- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σαν σήμερα πριν από 60 χρόνια, ο Γιώργος Σεφέρης κερδίζει το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Το χρονικό του μεγάλου επιτεύγματος και το αφιέρωμα του Μουσείου Μπενάκη για την ιστορική επέτειο
Σαν σήμερα 24 Οκτωβρίου: Το 1963 ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης κερδίζει το Νόμπελ Λογοτεχνίας - Η ιστορική ομιλία του και η επετειακή έκθεση του Μουσείου Μπενάκη
Πριν από ακριβώς 60 χρόνια σαν σήμερα, στις 24 Οκτωβρίου του 1963, ο Γιώργος Σεφέρης γινόταν ο πρώτος Έλληνας που κέρδιζε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ένα γεγονός μεγάλης σημασίας για την πνευματική Ελλάδα, το οποίο ωστόσο δεν βρήκε την εποχή εκείνη την απήχηση που του άρμοζε, σε μια χώρα η οποία βίωνε έντονες πολιτικές αναταράξεις.
Γεγονός ωστόσο είναι ότι ο Γιώργος Σεφέρης έχαιρε τεράστιας εκτίμησης στους διεθνείς λογοτεχνικούς κύκλους, ενώ το φλερτ του με το Νόμπελ χρονολογούνταν ήδη από το 1955.
Το 1961, προτάθηκε για το βραβείο από τον ανανεωτή της αγγλικής ποίησης Τ.Σ. Έλιοτ, ενώ ακολούθησε μια ακόμη υποψηφιότητα την αμέσως επόμενη χρονιά.
«Επελέγη δια το υπέροχον λυρικόν ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από εν βαθύ αίσθημα δια το ελληνικόν πολιτιστικόν ιδεώδες», ανακοίνωνε τελικά στις 24 Οκτωβρίου 1963 η Σουηδική Ακαδημία.
Ο διεθνής Τύπος επικρότησε την απόφαση χαρακτηρίζοντας «αρίστη και εξαιρετική την εκλογή».
Πώς η μεγαλύτερη τιμή για τα ελληνικά γράμματα έγινε δεκτή με αμηχανία
Στη μακρόχρονη ιστορία των βραβείων Νόμπελ, μόνο δύο Έλληνες κατόρθωσαν να κατακτήσουν την ύψιστη τιμή για το έργο τους, και ήταν και οι δύο ποιητές της Γενιάς του ’30: Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης.
Η Ελλάδα, ωστόσο, υποδέχτηκε την είδηση για το πρώτο ελληνικό βραβείο Νομπέλ με αρκετή καχυποψία και επιφυλακτικότητα.
Χαρακτηριστικό είναι πως από την μέρα που βραβεύτηκε μέχρι το τέλος της χρονιάς, στην Ελλάδα και την Κύπρο δημοσιεύτηκαν μόλις 29 καταμετρημένα δημοσιογραφικά και κριτικά, κείμενα, με αφορμή το σημαντικό αυτό γεγονός. Τα άμεσα, δημοσιογραφικά άρθρα, είναι επίσης ελάχιστα και τα περισσότερα φιλοξενούνται στις εφημερίδες «Καθημερινή», «Το Βήμα» και στο περιοδικό «Ο ταχυδρόμος».
Εντυπωσιακή είναι ωστόσο και η αδιάφορη στάση της πολιτείας την οποία αφηγείται ο κριτικός Αντρέας Καραντώνης στο βιβλίο του «Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης». Επιστρέφοντας αεροπορικώς από την Στοκχόλμη είχε τηλεγραφήσει σε κάποια μέσα, αριθμό πτήσης και ώρα αφίξεως, υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής.
«Στο Ελληνικό βρήκαμε να μας περιμένουν δύο γυναίκες: η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος», αναφέρει ο ίδιος.
Η ιστορική ομιλία του Γιώργου Σεφέρη στην τελετή απονομής του Νόμπελ Λογοτεχνίας
Στις 10 Δεκεμβρίου το 1963 έγινε η τελετή απονομής των βραβείων. Ο Γιώργος Σεφέρης εκφώνησε την παρακάτω ομιλία στο δείπνο που παρατέθηκε στους νομπελίστες στο δημαρχείο της Στοκχόλμης.
Μία ομιλία - ωδή στην Ελλάδα και τον πολιτισμό της, που αναφέρεται στην αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας αλλά και στην αναγκαιότητα και την λειτουργία της ποίησης στο σύγχρονο κόσμο.
Αναλυτικά:
«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα*.
Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα- πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν»**.
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…»***. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του.
Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση.
Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν' ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να 'βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν' αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία.
Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:
να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,
για να θυμηθώ το Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ' αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».
* Η ομιλία γράφτηκε και δόθηκε στα γαλλικά.
** «δεν πρέπει ο Ήλιος να ξεπερνάει το μέτρο· διαφορετικά, οι ίδιες οι Ερινύες θα προσφερθούν ως βοηθοί της Δικαιοσύνης»
*** Ο Σεφέρης αναφέρεται στον Μακρυγιάννη, ο οποίος όμως αποδίδει τη συγκεκριμένη φράση σε έναν Τούρκο μπέη.
Γιώργος Σεφέρης: Η ζωή και το έργο του πρώτου Έλληνα νομπελίστα
Ο Γιώργος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στα Βουρλά της Σμύρνης, στις 29 Φεβρουαρίου 1900, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, που ίσχυε τότε στην περιοχή.
Ήταν πρωτότοκος γιος οικογένειας λογίων, της Δέσπως και του Στυλιανού Σεφεριάδη. Στα 18 του χρόνια βρέθηκε στο Παρίσι για σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης.
