- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Αναδυομένη»: 100 χρόνια από το μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου
Αναδυόμενη Αφροδίτη και το τετράγωνο του θανάτου
Γρηγόριος Ξενόπουλος: Το μυθιστόρημα «Αναδυομένη», σε μία ωραία έκδοση από τις εκδόσεις Ψυχογιός, 100 χρόνια μετά τη συγγραφή του
Η «Αναδυομένη» είναι ένα σύντομο μυθιστόρημα που δημοσιεύτηκε το 1923 σε συνέχειες στην εφημερίδα «Έθνος». Την ίδια χρονιά ο Γρηγόριος Ξενόπουλος εξέδωσε το «Ο κόσμος κι ο Κοσμάς», την «Ισαβέλλα», έναν τόμος κριτικής με τίτλο «Στάχυα και παπαρούνες» κι ένα παιδικό βιβλίο με τίτλο «Η αδελφούλα μου». Παραλλήλως, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραφε το επόμενο μυθιστόρημά του «Τερέζα Βάρμα Δακόστα, ένας σύγχρονος Μεσαίωνας» που θα δημοσίευε σε συνέχειες. Εκείνες τις μέρες, ενώ παιζόταν στο θέατρο το έργο του «Μαριτάνα» με τον θίασο της Κυβέλης, διασκεύαζε το μυθιστόρημα του Jean de La Brète (ψευδώνυμο της Alice Cherbonnel) «Η εξαδέλφη μου» (’’Mon οncle et mon curé’’) που ανέβηκε λίγους μήνες αργότερα στο θέατρο από τον θίασο της Αλίκης.
Κοντολογίς, το 1923 ήταν μια συνηθισμένη χρονιά για τον «πολυγραφότατο» συγγραφέα. Δεν ήταν και τόσο συνηθισμένη για τον ελλαδικό χώρο όπου εκτυλισσόταν η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μια διαδικασία που ενέτεινε την άναρχη αστυφιλία επιταχύνοντας την ερήμωση της υπαίθρου και τη δημιουργία παραγκουπόλεων στην αστική περιφέρεια. Είχαν περάσει μόλις πέντε χρόνια από το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου, δέκα από το τέλος των Βαλκανικών πολέμων: τον Ιούλιο του 1923 η στρατιωτική κυβέρνηση των Πλαστήρα–Γονατά, αφού απέτυχε στον ρόλο της διαιτησίας μεταξύ εργατικών συνδικάτων και εργοδοσίας, όταν κηρύχτηκε γενική απεργία απείλησε τους απεργούς με επιστράτευση και έκανε μαζικές συλλήψεις. Στο τέλος, επετέθη με αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις στην πανεργατική συγκέντρωση στο Πασαλιμάνι, χαρακτηρίζοντας την απεργία «κομμουνιστική εξέγερση». Απολογισμός: έντεκα νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες και συλληφθέντες.
