- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Εμπορική και λογοτεχνική πεζογραφία: Μια προσπάθεια αποτύπωσης των ορισμών τους και οι διαφορές μεταξύ τους.
Αγαπώ πολύ την παραλογοτεχνία. Μάλιστα, αν ξαφνικά εξαφανίζονταν όλα τα άλλα, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να διαβάζω μόνο τέτοια βιβλία για το υπόλοιπο του βίου μου. Ίσα-ίσα. Όπως επίσης δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να διαβάζω μόνο τέτοια βιβλία αν ξαφνικά δεν «χρειαζόταν» να παρουσιάζω βιβλία στον Τύπο. Όχι ότι δεν αντλώ ευχαρίστηση, και δεν μαθαίνω πολλά, από τα «άλλα» βιβλία· απλώς μού αρέσουν, και μου πάνε, περισσότερο τα τσέπης. Μάλιστα —αν και αυτό είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία—, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να διαβάζω μόνο τα ίδια και τα ίδια παλιά βιβλία, ξανά και ξανά, απλώς και μόνο για την απόλαυση της ανάγνωσης: εκείνα που, όταν ήμουν νέος, μου έμαθαν το είδος —για την απόλαυση της ανάγνωσης, και για την επαφή μου με τον εαυτό μου όπως υπήρξε τότε: συνεπαρμένος και μαγεμένος, σαν επινοημένος ήρωας ενός παλπ βιβλίου. Απροπό, το κάνω πού και πού, στα κλεφτά: έχω πάντα στο κομοδίνο μου μερικά γουέστερν και κανα δυο «σκληροτράχηλα» αστυνομικά, και βέβαια έναν Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ όταν τα πράγματα γύρω μου αγριεύουν. Είναι ένας τρόπος που έχω να διώχνω το σπλήνιασμα και να ρυθμίζω την κυκλοφορία του αίματος στις φλέβες μου. Όταν πιάνω τον εαυτό μου να στραβώνει το στόμα, όταν μες στην ψυχή μου είναι Νοέμβρης υγρός, και ψιλοβρέχει, και ειδικά όταν οι υποχονδρίες μου με κυβερνούν τόσο, που χρειάζεται ένας δυνατός ηθικός φραγμός να με εμποδίσει να βγω επίτηδες στον δρόμο και μεθοδικά να ρίξω χάμω τα κινητά του κόσμου, τότε καταφεύγω στον Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ.
Ορισμοί
Tώρα, υπάρχει μία τεράστια παρανόηση εδώ. Παραλογοτεχνία (ένας αφελής, κάπως πονηρούλης όρος), ή «ελαφριά» λογοτεχνία (άλλος όρος που καλύτερα να μείνει ασχολίαστος…), ΔΕΝ είναι αυτό που AKOMHνομίζουν οι πολλοί στην Ελλάδα, ΔΕΝ είναι αυτό που πιστεύουμε ότι «λέει η λέξη», κατιτί αυτόχρημα «κακό» ή χαμηλής ποιότητας. Παραλογοτεχνία εννοούμε απλώς στη γλώσσα μας αυτό που οι Αγγλοσάξονες λένε «commercial fiction» ή «genre fiction», δηλαδή «εμπορική πεζογραφία» ή «λογοτεχνία είδους», σε αντιδιαστολή με τη «literary fiction», αυτό που στα ελληνικά το λέμε συνήθως «λογοτεχνία» ή «λογοτεχνική πεζογραφία» (αλλά και «σοβαρή λογοτεχνία») και ξεμπερδεύουμε, εννοώντας πάνω-κάτω είτε (α΄) ένα κάπως βαρύ βιβλίο, με επίσης βαρύ θέμα, που ενδιαφέρεται περισσότερο για την εικόνα του, τη δομή του, τον λόγο του, το στιλ του (ή και την ιδεολογία του, αρκετά συχνά), παρά για την αφήγηση ή για το στόρι ή για τους χαρακτήρες — για να το θέσουμε χοντρικά, είτε (β΄) οτιδήποτε δεν εμπίπτει στη «λογοτεχνία είδους», μεν, αλλά θέλει να περνιέται για «literary fiction», δε (χωρίς όμως, και δώστε προσοχή εδώ, να είναι!).
