- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Άγγελος Χανιώτης: Ο ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο στον Αδριανό, ή Ποιος ήταν ο Ηρώδης ο Αττικός
Ένα συναρπαστικό μάθημα «ελληνικής» ιστορίας για μια πρώιμη εποχή πολυπολιτισμικότητας και παγκοσμιοποίησης
Συνέντευξη με τον Άγγελο Χανιώτη για το βιβλίο του «Η εποχή των κατακτήσεων – Ο ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο στον Αδριανό» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)
Ήμουν ευτυχής με τη συνέντευξη μας με τον Άγγελο Χανιώτη, καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών στο Institute of Advanced Study στο Πρίνστον, για το βιβλίο του «Η εποχή των κατακτήσεων – Ο ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο στον Αδριανό» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Το βιβλίο, αφού γράφτηκε στα αγγλικά ως μέρος μιας σειράς των εκδόσεων Profiles Books αφιερωμένης στην ιστορία της αρχαιότητας, και κυκλοφόρησε στα γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, κινέζικα και ρώσικα, μεταφράστηκε και στα ελληνικά. Μιλάει για έναν κόσμο που ζούμε ανάμεσά του. Αλήθεια, ξέρουμε ποιος ήταν ο Ηρώδης ο Αττικός που έχτισε ένα ολόκληρο θέατρο, αλλά και το Παναθηναϊκό Στάδιο; Συνειδητοποιούμε γιατί υπάρχουν η Ρωμαϊκή Αγορά, το μνημείο του Φιλοπάππου, η πύλη του Αδριανού; Η σκιά της Ακρόπολης πέφτει βαριά στα λαμπρά οικοδομήματα των χρόνων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά και σε μια ολόκληρη εποχή που ξεκινάει με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ολοκληρώνεται με την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ξέρουμε ελάχιστα για αυτήν, παρότι είναι πολύ πιο κοντά σε αυτό που είμαστε σήμερα σε σχέση με τον Χρυσό Αιώνα του Περικλή. Όχι χωρίς λόγο, όπως εξηγεί ο κ. Χανιώτης.
«Ο μονομερής προσανατολισμός στην κλασική αρχαιότητα δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Αν ανατρέξουμε στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ο πρώτος έφορος αρχαιοτήτων, ο Κυριακός Πιττάκης, χαρακτήριζε οτιδήποτε ανήκει στην Αθήνα του 4ου και του 5ου αιώνα ως “οι ένδοξοι της Ελλάδος χρόνοι” και οτιδήποτε μετά ως οι “χρόνοι της παρακμής”. Αλλά και στις σχέσεις μας με τον υπόλοιπο κόσμο, όταν θέλουμε να προβάλλουμε την Ελλάδα δεν μιλάμε για τον Πλούταρχο, αλλά για τον Περικλή και τη Σαλαμίνα. Ακόμα και στο θέμα του χρέους τι λέγαμε; “Όταν εσείς πηδούσατε από δέντρο σε δέντρο εμείς χτίζαμε Παρθενώνες”».
