- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Το είναι και το μηδέν»: Ανάλυση του βιβλίου του Ζαν-Πολ Σαρτρ που εκδόθηκε το 1943 - Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Παπαζήση (μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη)
Ο άνθρωπος κρίνεται από τις πράξεις του: μήπως πρόκειται όμως για υπερβολικά μεγάλη απαίτηση; Πώς έφτασε σ’ αυτό το συμπέρασμα ο Ζαν-Πολ Σαρτρ; Το βιβλίο όπου ο Γάλλος φιλόσοφος αναλύει αυτή τη θέση έχει τίτλο «Το είναι το μηδέν» και κυκλοφόρησε πριν από ογδόντα χρόνια. Μπορούμε να διαβάσουμε «Το είναι και το μηδέν» ως μια αναμέτρηση με τις ιδέες του Χούσερλ και του Χάιντεγκερ οι οποίοι συγκαταλέγονται ανάμεσα στους εμπνευστές της φιλοσοφίας του Σαρτρ. Ο Χούσερλ θεωρείται «ιδρυτής» της φαινομενολογίας η οποία ερμηνεύει την ανθρώπινη ύπαρξη και τον κόσμο με αφετηρία μια κρυμμένη ουσία ή ένα «εσωτερικό είναι» με κανόνες και νόμους —όπως έγραφε και ο Καντ, ακολουθώντας όμως αντίστροφο δρόμο. Ο Καντ μελέτησε τις συνθήκες της γνώσης, όχι εκείνες της ύπαρξης: τις προϋπέθετε χωρίς να επικεντρώνεται σ’ αυτές. Όσο για τον Χούσερλ, τοποθετούσε στο κέντρο των ερωτημάτων του την εμπειρία: πώς οι αισθήσεις μου κάνουν αντιληπτό τον κόσμο; Καθώς δεν ήταν βιολόγος, επινόησε μια σειρά από ωραίες μεταφορές για να μιλήσει περί της αισθητηριακής μας αντίληψης, κυρίως περί της σχέσης μεταξύ όρασης και γνώσης. Ο επίγονός του, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, αν και δυσάρεστος ως προσωπικότητα, δημιούργησε ένα είδος φιλοσοφίας της ζωής, πρότεινε μια «στάση» του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Αλλά όπου ο Χούσερλ έκανε σαφείς παρατηρήσεις, ο Χάιντεγκερ τσαλαβουτούσε σ’ έναν νεφελώδη μυστικισμό — ο οποίος στα μάτια του Σαρτρ τον καθιστούσε συναρπαστικό.
Όταν εκδόθηκε το «Είναι και το μηδέν», ο Σαρτρ ήταν 38 ετών και η Γαλλία βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή —πράγμα που προσέδιδε πολιτικές διαστάσεις στην αναμέτρησή του με τον Χάιντεγκερ. Ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, ο Σαρτρ δηλώνει ότι ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ζώο που είναι ικανό να σκέφτεται πράγματα που δεν υπάρχουν. Τα υπόλοιπα ζώα δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα της σύνθετης φαντασίας: δεν μπορούν να σκεφτούν κάτι που δεν υπάρχει πλέον, ούτε κάτι που δεν υπάρχει ακόμα. Οι άνθρωποι είναι ικανοί να επινοούν διάφορα· μπορούν π.χ. να ψεύδονται. Σύμφωνα με τον Σαρτρ, όσο περισσότερη φαντασία έχει ένας άνθρωπος τόσο πιο ελεύθερος είναι· ο άνθρωπος ως απλή ύπαρξη δεν έχει ουσία. Τα ζώα ορίζονται από τα ένστικτά τους και από προκαθορισμένα πρότυπα συμπεριφοράς, ενώ ο άνθρωπος πρέπει να βρει μόνος αυτά τα πρότυπα: «Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας», γράφει ο Σαρτρ, προσθέτοντας πως μέχρι την εποχή του οι θεολόγοι και οι φιλόσοφοι αγνοούσαν αυτή την πραγματικότητα. Όμως, σ’ έναν κόσμο χωρίς θεό, οι ορισμοί της ουσίας του ανθρώπου με αφετηρία αξίες και ηθικά αξιώματα δεν έχουν κανένα νόημα.
