- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γρανάζια, ιστορία… και μαγεία
Για το μυθιστόρημα του Σον Λασκ, «Η έκτη αίσθηση του Ζάκαρι Κλάουντσλι» (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, 408 σελίδες, Εκδόσεις Ψυχογιός).
Σον Λασκ, «Η έκτη αίσθηση του Ζάκαρι Κλάουντσλι» (Εκδόσεις Ψυχογιός): Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που θα συναρπάσει όσους αγαπούν τον 18ο αιώνα και την καθ’ ημάς Ανατολή, το Λονδίνο και τα εργαστήριά του, αλλά και τις μηχανορραφίες της Υψηλής Πύλης στην Κωνσταντινούπολη. Όπως επίσης όσους αγαπούν τα «αυτόματα» και, βέβαια, τα ρολόγια και τους κρυφούς μηχανισμούς τους. Αλλά και εκείνους που θέλουν και μια στάλα μαγεία στην ιστορία τους: ένα καρύκευμα υπερφυσικού που, όταν προστίθεται στην κατάλληλη δόση, μπορεί να απογειώσει ένα βιβλίο.
Πράγμα που είναι ακριβώς η περίπτωσή μας. Ο Σον Λασκ, σ’ αυτό το άκρως επιτυχημένο ντεμπούτο, κάνει τα πάντα να φαίνονται εύκολα, και μάλιστα με έναν τρόπο συναρπαστικό και πηγαίο, που βέβαια κρύβει εξονυχιστική έρευνα και πολλή δουλειά από πίσω του. Ωραία αφήγηση, χορταστικές περιγραφές, κομψή απεικόνιση της εποχής, λεπτομέρειες που προκαλούν το ενδιαφέρον και μας «κολλάνε» στο στόρι, ωραίοι, ζωντανοί ήρωες, έντονα διαφορετικοί μεταξύ τους —για τους οποίους ο αναγνώστης ενδιαφέρεται στα σοβαρά—, αγωνία και δράμα, χιούμορ και (αρκετή!) συγκίνηση. Ένα ντικενσιανού τύπου μυθιστόρημα, γραμμένο με σοβαρότητα και επάρκεια, που παντρεύει έναν κλασικό τρόπο γραφής με ένα άγγιγμα «μαγικού ρεαλισμού».
Ο μικρός Ζάκαρι, που ένα ατύχημα θα του στερήσει σχεδόν την όραση αλλά θα τον προικίσει με την ικανότητα να βιώνει οράματα και, με την έκτη αίσθησή του αυτή, να βλέπει το μέλλον και να διαβάζει τις καρδιές των ανθρώπων —τις πιο σκοτεινές επιθυμίες τους, τις τύψεις που τους καίνε, τις μηχανορραφίες που απεργάζονται, τους τρόμους τους—, θα ταξιδέψει στην Ιστανμπούλ για να βρει τον πατέρα του, έναν διάσημο ωρολογοποιό, που έχει χαθεί, μα που ο Ζάκαρι θα νιώθει πάντα τον φόβο και την αγωνία του, λες και τον έχει μπροστά του. Και θα προσπαθήσει να τον βρει ανάμεσα στα ανατολίτικα παλάτια, τα παζάρια και τα τζαμιά της Πόλης…
Πολύ ευχάριστο στο διάβασμά του μυθιστόρημα, που θα ικανοποιήσει τον αναγνώστη. Ένα «βιωματικό» ταξίδι από το Λονδίνο στη Γαλλία, την Ιταλία, την Αίγυπτο και την Τουρκία (νιώθεις να είσαι εκεί, και να κάνεις μαζί με τους ήρωες αυτό το ταξίδι) που μιλά —κυρίως— για την αγάπη, και έχει τη στόφα ενός σύγχρονου κλασικού βιβλίου. Διαβάζεται νεράκι, απ’ τη συναρπαστική αρχή μέχρι το ανατρεπτικό τέλος. Ωραία μετάφραση, και μια πολύ όμορφη έκδοση συνολικά.
