Βιβλιο

Μια αδιάσπαστη αλληλουχία γεγονότων προς τον θάνατο

Η Γαλλοαλγερινή συγγραφέας σκάβει μέσα στην καρδιά της για να δει πού και τι έφταιξε και χάθηκε ο άντρας της

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για το μυθιστόρημα της Μπριζίτ Ζιρό, «Ζήσε γρήγορα» (μετάφραση Σοφία Αυγερινού, Εκδόσεις Καστανιώτη)

Τι σπουδαίο βιβλίο είναι αυτό. Τελειώνοντάς το, νιώθεις συντετριμμένος, συγκινημένος, έχεις σίγουρα δακρύσει, έχεις ταυτιστεί απολύτως με την αφηγήτρια, έχεις γίνει αυτή. Αλλά: δεν είσαι αυτή. Η Μπριζίτ Ζιρό είναι μόνη, όπως μόνοι μας είμαστε όλοι πάντα μπροστά σε μια τραγωδία. Όμως η Μπριζίτ Ζιρό νιώθει, με έναν σπαρακτικό τρόπο, έναν τρόπο που θυμίζει χορό αρχαίου δράματος, και ένοχη. Κουβαλά μια πελώρια πέτρα ενοχών στους ώμους της –άδικα μεν, αλλά την κουβαλά–, και με αυτό εδώ το βιβλίο προσπαθεί, όχι να την ανασηκώνει ή να απαλλαγεί από αυτήν, αλλά τουλάχιστον να την αναδείξει. Την ξορκίζει όμως κιόλας, γιατί την έχει στοιχειώσει. Και ελπίζουμε να την ανακούφισε όλο αυτό που έκανε. Θέλει τρομακτικό θάρρος, αν μη τι άλλο. Και τη ματιά ενός μεγάλου –και πονεμένου– καλλιτέχνη.

Η Μπριζίτ Ζιρό.

Δεν νομίζουμε πως έχει γραφτεί ή πως θα ξαναγραφτεί άλλο τέτοιο βιβλίο: είναι μια κατηγορία από μόνο του. Η συγγραφέας έχασε τον σύντροφό της όταν η ίδια ήταν 36 ετών και εκείνος 41, το 1999. Εκείνες τις ημέρες είχαν μόλις αγοράσει ένα σπίτι — το σπίτι των ονείρων τους. Ο Κλοντ δεν θα έμενε ποτέ σ’ αυτό το σπίτι: σκοτώθηκε σε ένα δυστύχημα με μια μοτοσικλέτα, σε μια διαδρομή που δεν ήταν απαραίτητο να την κάνει. Και η Ζιρό τα βάζει με τα πάντα. Με τον εαυτό της, με τη μοίρα, με εκείνα τα μικρά, τα ελάχιστα της καθημερινότητας, τις πιθανότητες που αν συνέβαιναν αλλιώς, μια στάλα μόνο αλλιώς, ΟΛΑ θα ήταν διαφορετικά, και ο άντρας της θα ζούσε. Και θα ανακαίνιζαν μαζί το σπίτι. Και θα μεγάλωναν μαζί το παιδί τους. Και η ζωή θα ήταν δίκαιη. Αλλά συχνά η ζωή δεν είναι. Και η Ζιρό το έμαθε πολύ καλά αυτό. Με έναν τρόπο που τη συγκλόνισε.

Με το βιβλίο αυτό (Εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Σοφία Αυγερινού) η Μπριζίτ Ζιρό πήρε το Βραβείο Goncourt 2022. Είναι από τις πιο δυνατές φωνές της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας. Δεν την ξέραμε (στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει ακόμη ένα μυθιστόρημά της: «Ο έρωτας είναι μάλλον υπερεκτιμημένος», μετάφραση Άννα Δαμιανίδη, Ποταμός 2008), αλλά διαβάζοντας το «Ζήσε γρήγορα» δεν μπορούμε παρά να της βγάλουμε το καπέλο.

Η δομή αυτού του αυτοβιογραφικού, εξομολογητικού, υπεραναλυτικού κειμένου έχει να κάνει, λοιπόν, με τα διάφορα «αν» τής Ζιρό. Εκείνα τα «αν» που, και ΕΝΑ τους μόνο ΑΝ συνέβαινε, αρκούσε για να μη σκοτωθεί έτσι άδικα ο Κλοντ. Είναι απίστευτο με πόση λεπτομέρεια σκάβει μέσα στο παρελθόν (ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο πάνω από μια εικοσαετία μετά), με πόσο πόνο ξύνει την ίδια της την ψυχή: με τα νύχια, αλλά και με πόση τρυφερότητα και αγάπη.

