Βιβλιο

Βασιλική Ηλιοπούλου: Μια ηρωίδα πέρα από το καλό και το κακό

«Το Αθώο» διερευνά την απώλεια και το τραύμα, την η ενοχή και την εξιλέωση, τους εγκλεισμούς και την ανάγκη για αποδοχή, αγάπη, δικαιοσύνη

Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 877
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βασιλική Ηλιοπούλου: Παρουσίαση του νέου της μυθιστορήματος με τίτλο «Το αθώο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις 

Το να γράφεις για ένα βιβλίο είναι σαν να γράφεις για ένα ταξίδι που έκανες ή σαν ιχνηλασία. Μπαίνοντας σ’ έναν καινούργιο τόπο, ψηλαφίζεις υλικά, φτιάχνεις περπατώντας έναν χάρτη, ψάχνεις για τα περάσματα από το ένα μέρος στο άλλο και, επιστρέφοντας, φέρνεις μαζί μερικά κλειδιά για τον επόμενο εξερευνητή.

Στο τελευταίο μυθιστόρημα της Βασιλικής Ηλιοπούλου, «Το αθώο» (εκδ. Πόλις), διανύουμε μεγάλες εκτάσεις μέσα σ’ έναν πολύ ιδιαίτερο ψυχισμό, εκείνον της εικοσάχρονης Εύας – όνομα καθόλου τυχαίο, καθώς τη σκευή της τη χαρακτηρίζει ένας αμοραλισμός πέρα από το καλό και το κακό, που κάποτε μοιάζει παιδικός αλλά είναι απόλυτα γειωμένος στη γνώση του σώματος.

Η Εύα δεν συμμερίζεται, ούτε πλάθεται από τις κοινωνικές αξίες που την περιβάλλουν. Όχι ότι εναντιώνεται σε αυτές, απλώς, όπως το νερό στο φτέρωμα της πάπιας, δεν την αγγίζουν. Π.χ. για μια αρραβωνιασμένη γυναίκα το να έχει ταυτόχρονα εραστή, από την Ε. μεταφράζεται ως «τη μια αγαπάει τον ένα και την άλλη τον άλλο». Ή, αλλού, «Το αν είχε το δίκιο με το μέρος της ή όχι για κάτι, οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό, δεν την είχε απασχολήσει ποτέ».

Οι καταστάσεις γύρω της αποτιμούνται με όρους αρτιότητας (κάτι που ξεκίνησε, οφείλει να τελειώσει), χωρίς σε αυτό να υπεισέρχονται προσωπικές προσδοκίες ή κρίσεις. Νωρίς μαθαίνουμε ότι οι άνθρωποι μάλλον έχουν δίκιο να μη νοιάζονται γι’ αυτήν. Το ότι μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο συμβάλλει μάλλον, παρά ευθύνεται γι’ αυτό. Τείνει  να μη μιλάει για πράγματα για τα οποία δεν έχει ερωτηθεί. Και οι πιο συχνές αποκρίσεις της σε όσα της απευθύνονται είναι «Δεν ξέρω» και «Τίποτα». (Σπανιότερα, «Γιατί;») Σε όλο το βιβλίο, η ομιλία της είναι απογυμνωμένη από κοινωνικά αντανακλαστικά. Και στα πολύ δικά της πράγματα, συνήθειες, τελετουργίες δεν δίνει καν όνομα μια και «με κανέναν δεν σκοπεύει να τα μοιραστεί». Γεγονός που διόλου δεν μειώνει τον ψυχικό πλούτο και ένταση του ιδιωτικού της κόσμου, αντίθετα.