* * *
Σον Λασκ, «Η έκτη αίσθηση του Ζάκαρι Κλάουντσλι» (Εκδόσεις Ψυχογιός): Η υπόθεση
Λίντενχολ Στριτ, Λονδίνο, 1754. Ο Ζάκαρι Κλάουντσλι μεγάλωσε ανάμεσα σε γρανάζια και ελατήρια στο εργαστήριο του πατέρα του, περιτριγυρισμένος από παράξενα και μαγευτικά αυτόματα με ωρολογιακό μηχανισμό. Είναι ένα ευτυχισμένο παιδί, λατρεμένο από τον πατέρα του τον Έιμπελ κι από τους τεχνίτες που τον βοηθούν στο ζωντάνεμα των δημιουργημάτων του. Κι έχει επίσης ένα εκπληκτικό χάρισμα: μπορεί να βλέπει μες στην καρδιά και στο μυαλό των ανθρώπων. Ύστερα, όμως, ένα μοιραίο ατύχημα θα πάρει τον Ζάκαρι μακριά από το εργαστήριο και την οικογένειά του. Ο πατέρας του θα αναγκαστεί να κάνει ένα ταξίδι απ’ όπου δεν θα γυρίσει ποτέ. Και, χρόνια αργότερα, μονάχα ο Ζάκαρι μπορεί να ανακαλύψει τι συνέβη…
Σον Λασκ - βιογραφικό
Ο Σον Λασκ είναι βραβευμένος διηγηματογράφος. Έχει μεταξύ άλλων τιμηθεί με το Manchester Fiction Prize και το Fish Short Story Prize. Έχει ζήσει στην Ελλάδα, στο Πακιστάν και στην Αίγυπτο, κάνοντας διάφορες δουλειές, όπως κηπουρός, λογογράφος και διπλωματικός αξιωματούχος. Πλέον ζει στο Φόρες, στα υψίπεδα της Σκοτίας. Η «Έκτη αίσθηση του Ζάκαρι Κλάουντσλι» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Μπήκε στη βραχεία λίστα για το Scottish National Book πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, και προτάθηκε για το Walter Scott Prize ιστορικού μυθιστορήματος.
Σον Λασκ, «Η έκτη αίσθηση του Ζάκαρι Κλάουντσλι» (Εκδόσεις Ψυχογιός): Απόσπασμα από την αρχή και το τέλος του 8ου Κεφαλαίου, που έχει τίτλο: «Μάιος 1761, Κωνσταντινούπολη — Μια ξένη πόλη»)
Όταν το πλοίο αντικρίζει την Κωνσταντινούπολη, ο άνεμος πέφτει όπως συμβαίνει τόσο συχνά στα επικίνδυνα στενά κι ο Έιμπελ, μαζί με τους υπόλοιπους στο κατάστρωμα, αγναντεύει τη θολή πόλη και συλλογιέται όσα τον περιμένουν εκεί. Το ασταθές της περίγραμμα με τους μιναρέδες και τους τρούλους, ο μακρινός θόρυβος από το κάλεσμα για την απογευματινή προσευχή, η αμυδρή μυρωδιά κανέλας και καπνού στο αεράκι που ξεψυχά, γεννούν μια νοσταλγία σχεδόν βίαιη στη σφοδρότητά της. Πάνε δεκαπέντε χρόνια από τότε που έπλευσε πρώτη φορά στο έμπα του Βοσπόρου και οι αναμνήσεις του από τη χρονιά που μάθαινε το λεβαντίνικο εμπόριο ζωντανεύουν μέσα του με την ένταση ονείρου που, μισοδιωγμένο με το ξύπνημα, αποδεικνύεται πως δεν είναι διόλου όνειρο. Τον κατακλύζει η λαχτάρα, το πένθος σχεδόν, για τον νεαρό άντρα που υπήρξε ο ίδιος κάποτε. Τι ωραίο, να ’σαι τόσο αθώος, τόσο ευκολόπιστος, τόσο αισιόδοξος, και εντούτοις πόσο αξιολύπητο επίσης – να φαντάζεσαι ότι η αγάπη είναι κάτι που πλανιέται στον αέρα και δεν χρειάζεται παρά να την ανασάνεις για να σου χαριστεί η αθανασία. Τι είναι τα νιάτα, αν όχι το κύριο ελατήριο ενός φρεσκοκουρντισμένου ρολογιού που μετρά τέλεια τις ώρες αλλά αγνοεί ότι θα πρέπει αργά ή γρήγορα ο χρόνος να γίνει πια γοργότερος από τους χτύπους της καρδιάς του ανθρώπου, αφήνοντάς τον να σαπίζει ώσπου τα κόκαλά του να θρυμματιστούν.