* * *

Ας διαβάσουμε εδώ δύο μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο, στην υπέροχη, ολοζώντανη και άκρως εκφραστική μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού. Το πρώτο είναι, ουσιαστικά, ένας πίνακας περιεχομένων.

[Από το προλογικό Κεφάλαιο ]

Αν δεν είχα θελήσει να πουλήσω το διαμέρισμα.

Αν δεν το είχα βάλει πείσμα να επισκεφτώ εκείνο το σπίτι.

Αν ο παππούς μου δεν είχε αυτοκτονήσει τη στιγμή που χρειαζόμασταν χρήματα. 

Αν δεν είχαμε πάρει νωρίτερα τα κλειδιά του σπιτιού.

Αν η μητέρα μου δεν είχε τηλεφωνήσει στον αδελφό μου για να του πει ότι έχουμε γκαράζ.

Αν ο αδελφός μου δεν είχε αφήσει τη μηχανή του στο γκαράζ μας την εβδομάδα που θα πήγαινε διακοπές.

Αν είχα δεχτεί να πάει ο γιος μας διακοπές μαζί με τον αδελφό μου.

Αν δεν είχα αλλάξει την ημερομηνία της συνάντησης στο γραφείο του εκδότη μου στο Παρίσι.

Αν είχα τηλεφωνήσει στον Κλοντ το βράδυ της 21ης Ιουνίου, όπως όφειλα να κάνω, αντί να ακούω την Ελέν να μου αφηγείται τη νέα της ερωτική ιστορία.

Αν είχα κινητό τηλέφωνο.

Αν η ώρα των μαμάδων δεν ήταν και ώρα των μπαμπάδων.

Αν ο Στίβεν Κινγκ είχε σκοτωθεί στο τρομερό ατύχημα που του συνέβη τρεις ημέρες πριν το δυστύχημα του Κλοντ.

Αν είχε βρέξει.

Αν ο Κλοντ είχε ακούσει το «Don’t panic» των Coldplay αντί για το «Dirge» των Death in Vegas προτού φύγει από το γραφείο.

Αν ο Κλοντ δεν είχε ξεχάσει τριακόσια φράγκα μέσα στο ΑΤΜ.

Αν ο Ντενί Ρ. δεν είχε αποφασίσει να επιστρέψει το 2CV στο σπίτι του πατέρα του.

Αν τις μέρες που προηγήθηκαν του δυστυχήματος δεν τις περιέβαλλε μια ακολουθία γεγονότων, το ένα πιο απρόσμενο, πιο ανεξήγητο από το άλλο.

Και πάνω απ’ όλα, γιατί ο Ταντάο Μπάμπα, αυτός ο ενθουσιώδης Γιαπωνέζος μηχανικός που έφερε επανάσταση στην ιστορία της Honda, εισβάλλει στη δική μου ύπαρξη ενώ ζει δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά; Γιατί η Honda 900 CBR Fireblade, στην οποία επέβαινε ο Κλοντ εκείνο το πρωί της 22ας Ιουνίου 1999, προοριζόταν για εξαγωγή στην Ευρώπη ενώ ήταν απαγορευμένη στην Ιαπωνία ως υπερβολικά επικίνδυνη;

[Από το Κεφάλαιο 18]

Αναζήτησα ένα συμβάν, κάποιο νέο, μια είδηση στα ψιλά ή ένα γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας που θα μπορούσε να είχε κάνει τον Κλοντ ν’ αλλάξει γνώμη, να τον εμποδίσει να πάρει τη Honda. Τι θα έπρεπε να είχε συμβεί για να αφυπνιστεί ο Κλοντ, ποια αποκάλυψη, ποιος τίτλος στις εφημερίδες, για να μυριστεί τον κίνδυνο που αιωρούνταν στον αέρα εκείνη τη μέρα; Θέλησα να μάθω όλα όσα συνέβησαν στον κόσμο την παραμονή της 22ας Ιουνίου 1999, την προπαραμονή και την προπροπαραμονή, που θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει το πεπρωμένο, που θα μπορούσαν να τον είχαν κάνει να συνειδητοποιήσει πόσο αβέβαιες ήταν οι μέρες, που θα μπορούσαν να τον είχαν φοβίσει, να τον είχαν τρομοκρατήσει, να τον είχαν αναγκάσει να ακολουθήσει την πεπατημένη. Μα βρήκα μόνο τετριμμένες ειδήσεις, αναφορές σ’ αυτή τη μαλθακότητα που είχε καταλάβει τον πλανήτη στα τέλη του 20ού αιώνα. […] Και τότε ανακάλυψα ένα άρθρο για το ατύχημα που είχε πάθει ο Στίβεν Κινγκ τρεις ημέρες πριν από τον Κλοντ, δηλαδή το Σάββατο 19 Ιουνίου, κατά τις τέσσερις και μισή το απόγευμα, καθώς έκανε τον καθημερινό του περίπατο στην εξοχή του Μέιν όπου έμενε. Θυμάμαι πως η είδηση μας είχε συγκλονίσει, το είχα τελείως ξεχάσει, τον Στίβεν Κινγκ τον είχε χτυπήσει ένα μίνι βαν, τον είχε πετάξει στο χαντάκι και από κει τον έβγαλαν βαριά τραυματισμένο, αναίσθητο, με πολλαπλά κατάγματα, σπασμένα πλευρά και διάτρηση πνεύμονα.

