Βιβλιο

Σχέδια για έναν «Μινώταυρο»: Ο Δημήτρης Στεφανάκης γράφει για το νέο του βιβλίο

«Προσπάθησα να φτιάξω ένα μυθιστόρημα - μεγαλούπολη, για να μην μπορεί κανείς να το γνωρίσει απόλυτα με μία και μόνο ανάγνωση»

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 875
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Δημήτρης Στεφανάκης μοιράζεται τις σκέψεις του για το νέο του βιβλίο με τίτλο «Μινώταυρος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Αν ανοίξει κανείς τα «κιτάπια» της συγγραφής του «Μινώταυρου» και ανατρέξει στην πρώτη εκδοχή του, θα πέσει πάνω σε αυτή την αρχή. Όταν το 2017 ξεκίνησα να γράφω το μυθιστόρημα είχα αποφασίσει να διηγηθώ τη ζωή του Μανόλη Γαληνού, ενός καλλιτέχνη διεθνούς φήμης η ζωή του οποίου συνδέθηκε εκτός των άλλων με τη γερμανική κατοχή στην Κρήτη και όσα συνέβησαν πριν και μετά. Η αφήγηση ήταν πρωτοπρόσωπη, στη θέση του αφηγητή είχε υπεισέλθει ένα πρόσωπο που απηχούσε κάπως τη φωνή του πατέρα μου, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να μου δίνει καθημερινά μια πλούσια τοιχογραφία της Ελλάδας από τον μεσοπόλεμο μέχρι τη Χούντα. Τελικά εκείνη η φιλόδοξη αρχή εγκαταλείφθηκε και χωνεύτηκε μέσα στις 700 σελίδες του βιβλίου. Δεν έπαψα να πιστεύω πως θα αποτελούσε μια εντυπωσιακή εισαγωγή, αλλά δυστυχώς αυτό δεν εξυπηρετούσε την αφηγηματική ροή του κειμένου κι έτσι φιλοξενήθηκε, χάνοντας την περήφανη θέση της, στη σελίδα 461.

Σήμερα κοιτάζω όλα εκείνα τα συγγραφικά μου σχέδια σωριασμένα σε σπαράγματα, σε μισοτελειωμένες σελίδες και σε επεισόδια κακογραμμένα και άτεχνα, αλλά δεν παραξενεύομαι. Έτσι συνήθως ξεκινά η δημιουργία ενός μυθιστορήματος. Με προσδοκίες που διαψεύδονται, σχέδια που ματαιώνονται, με πρωτοβουλίες που δεν οδηγούν πουθενά. Θυμάμαι πως ο Ντοστογιέφσκι προόριζε τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» για τριλογία με πρωταγωνιστή τον κατά πολλούς αναιμικό Αλιόσα και από τα τοπία της αιωνιότητας θα γελά με τον εαυτό του.

Με παρηγορεί τουλάχιστον το γεγονός ότι η πρώτη εκδοχή δεν εξαφανίστηκε από το τελικό κείμενο. Διασώθηκε ο Μανόλης Γαληνός, ο παππούς μου ο Τσουγκρής, η κατοχική ατμόσφαιρα στα χωριά της Βιάννου, η μαγεία της Άρβης, ο απόηχος των διηγήσεων του πατέρα μου. Όταν ο Γιαννιός Αστάκης πήρε το «δαχτυλίδι» του πρωταγωνιστή κι έπρεπε να εγκαταλείψει για λίγο το χωριό, είχα σκεφτεί να τον στείλω στην Ιεράπετρα – τη Γεράπετρο, όπως την έλεγε ο πατέρας μου. Το γεγονός ότι τελικά η χάρη του Γιαννιού έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο οφείλεται εν μέρει στις εφηβικές μου αναγνώσεις του Καζαντζάκη, αλλά και στις παροτρύνσεις της Ελένης Μπετεινάκη, που με καθοδήγησε στη μαγεία του Ηρακλείου, τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα.