Το ενδιαφέρον υπήρξε ελλιπές ακόμα και για τους ίδιους τους ιστορικούς, όπως κατάλαβε ήδη στο πρώτο έτος των σπουδών του. «Ήδη στο πρώτο μου άρθρο στο περιοδικό Διαβάζω το 1979 επισήμανα ότι δεν υπάρχει βιβλιογραφία στην Ελλάδα για τους ελληνιστικούς χρόνους παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτή η περίοδος λόγω των αναλογιών με τη σημερινή εποχή, όπως μεγάλα αστικά κέντρα, εντάσεις μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής καταγωγής, άνθρωποι που αισθάνονται χαμένοι στις μεγαλουπόλεις – μια πρώτη εποχή κοσμοπολιτισμού αλλά και ελεύθερης μετακίνησης προϊόντων, ανθρώπων και ζώων, ιδεών και πολιτισμού». Αλλά και παρά το ότι άλλαξε τη θέση των Ελλήνων στην «οικουμένη» (την τότε γνωστή κατοικημένη γη) καθιστώντας την ιστορία τους (μας) αναπόσπαστο κομμάτι της παγκόσμιας ιστορίας της αρχαιότητας. Καθώς προσανατόλισε εκεί τις σπουδές του (τελείωσε τη διατριβή του 24 χρονών στη Χαϊδελβέργη), παρατήρησε ότι για πολλά θέματα τα οποία συζητούσε αναγκαζόταν να επαναλαμβάνει τη φράση “η ελληνιστική εποχή και οι αυτοκρατορικοί χρόνοι”». Κάπως έτσι συνέλαβε τον όρο «μακρά ελληνιστική εποχή», που πλέον έχει καθιερωθεί διεθνώς, ενώνοντας δύο ιστορικές περιόδους που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν χωριστά: την ελληνιστική εποχή που ξεκινάει με τις εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου ως τον θάνατο της Κλεοπάτρας (334 - 30 π.Χ.), και την πρώιμη αυτοκρατορική εποχή, από την εγκαθίδρυση του μοναρχικού πολιτεύματος από τον Αύγουστο το 27 π.Χ. έως τον θάνατο του Αδριανού το 138 μ.Χ. – «σαν να πηγαίνεις σε ένα μαγαζί και αντί να λες θέλω να αγοράσω ένα παντελόνι, να λες θέλω να αγοράσω ένα μπατζάκι και ένα ακόμα μπατζάκι». Έχει έναν τρομερά μεταδοτικό τρόπο να μιλάει για την ιστορία (κάτι που καταλαβαίνεις ήδη διαβάζοντας το βιβλίο του), για μια ιστορική περίοδο η οποία χαρακτηρίζεται «βαρετή».
Αλλά και στο σχολείο, «στη μέση εκπαίδευση αυτό που παραλειπόταν από τη διδακτέα ύλη ήταν η ελληνιστική εποχή λόγω μιας στρεβλής αντίληψης για το πώς κάνουμε ιστορία: η Ιστορία είναι τα γεγονότα. Επομένως άντε να θυμηθείς τη διαφορά ανάμεσα στον Πτολεμαίο τον 5ο και τον 8ο, ποιοι είναι οι Αντίοχοι και οι Σέλευκοι, και μετά πόλεμοι… κατακτήσεις… αλλαγές συμμαχιών. Είναι τόσο μπερδεμένη αυτή η περίοδος· δεν υπάρχει φοιτητής που να αγαπάει την ελληνιστική εποχή, αν του σερβίρεις στο πιάτο την πολιτική ιστορία. Αυτό που προσπαθώ στο πρώτο μέρους του βιβλίου (ακολουθούν τα κεφάλαια που σχετίζονται με τους θεσμούς, την κοινωνία, τον πολιτισμό και τη θρησκεία) είναι να αφηγηθώ το απόσταγμα, να περιγράφω τις γενικές τάσεις που είναι η αλλαγή συμμαχιών για τη διεκδίκηση εδαφών – δεν είναι ανάγκη να πιεις όλο τον ωκεανό για να καταλάβεις ότι το νερό είναι αλμυρό, δεν είναι ανάγκη να περιγράψεις όλους τους πολέμους για να καταλάβεις ότι η ελληνιστική εποχή είναι γεμάτη πολέμους».
Η αίσθηση που σου αφήνει το βιβλίο ειδικά στο πρώτο αυτό κομμάτι είναι σαν να έχεις δει κάποια επική σειρά στο Νέτφλιξ παρακολουθώντας στρατούς να προελαύνουν. Το βιβλίο κρατάει στον αναγνώστη το ενδιαφέρον αμείωτο, και αυτό εξηγείται από τη διπλή του ιδιότητα ως καθηγητή (από αυτούς που νιώθεις τυχερός αν έχεις στο πανεπιστήμιο) και συγγραφέα.
«Το βιβλίο στηρίζεται σε μαθήματα που είχα κάνει αρχικά στη Χαϊδελβέργη (σ.σ. αλλά και στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και στην Οξφόρδη, όπως και στη διαδικτυακή πλατφόρμα M@thesis* των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης). Μια παράδοση κρατάει 45 λεπτά, στα 20 για να μη χάσεις το ενδιαφέρον των φοιτητών πρέπει να τους πεις ένα αστείο, κάτι να τους κρατήσεις το ενδιαφέρον, κάτι που εξηγεί γιατί παρεμβάλλονται παραλληλισμοί όπως με το Star Wars ή το μιούζικαλ Σικάγο… Επιπλέον, γράφοντας ιδίως την πολιτική ιστορία, προσπάθησα να μιμηθώ το ύφος ενός ελληνιστικού ιστοριογράφου. Για αυτό η αφήγηση διανθίζεται με δραματικές αλλαγές και παράδοξα – εκεί που ο ήρωας σκοπεύει να κάνει κάτι η τύχη τα γυρίζει ανάποδα».