Από το 1927 εργάζεται στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Στροφή», εκδόθηκε το 1931, την χρονιά που ο Γιώργος Σεφέρης διορίζεται διευθυντής του Ελληνικού προξενείου στο Λονδίνο, όπου θα υπηρετήσει μέχρι και το 1934.
Ακολούθησαν «Η στέρνα», «Το μυθιστόρημα», το «Τετράδιο Γυμνασμάτων», τα «Ημερολόγια καταστρώματος» και όλα τα υπόλοιπα, που εδραίωσαν ένα νέο κεφάλαιο της νεοελληνικής ποιητικής δημιουργίας.
Το 1941 μαζί με τη σύζυγό του Μαρώ Ζάννου ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή στην Αλεξάνδρεια και στη συνέχεια στο Κάιρο όπου διορίζεται Γενικός Διευθυντής τύπου Μέσης Ανατολής.
Το 1944 εκδίδει στο Κάιρο τις «Δοκιμές». Επιστρέφει στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς και το 1945 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του πολιτικού γραφείου του αντιβασιλέα Δαμασκηνού. Από το 1947 μέχρι και τις αρχές του 1951 υπηρετεί στην ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα.
Ασχολείται ενεργά με το Κυπριακό ζήτημα από το 1951 μέχρι και το 1962, υπηρετώντας κυρίως στην Ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου. Το 1960 ο Σεφέρης συναντάει στο Λονδίνο τον Μίκη Θεοδωράκη και θα ακολουθήσει η παρουσίαση τεσσάρων μελοποιημένων ποιημάτων του με τον τίτλο «Επιφάνια».
Η ύψιστη αναγνώριση του έργου του ήρθε με τη βράβευση του το 1963 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, για το οποίο είχε προταθεί άλλες τρεις χρονιές, το 1955, το 1961 και το 1962. Ο Σεφέρης επελέγη «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», ανάμεσα σε 80 υποψήφιους: Στα σπουδαία ονόματα συγκαταλεγόταν ο Μπέκετ, ο Νερούδα, ο Ανούιγ, ο Αραγκόν, ο Μπόρχες, ο Μπρετόν, ο Κοκτώ, ο Φροστ, ο Χάξλεϋ, ο Μαλρώ, ο Ναμπόκοφ, ο Μισίμα και ο Σαρτρ.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο τότε γραμματέας της επιτροπής, Österlund, η επιλογή Σεφέρη υπήρξε μια ευκαιρία να αποδώσουν έναν θαυμάσιο φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μια γλωσσική περιοχή που περίμενε πάρα πολύ καιρό για μια βράβευση σε αυτό το επίπεδο. Η αλήθεια είναι πως έχοντας αγνοήσει στο παρελθόν υποψηφιότητες όπως του Νίκου Καζαντζάκη και του Άγγελου Σικελιανού, η Σουηδική Ακαδημία ένιωθε πως είχε ένα χρέος προς την Ελλάδα.
Άξια αναφοράς είναι και η στάση του Σεφέρη κατά την περίοδο της δικτατορίας, αρχικά με την περιφρονητική σιωπή του και τον Μάρτιο του 1969 με τη δήλωση του κατά της χούντας των συνταγματαρχών, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η απώλεια του δικαιώματος χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου και ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή.
Ο Γιώργος Σεφέρης πέθανε δύο χρόνια αργότερα, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, και η κηδεία του εξελίχθηκε στην πρώτη αντιδικτατορική εκδήλωση από την επιβολή της χούντας. Στην Πύλη του Ανδριανού διακόπηκε η κυκλοφορία των οχημάτων και το πλήθος τραγούδησε το μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη ποίημα του Σεφέρη «Άρνηση» (Στο περιγιάλι το κρυφό).
60 χρόνια από το βραβείο Νόμπελ του Γιώργου Σεφέρη - Η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη
Στις 24 Οκτωβρίου 1963 ανακοινώθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία η βράβευση του Γιώργου Σεφέρη με το βραβείο Νόμπελ. Εξήντα ακριβώς χρόνια μετά από αυτή την ιστορική μέρα, το Μουσείο Μπενάκη εγκαινιάζει την έκθεση, η οποία είναι αφιερωμένη στην ιστορική επέτειο της ανακοίνωσης, αλλά και της απονομής που ακολούθησε στις 10 Δεκεμβρίου 1963.
Με κεντρικό έκθεμα το Βραβείο Νόμπελ, που ανήκει στη μόνιμη συλλογή της Πινακοθήκης Γκίκα, η έκθεση παρουσιάζει πλήθος τεκμηρίων και φωτογραφικού υλικού.
Η έκθεση αναπτύσσεται σε τρεις ενότητες: η πρώτη αφορά την ημέρα της ανακοίνωσης, η δεύτερη επικεντρώνεται στη βραδιά της απονομής, ενώ η τελευταία στον απόηχό της, με τα σχετικά δημοσιεύματα, συγχαρητήριες επιστολές και τηλεγραφήματα.
Αφίσες, εφημερίδες της εποχής, οπτικά και ηχητικά ντοκουμέντα, καθώς και προσωπικά αντικείμενα του ποιητή δημιουργούν ένα περιβάλλον που ανακαλεί την σπουδαιότητα του γεγονότος και αναδεικνύει την προσωπικότητά του.
Το υλικό της έκθεσης προέρχεται από το αρχείο του Σεφέρη που βρίσκεται κατατεθειμένο στη Γεννάδιο βιβλιοθήκη, από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη καθώς και από ιδιωτικές συλλογές.
Η έκθεση πραγματοποιείται με τη συνεργασία της Σουηδικής Πρεσβείας στην Αθήνα.