- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οντζάκι, ένας «πολεμιστής» των βιβλίων από την Αγκόλα
Στο βιβλίο του «Οι διάφανοι» ζωγραφίζει ένα ασυναγώνιστο πορτρέτο της αστικής όψης της Αφρικής
Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Οι διάφανοι» του Οντζάκι, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιώρα.
Όποτε βολτάρω στο κέντρο της Αθήνας και περνάω από την Πανεπιστημίου, μου έρχεται να καρυδώσω τον δήμαρχο, τα στελέχη του, τους εργολάβους, τους εργοδηγούς και κάθε συναφές συνεργείο που έχει ρημάξει τον πιο κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας, τον δρόμο που κοσμούν κτίρια όπως η Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο και η Ακαδημία – για να μην αναφέρω την οικία Σλήμαν, νυν Νομισματικό μουσείο, αλλά και όλα τα άλλα νεοκλασικά. Η διάβαση από τα πεζοδρόμια αυτής της οδού έχει καταντήσει ένα επικίνδυνο σλάλομ που θα ζήλευε κάθε επιμελής τρέκερ. Η σκόνη που επικάθεται στους περιηγητές σε κάνει να πιστεύεις ότι αντιμετωπίζεις κάποιο σιμούν του Καΐρου. Τα κομπρεσέρ αντηχούν στα αυτιά του ατρόμητου διαβάτη, όμοια συγχορδίες της κολάσεως.
Πίστευα ότι αυτά συμβαίνουν μόνο στο κλεινό μας άστυ. Έπεσα έξω.
Στο απολαυστικό –καιρό είχα να διαβάσω κάτι τόσο απολαυστικό– μυθιστόρημα του συγγραφέα από την Αγκόλα, του Οντζάκι (που στη ντόπια διάλεκτο σημαίνει Πολεμιστής), με τίτλο «Οι διάφανοι» –και εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα, από τις εκδόσεις Αιώρα– διαπιστώνω με ανακούφιση ότι τα ίδια, και χειρότερα ίσως, τραβάει και η πρωτεύουσα της αφρικανικής εκείνης χώρας, η Λουάντα. Έψαξα στο δίκτυο να δω φωτογραφίες της Λουάντα και αντίκρισα μια παραθαλάσσια πόλη με ουρανοξύστες πλάι στο κύμα. Με τράβηξε, ομολογώ, να την επισκεφτώ – ίσως σε κάποια άλλη ζωή.
Ο Αγκολέζος συγγραφέας, ο Πολεμιστής, στήνει το σκηνικό τού μυθιστορήματός του στη Λουάντα. Για την ακρίβεια, σε μια φτωχική, πες ετοιμόρροπη, πολυκατοικία της πρωτεύουσας, όπου οι ένοικοι βιώνουν τον μικρόκοσμό τους, τη χαμοζωή τους, με χιούμορ και αυταπάρνηση. Είναι πολυμήχανοι (στήνουν έναν υπαίθριο κινηματογράφο στην ταράτσα του κτιρίου), είναι ερωτοκατάληπτοι (βατεύονται ακόμη και στους διαδρόμους της κυψέλης), είναι αλληλέγγυοι (κάθε γείτονας που χρήζει βοηθείας, την απολαμβάνει). Οι πολιτικές αποχρώσεις δεν λείπουν – εξάλλου η χώρα δοκιμάστηκε από μακροχρόνιο εμφύλιο που εγκατέστησε μια δικτατορία κουβανικής κοπής.
Ωστόσο, θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί μου θυμίζει η Λουάντα την ανασκαμμένη Πανεπιστημίου και τα φρανκενσταϊνικά πειράματα οδοποιίας του δημάρχου μας; Θα αφήσω να μιλήσει έναν από τους ήρωες του βιβλίου:
«Κοιμηθείτε ήσυχοι… –έλεγε ο αριστεριστής με ύφος ειρωνικό και θλιμμένο, και απογοητευμένο και σοβαρό– κοιμηθείτε ενόσω σας ρίχνουν δόσεις αναισθητικού με τον υποτιθέμενο εκσυγχρονισμό! Πάρτε ωραία αυτοκίνητα, πάρτε ίντερνετ που δεν δουλεύει, πάρτε μια νέα παραλιακή με κτίρια που έκτισαν με άμμο, πάρτε τρύπες στο σώμα της πόλης και δεν θέλετε να ακούσετε τους άλλους που έχουν τρυπήσει ήδη τις πόλεις τους για το τίποτα…»
Βέβαια, στο μυθιστόρημα του Αγκολέζου συγγραφέα, η πόλη του γεμίζει τρύπες επειδή έχει ανακαλυφθεί πετρέλαιο στο υπέδαφος της πρωτεύουσας. Όλοι παίρνουν έναν κασμά κι αρχίζουν να σκάβουν, με πρώτες ασφαλώς τις εταιρίες πετρελαιοειδών. Ο πρόεδρος της χώρας βγάζει διάγγελμα για τον πλούτο που περιμένει τους κατοίκους της Λουάντα. Όλοι πανηγυρίζουν αναμένοντας τον μαύρο χρυσό.
Λέτε να δούμε κι εμείς κάποιον πίδακα πετρελαίου να ξεπηδά από τα ανασκαμμένα ρείθρα της Πανεπιστημίου; Φρούδες ελπίδες μωρών παρθένων. Κάποιοι βέβαια θα γεμίσουν τις τσέπες τους από τις εργολαβίες – ενώ εμείς το μόνο που θα γεμίσουμε είναι τα υποδήματά μας με σκόνη.