Είναι και κάτι ακόμα, που τονίζει. «Η ιστορία ζωντανεύει όταν βλέπεις τους πρωταγωνιστές της όχι ως αγάλματα σε βάθρα ή πορτρέτα σε νομίσματα αλλά σαν ανθρώπους με πάθη και αδυναμίες, που έχουν στόχους, απογοητεύονται, φοβούνται, φιλοδοξούν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Μέγας Αλέξανδρος, δεν μπορείς να τον καταλάβεις αν δεν μπεις στην ψυχή του».
Στη μία ώρα που τον έχω απέναντί μου κρέμομαι από τα χείλη του, σαν να έχουμε μεταφερθεί ξαφνικά στο αμφιθέατρο. Δεν είναι μόνο η γνώση, είναι κυρίως το πάθος που έχει για τη μετάδοσή της. Ρωτάω για τα σημεία που ξεχώρισα από μια συναρπαστική διήγηση ενός εν πολλοίς άγνωστου κόσμου, που μας βοηθάει να καταλάβουμε ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας μας αλλά και του κόσμου σήμερα.
Ο Μέγας Αλέξανδρος κατακτάει έναν καινούργιο θαυμαστό κόσμο
«Όταν ξεκίνησε την εκστρατεία του ο Αλέξανδρος κατά πάσα πιθανότητα δεν ήθελε να φτάσει μέχρι την Ινδία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι την απόφαση να συνεχίσει την εκστρατεία μετά την κατάκτηση των πρωτευουσών του περσικού βασιλείου την πήρε στην Περσέπολη, μάλλον λόγω των εξεγέρσεων των σατραπών και για να μπορέσει να πιάσει τον νικημένο Δαρείο τον οποίο βρήκε σκοτωμένο και τον έθαψε. Το ένα βήμα οδήγησε στο άλλο. Tο ότι θα υπήρχε εκστρατεία κατά των Περσών δεν ήταν έμπνευση του Μ. Αλεξάνδρου – ήταν μια ευρύτατα διαδεδομένη ιδέα, το είχε δοκιμάσει ο Αγησίλαος στις αρχές του 4ου αιώνα, ο Ισοκράτης παρακινούσε τους Έλληνες να απελευθερώσουν τα σκλαβωμένα τους αδέρφια στη Μ. Ασία–, το θέμα ήταν η έκταση της εκστρατείας. Για να χρησιμοποιήσω ένα παραδοξολόγημα, ουσιαστικά ολοκλήρωσε το έργο του Δαρείου και του Ξέρξη, αλλά από την ανάποδη. Όπως εκείνοι ήθελαν να καταλάβουν την Ελλάδα και να την εντάξουν στη μεγάλη αυτοκρατορία, ο Μ. Αλέξανδρος κατέκτησε την περσική αυτοκρατορία εντάσσοντας την Ελλάδα και τη Μακεδονία σε αυτόν τον κόσμο. Εκεί που απέτυχε είναι ότι δεν είχε ορίσει διάδοχο, διότι αφενός πέθανε νέος, αφετέρου φιλοδοξούσε να συνεχίσει την εκστρατεία του στην Αραβία. Το πιο σημαντικό όμως είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τις κατακτημένες περιοχές. Όσο ονειροπόλος και παθιασμένος ήταν σαν πολεμιστής, τόσο ρεαλιστής και προσγειωμένος ήταν στην οργάνωση του βασιλείου. Ό,τι λειτουργούσε καλά στην περσική αυτοκρατορία το κράτησε, αντικαθιστώντας μόνο τους Πέρσες στρατηγούς με Μακεδόνες – με εξαίρεση την οργάνωση της Αιγύπτου, με την ίδρυση της Αλεξάνδρειας».
