Βιβλιο

Η «Μελίνα» του Γιάννη Σκαραγκά: Το πρόσωπο και τα προσωπεία

Μια εξιστόρηση για τη γυναίκα που έγινε θρύλος

Μαρία Αθανασοπούλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Μελίνα»: Κριτική για το βιβλίο του Γιάννη Σκαραγκά, βραβευμένου συγγραφέα και σεναριογράφου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική

Το θεατρόμορφο αφηγηματικό πεζό του Γιάννη Σκαραγκά «Μελίνα» αναπτύσσεται σε τριάντα έξι ημι-αυτόνομα κεφάλαια πρωτοπρόσωπων μνημονικών εξιστορήσεων μιας θνήσκουσας «Μελίνας» (το όνομα σε εισαγωγικά, γιατί πρόκειται για πρόσωπο επινοημένο) στο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης, μέρες πριν την 6η Μαρτίου 1994, ημέρα του θανάτου της πραγματικής Μερκούρη. Τα τριάντα έξι κεφάλαια καλύπτουν προοδευτικά όλα τα κομβικά σημεία του βίου της, έτσι όπως γίνονται κατανοητά από το πρόσωπο που τα βιώνει στη ροή του γίγνεσθαί τους, και κατόπιν τα αναβιώνει μες από την μνήμη, καθορίζοντας ‒αναδρομικά‒ τη σημασία τους.

Τα κεφάλαια επεξεργάζονται πέντε θεματικές περιοχές. Κατ’ αρχήν, τη σχέση της Μερκούρη με την ιστορική οικογένειά της: τον παππού της, Δήμαρχο Αθηναίων, Σπύρο Μερκούρη, τη γιαγιά της Αμαλία, τους γονείς της, τον αδελφό της Σπύρο. Δεύτερον, τη σχέση της με τους άντρες: τον πρώτο σύζυγό της, «Πάνο» [Χαροκόπο], τον επί Κατοχής σύντροφό της «Φειδία» [Γιαδικιάρογλου], τον αξιωματικό και μεγάλο ερώτά της, «Πύρο» [Σπυρομήλιο], ενώ πλήθος κεφάλαια αφιερώνονται στον δεύτερο σύζυγό της, και μέντορά της, σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν.

Τρίτη θεματική περιοχή: οι καλλιτεχνικές συνεργασίες που ανέπτυξε η Μερκούρη στη διάρκεια του βίου της, ορισμένες από τις οποίες αποδεικνύονται πραγματικές, άλλες επινοημένες. Ενδεικτικά, αναφέρεται η συνεργασία της με την ηθοποιό Κατερίνα, την οποία η αφηγήτριά μας είδε ως πρότυπο για το πώς ήθελε να εξελιχθεί επαγγελματικά  – το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται βιογραφικά. Κορυφαία ανάμεσα στα κεφάλαια των καλλιτεχνικών συνεργασιών το 14 και το 15, που εστιάζουν στην προετοιμασία της Μερκούρη για τον ρόλο της Στέλλας του Κακογιάννη, και κατόπιν στην προβολή της ταινίας στις Κάννες, το 1955, όπου και η πρώτη συνάντηση της Μελίνας με τον Ζυλ Ντασέν.

Οι «αναμνήσεις» της επινοημένης αυτής «Μελίνας» του Γιάννη Σκαραγκά, από καλλιτέχνες με τους οποίους φαίνεται να είχε συναντηθεί η ιστορική Μερκούρη παλαιότερα στο Παρίσι, ζωντανεύουν, στα σχετικά κεφάλαια, μια φάση της ζωής της, που δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Αναφέρονται «αναμνήσεις» από τον ηθοποιό Ζαν Μαρέ, τον σκηνοθέτη-θεατρικό συγγραφέα Σασά Γκιτρί, τη διανοουμένη-ηθοποιό Κολέτ. Κορυφαίο παράδειγμα αυτής της ενότητας, η επινοημένη, μα τόσο «πραγματική» ως προς το αίσθημα που μεταφέρει, συνάντηση της Μελίνας με την Γκρέτα Γκάρμπο, στο κεφάλαιο 11.