Βλέπει τον Τομ, που έχει ανέβει στο κατάστρωμα, ξεγελασμένος από το σταμάτημα του πλοίου και θαρρώντας πως έχουν μπει στο λιμάνι. Έχει κολλήσει κάτι γένια στο πιγούνι του για το ταξίδι (ο Έιμπελ έχει μια ιδέα για την προέλευσή τους αλλά προσπαθεί να μην το σκέφτεται) και κρατιέται μακριά από τους άλλους επιβάτες, φοβούμενος μην προκαλέσει την περιέργεια ή και κάτι χειρότερο ακόμα. Ο Έιμπελ είχε πληρώσει για μια ιδιωτική καμπίνα για τον Τομ, που δεν του ήρθε φτηνή. Και έτσι ακόμα, ο Τομ τράβηξε την προσοχή του υπάρχου, αν κι ο Έιμπελ δεν είχε ιδέα αν εκείνος διέκρινε στον Τομ κάποιο ίχνος του πρότερου εαυτού του. Ο Τομ είχε ένα πιστόλι για μια τέτοια περίπτωση κι ο Έιμπελ ήξερε ότι θα το χρησιμοποιούσε αν υπήρχε λόγος.
Τον Σάμιουελς, από την άλλη, τον άφησε ο Έιμπελ να κάνει το ταξίδι μαζί με τους υπόλοιπους κοινούς επιβάτες, μιας και ξέρει ότι κανένας δε θα δημιουργήσει προβλήματα στον υπηρέτη του, καθώς είναι χαρακτήρας που απαγορεύει κάθε ερώτηση γεννημένη από το χασομέρι και θα αρνηθεί κάθε πρόσκληση για ποτό ή τραγούδι ή χαρτοπαιξία, χωρίς να προκαλέσει πικρία ή καβγά. Υπάρχει στον Σάμιουελς μια σιγανή κι άρρητη διαρκής απειλή, κάτι σαν το αργό φτεροκόπημα μιας γερακίνας, γαλήνιο κι ασάλευτο σχεδόν, όσο δε φαίνεται κανένα θήραμα.
Το αυτόματο, μισοφτιαγμένο μες στ’ αμπάρι και στερεωμένο μέσα στο μεγάλο ξύλινο κιβώτιό του με σφήνες και στερεώματα και δερμάτινα μαξιλάρια γεμάτα αλογότριχα, είναι βαλμένο σαν κάνας εύθραυστος τιμημένος άγιος στη λειψανοθήκη του, με τόση φροντίδα. Όμως οι τελευταίες λεπτομέρειες θα μπουν εδώ στην Κωνσταντινούπολη· ο μηχανισμός είναι εξαιρετικά περίπλοκος, ικανός να κάνει τις κινήσεις του αυτόματα αν χρειαστεί, αν και η αλληλούχιση που απαιτείται για να κερδηθεί μια παρτίδα σκάκι ενάντια σε οποιονδήποτε ανθρώπινο αντίπαλο με σχετική γνώση του παιχνιδιού έχει αποδειχτεί πέραν των ικανοτήτων του Τομ. Ο Έιμπελ έχει παλέψει με την υπόσχεση που έδωσε στον γιο του, ότι δε θα παίξει ποτέ σκάκι με οποιονδήποτε άλλο πέρα από τον ίδιο, όμως έχει καταλήξει ότι θα παίζει το μηχάνημα έστω κι αν πρέπει να το διευθύνει αυτός, έτσι δε θα αθετεί την υπόσχεσή του, κι ας μην έχει πειστεί ιδιαίτερα με το επιχείρημά του. Το μηχάνημα είναι ένας δούρειος ίππος κι ο Έιμπελ είναι ο Οδυσσέας του, έτοιμος να καθίσει μέσα, να ορίζει τις κινήσεις του και να ακούει τις σκέψεις του σουλτάνου.