Το άλλο πολύ σημαντικό που έκανε ο Μ. Αλέξανδρος είναι η ίδρυση συνεχώς νέων πόλεων για την εγκατάσταση όσων συμμετείχαν στην εκστρατεία – ήταν και ένας από τους στόχους της εκστρατείας. Όπως εξηγεί ο κ. Χανιώτης, «στην Ελλάδα εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλη έξαρση ενός προβλήματος το οποίο παρουσιάζεται κατά καιρούς στην αρχαία ελληνική ιστορία και δεν λύνεται ποτέ με τον μόνο τρόπο που θα μπορούσε να λυθεί, που είναι οι μεταρρυθμίσεις. Η έλλειψη γης, δηλαδή η συγκέντρωσή της στα χέρια λίγων, η δημογραφική ανάπτυξη και η υπερχρέωση κάποιων είναι διαχρονικά φαινόμενα που οδηγούν στην ανάγκη είτε να κατακτήσεις τη γη του γείτονά σου είτε να ξενιτευτείς. Χαρακτηριστική η περίπτωση της Κρήτης τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. όπου 4.000 κρητικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στη Μίλητο ακριβώς για αυτόν για τον λόγο. Επομένως ο Αλέξανδρος αντιδρά σε μια υπαρκτή ανάγκη: Όλος αυτός ο στρατός που είχε φέρει στην Ασία πού θα γυρνούσε στην Ελλάδα; Στα κτήματα που δεν είχε; Στα χρέη; Στις πολιτικές διαμάχες που δίχαζαν τις πόλεις; Επιλέγει λοιπόν μια παραδοσιακή λύση, αυτή του αποικισμού, όπως έκαναν οι Έλληνες ήδη από τον 7ο και 8ο αι. Είναι μοναδική η σύμπτυξη όλων αυτών των παραγόντων σε μια συγκεκριμένη περίοδο και σε ένα πρόσωπο, που να είναι και τόσο μεγάλος κατακτητής και να ιδρύει αποικίες και να εντάσσει την Ελλάδα σε μια μεγάλη αυτοκρατορία, αλλά και να την οργανώνει με βάση και τα πρότυπα που είχε βρει στα μέρη εκεί».
Από τη στιγμή που δίνεται το εναρκτήριο λάκτισμα για την ελληνιστική εποχή, η πολιτιστική ηγεμονία μετατοπίζεται από την Αθήνα στην Αίγυπτο και την Ασία· όλα τα άλλα ακολουθούν και είναι οι μεγάλες επαναστάσεις στην κοινωνική οργάνωση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η θέση των γυναικών.
«Διότι ένας στρατός δεν προχωράει μόνος του, υπάρχει και η λεγόμενη αποσκευή, όπως είναι ο αρχαίος όρος, που είναι οι γυναίκες, τα πράγματα κ.λπ. Μερικοί στρατιώτες έπαιρναν την οικογένεια μαζί τους, αλλά και εκεί που εγκαθίσταντο υπήρχε η ανάγκη να συνάψουν γάμους. Σταδιακά βλέπουμε μια πολύ μεγαλύτερη ελευθερία των γυναικών π.χ. στη διαχείριση της περιουσίας. Σε πάρα πολλές πόλεις ίσχυες ο κανόνας ότι όταν μια γυναίκα είναι ο μόνος κληρονόμος του πατέρα της, δεν κληρονομεί η ίδια την περιουσία, αλλά πρέπει να παντρευτεί τον στενότερο άνδρα συγγενή, ώστε να μεταβιβάσει στα παιδιά της την περιουσία του πατέρα της, οπότε ήταν ουσιαστικά μια γέφυρα ανάμεσα στην επόμενη γενιά. Όλα αυτά αρχίζουν να καταρρέουν όταν οι γυναίκες βρίσκονται μακριά από τον τόπο τους, δηλαδή μακριά από την πατρική εξουσία κι αυτό φαίνεται από επιγραφικά μνημεία, από το γεγονός ότι πολλές είναι ευεργέτιδες, δηλαδή έχουν χρήματα για να χτίσουν ένα βουλευτήριο, για να χρηματοδοτήσουν το Γυμνάσιο, και αυτό δημιουργεί νέες δυνατότητες για τη γυναίκα».
