Βιβλιο

Καρύλ Φερέ: Ζήσε ελεύθερος ή πέθανε!

Μιλήσαμε με τον διάσημο Γάλλο συγγραφέα νουάρ μυθιστορημάτων με αφορμή το «Ζουλού» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 877
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Καρύλ Φερέ: Συνέντευξη για τη ζωή του με αφορμή το βιβλίο «Ζουλού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα

Γύρω στα 20 του χρόνια, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Καρύλ Φερέ (Caryl Férey) έφυγε με έναν φίλο του για τη Νέα Ζηλανδία. Αυτή ήταν μόνο η αρχή για μια ζωή γεμάτη ταξίδια, περιπέτειες και έμπνευση. Ακολούθησαν ταξίδια στην Ευρώπη με μοτοσικλέτα και μετά, μέχρι σήμερα, κυριολεκτικά ο γύρος του κόσμου. Το πρώτο του βιβλίο «Με έναν άγγελο στα μάτια» εκδόθηκε το 1994 και την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα, το «Θανάσιμο αμάρτημα», στο οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά ο ήρωάς του ντετέκτιβ Μακ Κας. Τέσσερα χρόνια αργότερα ακολουθεί το «Χάκα», το βιβλίο που απογείωσε τη φήμη του.

Ο Φερέ θεωρείται πια ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του γαλλικού αστυνομικού νουάρ μυθιστορήματος. Τα βιβλία του συνδυάζουν αριστοτεχνικά την αστυνομική πλοκή με την κοινωνική κριτική, παρατηρεί και καταγράφει την πραγματικότητα όπως είναι σε έναν πολύπλοκο, σκληρό, βίαιο κόσμο. Εμπνέεται από τις χώρες που έχει επισκεφτεί, χώρες που σημαδεύονται από ένα οδυνηρό παρελθόν: «Ζουλού» για τη Ν. Αφρική, «Χάκα» και «Ούτου» για τη Νέα Ζηλανδία, «Μαπούτσε» για την Αργεντινή, «Κόνδωρ» για τη Χιλή, «Πας» για την Κολομβία, «Led» για τη Σιβηρική Ρωσία, ακόμα και για την Ελλάδα το «Ποτέ πια μόνος» που περιγράφει την πραγματικότητα της Ελλάδας της κρίσης με πρωταγωνιστή πάλι τον Μακ Κας.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα το πιο δυνατό ίσως βιβλίο του, το πολυβραβευμένο «Ζουλού», μια βίαιη εξερεύνηση της σύγχρονης Νότιας Αφρικής, που κυκλοφόρησε το 2008 και κέρδισε μεταξύ άλλων το Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Διαδραματίζεται στο Κέιπ Τάουν, μια πόλη που σπαράσσεται από το έγκλημα και τη δράση των συμμοριών, το aids, τη φτώχεια, την εξαθλίωση και τις κοινωνικές διακρίσεις παρόλο που το απαρτχάιντ ανήκει στο παρελθόν. Το βιβλίο μάλιστα μεταφέρθηκε το 2013 στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Ζερόμ Σαλ (Jerome Salle) με πρωταγωνιστές τον Orlando Bloom και τον Forrest Whitaker. Με αφορμή αυτό, του ζητήσαμε να μας μιλήσει.

Ο Καρίλ Φερέ μιλάει για το βιβλίο «Ζουλού» (εκδόσεις Άγρα)

Ξεκίνησες να ταξιδεύεις στα 20. Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή;
Ένα τρομερό αίσθημα ελευθερίας και ότι όλα ήταν δυνατά.

Η επιθυμία να γράψεις για όσα συμβαίνουν σε όλες αυτές τις χώρες που επισκέφτηκες γεννήθηκε από ταξίδια ή, αντίθετα, τα ταξίδια σε έκαναν συγγραφέα;
Τα δύο μπερδεύτηκαν, έγραφα ήδη (κακά)!