«Αναδυομένη»: Πώς ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψε το μυθιστόρημά του το 1923
Αυτή ήταν πάνω-κάτω η κοινωνική κατάσταση όταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος δημοσίευε την «Αναδυομένη»: φόβος του κομμουνισμού, φτώχεια, κοινωνική αδικία και καθυστέρηση. Αλλά, η ζωή συνεχιζόταν: το 1923 εκδόθηκε «Ο θρήνος των βοδιών και άλλα διηγήματα» του Δημοσθένη Βουτυρά, το «Από την αιχμαλωσία–Κατά το ημερολόγιο του αιχμαλώτου αεροπόρου Β.Κ.» του Μάρκου Αυγέρη (τότε ανώνυμο), το «Ο λαός των μουνούχων του Κώστα Βάρναλη (με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας), ενώ ο Στράτης Μυριβήλης ίδρυε την πρώτη δική του εφημερίδα, την «Καμπάνα», όπου πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες «Η Ζωή εν τάφω». Στον Πειραιά παιζόταν το «Η κόρη της καταιγίδος» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη ο οποίος λίγα χρόνια νωρίτερα είχε μεγάλο σουξέ με τον «Βαφτιστικό». Εκ των υστέρων, το 1923 φαίνεται μια γόνιμη χρονιά, όχι μόνο για τον Ξενόπουλο αλλά για τα ελληνικά γράμματα συνολικά.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αναφέρεται συχνά ως «πολυγραφότατος»: ο όρος υπονοεί προχειρότητα, υπερβολική ευκολία, επαναληπτικότητα. Αναμφίβολα, η δημιουργικότητά του υπερχείλιζε και οι καλλιτεχνικές αποτυχίες δεν ήταν λίγες —παρ’ όλ’ αυτά, ζωγράφισε έναν ολόκληρο κόσμο· τον καινούργιο κόσμο που αναδυόταν στην Μπελ Επόκ και αργότερα μετά τον Μεγάλο Πόλεμο· την ολιγομελή αστική τάξη της Αθήνας και των νησιών του Ιονίου που είχαν την τύχη και την προθυμία να δεχθούν ευρωπαϊκές επιρροές. Στοιχείο αυτών των επιρροών ήταν η επικέντρωση στο σκηνικό της πόλης, η περιγραφή ρευστών οικογενειακών σχέσεων, η θεματολογία του διαταξικού έρωτα: αν στην προ-νεωτερική λογοτεχνία, τα βάσανα του έρωτα οφείλονταν στις διαφορές μεταξύ φατριών, στο έργο του Ξενόπουλου διαφαίνεται η ταξική διαστρωμάτωση της μοντέρνας εποχής που περιλαμβάνει ένα σύνολο παραγόντων πέραν της χρηματικής περιουσίας και της γαιοκτησίας.
Η «Αναδυομένη» εκδόθηκε σε βιβλίο το 1925. Πρόκειται για μια τοιχογραφία της ζακυνθινής κοινωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα με επίκεντρο ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα σε δύο αδελφούς, τον Παύλο και τον Ντένη, και μια δεκαοκτάχρονη κοπέλα, την Κλαίλια. Η Κλαίλια, μοναχοκόρη του κόντε Λάντου, δυσκολεύεται να επιλέξει ανάμεσα στους δύο σχεδόν συνομηλίκους της νεαρούς, τους οποίους γνωρίζει όταν η οικογένειά τους, η εξίσου εύπορη οικογένεια Μεμάρη, ενοικιάζει το σπίτι -τον πύργο «Υψόλιθος»- απέναντι από την έπαυλη του Κόντε. Αν και η έπαυλη του Κόντε είναι γνωστή ως «Αναδυομένη» επειδή μοιάζει να ξεπροβάλλει από τη θάλασσα, ο τίτλος του μυθιστορήματος αναφέρεται λιγότερο στο αρχοντικό της οικογένειας Λάντου, και περισσότερο στην ωραία Κλαίλια: η Κλαίλια βγήκε ολόγυμνη από το λουτρό της και τα δύο αδέλφια την είδαν, χωρίς να το αντιληφθεί. Η αναφορά στη μυθολογία παραείναι προφανής: όταν οι θνητοί βλέπουν λουόμενες θεότητες, τυφλώνονται ή πεθαίνουν. Η Κλαίλια είναι ένα ιδεώδες ταυτοχρόνως ειδωλολατρικό και χριστιανικό που θυμίζει τις εξαγνιστικές θυσίες στις παρθένες θεές όπως η Άρτεμη, αλλά και τις προσφορές στην Αφροδίτη και στην Ήρα· σε υπερφυσικά όντα που οι μύθοι συνδέουν με λουτρό-καθαρμό πριν ή μετά από ιερό γάμο. Δεδομένης της γαμήλιας σκοπιμότητας στην πλοκή του μυθιστορήματος, μου φαίνεται ότι η αναδυόμενη Κλαίλια παρομοιάζεται μάλλον με την Αφροδίτη, όπως τη φαντάστηκε ο Πραξιτέλης στο ιερό της Κνίδου: η Κλαίλια, παρά την αθωότητα και τον αυθορμητισμό της, έχει συγκεκριμένο σχέδιο: ποιος από τους δύο αδελφούς θα γίνει ο ιδανικός σύζυγος; Ποιος είναι πιο «κατάλληλος»; Τελικά, η τύχη -η κακή τύχη- θα δώσει τη λύση.
