- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Christy Lefteri, «O μελισσοκόμος απ’ το Χαλέπι»: Πόλεμος, πένθος, φυγή και ελπίδα
Μια συζήτηση με τη Χρύσα Φραγκιαδάκη, μεταφράστρια του βιβλίου, για την Κύπρια συγγραφέα, τον «Μελισσοκόμο» της (Εκδ. Κλειδάριθμος), τον πόλεμο, και το δράμα της προσφυγιάς
«O μελισσοκόμος απ’ το Χαλέπι» της Christy Lefteri: Συνέντευξη με τη μεταφράστρια Χρύσα Φραγκιαδάκη για το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις Εκδ. Κλειδάριθμος
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά βιβλία που διαβάσαμε εδώ και καιρό, ο «Μελισσοκόμος απ’ το Χαλέπι» χαράζεται στην ψυχή σου ήδη από τις πρώτες του σελίδες. Σιγά-σιγά όμως, όσο μπαίνεις στην ανάγνωση, όσο κοιτάς αυτό το δράμα που εκρήγνυται μπροστά σου και ακολουθείς την πορεία των ηρώων του, σχεδόν γίνεσαι ένα μαζί τους. Δεν συμβαίνει βέβαια στην πραγματικότητα αυτό: εσύ διαβάζεις ένα μυθιστόρημα, και εκείνοι είναι «απλώς» οι ήρωές του. Ή όχι μόνο; Ή όχι ακριβώς; Ναι, όχι ακριβώς, και όχι μόνο. Η Κρίστι Λεφτέρι (Christy Lefteri, 1980), συγγραφέας και καθηγήτρια δημιουργικής γραφής, γεννημένη και μεγαλωμένη στο Λονδίνο από Ελληνοκυπρίους γονείς που κατέφυγαν εκεί το 1974, δούλεψε σαν εθελόντρια σε κέντρο υποδοχής προσφύγων στην Αθήνα το 2016 και το 2017: κυρίως ανθρώπων που το είχαν σκάσει από τη Συρία και το Αφγανιστάν, μέσα —κυριολεκτικά— από τις φωτιές, τα ερείπια, το αίμα και τη φρίκη του πολέμου. Η εμπειρία από την επαφή μαζί τους, και από τις ιστορίες που κάποιοι από αυτούς τής αφηγήθηκαν, της «άνοιξε τα μάτια», όπως λέει και η ίδια, και στάθηκε η μαγιά για τον «Μελισσοκόμο απ’ το Χαλέπι», αυτή τη σπαρακτική οδύσσεια του μελισσοκόμου Νούρι και της Άφρας, της γυναίκας του, μιας τυφλής πλέον ζωγράφου — το πώς έχασε την όρασή της είναι από μόνο του συγκλονιστικό. Για να σωθούν από τον εμφύλιο πόλεμο, οι δυο τους θα προσπαθήσουν να καταφύγουν στη Βρετανία, περνώντας αναγκαστικά μέσω Τουρκίας και Ελλάδας. Και αυτή η αφήγηση είναι η ιστορία τους: μια αληθινή ιστορία. Σας προτείνουμε να διαβάσετε τον «Μελισσοκόμο απ’ το Χαλέπι»: είναι μια αποκάλυψη. Και ένα παραπάνω, που μεταφράστηκε με μεγάλη γνώση και περίσσια ευαισθησίας από την πολύπειρη Χρύσα Φραγκιαδάκη. Η οποία είχε και την καλοσύνη να απαντήσει διά μακρών στις ερωτήσεις μας σχετικά με το βιβλίο, ή μάλλον με αφορμή το βιβλίο. Την ευχαριστούμε από καρδιάς — πολύ σπάνια έχουμε την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με τέτοια ζηλευτά κείμενα. Νά τι μας είπε:
* * *
Κ.Α.: Έχουμε να κάνουμε με μία πολύ δραματική, πολύ στενάχωρη ιστορία εδώ. Και δυστυχώς αληθινή. Μπορεί η ίδια η ιστορία να είναι επινοημένη, αλλά απηχεί τις χιλιάδες πραγματικές ιστορίες των προσφύγων του πολέμου. Πώς ήταν η εμπειρία της μετάφρασης ενός βιβλίου σαν κι αυτό;