Τη διεθνή καριέρα της «Μελίνας» φωτίζουν, επίσης, τα κεφάλαια που αναφέρονται στη δεύτερη αποδημία της, στην Αμερική, μετά τη γνωριμία της με τον Ζυλ Ντασέν: εδώ, τη συναντούμε πρωταγωνίστρια στο Μπροντγουέι με το «Ίλια Ντάρλινγκ» (1967 κι εξής), ενώ παράλληλα αποτυπώνεται η διεθνής αντιδικτατορική της δράση. Πιο στενόχωρη από τις άλλες θεματικές του έργου, αυτή που εστιάζει στο παρόν της νόσησής της από καρκίνο. Χαρακτηριστικό το σχετικό απόσπασμα του κεφαλαίου 22, όπου η ώριμη αφηγήτρια διαπιστώνει το αδύνατο της επιστροφής στην υγεία. Διαβάζουμε: «Έτσι αφελής ήμουν πάντα. Σαν να ετοιμάζεις από κορίτσι φορεματάκια για κούκλες, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα έχεις όσο ύφασμα χρειάζεσαι για να κάνεις τις δικές σου φορεσιές. // Και στο τέλος να μην ξεμένεις από ρούχο αλλά από κορμί».

Τελευταία, μα πολύ σημαντική θεματική ενότητα του έργου είναι εκείνη που αφορά στη μετέπειτα πορεία της ως πολιτικού της Μεταπολίτευσης. Έτσι, για παράδειγμα, το κεφάλαιο 30, αναπτύσσει τη σχέση της Μερκούρη με τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. Διαβάζουμε για τη σχεδόν υπερβατική αυτή σχέση: «Κι ένα βράδυ, στην προεκλογική συγκέντρωση πριν από τη δεύτερη τετραετία, για μια στιγμή ένιωσα να καταλαβαίνω. Δεν είναι τα μάτια του γητευτή, αλλά η φωνή του που σε πείθει. Γιατί αυτό είναι το ριζικό των υποσχέσεων. Ζουν μόνο από στόμα σε στόμα». Ενώ τα κεφάλαια 31, 32, 34, 36 επεξεργάζονται τη νέα υποκειμενικότητα της Μερκούρη ως δημόσιου προσώπου, που επιδιώκει να κατασκευάσει μια νέα φυσιογνωμία για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ούσα πλέον βουλευτής, κι ύστερα Υπουργός. Διαβάζουμε: «Ερχόταν μια νέα γενιά Ελλήνων που πίστευε στους τύπους, στις διαδικασίες, στα πρωτόκολλα. Ήταν μια νέα φουρνιά υπαλλήλων και στρατιωτών. Είχαν για σημαία τους την Ευρώπη κι ονειρεύονταν μια φιλόξενη πατρίδα που θα μας χωρούσε όλους. Μου άρεσαν αυτά τα παιδιά».

Πραγματικότητα ή μυθοπλασία; Ο Γιάννης Σκαραγκάς με τη «Μελίνα» του ανακαινίζει ένα είδος που έχει υπηρετηθεί από διαπρεπείς νεωτερικούς συγγραφείς στην Ελλάδα, όπως ο Κώστας Ταχτσής με το Τρίτο στεφάνι (1962), ή ο Θανάσης Βαλτινός με το Μπλε Βαθύ, σχεδόν μαύρο (1985). Πρόκειται για το είδος του συνειρμικού μονολόγου γυναικός, που, εξιστορώντας τα βάσανα της προσωπικής της ιστορίας, στο φόντο μάς επιτρέπει να μάθουμε και τη μεγάλη Ιστορία της εποχής της, από την οποία οι μικρές, προσωπικές ιστορίες αρδεύονται· πρόκειται για μια διαλεκτική σχέση της «μικροϊστορίας» με τη μεγάλη Ιστορία, που χαρακτηρίζει γενικώς τη μεταπολεμική πεζογραφία.