Καβάφης, ο μεγάλος ιστορικός
Δεν έχουμε τον χρόνο να μπούμε στα επιμέρους χαρακτηριστικά αυτού του καινούργιου κόσμου που αναπτύσσεται, στους πολιτικούς πειραματισμούς και τις καινοτομίες στις πόλεις και στα βασίλεια της ελληνιστικής εποχής, τα οποία αναπτύσσει στο βιβλίο. Η γνώση τους, όπως λέει, είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε την τέχνη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τη θρησκεία, όλες τις σημαντικές εξελίξεις που συνεχίζουν με τη ρωμαϊκή επέκταση στην Ελλάδα και την ελληνόφωνη Ανατολή, για αυτό άλλωστε μιλάει για μια Μακρά Ελληνιστική Εποχή. Το σημείο καμπής του περάσματος από την ελληνιστική εποχή στη ρωμαιοκρατία μάς φέρνει στον Καβάφη, τον οποίο θεωρεί τον σπουδαιότερο ιστορικό στην εποχή του και πάντα τον αναφέρει στα βιβλία και τις παραδόσεις του.
Κάνουμε μια απαραίτητη στάση στη χρονολογία 200 π.Χ., που είναι και τίτλος ποίηματός του.
Στο ποίημα ο αφηγητής, ένας Έλληνας που ζει στις περιοχές του «νέου» κόσμου που διαμορφώθηκε από τις εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου 130 χρόνια μετά, διαβάζει την επιγραφή που συνόδευε τα λάφυρα που αφιέρωσε ο Μ. Αλέξανδρος στον Παρθενώνα μετά τη μάχη του Γρανικού: ΑΛΕΞΑΝΔΡOΣ ΦΙΛΙΠΠOΥ ΚΑΙ OΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜOΝΙΩΝ και σχολιάζει ειρωνικά την άρνηση των Λακεδαιμονίων να συμμετάσχουν, με τη δικαιολογία ότι η σπαρτιατική παράδοση τους εμπόδιζε να πάρουν μέρος σε εκστρατεία στην οποία δεν ήταν οι ίδιοι αρχηγοί.
Στα 200 π.Χ.
«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων–»
Μπορούμε κάλλιστα να φανταστούμε
πως θ' αδιαφόρησαν παντάπασι* στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι' αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής*.
Α βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται*.
Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη* ο φοβερός στρατός
που στ' Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ' τ' Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κι εσαρώθη.
Κι απ' την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη*: βγήκαμ' εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κι οι πολυάριθμοι
επίλοιποι* Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κι οι εν Μηδία, κι οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες*,
με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών*.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά*
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, τόμ. 2, Ίκαρος
Τι μας λέει για την Ιστορία αυτό το ποίημα; «Ο Καβάφης είχε καταλάβει ότι αυτή ήταν η εκδίκηση του Αλεξάνδρου κατά του μόνου εχθρού που δεν κατάφερε να νικήσει, διότι ποτέ δεν συναντήθηκαν στο πεδίο της μάχης – οι Σπαρτιάτες όχι μόνο δεν συμμετείχαν στην ελληνική συμμαχία, αλλά ο Άγης έκανε επιχειρήσεις για να υποστηρίξει τον περσικό στόλο. Κι έτσι με μια λακωνική φράση τους εξαφανίζει από την ιστορία. Αλλά ο Καβάφης χρησιμοποιεί αυτή την αναθηματική επιγραφή και σαν το επιτύμβιο μιας ολόκληρης εποχής. Το 200 π.Χ. είναι η αρχή του τέλους για την ελληνική ελευθερία. Τότε αρχίζει ο Δεύτερος Μακεδονικός πόλεμος που οδηγεί στην κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους. Ἐτσι αυτά που λέει το ποίημα λίγα χρόνια μετά δεν υφίστανται, πλέον οι Έλληνες είναι υποδουλωμένοι. Το 197 είναι η πρώτη μεγάλη ήττα, όταν η Μακεδονία χάνει τα εδάφη της νοτιότερα, δηλαδή τη Θεσσαλία. Η επόμενη μεγάλη τομή είναι το 167 π.Χ., όταν η Μακεδονία καταργείται ως βασίλειο και χωρίζεται σε 4 χωριστά κρατίδια τα οποία λειτουργούν ως δημοκρατίες, και το 146 π.Χ. όταν κατακτάται η υπόλοιπη Ελλάδα. Για τον Καβάφη οι Ρωμαίοι είναι το αντίστοιχο της βρετανικής αυτοκρατορίας στην Αίγυπτο της εποχής του. Η μεγάλη δύναμη η οποία κυριαρχεί τα πάντα, καταδυναστεύει τους πάντες. Η χρονιά που η Ρώμη γίνεται η μεγάλη δύναμη είναι για τον Καβάφη το επιτύμβιο μνημείο του ελληνιστικού κόσμου».
Η Ελλάδα ρωμαϊκή επαρχία, οι ελίτ, ο Ηρώδης ο Αττικός
Ποια είναι η μεγάλη τομή που φέρνει η ρωμαϊκή επέκταση στην Ανατολή; Ότι αντικαθίστανται τα βασίλεια που είχαν σχηματιστεί από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου από επαρχίες και οι βασιλείς από τους ρωμαίους επάρχους. Ωστόσο οι πόλεις, όπως τις ξέρουμε από τους προηγούμενους αιώνες, παραμένουν τα κέντρα της πολιτικής, κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής.
«Οι πόλεις διοικητικά είναι ενταγμένες σε επαρχίες, σε κάποιες οι Ρωμαίοι παραχωρούν το δικαίωμα να μην πληρώνουν φόρο. Ως προς το πολίτευμα επιφανειακά έχουμε δημοκρατίες, στην πραγματικότητα έχουμε την κυριαρχία διαφόρων ελίτ. Δηλαδή διατηρούν τους θεσμούς τους, όπως την εκκλησία του δήμου, αλλά είναι εξαρτημένες από τις συνεισφορές πλούσιων ευεργετών, η εξουσία των οποίων παραμένει αναμφισβήτητη όσο είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν μέρος του πλούτου τους για αυτό που ονομάζουμε σήμερα δημόσιες δαπάνες. Είναι υποχρεωμένοι δηλαδή να διαπραγματεύονται την εξουσία τους με τους πολίτες, να λογοδοτούν. Ουσιαστικά μέχρι τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα οι πόλεις συνεχίζουν να έχουν και έντονη πολιτική ζωή και η δύναμη που έχει ο λαός δεν περνάει μέσα από κατοχή αξιωμάτων, αλλά μέσα από διαδηλώσεις, φασαρίες και ταραχές».
Ένα τέτοιος πλούσιος ευεργέτης ήταν και ο Ηρώδης ο Αττικός, που ξέρουμε όλοι από το Ωδείο που χρηματοδότησε, το Ηρώδειο. Η ιστορία του είναι ενδεικτική του πώς λειτουργούν οι πόλεις τότε.
«Ο Ηρώδης ο Αττικός υπήρξε ο πλουσιότερος άνδρας στην Ελλάδα τον 2 μ.Χ. αιώνα, με κτήματα στον Μαραθώνα και την Κηφισιά, βίλες στην Ιταλία, την Πελοπόννησο και την Ήπειρο, και ήταν ο πρώτος Έλληνας που κατέλαβε το αξίωμα του υπάτου, το ανώτατο στη Ρώμη μετά τον αυτοκράτορα. Έκανε ευεργεσίες στην πόλη, έχτισε το Ωδείο, το Παναθηναϊκό στάδιο, είχε γεμίσει την Αθήνα με αγάλματα, οι Αθηναίοι τον θαύμαζαν για το ρητορικό του ταλέντο, αλλά και τον μισούσαν. Πήγαν μάλιστα στον αυτοκράτορα να διαμαρτυρηθούν, ότι είχε εγκαταστήσει εξουσία στην Αθήνα ως τύραννος. Δεν ξέρουμε τα αποτέλεσμα της δίκης, ξέρουμε μόνο ότι ο Μάρκος Αυρήλιος, που τον δίκασε, δάκρυσε όταν άκουσε τις κατηγορίες και ότι μετά ότι γύρισε θριαμβευτής στην Αθήνα. Όταν πέθανε το 177 μ.Χ. οι Αθηναίοι έφηβοι πήγαν στον Μαραθώνα, όπου ήταν να γίνει η κηδεία του, και «άρπαξαν το σώμα με τα ίδια τους τα χέρια» για να τον ενταφιάσουν στο στάδιο που είχε δωρίσει στην πόλη –το Παναθηναϊκό Στάδιο–, κλαίγοντας σαν παιδιά που έχουν ορφανέψει από τον πατέρα τους. Αυτή η ιδέα ότι ο ευεργέτης είναι ο πατέρας της πόλης υποδηλώνει και μια ιεραρχική σχέση: ο πατέρας πρέπει να φροντίζει τα παιδιά του και αυτά οφείλουν να τον υπακούνε. Είναι κάτι που για τον Περικλή δεν θα το λέγαμε ποτέ».