Χ.Φ.: Παρότι κάθε μεταφραστής που αγαπά τη δουλειά του (και, φυσικά, δεν υπάρχει μεταφραστής που να μην αγαπά τη δουλειά του) βιώνει ως ξεχωριστή εμπειρία κάθε βιβλίο που μεταφράζει, σωστά διαισθάνεστε ότι η εμπειρία της μετάφραση του «Μελισσοκόμου απ’ το Χαλέπι» είχε κάτι ακόμη πιο ξεχωριστό. Όχι μόνο γιατί, όπως αναφέρατε, απηχεί πραγματικές ιστορίες ανθρώπων με σάρκα και οστά, τις οποίες η συγγραφέας άκουσε από πρώτο χέρι, πράγμα που σήμαινε για μένα πρόσθετη ευθύνη και δέος για το πώς δεν θα αλλοιωθεί στο ελάχιστο η αυθεντική φωνή τους, αλλά και γιατί οι άνθρωποι αυτοί τις αφηγήθηκαν ευρισκόμενοι εκόντες άκοντες στη χώρα μας, η οποία, εκ των πραγμάτων, είναι βαθιά εμπλεκόμενη στο δράμα των προσφύγων. Είναι περισσότερο «δικά μας», απ’ ό,τι άλλων χωρών, και το άλγος και το άγος του δράματος αυτού. Παρότι το 2016 και 2017 δεν κατοικούσα στο κέντρο της Αθήνας, έτυχε να πάω εκεί αρκετές φορές και να βρεθώ επιτόπου στο σκηνικό της δυστοπίας, εκεί που ο Νούρι και η Άφρα, το ζευγάρι των επινοημένων «συλλογικών» χαρακτήρων, γίνονται μάρτυρες κάποιων από τις πιο ζοφερές και απάνθρωπες πλευρές της οδύσσειάς τους. Οι εικόνες εκείνες, μαζί με όλη την τηλεοπτική και γραπτή ειδησεογραφία της εποχής, είναι ακόμη ζωντανές μέσα μου, όπως στους περισσότερους από εμάς, πιστεύω. Μετέφραζα ένα μυθοπλαστικό έργο, αλλά μόνο ως μυθοπλασία δεν μπορούσα να το δω – εξάλλου το δράμα αυτό συνεχίζεται όλο και πιο σκληρό, και ως αλληλοεπιβεβαίωση ζωής και τέχνης, όπως απέδειξε το πρόσφατο, αβάσταχτα τραγικό ναυάγιο της Πύλου.
Κ.Α.: Η συγγραφέας συνέλεξε πολλές προσωπικές ιστορίες από πρόσφυγες, καθώς δούλεψε σαν εθελόντρια σε κέντρο υποδοχής προσφύγων στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να γράψει ένα οποιοδήποτε άλλο βιβλίο, αλλά επέλεξε να γράψει αυτό. Όταν έρχεσαι ο ίδιος κοντά στο δράμα, όλη σου η «κοσμοθεωρία», ο τρόπος που βλέπεις τον κόσμο, λένε ότι αλλάζει — είναι έτσι;
Χ.Φ.: Φαντάζομαι ότι έτσι είναι. Δεν μπορώ να το πω από προσωπική εμπειρία σε σχέση με το προσφυγικό δράμα, ούτε –και είμαι άπειρα ευγνώμων προς τη ζωή γι’ αυτό– με άλλες καταστάσεις που να έχουν απειλήσει ευθέως τη ζωή και την ασφάλειά μου, ωστόσο η εμπειρία των χρόνων της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας ως συλλογικής μοίρας όντως με ταρακούνησε από τις όποιες μέχρι τότε βεβαιότητές μου, ακόμη και από την πολύ προσωπική βεβαιότητα που καθένας έχει για τον εαυτό του ότι είναι κατά βάση καλός άνθρωπος. Αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει πρωτίστως και σε πολύ μεγάλο βαθμό με τους ανθρώπους που έρχονται σε άμεση επαφή με τους πρόσφυγες, εθελοντές, διασώστες, νοσηλευτές κλπ., αλλά και με κάθε απλό πολίτη που έτυχε ή επιδίωξε να συνδράμει πρόσφυγες και να ακούσει τις ιστορίες τους. Όποιες απόψεις κι αν έχεις για το θέμα, ό,τι κι αν πιστεύεις ή σε έχουν κάνει να πιστεύεις για τους ανθρώπους αυτούς, αντιμέτωπος με συγκεκριμένα πρόσωπα, ακούγοντας από πρώτο χέρι τις αφηγήσεις τους, καταλαβαίνεις ότι μόνο από τύχη, από ένα καπρίτσιο της ιστορίας, δεν βρίσκεσαι στη θέση τους και ότι οι «απόψεις» μικρή αξία έχουν μπροστά στο ανθρώπινο δράμα.