Μαζί με μένα, αγαπούν βέβαια τη λεγόμενη παραλογοτεχνία και οι περισσότεροι αναγνώστες, και δη παγκοσμίως. Χάρη μάλιστα σε αυτήν και μόνο εκδίδεται και η literary fiction: μόνη της, η «σοβαρή λογοτεχνία» δεν θα τα κατάφερνε — τα βιβλιοπωλεία, και όλη η αγορά του βιβλίου, συντηρούνται από την πιο «ταπεινή» κόρη των Μουσών (και από τα παιδικά βιβλία, και τα βιβλία αυτοβοήθειας). Χωρίς αυτήν, το σύστημα των συγκοινωνούντων βιβλίων θα κατέρρεε. Είμαστε πολλά πράγματα μαζί, δεν είμαστε νησιά. Ούτε η αγορά του βιβλίου είναι νησιά.
Διαφορές
«Παραλογοτεχνία», «ελαφριά» λογοτεχνία, «εμπορική πεζογραφία» ή «λογοτεχνία είδους» είναι όλα αυτά τα μυθιστορήματα που διαβάζει ο πολύς κόσμος, και που μπορεί να είναι αστυνομικά, θρίλερ, περιπετειώδη, κοινωνικά, ιστορικά, αισθηματικά, γουέστερν, φαντασίας, επιστημονικής φαντασίας, τρόμου (τα τρία τελευταία ανήκουν στην κατηγορία του Φανταστικού, ή speculative fiction, που έχει μερικές δεκάδες υποείδη), κλπ. κλπ. Αυτά τα βιβλία και αυτοί οι συγγραφείς δίνουν (συνήθως) πιο πολύ βάρος στην αφήγηση, στην ιστορία, στην πλοκή και στους ήρωες, χωρίς να πολυνοιάζονται για την καθαυτό γραφή. (Ξαναλέμε: συνήθως). Παρά την όποια δομή τους, που μπορεί να διαφέρει πολύ ή λίγο, ή να παραλλάσσει από βιβλίο σε βιβλίο του ίδιου συγγραφέα, το γράψιμό τους (συνήθως) μοιάζει, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές: είναι «στρωτό», «βατό», χωρίς πολλά-πολλά στολίδια, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς λέξεις που ανακαλύφθηκαν ή διαβιούν σε λεξικά κ.ο.κ.: η γραφή υπηρετεί το στόρι (και όχι το αντίθετο).
Και οι δύο αυτές μεγάλες κατηγορίες, η Λογοτεχνία και η Παραλογοτεχνία, έχουν καλά, μέτρια, κακά και πολύ κακά βιβλία. Όπως άλλωστε έχουν και αριστουργήματα. Σε κάθε περίπτωση όμως: η ένταξη ενός μυθιστορήματος στη μία ή την άλλη κατηγορία δεν σημαίνει το παραμικρό για την ποιότητά του. Υπάρχουν πολλά κακά «καλά μυθιστορήματα», και πολλά καλά «κακά μυθιστορήματα». Όπως υπάρχουν και ακόμη περισσότερα μέτρια «καλά» ή «κακά» μυθιστορήματα ΚΑΙ στις δύο κατηγορίες. (Για την ακρίβεια, τα περισσότερα βιβλία και των δύο «δρόμων» είναι ακριβώς τέτοια: μέτρια). Και πάλι, αυτό δεν είναι «για κακό»: η λογοτεχνική κιβωτός χτίζεται ακριβώς από αυτά τα «μέτρια», δεν χτίζεται από τον «Μόμπι-Ντικ», και σίγουρα όχι από τον «Οδυσσέα» — αυτά τα μεγάλα βιβλία είναι στολίδια, πίνακες στην καμπίνα του καπετάνιου. Η λογοτεχνική κιβωτός είναι ένα σεντούκι με σπόρους. Τέτοιους δανειζόμαστε όλοι για να γράψουμε τα δικά μας βιβλία — τα βιβλιαράκια μας. (Και, όχι, δεν δανειζόμαστε τον σπόρο τού «Μόμπι-Ντικ», και σίγουρα όχι του «Οδυσσέα». Κανείς δεν το ’κανε αυτό).