Ο Ξενόπουλος παραχωρεί στους ήρωές του το δικαίωμα της ερωτικής ελευθερίας, υιοθετώντας τα καινούργια ευρωπαϊκά ήθη που συζητούνταν πολύ στους κύκλους των γραμματιζούμενων. Άλλωστε, αυτή η ευρωπαϊκότητα αποτελεί στοιχείο της πλοκής: ο Παύλος και ο Ντένης έλειπαν επί χρόνια στην Ιταλία για σπουδές κι ο καθένας τους επηρεάστηκε διαφορετικά από τα ευρωπαϊκά ρεύματα - περίπου όπως οι ήρωες στο θεατρικό του έργο «Οι φοιτηταί» (1919). Τη νεανική ατμόσφαιρα του βιβλίου συμπληρώνει η περιγραφή του επτανησιακού καλοκαιριού όπως το ζουν οι άνθρωποι της σχόλης -εκδρομές, βεγγέρες, σχέδια για γάμο και φιλοσοφικές συζητήσεις με πρωταγωνιστή τον στοχαστικό Παύλο- και η δημοτική γλώσσα, που τονίζει τον λυρισμό. Οι τόσο λεπτομερείς περιγραφές χώρων και αντικειμένων θα ήταν δυσπρόσιτες στην καθαρεύουσα: ο Ξενόπουλος επιζητούσε να διαβάζεται από τους πολλούς.
Αν και η ιστορία βασίζεται σ’ ένα παλιό μύθο του νησιού για έναν ερωτευμένο νέο που σκοτώθηκε πέφτοντας από τον γκρεμό, ενώ προσπαθούσε να προσφέρει κρινάκια στην εκλεκτή της καρδιάς του, δεν μπορούμε να μην το παρατηρήσουμε: στο έργο του Ξενόπουλου συναντάμε μακρά σειρά αυτοκτονιών, θανάτων από έρωτα («Στέλλα Βιολάντη») και γκρεμών («Φωτεινή Σάντρη»). Ραγισμένες καρδιές, αδελφικές αντιζηλίες, συμπόνοια για τους «υπηρέτες» και υπαινιγμοί περί λαϊκής σύνεσης: ο μόνος που μπόρεσε να προβλέψει το τραγικό τέλος αυτής της κατά τα άλλα ανάλαφρης ιστορίας ήταν ο Τζουάνες, ο βαρκάρης - όμως, ποιος ακούει ένα βαρκάρη; Στην «Αναδυομένη» το τραγικό τέλος δεν οφείλεται στα παραδοσιακά εμπόδια του έρωτα· εδώ, ο έρωτας καταλήγει πηγή δυστυχίας ενδοταξικά, από ατομικές επιλογές και αμφιταλαντεύσεις. Στο αστικό μυθιστόρημα, τα πρόσωπα είναι πιο σύνθετα και οι μορφές συμπεριφοράς πιο εξεζητημένες -όπως συμβαίνει και στα θεατρικά έργα των μεγάλων Σκανδιναβών- αλλά το βλέμμα του απλού ανθρώπου αποδεικνύεται πιο καθαρό από εκείνο των αργόσχολων αφεντικών του.