Κ.Α.: Το βιβλίο είναι γραμμένο με πολύ προσεγμένη γλώσσα, «λογοτεχνική» και σχεδόν ποιητική καμιά φορά. Ωστόσο το διαβάζει κανείς με τη μία, είναι αδύνατον να το αφήσεις από τα χέρια σου — θέλεις να μάθεις πότε θα τελειώσει όλο αυτό το κακό, πότε θα τους χαμογελάσει κάπως η μοίρα, αν υπάρχει κάποιο παράθυρο ελπίδας. Πείτε μου για τον τρόπο που γράφει η Λεφτέρι.
Χ.Φ.: Πράγματι, η γραφή της Λεφτέρι είναι ποιητική, και στη γεύση και στην επίγευσή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συγγραφέας λέει πως, όταν άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο, επιδίωξε να μάθει αραβικά για να είναι πιο κοντά στην ψυχοσύνθεση και στον τρόπο έκφρασης των χαρακτήρων της, και διαπίστωσε ότι τα αραβικά είναι μια πολύ όμορφη μεταφορική γλώσσα που προσδίδει ευγένεια και ποίηση ακόμα και σε καθημερινές εκφράσεις. Η δομή του βιβλίου είναι επίσης ποιητική, καθώς συνδέει συναρπαστικά το παρελθόν της ευτυχισμένης αρχικά ζωής του ζευγαριού στο Χαλέπι και των δεινών της αναγκαστικής φυγής τους με το παρόν της μετέωρης νέας ζωής στην Αγγλία, σε αναμονή χορήγησης ασύλου. Συγγραφικά, αυτό γίνεται με ένα ευφάνταστο και λειτουργικό εύρημα: κάθε κεφάλαιο χωρίζεται σε δύο ενότητες, μία για το παρελθόν και μία για το παρόν, που συνδέονται μεταξύ τους μέσω μιας κοινής λέξης κάθε φορά, η οποία εμφανίζεται μόνη της σε ξεχωριστή σελίδα, μέσα σε ένα τυπογραφικό κόσμημα. Το ίδιο αντιστικτικά εναλλάσσονται τα συναισθήματα και οι ψυχολογικές καταστάσεις, το φως με το σκοτάδι, το πένθος με τη χαρά της ζωής, ο φόβος με την ελπίδα, καταγεγραμμένα σε πρωτοπρόσωπη, σχεδόν ημερολογιακή, αφήγηση από τον Νούρι, τον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου. Παράλληλα, η βήμα προς βήμα προσθήκη λεπτομερειών τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος, οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνεται το μετατραυματικό σοκ και στους δύο χαρακτήρες, αλλά κυρίως στον Νούρι, προκαλούν μια αμυδρή αίσθηση μυστηρίου που σε κάνει, πράγματι, να μη θες να το αφήσεις απ’ τα χέρια σου. Σε όλα αυτά, δεν υπάρχει καμία συγγραφική εκζήτηση, ούτε διδακτισμός ή εξωραϊσμός καταστάσεων και χαρακτήρων (που δεν είναι μόνο οι δύο βασικοί, αλλά και αρκετοί δευτερεύοντες, που ωστόσο έχουν όλοι τη θέση τους στην αφήγηση, και δικές τους, επιμέρους ιστορίες να πουν).
