- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γκαμπόρ Ματέ: Το κρυφό στρες και πώς μας επηρεάζει
Το βιβλίο βρίθει από οξυδερκείς και μαζί αυτονόητες παρατηρήσεις που θα πρέπει ο αναγνώστης να σταθμίσει κατά βούληση. Αυτή είναι και η πρόσκληση του συγγραφέα
Όταν το σώμα λέει όχι - Το κόστος του κρυφού στρες: Κριτική για το βιβλίο του Γκαμπόρ Ματέ, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Key Books
Αναρίθμητες μελέτες δείχνουν πώς οι καθημερινές εμπειρίες και το στρες επηρεάζουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Για παράδειγμα, μια έρευνα βρήκε ότι το ανοσοποιητικό σύστημα φοιτητών της Ιατρικής, καταστέλλεται την περίοδο αμέσως πριν από τις τελικές εξετάσεις. Επιπλέον, απ’ αυτούς τους φοιτητές η μεγαλύτερη καταστολή σημειώθηκε σε εκείνους που ήταν περισσότερο μοναχικοί (χωρίς ιδιαίτερες κοινωνικές σχέσεις).
Αυτά τα ευρήματα θα μπορούσαν μια χαρά να είναι η είσοδος στο βιβλίο του καινοτόμου γιατρού και συγγραφέα Γκαμπόρ Ματέ, «Όταν το σώμα λέει όχι – Το κόστος του κρυφού στρες» (εκδ. Key Books, 2022).
Η βασική θέση του βιβλίου είναι η σημασία για την ανθρώπινη υγεία, του να αποκτήσει ο Λόγος πρόσβαση στο Συναίσθημα. Το συναίσθημα προηγείται της γλώσσας διότι όταν μιλάμε για συναισθήματα, αναφερόμαστε σε ηλεκτρικές, χημικές και ορμονικές εκκρίσεις/αντιδράσεις του νευρικού συστήματος. Αυτές διαμορφώνουν ένα οργανικό αποτύπωμα (έναν νευρολογικό χάρτη), σπάνια συνειδητό, που επηρεάζεται άμεσα από τις προσωπικές μας σχέσεις, (ειδικά κατά την παιδική ηλικία) και το κοινωνικό σύστημα όπου ζούμε, και επηρεάζει τις ανοσοποιητικές μας άμυνες. Με άλλα λόγια, η συναισθηματική ζωή και η φυσιολογία μας είναι ένα πρωτογενές, ενιαίο σύστημα! Τα συναισθήματα ζουν στο σώμα και παίζουν ρυθμιστικό ρόλο στην υγεία και στην ασθένεια...
Για τους ανθρώπους με χρόνιο στρες, για παράδειγμα, μονίμως σε ετοιμότητα να εντοπίσουν κάποιον κίνδυνο, ο συγγραφέας επισημαίνει πως αυτό δεν είναι μια συνειδητή απόφαση που παίρνει το άτομο, αντίθετα, είναι αποτέλεσμα της αυτόματης πυροδότησης νευρικών οδών που έχουν προγραμματιστεί πολύ καιρό πριν. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα πάντα έχουν προαποφασιστεί πριν από την είσοδό μας στη γλώσσα (βιολογικός ντετερμινισμός), αλλά ότι υπάρχει μέσα μας μια γνώση με οργανική υποδομή στην οποία η νόηση δύσκολα έχει πρόσβαση.
