρβλητο και το γελοίο: o Όσκαρ δεν μεγαλώνει· χτυπάει το ταμπούρλο του στον ρυθμό μιας φρικώδους συναίνεσης. Αργότερα, τον βρίσκουµε να ερωτεύεται µια νοσοκόµα, την Ντοροτέα, να παίζει τζαζ µ' ένα µουσικό συγκρότηµα του Ντίσελντορφ, να γίνεται πλούσιος, να ζει στο «Παρισάκι»... Όµως, πόσοι θάνατοι, πόσες απώλειες, πόσες ρυπαρές πράξεις έχουν προηγηθεί...
Στο µπαρ «Το κελάρι με τα κρεµµύδια» οι θαµώνες συγκεντρώνονται για να κλάψουν µαζί· ξεφλουδίζουν κρεµµύδια για να διευκολύνουν τα δάκρυα: ενοχή, ντροπή, µεταµέλεια — κατάσταση αξιοθρήνητη κι αστεία. Το ξεφλούδισµα του κρεµµυδιού έδωσε τον τίτλο στην αυτοβιογραφία του Γκύντερ Γκρας που εκδόθηκε το 2006, προκαλώντας αντιδράσεις διότι ο συγγραφέας αποκάλυπτε, με αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ότι σε ηλικία δεκαεπτά ετών είχε εγγραφεί στη ναζιστική νεολαία, «επειδή αυτό έκαναν όλοι». Τα νεανικά ατοπήματα από peer pressure δεν θα έπρεπε να λογαριάζονται — αλλά η ναζιστική Γερμανία αποτελεί εξαίρεση· μια τερατώδη εξαίρεση. Στο «Τενεκεδένιο ταµπούρλο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε µετάφραση Τούλα Σιετή, όπως και στο «Ξεφλουδίζοντας το κρεµµύδι» (εκδόσεις Οδυσσέας), αναλύεται ακριβώς αυτή η δύναµη του Zeitgeist, η πένθιµη διαπίστωση ότι δεν µπορείς να αποφύγεις το πνεύµα της εποχής, την κατεύθυνση του ανέµου. Και παρ' όλα αυτά, η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένα µαγικό κουτί, ένα σακί γεµάτο παιχνίδια.
Μια µέρα, σ' ένα χωράφι, ο Οσκαρ βρίσκει ένα κοµµένο δάχτυλο, το δάχτυλο της δολοφονηµένης Ντοροτέα· κατηγορείται για φόνο, τον κλείνουν στο ψυχιατρείο. Μια ολόκληρη χώρα, η Γερμανία, κλείνεται στο ψυχιατρείο. Η αφήγηση είναι άλλοτε πρωτοπρόσωπη, άλλοτε τριτοπρόσωπη, µερικές φορές, το πρόσωπο του αφηγητή αλλάζει µέσα στην ίδια πρόταση: ποτέ δεν θα µάθουµε την αλήθεια — ποιος είναι ο αληθινός πατέρας του Όσκαρ; Τι απέγινε άραγε ο παππούς του, ο Γιόζεφ Κολιάιτζεκ; Πράγµατι είναι γιος του, ο Κουρτ, ο γιος της Μαρίας; Μαγική εικονοποιία, αλληγορία, µύθοι, θρησκευτικοί απόηχοι (χριστιανικοί, ιουδαϊκοί) και το δυσβάσταχτο βάρος της Ιστορίας. Ο Όσκαρ Μάτσερατ είναι η ενσάρκωση της Νύχτας των Κρυστάλλων και ταυτοχρόνως ένας πολυσύνθετος συµβολικός χαρακτήρας που συµπυκνώνει τον πόνο, τη σκληρότητα και την αναζήτηση της ελευθερίας στη µεταπολεµική Ευρώπη. Το «τενεκεδένιο ταµπούρλο» του είναι ένα όπλο: ο απλός, επαναληπτικός ρυθμός του ακούγεται πιο σύνθετος από τα ναζιστικά εµβατήρια. Ωστόσο, το µυθιστόρηµα δεν µπορεί να χαρακτηριστεί «αντιναζιστικό» και «πολιτικό»: οι αναφορές σε επεισόδια του πολέµου και η προβολή του τραυµατισµένου Ντάντσιχ µετουσιώνονται σε µια βαθύτερη και ευρύτερη πραγµατικότητα. Ο Γκύντερ Γκρας κατασκευάζει έναν ολόκληρο κόσµο του µυαλού, µια κατάσταση υπερβατική: η µητέρα του Όσκαρ πεθαίνει από δυσπεψία —έφαγε ένα ψάρι— ο Όσκαρ συσσωρεύει εξωφρενικές περιπέτειες που θυµίζουν τους picaresque ήρωες των µυθιστορημάτων του 18ου αιώνα: άλλοτε εργάζεται ως γυµνό µοντέλο, άλλοτε ως χαράκτης επιτύµβιων επιγραφών· στο τέλος, ο φίλος και συνταξιδιώτης του, ο Γκότφριντ Βίτλαρ, γίνεται µάρτυρας κατηγορίας και ο Όσκαρ οµολογεί ένα φόνο που δεν έχει διαπράξει.
Στη Γερµανία «Το τενεκεδένιο ταµπούρλο» δέχτηκε επίθεση µεγάλου µέρους της κριτικής και της Καθολικής Εκκλησίας που το χαρακτήρισαν βλάσφηµο, ανήθικο, εµετικό και πορνογραφικό. Το πόσο ανόητοι µπορούν να γίνουν οι άνθρωποι είναι ένα από τα ερωτήµατα του Γκύντερ Γκρας· και παρ’ όλ’ αυτά, επιµένει: η τέχνη µπορεί να αποτρέψει τον πόλεµο, η τέχνη µπορεί να αναβάλει τον θάνατο µέχρι το άπειρο.