Κ.Α.: Στην αρχή του βιβλίου, όταν μαθαίνουμε για τις μέλισσες, τη σχέση που έχει ο Νούρι μαζί τους, τον Μουσταφά, το μαγαζί με τα όμορφα προϊόντα κλπ., όλα είναι τέλεια. Μετά, όμως, έρχεται η καταστροφή. Που είναι πελώρια, ασήκωτη. Πόσο περισσότερο ή λιγότερο καταφέρνει η λογοτεχνία, σε σχέση με τη δημοσιογραφία ας πούμε, να μας μεταφέρει τη φρίκη του πολέμου και την ανάγκη τής με κάθε τρόπο μετανάστευσης;
Χ.Φ.: Πιστεύω ότι καθένας από τους δύο «τρόπους» προσέγγισης της πραγματικότητας τους οποίους αναφέρετε, ο λογοτεχνικός και ο δημοσιογραφικός, έχει τις δικές του μεθόδους, τα δικά του εργαλεία και τους δικούς του κώδικες για να διαπραγματευτεί τέτοιες καταστάσεις. Η δημοσιογραφία (οφείλει να) παρουσιάζει τα γεγονότα ως έχουν, να ενημερώνει με πραγματικά στοιχεία, σε πραγματικό χρόνο (αναγκαστική επικαιρότητα), να αποκαλύπτει αίτια και υπαιτίους και, κάνοντάς το αυτό, να διευκολύνει την κριτική σκέψη και στάση του κοινού. Η λογοτεχνία έχει από τη φύση της το ελεύθερο να αναπλάθει αυτή την πραγματικότητα, να δίνει υπόσταση και ταυτότητα στους εν πολλοίς ανώνυμους πρωταγωνιστές της δημοσιογραφικής έρευνας. Μας «αναγκάζει» επίσης να συνειδητοποιήσουμε, μέσω της ευέλικτης κίνησής της στον χρόνο, ότι αυτοί οι άνθρωποι, τα θύματα των πολέμων που προσφεύγουν σε άλλους τόπους για να γλιτώσουν από τις φρικτές του συνέπειες, είχαν παρελθόν, είχαν κάποτε μια κανονική ζωή σαν τη δική μας, και ελπίζουν ότι θα έχουν και μέλλον. Η Λεφτέρι λέει πως όταν, ύστερα από την πολύμηνη εθελοντική δουλειά της στους τόπους συγκέντρωσης προσφύγων στην Αθήνα, ένιωσε μέσα της την αναπόδραστη ανάγκη να γράψει γι’ αυτούς, για όσα είδε, άκουσε και βίωσε από πρώτο χέρι, προτίμησε να γράψει μια μυθοπλασία στηριγμένη στην πραγματικότητα, γιατί δίνοντας πρόσωπο και υπόσταση σε ανθρώπους που διαφορετικά θα ήταν απλά στοιχεία στατιστικής, μπορούσε να μπει καλύτερα στη θέση τους και να αποτυπώσει το δράμα τους, αλλά και τις ελπίδες τους.
Κ.Α.: Ποιο κομμάτι του ταξιδιού τους σας φάνηκε πιο επικίνδυνο; Ποιο θα θέλατε να αποφύγετε εσείς η ίδια; Ποια ήταν η πιο σκληρή, ή η πιο δύσκολη, σκηνή του βιβλίου για εσάς;
Χ.Φ.: Είναι πολλές οι σκληρές και άλλες τόσες οι όμορφες σκηνές που αποτυπώνονται με γλαφυρότητα στο βιβλίο, ώστε δύσκολα θα ξεχώριζε κανείς μία από κάθε άκρο. Είναι σίγουρα πολύ δυνατή, αν και μικρής έκτασης, η περιγραφή της στιγμής εκείνης του ταξιδιού στο Αιγαίο που υπάρχει ο κίνδυνος τα κύματα να ανατρέψουν το σκάφος και κάποιοι άντρες πέφτουν μόνοι τους στη θάλασσα για να ελαφρώσουν το βάρος, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά θρηνούν. Τέτοιες σκηνές έχουν αποτυπωθεί δεκάδες φορές στην ειδησεογραφία και στοιχειώνουν τη φαντασία μας – με πιο πρόσφατο το τραγικό ναυάγιο της Πύλου. Αυτές οι σκηνές μάς είναι πια τόσο οικείες, που μπορούμε να αισθανθούμε «στο πετσί μας» τον τρόμο του πνιγμού, του επικείμενου θανάτου. Περιγράφονται και άλλες φρικτές καταστάσεις στο βιβλίο, τις οποίες έχουν βιώσει είτε ο Νούρι και η Άφρα, είτε κάποιοι από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, που