Στην ολιστική προσέγγιση του Ματέ, η λειτουργία της ανοσίας προϋποθέτει επίγνωση του εαυτού και, άρα, και του μη-εαυτού, του τι είναι «εγώ» και τι είναι ξένο και πιθανώς βλαβερό. Επίσης, προϋποθέτει μνήμη: το ανοσοποιητικό σύστημα αποθηκεύει μνήμες σε κύτταρα που είναι προγραμματισμένα να θυμούνται αμέσως κάθε απειλή που έχουν συναντήσει στο παρελθόν. Τέλος, όπως ακριβώς το νευρικό σύστημα, έτσι και το ανοσοποιητικό έχει την ικανότητά να μαθαίνει σε όλη τη διάρκεια της ζωής, αποκτώντας και αποθηκεύοντας καινούργιες μνήμες. Ως εκ τούτου, ο συγγραφέας θεωρεί το ανοσοποιητικό σύστημα έναν δεύτερο, «αιωρούμενο» εγκέφαλο. Αυτό το εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα αναγνώρισης, μνήμης, εκμάθησης κ.λπ. μπορεί να απορρυθμιστεί από απωθημένα συναισθήματα, όπως ο θυμός.
«Όταν δεν διαθέτουμε την ψυχολογική δυνατότητα να διαχωρίζουμε τον εαυτό από τον μη-εαυτό, το πρόβλημα αναπόφευκτα θα επεκταθεί και στο σώμα μας. Η αδυναμία να επεξεργαστούμε και να εκφράσουμε τα συναισθήματα αποτελεσματικά και η τάση να καλύπτουμε τις ανάγκες των άλλων προτού ασχοληθούμε με τις δικές μας, αποτελούν πολύ συνηθισμένα μοτίβα σε ανθρώπους με χρόνιες ασθένειες». Ο θυμός από αυτήν τη σύγκρουση προτεραιοτήτων ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο, παραμένει συχνά ασυνείδητος. (Για τους δικούς του λόγους, ο Ματέ αποφεύγει συστηματικά στο βιβλίο τον όρο «συνεξάρτηση».) Παρότι απωθημένο, ωστόσο, η χημική υπογραφή αυτού του συναισθήματος (η κορτιζόλη) συνεχίζει να κυκλοφορεί στον οργανισμό και να τον επηρεάζει.
Ίσως μάλιστα, όπως αναφέρεται αργότερα στο βιβλίο, να μην ευθύνεται τόσο η ίδια η εμπειρία του θυμού όσο το άγχος που αυτή πυροδοτεί. «Όταν κάποιος [ειδικά ένα παιδί] βιώνει επιθετικά συναισθήματα προς ένα αγαπημένο πρόσωπο, νιώθει συγχρόνως και έντονο άγχος και πολλές ενοχές».
Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας επικαλείται ένα πλήθος περιστατικών/ερευνών που τεκμηριώνουν ότι το ανομολόγητο στρες και το χρόνιο άγχος, (η διάχυτη ανασφάλεια από μία μη ξεκάθαρα εντοπισμένη πηγή), αφοπλίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα και μπορεί να συμβάλλουν καταλυτικά σε μακροχρόνιες ασθένειες όπως ο λύκος, ο διαβήτης, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η νόσος Αλτσχάιμερ, ο καρκίνος…
Το βιβλίο είναι βασισμένο στη σχετική βιβλιογραφία αλλά, κυρίως, στην εικοσαετή κλινική εμπειρία του Ματέ και συνεντεύξεις με ασθενείς του, σε πολλούς από τους οποίους παρείχε παρηγορητική φροντίδα, (δηλ. τους συνόδευσε ως τον θάνατο). Χρησιμοποιώντας αυτές τις πηγές, το κείμενο αναπτύσσεται με μορφή ψηφιδωτού κτίζοντας μια εναλλακτική εικόνα της υγείας. Ο «ασθενής» δεν είναι ένα κλειστό σύστημα (σώμα) που υποφέρει, αλλά ένα σύστημα γνώσης που χρειάζεται να μελετηθεί, άμεσα συνδεδεμένο με την προσωπική ιστορία και τα κοινωνικά δεδομένα: «Ιάπωνες που μετανάστευσαν στη Χαβάη και στις Ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες παρουσίασαν δυόμιση φορές πιο υψηλό ποσοστό καρκίνου του προστάτη από εκείνους που παρέμεναν στην Ιαπωνία». Άλλο παράδειγμα, «Τα ποσοστά της ρευματοειδούς αρθρίτιδας ανάμεσα σε μαύρους στη Νότια Αφρική επί απαρτχάϊντ αυξήθηκαν όταν μετακινήθηκαν στην πόλη από τα χωριά τους, παρόλο που με καθαρά οικονομικούς όρους μπορεί να ωφελήθηκαν από την μετακίνηση». Εδώ, και σε πολλά παρόμοια παραδείγματα, το στρες και η ψυχολογική καταπίεση κατονομάζονται ως σημαντικοί συντελεστές παθογένεσης.