Είναι αργά το απομεσήμερο όταν τελικά πιάνουν λιμάνι, με τεντωμένα τα παλαμάρια, κι ο Έιμπελ στέκεται στο λιθόστρωτο που σαν να ’ναι υγρό και να το αναδεύουν τα κύματα, τόσο καιρό που ’χει να πατήσει το πόδι του σε στεριά. Παρακολουθεί να κατεβάζουν μ’ άγαρμπες κινήσεις το πολύτιμο φορτίο από τ’ αμπάρι λιμενεργάτες που δείχνουν εξωτικοί με τις φορεσιές τους – τις φουσκωτές λευκές πουκαμίσες, τις κόκκινες βράκες, τα στρογγυλά καλπάκια, τα μακριά μουστάκια. Κιρκάσιοι, πιστεύει, αν και δεν μπορεί να θυμηθεί όλες τις λεπτές διαφορές στις φορεσιές, ούτε την κοινωνική θέση καθενός στην πόλη. Οι φουρναραίοι είναι Αρμένηδες, θυμάται, οι βαρκάρηδες Αιγύπτιοι, οι έμποροι Έλληνες, οι αχθοφόροι Βούλγαροι, και το να παραβείς τους καθορισμένους ρόλους δεν είναι ευκολότερο απ’ ό,τι για ένα σκουλήκι να πετάξει ή για μια κουκουβάγια να κολυμπήσει. Η τουρκική εξουσία πάνω σ’ όλους, που πηγάζει από τη νότια όχθη του Κεράτιου Κόλπου, τη συνοικία που είναι γνωστή ως Σουλταναχμέτ, είναι όπως των θεών στον Όλυμπο, που έκαναν πάντα αισθητή την παρουσία τους αλλά σπάνια εμφανίζονταν. […]
Το σπίτι είναι μεγαλοπρεπές και απίστευτα μεγάλο, που είναι ακόμα ένας λόγος για τις οικονομικές δυσκολίες του Πόρτερ, υποθέτει ο Έιμπελ. Καθώς διασχίζει έναν μακρύ διάδρομο κι έπειτα έναν άλλο, νιώθει βαθιά θλίψη για τον φίλο του και δεν μπορεί να αποτινάξει μια έντονη αίσθηση κακών οιωνών γύρω από την αναχώρησή του. Οι παντόφλες του κροτούν στα μαύρα κι άσπρα πλακάκια, που στο θαμπό φως του φαναριού του μοιάζουν να μετακινούνται και να καμπυλώνουν μπροστά στα μάτια του, κι ο Έιμπελ συνειδητοποιεί σύντομα ότι είναι χαμένος. Το σπίτι είναι σιωπηλό. Προσπαθεί να γυρίσει πίσω από κει που ήρθε, αλλά παίρνει ξανά λάθος στροφή. Σκέφτεται πως, αν μπορέσει να κατέβει πάλι στο χολ, σίγουρα θα βρει τον Σάμιουελς, που έχει σταθεί φρουρός εκεί, έχοντας σχηματίσει την εντύπωση ότι ο γενίτσαρος στην εξώθυρα δεν είναι να τον εμπιστεύεται κανείς, όμως δεν μπορεί ο Έιμπελ να βρει καν τη σκάλα, καθώς οι διάδρομοι είναι ένας λαβύρινθος σχεδιασμένος με μόνο σκοπό τον αποπροσανατολισμό. Βλέποντας μια πόρτα που του φαίνεται γνώριμη, την ανοίγει αλλά τον υποδέχεται το φτεροκόπημα αναρίθμητων φτερών. Το δωμάτιο βρομάει αμμωνία και, στη φευγαλέα στιγμή προτού σβήσει η λάμπα του, ο Έιμπελ βλέπει ανοιχτά παράθυρα και μια μάζα από περιστέρια να υψώνονται σαν ένα μπροστά στο θράσος του να μπει έτσι μέσα. Τραβιέται πίσω στον σιωπηλό διάδρομο, κλείνοντας πίσω του την πόρτα με ανακούφιση, μόνο και μόνο για να τον τυλίξει το απόλυτο σκοτάδι. Τότε είναι που το νιώθει ή τ’ ακούει: το άγγιγμα ενός ψυχρού πράγματος στο μάγουλό του, ακολουθούμενο από τη φωνή του γιου του, καθαρή σαν να στέκεται εκείνος μπρος του. Του κόβεται η ανάσα και κάθεται ανακούρκουδα, με τα χέρια να απλώνονται στο σκοτάδι σαν να μπορούσε να τον αγγίξει, να τον αγκαλιάσει. Είναι η τρίτη πόρτα στα δεξιά, μπαμπά, λέει η φωνή, μετά το πορτρέτο του Γουλιέλμου και της Μαρίας. Συνέχισε να προχωράς… Η λάμπα του τσιτσιρίζει κι ανάβει ξανά, και μπροστά του βλέπει… τίποτα. Τίποτα εκτός από μαύρα κι άσπρα πλακάκια. Η απουσία του Ζάκαρι, που συνήθως δεν είναι παρά ένας αμβλύς πόνος βαθιά μέσα του, γίνεται οδυνηρά έντονη στο άκουσμα της φωνής του κι ο Έιμπελ σφίγγει το στήθος καθώς σηκώνεται και παλεύει να ξαναβρεί την ανάσα του. Ήταν φάντασμα; Έχει συμβεί κάτι στον Ζάκαρι; Πρέπει να στείλει αμέσως γράμμα. Αν και, ακόμα και στην περίπτωση που φτάσει το γράμμα στην Αγγλία χωρίς κάποια αναποδιά, δε θα λάβει απάντηση παρά πολλούς μήνες αργότερα.