όμως αφήνουν δυνατό αποτύπωμα στην αφήγηση. Ωστόσο, η πιο τραγική σκηνή, σαν βγαλμένη από αρχαία τραγωδία, είναι, νομίζω, εκείνη όπου ο ξάδερφος, φίλος και συνέταιρος του Νούρι, ο Μουσταφά, ο οποίος δουλεύει ως καταγραφέας σε ένα νεκροτομείο όταν πια ο πόλεμος έχει καταστρέψει τα μελίσσια τους, αντικρίζει νεκρό τον γιο του πάνω στο τραπέζι του νεκροτομείου: «Ο Μουσταφά έκανε αυτή τη δουλειά μέχρι εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα που του έφερα τον γιο του, βγαλμένο από το ποτάμι. Αναγνώρισα το δωδεκάχρονο αγόρι νεκρό πάνω στις πλάκες της αυλής του σχολείου. Ζήτησα από δύο άντρες που είχαν αυτοκίνητο να με βοηθήσουν να το μεταφέρω στο νεκροτομείο. Όταν ο Μουσταφά είδε τον Φιράς, μας ζήτησε να τον ακουμπήσουμε στο τραπέζι, μετά έκλεισε τα μάτια του αγοριού του, και στάθηκε εκεί πολλή ώρα, ακίνητος, κρατώντας του το χέρι. Για λίγο δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε μια βόμβα, ούτε ένα πουλί, ούτε μια ανάσα. Μετά, ο Μουσταφά απομακρύνθηκε από το τραπέζι, έβαλε τα γυαλιά του, έξυσε προσεκτικά το μολυβάκι του με ένα μαχαίρι και, αφού κάθισε στο γραφείο του, άνοιξε το μαύρο βιβλίο και έγραψε: Όνομα – Το όμορφο αγόρι μου. Αιτία θανάτου – Αυτός ο σάπιος κόσμος». Εκείνη τη μέρα (και όχι μόνο εκείνη), δεν έβγαλα το ημερήσιο πλάνο των σελίδων. Σταματούσα αναγκαστικά, γιατί μ’ έπιαναν τα κλάματα κάθε λίγες αράδες.
Κ.Α.: Καταστάσεις σαν αυτές που περιγράφονται μπορούν εύκολα να διαλύσουν έναν άνθρωπο, αλλά και ένα ζευγάρι, μια οικογένεια, μία ολόκληρη κοινότητα. Μιλήστε μας για τη σχέση του Νούρι με την Άφρα και τις δοκιμασίες που περνά.
Χ.Φ.: Ο Νούρι και η Άφρα είναι ένα βαθιά αγαπημένο ζευγάρι, που χαίρονται τη ζωή τους και τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, και αγαπούν εξίσου βαθιά και οι δύο τον γιο τους, τον Σάμι. Ο χαμός του Σάμι, όπως σχεδόν τυπικά συμβαίνει όταν ένα ζευγάρι χάσει παιδί, πυροδοτεί διαφορετικές διεργασίες πένθους στον καθένα από τους δύο, και ο αναγκαστικός ξεριζωμός από την αβίωτη πλέον εστία τους, το ρημαγμένο και παραδομένο στο μίσος Χαλέπι, δυσκολεύει ακόμη πιο πολύ τα πράγματα. Η Άφρα βιώνει την απώλεια μέσω της τύφλωσής της, που θεωρητικά προήλθε από τη βόμβα που σκότωσε τον Σάμι, αλλά είναι και ο τρόπος της να κλειστεί στον κόσμο των αναμνήσεών της, τις οποίες δεν θέλει να χάσει, και γι’ αυτό αρχικά αντιστέκεται στη φυγή τους. Από την άλλη, ο Νούρι, εξωτερικά ο πιο επιβιωτικός και πιο προσαρμοστικός, που έχει αναλάβει τη φροντίδα της και τα πρακτικά της συνέχισης της ζωής τους, βιώνει την απώλεια μέσω ψευδαισθητικών καταστάσεων, που τον βοηθούν μεν να αντέξει αλλά τον αποξενώνουν όλο και περισσότερο από την Άφρα. Κάτι απαίσιο που συμβαίνει, επίσης, στην Άφρα στη διάρκεια της παραμονής τους στην Αθήνα κάνει ακόμη πιο δύσκολη την επικοινωνία του μαζί της. Ο καθένας τους «ταξιδεύει» προς αντίθετη κατεύθυνση, πριν καταφέρουν, μέσα από την εσωτερική πάλη αλλά και την εξομάλυνση των εξωτερικών συνθηκών, να «ξανασυναντηθούν» στην ελπίδα μιας νέας ζωής.