Απευθυνόμενος στον γενικό αναγνώστη, ο Ματέ προσπαθεί να ισορροπήσει έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών προσθέτοντας βιβλιογραφικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου. Ακόμα κι έτσι όμως δεν καταφέρνει να απέχει από κάποιες μακροσκελείς εξειδικευμένες παρουσιάσεις που έρχονται σε αντίθεση με την πιο συζητητική γενική ανάπτυξη. Πολλές φορές δείχνει να λέει πράγματα αυτονόητα ή που αναγνωρίζουμε διαισθητικά. Αυτό το επισημαίνει ο ίδιος στην εισαγωγή του. «Οι άνθρωποι πάντα καταλάβαιναν ότι το μυαλό και το σώμα δεν είναι δύο ξεχωριστές οντότητες. Ο μοντερνισμός επέφερε μια ατυχή αποσύνδεση, έναν διαχωρισμό αυτού που ξέρουμε καλά μέσα μας και εκείνου που αποδέχεται το μυαλό μας ως αληθινό. Από αυτές τις δυο μορφές γνώσης, η δεύτερη, πιο περιορισμένη, συνήθως κερδίζει – και όχι προς όφελός μας».
Το κεφάλαιο που αποτελεί λαμπρό σημείο είναι «Η βιολογία της πεποίθησης» που μιλάει για πεποιθήσεις ενσωματωμένες σε κυτταρικό επίπεδο, αναπτύσσοντας παράλληλα κριτική απέναντι σε θέσφατα της Ιατρικής Επιστήμης, όπως η σημασία των γονιδίων:
«Είμαστε κοινωνικά όντα και η επιστήμη, όπως και όλοι οι τομείς, έχει τις ιδεολογικές και πολιτικές της διαστάσεις... Οι υποθέσεις που κάνει ένας επιστήμονας συχνά περιορίζουν και καθορίζουν αυτό που τελικά θα ανακαλύψει. Αν συμφωνήσουμε ότι οι ασθένειες είναι πρωτίστως γενετικές, [βασισμένες σε κληρονομημένη προδιάθεση] τότε μπορούμε να αποφύγουμε τις ενοχλητικές ερωτήσεις που αφορούν τη φύση της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Αν η «επιστήμη» μας δίνει τη δυνατότητα να αγνοήσουμε ότι η φτώχεια ή οι τεχνητές τοξίνες ή η φρενήρης και στρεσογόνα κοινωνική κουλτούρα συμβάλλουν στην ασθένεια, τότε θα αναζητήσουμε μόνο τις απλές απαντήσεις: τις φαρμακολογικές και βιολογικές. Μια τέτοια προσέγγιση βοηθάει στη δικαίωση και διατήρηση των κυρίαρχων δομών και αξιών».
Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνεί κανείς με όλες τις τοποθετήσεις του Ματέ για να εκτιμήσει την κριτική στάση και ανθρωπιστική προσέγγισή του. Συνολικά, πρέπει να ειπωθεί πως πρόκειται για μια φωνή απαραίτητη. Οι 350 σελίδες του βρίθουν από οξυδερκείς και μαζί αυτονόητες παρατηρήσεις που θα πρέπει ο αναγνώστης να σταθμίσει κατά βούληση. Αυτή είναι και η πρόσκληση του συγγραφέα, η ευθυγράμμιση με την εσωτερική γνώση που όλοι διαθέτουμε.