Σε αντίθεση, όμως, με τους πιο πάνω συγγραφείς, ο Σκαραγκάς επινοεί τον μονόλογο γυναίκας διάσημης (σκηνοθετείται ως «εσωτερικός μονόλογος», αλλά θεωρώ πως κι ως εκφωνούμενος μονόλογος ‘λειτουργεί’ – άλλωστε η θητεία του συγγραφέα στο είδος είναι μακρά και βραβευμένη: ας θυμηθούμε την Κυρά της Ρω, του 2017). Ο Σκαραγκάς επινοεί τον μονόλογο ενός επωνύμου, ιστορικού προσώπου, που καθόρισε τις τύχες της Ελλάδας, τουλάχιστον κατά την πρώιμη Μεταπολίτευση. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τον επινοημένο μονόλογο δημοσίου προσώπου, μας επιτρέπεται να γνωρίσουμε εκ των έσω, ή έστω να προσοικειωθούμε φαντασιακά, μια μυθική προσωπικότητα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και της σύγχρονης θεατρικής τέχνης.

Η ρεαλιστική ‘πρόσοψη’ του έργου ας μη μας μπερδεύει. Συγχωνεύοντας σε οριακό βαθμό τους διακριτούς, κατά την κοινή αντίληψη, κόσμους της πραγματικότητας και της μυθοπλασίας, η «Μελίνα», κείμενο βαθιά υβριδικό, κριτικά αναστοχάζεται τους όρους κατασκευής του ρεαλισμού στο μυθιστόρημα, ανακυκλώνοντας τον κλασικό ρεαλισμό του 19ου αιώνα, τείνοντας στη δημιουργία ενός, αναστοχαστικού και αυτο-παραθεματικού, σκεπτικιστικού ρεαλισμού του 21ου αιώνα, ο οποίος αναδεικνύει όχι μόνο τη μυθοπλαστικότητα της λογοτεχνίας, αλλά και της ίδιας της συλλογικής μνήμης, που γίνεται τώρα αντιληπτή ως μυθοπλαστική κατασκευή.

Πρόκειται για τον υπόκωφο μεταμοντερνισμό του Σκαραγκά. Σε κάθε περίπτωση, το εμβληματικό πρόσωπο της Μερκούρη διερευνάται μέσα από τη φαντασιωμένη οικειότητα που της προσδίδει ο συγγραφέας, προς την κατεύθυνση μιας βιωματικής κατανόησης των νέων υποκειμενικοτήτων (και των νέων πολιτικών τάσεων) που δημιούργησε το τεκτονικό γεγονός Μεταπολίτευσης. Υπό την έννοια αυτή, δεν θα δίσταζα να ονομάσω τη «Μελίνα» και ένα βιβλίο «δημόσιας ιστορίας». Διότι, μες από την επινοημένη βιωματική προσέγγιση, μες από τη μυθοπλασία του τύπου που ο Καβάφης ονομάζει «υποθετική εμπειρία», η Μελίνα του Σκαραγκά καταδεικνύει με ποιο τρόπο η ιστορική, πραγματική Μερκούρη έθεσε με τον βίο της κομβικά ταυτοτικά ζητήματα της εποχής της – λ.χ., το ζήτημα της ταξικής κινητικότητας· το ζήτημα της μεταμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας σε διεθνική· το ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης, μα και της γενικότερης ορατότητας του προσωπικού, κηρύσσοντας, σε εποχές εντελώς προδρομικές, την έναρξη της νέας «εποχής των ταυτοτήτων» που θα δούμε να ξεδιπλώνεται στην Ελλάδα πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της, την εποχή της ύστερης Μεταπολίτευσης, ως βασικό διακύβευμα. Όχι αμελητέο ανάμεσα στα ζητήματα «πολιτικής της ταυτότητας» που θέτει το βιβλίο, είναι κι αυτό του πάσχοντος σώματος, του σώματος του ασθενούς ‒  εν προκειμένω, του σώματος που νοσεί από καρκίνο.