Ο Σαρτρ ονόμασε τη φιλοσοφία του «υπαρξισμό» και έδειξε εντυπωσιακή βεβαιότητα στη θέαση που πρότεινε για τον άνθρωπο, την ύπαρξη και τον κόσμο. Η εμπειρία του πολέμου τον οδήγησε στην προτροπή για δράση —«Ο άνθρωπος είναι τίποτα χωρίς τις πράξεις του» ή «Δεν υπάρχει πραγματικότητα παρά μέσα στη δράση»— και στην υπευθυνοποίηση του ατόμου· κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τις μαρξιστικές αποσκευές του και την περιρρέουσα μαρξίζουσα ατμόσφαιρα. Στο επόμενο έργο του «Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός» επεξεργάστηκε περαιτέρω αυτή την αντίληψη, περιγράφοντας τον φιλόσοφο ως άνθρωπο του Διαφωτισμού ο οποίος υπάρχει για να ενθαρρύνει τους άλλους να ζήσουν την ελευθερία τους και να πραγματωθούν ως άτομα. Αυτό που ενδιαφέρει τον Σαρτρ είναι προπάντων η ιδέα του «σχεδίου», η ιδέα που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του: «Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτ’ άλλο από το σχέδιό του, δεν υπάρχει παρά μόνον στο μέτρο που αυτοπραγματώνεται: είναι το σύνολο των πράξεών του, η ζωή του». Η βούληση δεν είναι παρά μια συνέπεια ενός τέτοιου «προγράμματος»: ο άνθρωπος ξεκινά με το να εκπονεί ένα σχέδιο και ύστερα επιστρατεύει τη θέλησή του πάνω σ’ αυτό. «Με τη λέξη ‘θέλω’ εννοούμε μια συνειδητή απόφαση η οποία για τους περισσότερους από μας είναι μεταγενέστερη αυτού που έγινε από μόνο του», έγραφε ο Σαρτρ. Αυτή η ιδέα συγκινούσε μια ολόκληρη γενιά διανοουμένων μετά τον πόλεμο η οποία θεώρησε τη ζωή «σχέδιο» ή «πρόγραμμα». Όμως, όλα τα ατομικά σχέδια το υπαρξιστικό «σχέδιο» κατέληξε σε κάποια ομοιομορφία: ντυμένος στα μαύρα, ο υπαρξιστής περιπλανιέται αγέλαστος σε υπόγεια τζαζ κλαμπ, στο πανεπιστήμιο, στις κινηματογραφικές αίθουσες και στα καφέ — ένας κομφορμιστής που ακολουθεί μια μόδα.
Η ζωή του Σαρτρ παρέμεινε ενδιαφέρουσα μέχρι τον θάνατό του το 1980. Ήταν ο πιο χαρακτηριστικός φιλόσοφος του 20ού αιώνα, μια ηθική αυθεντία, επιρρεπής σε χονδροειδή ηθικά σφάλματα. Το αν η ιδέα του για την ανθρώπινη ελευθερία ήταν ρεαλιστική είναι άλλη ιστορία. Είναι άραγε το άτομο τόσο απελευθερωμένο από εσωτερικούς καταναγκασμούς ώστε να μπορεί να αυτοπραγματώνεται όπως ένας καλλιτέχνης πραγματώνει το έργο του; Αν ο Σαρτρ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι το «πρόγραμμα» που έχουμε για τον εαυτό μας προηγείται της βούλησης, ο άνθρωπος μπορεί όχι μόνον να απελευθερωθεί από τις κοινωνικές προσδοκίες αλλά κι από τις παρορμήσεις, τις συνήθειες, τις επιθυμίες, τους ρόλους, τις ηθικές αναπαραστάσεις και τις αντιδράσεις που του έχουν εμφυτευτεί από την παιδική του ηλικία. Θα αρκούσε λίγο θάρρος για να σκεφτεί αυτές τις εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες και στη συνέχεια να τις μετασχηματίσει. Η «αυτοπραγμάτωση» με την έννοια που προσδίδει στον όρο ο Σαρτρ είναι μια απλή απογραφή της ψυχής μας: αδειάζουμε τα ράφια από τα παλιά εμπορεύματα τα οποία αντικαθιστούμε με καινούργια. Με μπλοκάρει η μικροαστική μου παιδεία; Την πετάω και υιοθετώ την ανέμελη ζωή του καλλιτέχνη bon viveur! Ο Καντ είχε αποδώσει μια τέτοια δύναμη στη βούληση: στο να αποφασίζει κανείς λογικά και ελεύθερα. Για τον Καντ, η ελεύθερη πράξη ισοδυναμούσε με την καλή πράξη — αλλά ο Σαρτρ δεν αναφέρεται στον «ηθικό νόμο». Η εξίσωση του Σαρτρ είναι, με απλά λόγια, ότι η ελευθερία ισοδυναμεί αυτοδιάθεση κι ότι η αυτοδιάθεση είναι κάτι «καλό».