Η γλώσσα με την οποία η συγγραφέας μάς εισάγει στο πορτραίτο της Ε., σ’ έναν βαθμό μιμείται αυτό που περιγράφει. Μετρημένες, ακριβείς περιγραφές (κινήσεων, βλεμμάτων, εσωτερικών χώρων) οδηγούν σε δεινά υπαινικτικές δηλώσεις: «Δεν [της] είχε πει ποτέ κουβέντα για το νησί παρά μονάχα μια φορά, θυμήθηκε η Εύα, για να την ενημερώσει ότι είχαν την ίδια πατρίδα, μιλώντας έτσι όπως μιλάει κανείς για ένα παλιό ατύχημα, απ’ αυτά που δεν αφήνουν κουσούρι κι εύκολα ξεχνιούνται». Αυτές οι μικρές κορυφώσεις, έστω και κρυπτικές, φωτίζουν εκ των έσω την ιστορία που εκτυλίσσεται και το μετείκασμά τους παραμένει ενεργό στις εξελίξεις που ακολουθούν.

Η λειτουργία από την οποία η Ε. δεν εξαιρείται είναι η μνήμη της οποίας οι εικόνες και τα λόγια φεύγουν κι επιστρέφουν στο σώμα της όπως τα πουλιά στο φύλλωμα ενός δέντρου. Εκεί, στη μνήμη, σαλεύει το μεγάλο της «κουσούρι» και οι επίμονοι συνειρμοί που τη συνοδεύουν αδιάπτωτα – είναι καλέσματα από μια τρύπα στο κέντρο της, που άνοιξε πολλά χρόνια πριν, πίσω στην «πατρίδα», να γυρίσει και να συμπληρώσει μια παλιά, ατελεύτητη ιστορία.

Συνοδεύοντάς την σ’ αυτή την επιστροφή, που ψάχνει για μια καταληκτική αφήγηση (ένα «Τι έγινε;»), συναντάμε έναν θίασο από χαρακτήρες που λειτουργούν στον αντίποδα της Εύας. Εκείνους, η κοινωνικότητα τους έχει καθορίσει σε σημείο όπου κινούνται υποταγμένοι στις κρίσεις και τα συμφέροντα της τοπικής κοινωνίας. Ανάμεσά τους, όμως, εδρεύει μια κοινή ενοχή, ένας αποσιωπημένος θάνατος, που η παρουσία, και μόνο της Εύας φέρνει ξανά στο προσκήνιο.

«Και μόνο» διότι η Εύα δεν προβαίνει σε κάποια απτή πράξη για να διαλευκάνει το τι έγινε. Τα αντίπαλα δέη στην ιστορία είναι η δική της ηθική αυταξία και η επώδυνη γνώση της μικρής κοινωνίας ενός γεγονότος για το οποίο κανείς ποτέ δεν έχει πάρει ευθύνη. Απλά όντας αυτή που είναι, η Εύα κάμπτει τις αντιστάσεις τους προς την τελική αποκάλυψη, όπως η φλόγα ενός κεριού δίπλα σ’ ένα κομμάτι πάγου.

Το κτίσιμο προς τη βαθύτατα ικανοποιητική κάθαρση ακολουθεί μέχρι τέλους τον ρυθμό που αναφέραμε, ισοζυγιάζοντας την ακριβολογία με την εικονοποιία. Ανακαλύπτουμε ξανά την άμμο, το σκοτάδι, τον νυχτερινό ουρανό μέσα από την απροκατάληπτη, αισθησιακή ματιά της Εύας. Αλλά και τους ανθρώπους, και το πόσο μεταμφιέζουν τους φόβους τους με τα λόγια. Το ζήτημα της εξιλέωσης κατέχει κεντρική θέση στην ιστορία και εγείρει ερωτήματα σημαντικά όσο και αναπάντητα.

Υπάρχουν ευρήματα, όπως εκείνο της ηλεκτρονικής χαρτορίχτρας, που υπηρετούν θεσπέσια το πορτραίτο της Ε. και άλλα, όπως ο αρραβώνας στα βουνά του νησιού μέσω υπολογιστή, που αναρωτιέται κανείς αν, και με ποιον τρόπο, συμβάλλουν στην ανέλιξη της πλοκής.

Έστω όμως και εάν η συγγραφέας απλά υπέκυψε στον εξωτισμό αυτής της δεύτερης σκηνής, εύκολα μπορούμε να της το συγχωρήσουμε, δεδομένης της πιστότητας και διαύγειας της Πρωτόπλαστης που έφερε στο φως.