Η αφήγηση τής κατά Σκαραγκά «Μελίνας» διεξάγεται από τον χρονότοπο της ασθενείας της. Το ευάλωτο σώμα της διεκδικεί το δικαίωμά του στον λόγο. Έτσι, διά της ενσυναισθηματικής της προσέγγισης, η «Μελίνα» μάς οδηγεί να ορίσουμε το σημείο εκκίνησης τάσεων που αποτελούν, σήμερα πια, θεμελιακά στοιχεία των υποκειμενικοτήτων με τις οποίες συναλλασσόμεθα. Αυτό, πέρα από την αισθητική απόλαυση του βιβλίου, είναι το μεγάλο πολιτικό κέρδος της ανάγνωσής του.

Θα ήταν άδικο να μην αναφερθώ, τελειώνοντας, σε δύο ακόμα καταστατικά γνωρίσματα της ποιητικής του Σκαραγκά: κυριότατα, στην ειδολογική μείξη που πετυχαίνει στα κείμενά του. Η «Μελίνα» του κείται μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης, μεταξύ πεζού αφηγήματος και δράματος. Ο επαναληπτικός ρυθμός των φράσεων σε πολλά κεφάλαιά του, ο λυρικός του λόγος γενικότερα, καθιστά το κείμενο μελωδικό στην ανάγνωση θυμίζοντας ποίηση, ενώ επιτρέπει ‒αν δεν επιβάλλει, κιόλας‒ τη σκηνική απόδοση.

Και ‒last but not least‒, στην οπτική φαντασία του Σκαραγκά, που μας επιτρέπει να μιλούμε για ένα κείμενο εικονιστικό, το οποίο, με προσήλωση στη σημαίνουσα οπτική λεπτομέρεια, μας ωθεί να το διαβάσουμε σε δύο τουλάχιστον επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο, της ρεαλιστικής εξιστόρησης, οι φαινομενικώς περιττές οπτικές λεπτομέρειες που εισάγει στις περιγραφές του εντείνουν την αληθοφάνεια των κειμένων του. Ταυτόχρονα, οι φαινομενικώς περιττές αυτές, οπτικές λεπτομέρειες δημιουργούν ένα δεύτερο επίπεδο σημασίας, έναν συμβολισμό, μια αλληγορία, που αναπτύσσεται παράλληλα με το πρώτο επίπεδο – χωρίς να απομυζά κάτι από αυτό. 

Τέτοιο θεωρώ το επεισόδιο με την σχεδόν ανθρωπόμορφη «καλαθέα», που λαμβάνει η «Μελίνα» τις μέρες θανάτου του πατέρα της από τη Φαλάτσι, με την υπενθύμιση: «‘Αυτή είναι η ψυχή του πατέρα σου’». Η τεχνική πρωτοεμφανίζεται στην εμβληματική Κυρά της Ρω. Αναφέρω, ενδεικτικά, το επεισόδιο με την «τελείως αλανιάρα, κέρατο» κότα τής αφηγήτριας, από το τέλος του ομώνυμου βιβλίου, όπου ενώ, κατά τα φαινόμενα, η «Κυρά της Ρω» μάς περιγράφει τις γυροβολιές της άμυαλης κότας την ώρα που βομβαρδίζουν οι Ιταλοί, ουσιαστικά μιλά για την περιφρόνηση στον φόβο του ατρόμητου δωδεκανησιακού λαού.

Συμπερασματικά: σήμερα γιορτάζουμε έναν ολόφρεσκο νέο δραματικό-εσωτερικό μονόλογο του διακεκριμένου Γιάννη Σκαραγκά, που σίγουρα θα απολαύσετε όσοι τον διαβάσετε, μα που θα απολαύσουμε όλοι, ακόμα περισσότερο, όταν τον δούμε ‒σύντομα ελπίζω‒ στο θέατρο.