Κ.Α.: Μπορεί άραγε να ξεφύγει κανείς από μια ζωή σαν κι αυτή; Μπορεί να ξεχάσει τη χώρα του, τον τόπο του, τα τραύματά του, και να ζήσει «κανονικά» από ένα σημείο και μετά; Να ξαναρχίσει από την αρχή;
Χ.Φ.: Δεν μπορώ να το πω. Δεν ξέρω καν για τον εαυτό μου – και νομίζω δεν ξέρει κανείς για τον εαυτό του, πριν βρεθεί σε αντίστοιχη θέση ή βιώσει αντίστοιχες απώλειες. Υποθέτω ότι οι περισσότεροι καταφέρνουν κάποια στιγμή να ζήσουν με μια σχετική ισορροπία, να κοιτάξουν μπροστά, να φτιάξουν μια καινούργια ζωή, ενώ άλλοι χάνονται στην αδυναμία τους να απαρνηθούν πρόσωπα, τρόπους ζωής, άχρηστες πια γνώσεις, και να υπερβούν τις τραυματικές εμπειρίες. Ο Νούρι και η Άφρα είναι από τους «τυχερούς». Όχι εύκολα, όχι χωρίς πισωγυρίσματα, όχι χωρίς κίνδυνο, όχι χωρίς πόνο, και σαφώς όχι χωρίς ανεξίτηλες ουλές, καταφέρνουν να απαλύνουν τα τραύματά τους και να προσβλέψουν σε μια νέα, πιο φωτεινή ζωή. Κάποιοι (ίσως όλοι) δεν θέλουν να απαρνηθούν την ελπίδα, ή το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα και στη ζωή που έχασαν – έστω κι αν έχουν επίγνωση ότι κάτι τέτοιο ίσως είναι αδύνατο πια. Άλλοι βρίσκουν τη δύναμη να χωρέσουν τη νοσταλγία και τις αναμνήσεις τους στο τώρα, σε αυτά που κατάφεραν να σώσουν από την καταστροφή. Αυτό εκφράζει ο Νούρι προς το τέλος του βιβλίου: «“Μια μέρα”, ακούω τον Μουσταφά να λέει. ”Μια μέρα θα επιστρέψουμε στο Χαλέπι και θα ξαναφτιάξουμε τα μελίσσια μας, θα ξαναφέρουμε στη ζωή τις μέλισσές μας”. Όμως, εμένα με ξαναφέρνει στη ζωή το πρόσωπο της Άφρας, έτσι που κάθεται εκεί, στον μικροσκοπικό κήπο, όπως καθόταν στην αυλή του Μουσταφά στο Χαλέπι, με τα μάτια της γεμάτα θλίψη και ελπίδα, γεμάτα σκοτάδι και φως».
Κ.Α.: Ποιος χαρακτήρας αλλάζει περισσότερο στο βιβλίο; Και ποιος είναι ο πιο ανθεκτικός; Και τι ρόλο παίζει το φύλο εδώ; Αν παίζει κάποιον ρόλο.
Χ.Φ.: Τόσο ο Νούρι όσο και η Άφρα αλλάζουν από τη στιγμή που η ζωή τους ανατρέπεται ριζικά, με τη διαφορά ότι αλλάζουν προς αντίθετες κατευθύνσεις, όπως ανέφερα και παραπάνω, πριν καταφέρουν να γνωρίσουν ξανά, και να αποδεχτούν, ο ένας τον άλλο. Η Άφρα, συντετριμμένη από το αδιανόητο της απώλειας του γιου τους, κλείνεται στον εαυτό της και στις αναμνήσεις της, χρησιμοποιώντας ως ασυνείδητο άλλοθι την τυφλότητά της για να αποποιηθεί κάθε στοιχείο της προηγούμενης ζωής της και αρνούμενη να συμμετάσχει στα σχέδια φυγής προς μια καινούργια ζωή. Σταδιακά, ωστόσο, στη διάρκεια του οδυνηρού ταξιδιού τους, και κυρίως ύστερα από κάποιο διάστημα παραμονής στην Αγγλία, ξεπερνά την άρνηση και τη μετατραυματική της κατάσταση και αφήνεται στην προσαρμογή και την ελπίδα. Την ίδια περίοδο, ο Νούρι, αν και αποφασισμένος να γλιτώσουν, και αποτελεσματικός στο να τη φροντίζει και να την προστατεύει, βασανίζεται από παραισθήσεις και βυθίζεται σε μια ψευδαίσθηση που του είναι απαραίτητη για να μπορεί να αντέχει, όπως ο ίδιος αναγνωρίζει στο τέλος της αφήγησης. Όσο η φυσική τυφλότητα της Άφρα μετατρέπεται σε ένα είδος εσωτερικής όρασης που της επιτρέπει να «βλέπει» πράγματα που οι άλλοι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν, ο Νούρι χάνει τη δική του εσωτερική όραση και παύει να βλέπει καθαρά ό,τι συμβαίνει γύρω του. Όσο η Άφρα εκλογικεύει και διαχειρίζεται το τραύμα της, και αφήνει τον εαυτό της ανοιχτό στην ελπίδα, ο Νούρι χάνει τη δική του μέχρι σημείου να αναβάλλει πράξεις που θα τους έφερναν πιο κοντά σε μια νέα ζωή (ενώ σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού αλληλογραφεί μέσω ιμέιλ με τον ξάδερφό του, τον Μουσταφά, που έχει ήδη φτάσει στην Αγγλία και του μιλά για ένα νέο ξεκίνημα με μελίσσια εκεί, ξαφνικά διακόπτει την αλληλογραφία, σαν να μη θέλει πια να προσπαθήσει). Είναι, νομίζω, φανερό, αλλά και κάπως αναμενόμενο, ότι το φύλο, η γυναικεία ψυχική δύναμη και εγγενής κατάφαση προς τη ζωή, παίζει ρόλο, και είναι αυτή που βοηθά και τον Νούρι, τον ηττημένο άντρα, τον χαμένο στα σκοτάδια του τραύματός του και των όποιων ενοχών του, να επιστρέψει στο φως, στην ελπίδα, στη δράση.