Ο Κλοντ ήταν αναγνώστης του Κινγκ, αλλά κυρίως ήταν τρελός με τη Λάμψη, είχε πετάξει μάλιστα ένα υπονοούμενο όταν αγοράσαμε το σπίτι, σχετικά απομονωμένο, ενώ η μουσική του φιλμ (με την υπογραφή της Γουέντι Κάρλος) τον είχε τόσο σημαδέψει, που τη μελετούσε με τους σπουδαστές του (καμιά φορά τού ανέθεταν να κάνει μαθήματα εδώ κι εκεί).

Όταν ακούσαμε για το ατύχημα του Στίβεν Κινγκ, αναρωτηθήκαμε ποια βιβλία του είχαμε στη βιβλιοθήκη μας, μα τα βιβλία είχαν ήδη συσκευαστεί και μεταφερθεί στη νέα μας διεύθυνση.

Να μία είδηση που θα μπορούσε να είχε πείσει τον Κλοντ να μη θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο, αν ήταν πιο σοβαρή. Όμως, ένας Στίβεν Κινγκ βαριά τραυματισμένος δεν ήταν αρκετός, θα έπρεπε να είχε σκοτωθεί.

Τον είχαν μεταφέρει με ελικόπτερο, και δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο συνωστίζονταν στις πύλες του νοσοκομείου, όπου οι χειρουργοί δίσταζαν να του ακρωτηριάσουν το πόδι. Είχε γλιτώσει παρά τρίχα, είχε πάθει γερό πατατράκ, αλλά ήταν ζωντανός. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει τη διαφορά, αυτό είναι που μας θυμίζει πως ο θάνατος κάπου παραμονεύει, αυτό μας προκαλεί όμως κι εκείνη τη μεγάλη ανατριχίλα, που εξάπτει τα πάθη αντί να τα κατευνάσει. Αργότερα θα μάθαινα, μιας και μόνο εγώ θα συνέχιζα να μαθαίνω, ότι οι γιατροί είχαν συνταγογραφήσει στον Στίβεν Κινγκ αυτά τα περιβόητα παυσίπονα που ήταν η αιτία να ξανακυλήσει στους εθισμούς του και πως ο αριθμός 19 είχε γίνει γι’ αυτόν ένα είδος φετίχ, μια και το ατύχημα είχε συμβεί στις 19 Ιουνίου, όπως εγώ είχα ήδη πάθει εμμονή με τον αριθμό 22.

Ο Στίβεν Κινγκ την είχε γλιτώσει, είχε γλιτώσει παρά τρίχα την καταστροφή, που θα είχε αναμφίβολα ωθήσει τον Κλοντ να το σκεφτεί δυο φορές, τα έβαλα με τον Στίβεν Κινγκ, νομίζω, που γλίτωσε και δεν έκανε τίποτα για μένα.

* * *

Η Μπριζίτ Ζιρό γεννήθηκε το 1960 στο Σιντί Μπελ Αμπές της Αλγερίας και σήμερα ζει στη Λυών. Σπούδασε γερμανικά και αγγλικά. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκονόμος, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Το 1997 δημοσίευσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο, «La chambre des parents». Ακολούθησαν δεκαπέντε ακόμη έργα πεζογραφίας, μυθιστορήματα, νουβέλες, συλλογές διηγημάτων, αφηγήματα. Διακρίθηκε, μεταξύ άλλων, με το Prix Goncourt de la Nouvelle για το «L’amour est très surestimé» («Ο έρωτας είναι μάλλον υπερεκτιμημένος», 2007) και με το Prix du Jury Jean Giono για το «Une année étrangère» (2009). Πολλά από τα βιβλία της («À present», «Pas d’inquiétude», «Nous serons des héros», «Un loup pour l’homme») ήταν υποψήφια και διεκδίκησαν με αξιώσεις, από τις βραχείες λίστες, σημαντικά βραβεία της Γαλλίας. Το 2022 τής απονεμήθηκε το κορυφαίο Βραβείο Goncourt για το «Ζήσε γρήγορα» («Vivre vite»). Είναι η δέκατη τρίτη γυναίκα που το έχει λάβει μέσα σε 120 χρόνια (από το 1903). Η συγγραφέας έχει μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.