Όμως, η ελευθερία της βούλησης δεν είναι απλή υπόθεση: η νευρολογία διαψεύδει τον Σαρτρ· ο άνθρωπος δεν είναι και τόσο «ελεύθερος»· είναι προϊόν των προδιαθέσεών του, της εμπειρίας και της παιδείας του. Πιθανότατα δεν είναι η συνείδηση που μας υπαγορεύει τι πρέπει να κάνουμε αλλά το υποσυνείδητό μας, μια οντότητα σκοτεινή σαν δάσος τη νύχτα. Ακόμα κι αν καταφέρω να απελευθερωθώ από τους πολυάριθμους εξωτερικούς καταναγκασμούς, οι επιθυμίες μου, οι προθέσεις και οι φιλοδοξίες μου παραμένουν μυστηριώδεις: μπορώ πράγματι να «επινοήσω από την αρχή τον εαυτό μου»; Μάλλον όχι. Παρ’ όλ’ αυτά, η φιλοσοφία της ελευθερίας του Σαρτρ διατηρεί κάποια γοητεία: αν την ενστερνιστούμε καταλήγουμε στην πεποίθηση ότι έχουμε απεριόριστο χώρο επιλογών —και ευθύνης. Στην πραγματικότητα, η κοινωνική μας ελευθερία είναι περιορισμένη είτε εξαιτίας της έλλειψης εμπειρίας, είτε από την παιδεία και την κουλτούρα μας, κι όλες μας οι πράξεις επαναλαμβάνουν κάποια κοινωνικά πρότυπα: παίζουμε ρόλους, αναπαράγουμε μορφές συμπεριφοράς ακολουθώντας κοινωνικά σενάρια. Αυτά που θεωρούμε καταδικές μας επιθυμίες και ιδέες δεν είναι παρά τα αντανακλαστικά ιδεολογιών και πολιτιστικών σχημάτων. Με άλλα λόγια: μήπως δεν έχουμε «ελεύθερη» βούληση και δικές μας ιδέες; Μήπως απλώς αποδίδουμε σ’ εμάς αυτές τις ιδιότητες; Ίσως η συνείδησή μας υπερτιμά τον εαυτό της.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε τυφλά όργανα της ψυχικής μας ταυτότητας και μοίρας. Αν και η ελευθερία περιορίζεται από τις εμπειρίες μας, στο εσωτερικό αυτού του πλαισίου είναι δυνατές πολλές μεταβολές —κάπως έτσι εξελίσσεται ο άνθρωπος ως άτομο και ως μέλος των κοινωνιών. Από την άλλη πλευρά, η ελευθερία που περιγράφει ο Σαρτρ μπορεί να έχει δυσάρεστες κοινωνικές επιπτώσεις: ένας κόσμος όπου όλοι οι άνθρωποι θα πραγματοποιούσαν τις πιο ριζοσπαστικές τους επιθυμίες θα ήταν μια ζούγκλα. Κάποιοι εξωτερικοί καταναγκασμοί μάς ωφελούν: παρέχουν σταθερότητα και ασφάλεια· προστατεύουν τους άλλους από μας κι εμάς από τους άλλους.
Το «Είναι και το μηδέν» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαζήση σε μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη.