Βιβλιο

Κόρμακ Μακάρθι: Μικρός αποχαιρετισμός

«Σε προειδοποιώ: εγκατάλειψε κάθε ελπίδα εσύ που εισέρχεσαι στην επικράτειά μου. Εδώ όλα τα φώτα είναι μαύρα και θα ’ναι διαρκώς στραμμένα στα μάτια σου. Εδώ δεν παίζουμε».

Κυριάκος Αθανασιάδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κόρμακ Μακάρθι: Ο συγγραφέας που δεν κυνήγησε ποτέ την ανάγκη να είναι διαρκώς παρών

1. Είτε αγαπήσει κανείς πολλούς συγγραφείς στη ζωή του, είτε λίγους και καλούς, άπαξ και ανάμεσά τους είναι ο Κόρμακ Μακάρθι, θα τον αγαπήσει με ασίγαστο πάθος, και θα τον έχει διαρκώς μέσα του, σε ένα απομακρυσμένο κομμάτι του μυαλού του. Θα τον αγαπήσει με ασίγαστο πάθος, ναι, αλλά όχι με έναν «αδελφικό» τρόπο. Όχι ζεστά. Όχι με κάποιο αίσθημα συγγένειας, ή φιλίας, κατά τον τρόπο κυρίως που αγαπούμε κάποιους κλασικούς (όπως ο Ντίκενς) ή τους μεγάλους genre συγγραφείς (όπως ο #1 όλων, ο Κινγκ). Θα τον αγαπήσει με τον τρόπο που αγαπά συγγραφείς όπως ο Τόμας Μαν ας πούμε, ήτοι κάπως απόμακρα και με δέος προσκυνητή σε ιερό. Ο Κόρμακ Μακάρθι είχε επιλέξει αυτή τη μη οικειότητα, όπως άλλωστε είχε επιλέξει να μη δίνει συνεντεύξεις, να μη συμμετέχει στο παιχνίδι της αγοράς, να αποφεύγει με πάθος την περιοδικότητα των εμφανίσεών του. Αντίθετα, μέσα στο σιλό που επέλεξε για κατοικία, με ένα σκληρό τζιν παντελόνι και ένα καρό πουκάμισο, χωρίς να ενδιαφέρεται για το πέρασμα του χρόνου, πάλευε με το σμίλευμα των κατάλληλων κάθε φορά λέξεων, με το αργό δέσιμο των προτάσεών του, με την αδυσώπητη ανέγερση των παραγράφων, ή με το κατρακύλισμά τους σε μια πλαγιά γεμάτη σπασμένα βράχια και κροκάλες: μεθοδικά, και μόνο μετά από πολλή μελέτη, έχτιζε καθεδρικούς ανεξέλεγκτου τρόμου και οργανωμένου χάους, καθεδρικούς που, αντεστραμμένοι, χωρούσαν (χωρούν) μέσα στην ψυχή σου. Το ίδιο του το γράψιμο, τη μια πλούσιο, πυρετικό και ορμητικό σαν λάβα, την άλλη τηλεγραφικό και απογυμνωμένο από κάθε στολίδι, σαν πέτρα στο παπούτσι σου και σαν ξασπρισμένο κόκαλο, αιχμηρό σαν κοπίδι, ήταν (είναι) διαρκώς μια παλάμη τεντωμένη προς το πρόσωπο του αναγνώστη: «Σε προειδοποιώ: εγκατάλειψε κάθε ελπίδα εσύ που εισέρχεσαι στην επικράτειά μου. Εδώ όλα τα φώτα είναι μαύρα και θα ’ναι διαρκώς στραμμένα στα μάτια σου. Εδώ δεν παίζουμε».

2. Υπάρχουν βιβλία που σε αλλάζουν με έναν τρόπο σχεδόν μελοδραματικό. Ο «Ματωμένος μεσημβρινός» το έχει κάνει σε πολύ κόσμο. Αυτό το απόλυτο γουέστερν τρόμου, μια καουμπόικη βίβλος, μπορεί να σου αγκυλώσει την καρδιά για πάντα, να τυλιχτεί σαν λαίμαργος κισσός γύρω της και να την κρατά σφιγμένη. Γι’ αυτό γράφτηκε όπως γράφτηκε. Με υλικά του τη σκόνη και το αίμα.

3. Ποιος θα το περίμενε, μετά από τόσα χρόνια σιωπής, να διαβάζαμε τον «Επιβάτη» (και το «Stella Maris») λίγο πριν πεθάνει ο Μακάρθι; Τέτοια έξοδο (από τη ζωή, από το σιλό, από τις ιστορίες, από τη μελέτη της φυσικής) δεν θα μπορούσε να τη φανταστεί κανείς, ποτέ. Ή ίσως μόνο ο ίδιος. Σε δυο βδομάδες θα πάρουμε στα χέρια μας ένα άλλο μνημείο τρόμου. Μια βιβλική μυθολογία του λαμπερού σκότους.

4. Ξεχωρίζει από τους περισσότερους (όλοι οι πραγματικά μεγάλοι ξεχωρίζουν για κάτι τέτοια) γιατί —το ’παμε— ποτέ δεν κυνήγησε την επικαιρότητα, την ανάγκη να είναι διαρκώς παρών, την απαίτηση να εκδίδει κάθε χρόνο, ή έστω κάθε δύο, για να μη χαθεί και να μην ξεχαστεί. Είναι καλό που το έκανε αυτό; Ναι: για τον ίδιο, και για το έργο του. Είναι καλό που ΔΕΝ το κάνουν οι άλλοι; Ναι, για όλους μας. Όπως δεν μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία μόνο με πολλούς Μακάρθι (ή με πολλούς Φόκνερ, Τζόις, ή Πίντσον, ή Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ή [συμπληρώστε]), έτσι δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτούς τους πεζογράφους, να τους κατανοήσουμε, να τους απολαύσουμε —και να κλείσουμε με ωραίο πόνο τα μάτια απέναντι στο αγγελικό και μαύρο φως που ακτινοβολούν— χωρίς την φλογοβόλο ύπαρξη των υπολοίπων, των ταπεινών και αγοραίων, των σπουδαίων και των μετρίων. Η λογοτεχνία είναι ΕΝΑ οικοδόμημα. Είναι ένα μοτέλ στη διαπολιτειακή οδό που δεν θα καταφέρουμε ποτέ να διασχίσουμε ώς το τέλος. Μένουμε από βενζίνη και δυνάμεις. Σταματάμε στο πάρκινγκ του. Βγαίνουμε από το αμάξι. Στρώνουμε το παντελόνι μας. Κοιτάζουμε τη νέον ταμπέλα του που αναβοσβήνει τσιτσιρίζοντας. Και μπαίνουμε μέσα. Δεν υπάρχει ξενοδόχος στη ρεσεψιόν, εμείς είμαστε ο ξενοδόχος και ο ρεσεψιονίστ. Παίρνουμε το κλειδί, και βουτάμε στο δωμάτιο.