Σηκώνει τη λάμπα του και βλέπει, λίγο παρακεί στον διάδρομο, ένα πορτρέτο του βασιλιά Γουλιέλμου και της βασίλισσας Μαρίας. Μετράει τρεις πόρτες έπειτα απ’ αυτό και, ανοίγοντας τη δεξιά, βρίσκεται μέσα σε μια άνετη, καλά φωτισμένη κρεβατοκάμαρα, με το μπαούλο του στην άκρη του κρεβατιού, τα ρούχα του να κρέμονται τακτικά μπροστά στην ντουλάπα, ένα δοχείο νυκτός και μια λεκάνη, νερό κι ένα βάζο με τριαντάφυλλα, με τα πέταλά τους λευκά αλλά με μια κοκκινωπή απόχρωση, σαν βουτηγμένα στο αίμα. Δείχνει παράταιρο μετά την πανικόβλητη περιπλάνησή του κι ο Έιμπελ κάθεται στο απαλό κρεβάτι γελώντας με την ανοησία του. Βγάζει το ρολόι του και βλέπει πως δεν είναι τόσο αργά, λίγο μετά τη μία. Αυτό που του φάνηκε σαν ώρα ολόκληρη καθώς σκουντουφλούσε στους διαδρόμους του ανακτόρου δε θα ήταν στην πραγματικότητα πάνω από ένα τέταρτο. Κάθεται στο γραφείο, παίρνει την πένα που περιμένει τόσο δελεαστικά εκεί, τη βουτάει στο μελάνι και γράφει στον γιο του για την άφιξή του στην πόλη, περιγράφοντας τις εικόνες της, τους ήχους, τις μυρωδιές. Συλλογίζεται αν θα αναφέρει στο γράμμα ότι του φάνηκε πως άκουσε τον Ζάκαρι να του μιλά και να τον καθοδηγεί τόσο καθαρά ως την κρεβατοκάμαρά του όταν ήταν κουρασμένος και χαμένος, αλλά του φαίνεται προτιμότερο να μην ενθαρρύνει την ήδη υπερβολικά ζωηρή φαντασία του γιου του. Λέει μέσα του ότι πρέπει να γνώριζε εξαρχής πού ήταν η κρεβατοκάμαρά του, είχε προσέξει πριν από το δείπνο το πορτρέτο στον τοίχο αλλά το είχε λησμονήσει, και η λάμπα του πρέπει τελικά να είχε μια σιγανή φλόγα, αρκετή για να ανάψει άλλη μια φορά στον ασάλευτο αέρα. Λέει μέσα του όλα αυτά, αν και χωρίς να τα πολυπιστεύει, επειδή ξέρει ποια είναι η αλήθεια· ο Ζάκαρι είναι προικισμένος με τα χαρίσματα που είχε η Άλις, και σ’ αυτόν είναι ακόμα πιο έντονα. Ο Έιμπελ γυρνούσε πάντα την πλάτη σ’ αυτά, όχι από έλλειψη αγάπης για τον Ζάκαρι αλλά λόγω ακριβώς της αγάπης του, βέβαιος ότι ο Ζάκαρι θα ήταν πιο ευτυχισμένο παιδί αν έμοιαζε περισσότερο με τ’ άλλα αγόρια, αν ήταν κάπως λιγότερο ξεχωριστός. Επιπλέον, ο ρόλος ενός πατέρα δεν είναι να ενδίδει σε κάθε καπρίτσιο ενός παιδιού. Και παρ’ όλα αυτά… κοιτάζει τη μισογραμμένη σελίδα κι αποφασίζει να πει στον Ζάκαρι πόσο τον αγαπά και, ναι, ίσως να αναφέρει ότι φαντάστηκε τη φωνή του να του λέει τον δρόμο όταν ήταν χαμένος στο σκοτάδι και φοβισμένος, και ίσως να τον καθησυχάσει ότι με τη σειρά του θα είναι εκεί γι’ αυτόν όποτε βρεθεί να ’ναι χαμένος ή φοβισμένος, αν και, καθώς κλείνουν τα μάτια του, η πένα στο χέρι του γίνεται φτερό και κατόπιν κάστρο κι έπειτα άσπρο άλογο που τον κουβαλάει σ’ ένα ανάκτορο γεμάτο βεζίρηδες και ευνούχους και σκοτεινές σκιές και πιόνια του σκακιού ψηλά όσο ένας φάρος.