Ποιο από τα βιβλία σου σε δυσκόλεψε πιο πολύ;
Το «Μαπούτσε». Όταν γνώρισα τις γιαγιάδες εκεί, ένιωσα Αργεντινός, με μια τεράστια πίεση να τις δικαιώσω. Τα πρώτα προσχέδια του βιβλίου ήταν τρομακτικά, εντελώς σκοτεινά – το είδος του βιβλίου που δεν θέλεις να έχεις στο σπίτι σου!

Πόσο χρόνο σου παίρνει για να γράψεις κάθε βιβλίο;
Συνήθως δύο με τεσσάρα χρόνια. Περισσότερο δύο τώρα πια.

Αλήθεια, τι σε έκανε να ενδιαφερθείς τόσο για τους αυτόχθονες σε διάφορες κοινωνίες;
Πάντα ήμουν στο πλευρό των Ινδιάνων ενάντια στους καουμπόηδες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι με έκαναν να ονειρεύομαι, εκτός από το ότι υπάρχει ένας διαφορετικός τρόπος να σκεφτόμαστε τον κόσμο – ο καπιταλισμός που οδεύει προς την καταστροφή του δεν είναι κάτι καινούργιο.

Το «Ζουλού» αφορά ένα εξαιρετικά σύνθετο θέμα, το απαρτχάιντ, έναν «κρυφό» εμφύλιο στην ουσία. Ήταν δύσκολο να κάνεις την έρευνά σου;
Όχι και τόσο, γιατί είμαι ξένος, ένας προνομιούχος μάρτυρας από το εξωτερικό. Και γιατί ένας από τους καλύτερους φίλους μου ζούσε εκεί, γεγονός που μου επέτρεψε να πάω παντού. Ο Μαντέλα είναι ο ήρωάς μου, το να ακολουθήσω τα βήματά του ήταν τιμή.

Οι φτωχοί μαύροι στα townships, ζουν μέσα στη βία, το aids, τα ναρκωτικά. Τα επισκέφτηκες; Ήταν σοκαριστικό για σένα;
Πήγα στα townships και, την ημέρα, αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι η καλοσύνη των ανθρώπων που χαίρονται να βλέπουν λευκούς να μπαίνουν στα σπίτια τους. Όταν παίζεις επιτραπέζιο ποδόσφαιρο με νεαρούς ντόπιους, είναι το ίδιο όπως στα μπιστρό της Βρετάνης μου (τον τόπο καταγωγής μου). Μαύροι, λευκοί, πράσινοι, όλοι κλαίμε και γελάμε με τον ίδιο τρόπο. Είμαι σε απόλυτη ενσυναίσθηση, το καλύτερο όπλο των συγγραφέων κατά τη γνώμη μου. Όπως και όλων των ανθρώπων άλλωστε.

Ποιες είναι οι πηγές σου; Μελετάς την ιστορία κάθε χώρας που πας, συναναστρέφεσαι με ντόπιους, έχεις φίλους παντού;
Μελετάω πολύ πριν – κάτι που μερικές φορές μου επιτρέπει να γνωρίζω πράγματα τα οποία ακόμα και κάποιοι ντόπιοι δεν γνωρίζουν. Από εκεί και πέρα ​​σε αποδέχονται όλοι, σου μιλάνε με ανοιχτή καρδιά.

Στα βιβλία σου κυριαρχεί η βία, η διαφθορά, τα πιο σκοτεινά πάθη, η εκμετάλλευση, η ακραία φτώχεια και τα συνδυάζεις με την κοινωνική κριτική, την πολιτική, την οικονομία. Είναι αυτά τα συστατικά ενός καλού νουάρ;
Κατά τη γνώμη μου, ναι, εντελώς. Και είναι πιο περίπλοκο από το να ομφαλοσκοπείς.

Ποιος θεωρείς ότι είναι ο πρώτος ρόλος σου ως συγγραφέας αστυνομικών βιβλίων; Να εξηγείς καταστάσεις και κοινωνικά φαινόμενα ή να κρατάς τον αναγνώστη με μια δυνατή αστυνομική ιστορία;
Θα ήθελα οι αναγνώστες να ξεφύγουν, να ανακαλύψουν, να σκεφτούν, να ανατριχιάσουν λίγο και η βία να μην είναι ποτέ χαριστική, χωρίς λόγο. Μακάρι μετά να βγουν πιο σκληροί, αλλά και πιο ζωντανοί από ποτέ.