Upmarket
Τα τελευταία είκοσι πάνω-κάτω χρόνια η αγορά απέκτησε και μία επιπλέον λογοτεχνική κατηγορία, την «upmarket fiction». Η upmarket fiction είναι μία ενδιάμεση κατάσταση, καθώς κινεί το ενδιαφέρον και των δύο «κοινών»: και το κοινό της εμπορικής, και το κοινό της «καλής», «σοβαρής», «δύσκολης» λογοτεχνίας (που συχνά είναι πολύ εμπορική βέβαια!), ή έστω την τομή των δύο «κοινών», των δύο αυτών συνόλων. Μιλάμε για έναν μεγάλο όγκο βιβλίων που γράφτηκαν με διπλή «συνταγή»: και ποιότητας, και εμπορικότητας. (Το λέμε εντελώς σχηματικά αυτό, καθώς, θυμίζουμε, και τα «παραλογοτεχνικά» βιβλία μπορούν να είναι υψηλής ποιότητας: υπάρχουν πάμπολλα, αν θέλετε, αστυνομικά μυθιστορήματα διαφόρων σχολών που είναι κορυφαία βιβλία — κορυφαία. Και δεν εννοούμε μόνο την Κρίστι ή τον Τσάντλερ, αλλά και πολλούς σύγχρονους συγγραφείς, από τον Ελρόι μέχρι κάποιους εκπροσώπους της σκανδιναβικής σχολής, και από την Τζίλιαν Φλιν μέχρι το γαλλικό πολάρ που πουλάει πολύ στην Ελλάδα ως «αριστερό»). Και, μιας και ο λόγος για συνταγή, ας σκεφτούμε ένα γαστριμαργικό ανάλογο — ένα κλασικό πιάτο που σέβεται την παραδοσιακή συνταγή, αλλά είναι φτιαγμένο με πιο «εκλεπτυσμένα», πιο γκουρμέ υλικά.
Εντέλει, το upmarket μυθιστόρημα αφορά, λιγότερο ή περισσότερο, όλους τους αναγνώστες, αν απλώς εξαιρέσουμε τους πολύ παθιασμένους με το ένα και με το άλλο είδος λογοτεχνίας: υπάρχουν άνθρωποι που δεν καταδέχονται να διαβάσουν τίποτε ταπεινότερο από Τόμας Μπέρνχαρντ φέρ’ ειπείν (και πολύ καλά κάνουν) και κάποιοι τίποτε πιο απαιτητικό από ένα «βίπερ», ένα από τα πάλαι ποτέ «ΒΙβλία ΠΕΡιπτέρου» (και πολύ καλά κάνουν επίσης). Ένα μυθιστόρημα ανήκει στην up market πεζογραφία όταν είναι καλογραμμένο και προσεγμένο ως την παραμικρή λεπτομέρεια, προσφέροντας ταυτόχρονα μια χορταστική ιστορία με ανατροπές, έντονα συναισθήματα, σασπένς, μυστήριο και, φυσικά, έρωτα. (Ή κάποια από αυτά). Είναι, αν θέλετε, «literary commercial fiction». Το upmarket μυθιστόρημα ξέρει καλά τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούμε (και διαβάζουμε) όλοι. Ξέρει τους καλούς και κακούς περισπασμούς της καθημερινότητας, την ταχύτητα της σύγχρονης ζωής, τους ρυθμούς και τις απαιτήσεις της. Ζει και αναπνέει στο σήμερα. Και θα ζει και θα αναπνέει και στο αύριο, παρέα με τους δύο συμμάχους του της αγοράς του βιβλίου, τη literary fiction και την commercial fiction — αυτό είναι παραπάνω από σίγουρο.
YΓ1. Το Φανταστικό, από όλα τα είδη της «παραλογοτεχνίας» δεν ευδοκιμεί στην Ελλάδα, σε αντίθεση με το Αστυνομικό (που έχει γίνει mainstream και εκδίδεται από όλους τους οίκους) και το Ρομάντζο (την κατηγορία με τις μεγαλύτερες πωλήσεις). Τι να κάνουμε τώρα. Δεν είμαστε της φαντασίας, ας το δεχτούμε κι ας πάμε παρακάτω.
ΥΓ2. Είναι και θέμα διάθεσης του κοινού, και εποχής, και ποιος ξέρει τι άλλο: τη δεκαετία τού ’70 και του ’80, για παράδειγμα, πωλούνταν μερικές δεκάδες χιλιάδες καουμπόικα μυθιστορήματα από τα περίπτερα ΚΑΘΕ μήνα, και διαβάζονταν από τους πάντες — από όλες τις αναγνωστικές τάξεις. Σήμερα, δεν εκδίδεται, δεν πωλείται και δεν διαβάζεται ούτε ΕΝΑ.
Το κείμενο αυτό, με παραλλαγές, δημοσιεύτηκε πρώτη φορά πριν από τέσσερα χρόνια.