Οι επιρροές του Γρηγορίου Ξενόπουλου
Μερικές από επιρροές του Ξενόπουλου είναι σήμερα αναχρονιστικές -το θέατρο μπουλβάρ (για παράδειγμα, του Alfred Capus), το διδακτικό θέατρο του Hermann Sudermann, τα μυθιστορήματα σε συνέχειες του Eugène Sue («Τα μυστήρια των Παρισίων», «Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος»)- ενώ άλλες, όπως ο Strindberg και ο Ibsen φαίνονται περισσότερο συναφείς στο περιβάλλον του μοντέρνου κόσμου. Στη μακρά εποχή που ήταν η «εποχή» του Ξενόπουλου, μεγάλη δημοτικότητα απολάμβαναν συγγραφείς όπως ο Eugène Scribe (ένας ακόμα πολυγραφότατος) και ο Eugène Labiche (πολυγραφότατος κι αυτός): στο θέατρο παίζονταν κωμωδίες ηθών που απεικόνιζαν τις μόδες και τις νοοτροπίες της γαλλικής μπουρζουαζίας του 19ου αιώνα. Στα λαϊκά θεάματα και αναγνώσματα προστίθεντο τα μυθιστορήματα του Alexandre Dumas και το βοντβίλ του Émile Augier, αλλά, με το πέρασμα του χρόνου, ο Ξενόπουλος, μαζί με τον Γιάννη Καμπύση, απομακρύνθηκαν από τα περιπετειώδη αναγνώσματα, από τα ψευδοϊστορικά δράματα και γενικότερα από τον εύπεπτο συμβατικό ρεαλισμό του γαλλικού και ιταλικού ρεπερτορίου, όπως είχαν απομακρυνθεί κι από τις ελληνικούρες των κωμειδυλλίων. Ο Ξενόπουλος αναζήτησε έμπνευση στον συμβολισμό του Maurice Maeterlinck, στον νατουραλισμό του Ζοla -ο οποίος γινόταν φανερός και στους «Βρυκόλακες» του Ibsen- στον Τολστόι και τον Oscar Wilde. Ο εκλεκτικισμός του ήταν τέτοιος ώστε γίνεται αδύνατη η ανίχνευση των επιρροών: έτσι κι αλλιώς, το fin de siècle ήταν για την Ελλάδα μια εποχή ποικίλων πολιτιστικών εισαγωγών πολλές από τις οποίες αφομοιώθηκαν ενώ άλλες έγιναν αντικείμενο μηχανιστικής μίμησης. Αλλά, αν και ο Ξενόπουλος αφομοίωνε στοιχεία από τη στερεοτυπική παρισινή ελαφρότητα, συνέβαινε και το αντίστροφο: εντοπίζοντας τα μειονεκτήματα της λαϊκής μυθοπλασίας -τον στόμφο, την αναληθοφάνεια, την έλλειψη φυσικότητας- προσπαθούσε να τα αποφύγει. Παραλλήλως, έκανε κάποιους συμβιβασμούς για να μη δυσαρεστήσει το αναγνωστικό κοινό και για να μην οξύνει τις εντάσεις στους κύκλους των κριτικών, οι οποίοι μαλλιοτραβιούνταν για απίθανα ζητήματα όπως για το αν ο Strindberg ήταν «μαλλιαρός» και για το αν η «Δεσποινίς Τζούλια» διέφθειρε τα χρηστά ήθη («θεατρικόν εξάμβλωμα και μαλλιαρή παραφροσύνη!»). Με λίγα λόγια, νομίζω ότι αν και στις επιθέσεις από ξερόλες επαρχιώτες φιλολόγους απαντούσε καταλλήλως ειρωνευόμενος την ξενοφοβία και τις προκαταλήψεις τους, στα δικά του έργα συμβάδιζε με τη νοημοσύνη και τη νοοτροπία των Ελλήνων προκειμένου να μη θεωρηθεί διαφθορέας των χρηστών ηθών όπως θεωρήθηκαν ο Zola και ο Strindberg. Εξού και η μεγάλη του επιτυχία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «Φωτεινή Σάντρη» σχολιάστηκε από τους κριτικούς της εποχής ανώτερο ποιοτικά έργο από τη «Δεσποινίδα Τζούλια», παρότι ο ίδιος ο Ξενόπουλος αρνιόταν να το δεχτεί. Έτσι κι αλλιώς, στη διάρκεια ενός αιώνα πολλά πράγματα άλλαξαν στη λογοτεχνία και στη χώρα μας —μερικά προς το καλύτερο, άλλα προς το χειρότερο· η ανάγνωση της «Αναδυομένης» από τον σημερινό βιβλιόφιλο μπορεί να τα φανερώσει.