Η Μαργώ δεν υπήρχε στον αρχικό σχεδιασμό, αλλά όταν μπήκε στο μυθιστόρημα έφερε έναν άλλο αέρα, τη σαγήνη της παρουσίας της, μια σταθερότητα, κι έναν ορίζοντα, έναν κοσμοπολιτισμό που αναζητώ πάντα στις διηγήσεις μου, ειδικά όταν αυτές σχετίζονται με τον παλιό κόσμο. Αν μου επιτρέπεται να δανειστώ τη δήλωση του Φλομπέρ, θα έλεγα πως «η Μαργώ είμαι εγώ». Αν μπορούσα να καθρεφτιστώ σε έναν καθρέφτη που θα άλλαζε το φύλο μου, θα έβλεπα στο πρόσωπό της τον μεταλλαγμένο εαυτό μου. Αντίθετα αν προσθέσει κανείς τον Γιαννιό Αστάκη, τον Σήφη Μαραβελάκη, τον Άγγελο Γαληνό, τον Μανόλη Γαληνό, τον Τσουγκρή και τον Γιωργή, δεν θα έβγαζε ένα άθροισμα που να πλησιάζει τόσο πολύ σε αυτό που είμαι.

Τη Μαργώ δεν θα πρέπει ο αναγνώστης να τη συγκρίνει με τους άλλους γυναικείους χαρακτήρες, εκτός ίσως από τη Φλοράνς. Η Εμέλεια, η Σωτηρία, η Ζόλντα, η γιαγιά μου η Αγγελικώ είναι ατόφιοι γυναικείοι χαρακτήρες που κινούνται έξω από μένα, στη μεγάλη οθόνη της συλλογικής συνείδησης. Η Μαργώ αντίθετα, απόλυτα φανταστική, ασύλληπτη και ακαθόριστη, πηγάζει από μέσα μου, είναι το αρσενικό-θηλυκό με την πλατωνική έννοια, ο καταλύτης μου για αυτό το μυθιστόρημα, αλλά και το βάσανό μου. Όσο διευκόλυνε τα πράγματα στην αρχή άλλο τόσο με δυσκόλεψε στη συνέχεια. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν το μεγαλύτερο στοίχημα που έπρεπε να κερδίσω γράφοντας.

Κατά τα άλλα προσπάθησα να φτιάξω ένα μυθιστόρημα - μεγαλούπολη, για να μην μπορεί κανείς να το γνωρίσει απόλυτα με μία και μόνο ανάγνωση. Τα βιβλία πεθαίνουν όταν η συνείδηση του αναγνώστη τα αφομοιώσει μεμιάς. Πρέπει να θυμίζουν μια μεγάλη πόλη όπου όσο κι αν περιηγείσαι μέσα της να έχεις πάντα την εντύπωση ότι δεν τα έχεις εξερευνήσει επαρκώς. Έτσι μόνο κάποια στιγμή επιστρέφεις. Κι έτσι μόνο τα βιβλία αντέχουν στον χρόνο.

Στον «Μινώταυρο» θα βρει κανείς τον Βενιζέλο που είχα μόλις αγγίξει στο «Φιλμ νουάρ» και τον Σεφέρη που υπαινισσόμουν στην «Άρια». Τον πρώτο μού τον επέβαλε ένας Γάλλος φιλέλληνας, που όταν συζητούσαμε την υπόθεση του βιβλίου μου είχε πει: «Τι θα γράψεις για τον Βενιζέλο;».

Τον Σεφέρη τον βρίσκω μπροστά μου κάθε φορά που η αυτοεξόριστη ελληνική κυβέρνηση διασχίζει το Αιγαίο και μέσω Κρήτης καταλήγει στην Αίγυπτο. Θεωρώ όμως ότι τον βρίσκουμε όλοι μπροστά μας, κάθε φορά που προσπαθούμε να γράψουμε τα μοντέρνα ελληνικά μας. Να γράψουμε απλά, άμεσα, χωρίς κορόνες, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Του οφείλουμε πολλά, κι ας μην του το αναγνωρίζουμε πάντοτε.

Δεν πίστευα ποτέ στα βιβλία που γράφονται αβίαστα, που δεν αφήνουν πίσω τους έναν μικρό σωρό ερειπίων, άτεχνες σελίδες, πρώιμα ωριμασμένους ήρωες, ατυχείς επιλογές που εγκαταλείφθηκαν στη συνέχεια, χαμένες ώρες και μέρες άγονης δημιουργίας. Στο τέλος η συγγραφή ενός βιβλίου πρέπει να θυμίζει ένα πεδίο μάχης με χιλιάδες νεκρούς. Η νίκη είναι Πύρρειος, αλλά μόνο έτσι μένει στην Ιστορία.