Κ.Α.: Και οι μέλισσες; Τι συμβολίζουν;
Χ.Φ.: Η Κρίστι Λεφτέρι έχει πει ότι η ιδιότητα του Νούρι ως μελισσοκόμου ήρθε στο μυαλό της κάπως σαν επιφοίτηση, μετά που είχε συλλάβει τον χαρακτήρα αυτόν ως κεντρικό για το βιβλίο της. Και ήταν όντως επιφοίτηση, αφού το αντικείμενό της, οι μέλισσες είναι, πάντα με τα λόγια της ίδιας της συγγραφέως, «σύμβολο ευαλωτότητας, αλλά και ζωής και ελπίδας». «Είναι ευάλωτες όπως εμείς», λέει η Άφρα για τις μέλισσες. Ευάλωτες γιατί δεν μπορούν να επιζήσουν έξω από την κυψέλη τους, όταν οι άνθρωποι ή οι καιρικές συνθήκες την καταστρέψουν. Ευάλωτες γιατί δεν μπορούν να τα καταφέρουν μόνες τους, όταν καταστραφεί η αλυσίδα παραγωγής του μελιού, από την οποία εξαρτάται και η δική τους διατροφή. «Όπου υπάρχουν μέλισσες, υπάρχουν λουλούδια, και όπου υπάρχουν λουλούδια, υπάρχει καινούργια ζωή και ελπίδα», λέει χαρακτηριστικά ο Μουσταφά, που προσπαθεί να ξαναστήσει τη ζωή του, ως μελισσοκόμος και ως δάσκαλος μελισσοκομίας στην Αγγλία. Είναι επίσης και το καλύτερο παράδειγμα συνεργασίας για το κοινό καλό, για όποιον μπορεί να το δει αυτό. «Οι άνθρωποι δεν είναι σαν τις μέλισσες. Δεν συνεργαζόμαστε, δεν έχουμε πραγματική αίσθηση του γενικού καλού – τώρα πια το κατάλαβα καλά», λέει και πάλι ο Μουσταφά. Οι μέλισσες είναι μια ιδανική κοινωνία, ένας μικρός παράδεισος μέσα στο χάος, σύμφωνα με τα λόγια του Νούρι. Είναι το πιο απλό, το πιο γήινο όνειρο των καλών ανθρώπων, ανθρώπων σαν τον Μουσταφά, τον Νούρι, την Άφρα, που προσπαθούν πάντα να «φέρνουν ζωή και όχι θάνατο».