Πώς κατάφερες να κρατήσεις την ισορροπία μεταξύ των δύο και σε ποιον πιστεύεις ότι απευθύνεται;
Απευθύνομαι σε όλους, αλλά όταν γράφω δεν σκέφτομαι τους αναγνώστες ή οτιδήποτε άλλο, απλά προσπαθώ να βάλω στο χαρτί αυτά που θέλω να υπερασπιστώ – γενικά τους καταπιεσμένους, τους αυτόχθονες, τις γυναίκες, τα ζώα αλλά και τη φύση.

Νιώθεις ικανός να επηρεάσεις θετικά την κοινή γνώμη με ένα βιβλίο σου;
Δυστυχώς όχι. Ένας αναγνώστης είναι ήδη καλός!

Σκέφτεσαι κινηματογραφικά όταν γράφεις;
Ναι, αρκετά. Τα μυθιστορήματά μου είναι φτιαγμένα σαν λογοτεχνικές ταινίες.

Το «Ζουλού» έγινε ταινία. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;
Έμεινες ικανοποιημένος από τη μεταγραφή του; Ήταν μια μαγική εμπειρία, έκανα μερικούς αγαπημένους φίλους, πήγαμε να μεθύσουμε στο Φεστιβάλ των Καννών, οι δύο ηθοποιοί ήταν αξιολάτρευτοι… θα μπορούσα να μιλάω για ώρες.

Το 2018 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ποτέ ξανά μόνος», με το οποίο προσπάθησες να περιγράψεις την πραγματικότητα μιας Ελλάδας βυθισμένης στην κρίση. Πότε ήρθες για πρώτη φορά και τι σου έκανε εντύπωση; Επιστρέφεις συχνά;
Χάρη στον Σταύρο και τον Άγρα, έχω έρθει Ελλάδα 6 ή 8 φορές και επιστρέφω τακτικά. Μου αρέσουν οι άνθρωποι, το ντόπιο χιούμορ, το φαγητό, η «παγαποντίστικη» πλευρά σας, όπως επίσης και η αναρχική – ακόμα κι αν έχετε το μερίδιό σας από ακροδεξιούς μαλάκες και κακόγουστους!

Από όλες τις χώρες που έχεις ταξιδέψει, υπάρχει κάποια που έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σου;
Αργεντινή ίσως; Λατρεύω το πνεύμα τους, τη φιλικότητά τους, την καλοσύνη τους, την κουλτούρα τους, τη γιορταστική νοοτροπία τους...

Τα ταξίδια πιθανόν συνεπάγονται μια ζωή χωρίς σταθερότητα. Υπήρξαν στιγμές που βρέθηκες σε αδιέξοδο;
«Δεν είναι η αμφιβολία που σε τρελαίνει, είναι η βεβαιότητα» (Νίτσε). Μου αρέσει να ζω στην κόψη του ξυραφιού, βάζοντας τα πάντα ξανά στο παιχνίδι κάθε φορά –όπως στην αγάπη–, να προσπαθώ να είμαι νέος, ακόμα κι αν γεράσω!

Ποια είναι η φιλοσοφία της ζωής σου;
ΖΗΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ή πέθανε.

Ταξιδεύεις, λοιπόν, πάντα με τον ίδιο ρυθμό! Πού θα είναι το επόμενο ταξίδι;
Προσπαθώ να περιορίσω το  δικό μου αποτύπωμά άνθρακα στον πλανήτη, επομένως ταξιδεύω για καλούς λόγους. Το επόμενο ταξίδι μου θα είναι στα Νησιά Φερόε, για το μυθιστόρημα που γράφω αυτή τη στιγμή. Περιμένω, βέβαια, να έρθουμε και για ένα τουρ στην Ελλάδα!