Κ.Α.: Βλέπετε ομοιότητες ανάμεσα στο δράμα των προσφύγων από τη Συρία και το αντίστοιχο των Ουκρανών;
Χ.Φ.: Ο ξεριζωμός από την πατρίδα και η αναγκαστική προσφυγιά, ειδικά όταν είναι βίαιο απότοκο πολέμου, είναι από τις πιο άγριες καταστάσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι – και στον πυρήνα του το τραύμα μιας τέτοιας εμπειρίας είναι, νομίζω, και διαχρονικό και οικουμενικό, κοινό για όσους το υφίστανται. Με αυτή την έννοια, παρότι υπάρχουν αφενός σημαντικές γεωγραφικές και πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες, και επίσης διαφορετικά αίτια του καταστροφικού πολέμου (εμφύλιος στη Συρία, ρωσική επίθεση και εισβολή στην Ουκρανία), οι ομοιότητες στο δράμα που βιώνουν οι πρόσφυγες και στις δύο περιπτώσεις είναι πολλές. Για τους Σύριους, ωστόσο, πιστεύω ότι οι δυσκολίες είναι κατά πολύ περισσότερες, και πραγματικά, αφού το μακρύ ταξίδι τους έχει περισσότερες δυσπραγίες, ματαιώσεις και κινδύνους, και ψυχολογικά, αφού η υποδοχή και η αποδοχή τους από τις χώρες που καταφεύγουν είναι λιγότερο αυτόματη. Επίσης, για ένα σωρό λόγους που δεν είναι του παρόντος, για τους Ουκρανούς πρόσφυγες είναι πιο δυνατή, πιο επιτεύξιμη η επιστροφή στη χώρα τους – ο πόλεμος αυτός κάποτε θα τελειώσει και ο εισβολέας θα διωχτεί. Η κατάσταση στη Συρία και στα πέριξ είναι πιο πολύπλοκη. Όμως και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που η τακτοποιημένη, η υπό άλλες συνθήκες αυτονόητη ζωή τους στην πατρίδα τους έχει καταστραφεί και η τωρινή είναι το λιγότερο επισφαλής και το πιο πιθανό αβίωτη.
Κ.Α.: Πείτε μας γιατί πρέπει να διαβάσουν οι Έλληνες αναγνώστες αυτό το βιβλίο.
Χ.Φ.: Ο «Μελισσοκόμος απ’ το Χαλέπι» είναι ένα βιβλίο που, εκτός του ότι είναι απολαυστικό ως ανάγνωσμα, κάνει καλό σε όποιον το διαβάσει, όποιας εθνικότητας και ιδιότητας είναι αυτός. Για εμάς, εδώ, έχει το επιπρόσθετο στοιχείο ότι μιλά για καταστάσεις και ανθρώπινες συνθήκες που έχουμε το θλιβερό προνόμιο να τις βιώνουμε συχνά, έστω έμμεσα ως προς την προσωπική μας ζωή, και να τις γνωρίζουμε πολύ καλά. Τα μεγέθη και η σφοδρότητα του προσφυγικού κύματος, οι μέχρι στιγμής ανυπέρβλητες δυσκολίες για αποτελεσματική, ρεαλιστική αλλά και ενσυναίσθητη διαχείρισή του, ο πειρασμός της εργαλειοποίησής του από πολιτικές ομάδες ή η συνειδητή, βάρβαρη χρήση του για τη διασπορά του ρατσισμού από ακροδεξιά, ναζιστικά μορφώματα σαν τη Χρυσή Αυγή και άλλα, μας κάνουν ορισμένες φορές να δυσανασχετούμε· μας ωθούν συχνά να βλέπουμε τους πρόσφυγες πολέμου σαν «ροές» που έρχονται να διαταράξουν την ήδη δύσκολη, αλλά τουλάχιστον τακτοποιημένη ζωή μας – και όχι ως πρόσωπα με ονοματεπώνυμο, με τη δική τους ζωή που δεν διέφερε στα βασικά της καθόλου από τη δική μας, με ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον όπως δικαιούται να έχει και να παλεύει κάθε άνθρωπος πάνω στη γη. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο αυτό θα μας κάνει λίγο περισσότερο καλό απ’ ό,τι στους αναγνώστες άλλων χωρών. Θα μας υπενθυμίσει διακριτικά το όχι και πολύ μακρινό δικό μας προσφυγικό παρελθόν, θα μας βοηθήσει εντέλει, ευγενικά και παρηγορητικά, να γίνουμε κι εμείς λίγο καλύτεροι άνθρωποι
Κ.Α.: Σας ευχαριστώ πολύ!
* * *
Το βιβλίο κυκλοφορεί σε 30 χώρες. Βραβεύτηκε με το Aspen Words Literary Prize (2020) και ήταν στη βραχεία λίστα για το Dayton Literary Peace Prize. Καλύτερο βιβλίο της χρονιάς για το Real Simple. Ένα από τα 8 πιο επιδραστικά βιβλία του 2019 σύμφωνα με τη λίστα της Oprah Winfrey. Τον Φεβρουάριο ανέβηκε στο Nottingham Playhouse, διασκευασμένο από τους Nesrin Alrefaai και Matthew Spangler al Simple, σε σκηνοθεσία της Miranda Cromwell.