Pax Romana, μεταρρυθμίσεις, οικονομική ανάπτυξη
Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση εγκαθιδρύεται η λεγόμενη Pax Romana, που σημαίνει ότι οι περιοχές που ανήκουν στην αυτοκρατορία σταματούν να πολεμούν η μια με την άλλη, κάτι που ισχύει και για τις ελληνικές πόλεις που μέχρι τότε ήταν σε ανταγωνισμό – η Μίλητος πολεμούσε με τη Μαγνησία, η Αθηναίοι κατά των Θηβαίων, οι Θεσσαλοί μεταξύ τους, οι Μεσσήνιοι τρώγονταν με τη Μεγαλούπολη. Αυτό τι σήμαινε για τις ελληνικές πόλεις;
«Ανοίγονται νέες δυνατότητες. Οι ελληνικές πόλεις αποκτούν σχέσεις μεταξύ τους, προσανατολίζονται σε νέους οικονομικής κλάδους, υπάρχει ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας – εκεί που για να μεταφέρεις τα προϊόντα σου από την Αθήνα στη Θεσσαλία πρέπει να περάσεις τα σύνορα 4-5 πόλεων και να πληρώνεις δασμούς, αυτά καταργούνται. Τις μεταρρυθμίσεις που δεν τα έκαναν οι Έλληνες, γιατί δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, τις επέβαλαν οι Ρωμαίοι, ουσιαστικά καταργώντας τα σύνορα καθώς όλες οι πόλεις πλέον εντάσσονται σε μια αυτοκρατορία η οποία διευκολύνει τη μετακίνηση ανθρώπων και προϊόντων. Μοιάζει λίγο με τη συνθήκη του Σένγκεν, δεν έχει τόση σημασία αν έχεις πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα, τη Σικυώνα, τη Θήβα, ή τις Πλαταιές, διότι ισχύει το ίδιο δίκιο. Επίσης είναι πολύ πιο εύκολο να εγκατασταθεί κανείς από τη μία περιοχή σε άλλη. Χαρακτηριστικό πάλι το παράδειγμα της Κρήτης, που ήταν χωρισμένη σε πολλά μικρά κρατίδια. Η ένταξή της στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία είναι περίπου σαν την ένταξη των χωρών του τέως ανατολικού μπλοκ σε μια οικονομία της αγοράς, διότι ουσιαστικά οι πόλεις, οι οποίες παρήγαν για να χρηματοδοτούν τα συσσίτια και τη στρατιωτική τους οργάνωση, ξαφνικά παράγουν για να εμπορευθούν. Αίφνης το κρητικό κρασί διαδίδεται σε όλη τη Μεσόγειο και είναι το πιο ευρέως εξαγώγιμο κρασί σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη περιοχή».
Ένας παγκοσμιοποιημένος κόσμος
Είναι από τις ιδέες του βιβλίου που σου εντυπώνονται. Η Εποχή των Κατακτήσεων έφτιαξε έναν κόσμο ο οποίος θεωρείται πρώιμο παράδειγμα παγκοσμιοποίησης, και που σε πολλά αν όχι μας θυμίζει τον δικό μας, τουλάχιστον μοιάζει οικείος. Όπως εξηγεί ο κ. Χανιώτης:
«Διασύνδεση ανάμεσα σε χώρες και πολιτισμούς υπήρχε πάντα στην αρχαιότητα. Ακόμα και στην μυκηναϊκή εποχή θα βρούμε μυκηναϊκή κεραμεική στη Συρία και τοιχογραφίες από Κρήτες τεχνίτες στην Αίγυπτο. Το διαφορετικό είναι η διασύνδεση μιας τόσο τεράστιας γεωγραφικής περιοχής, από την Αδριατική ως το Αφγανιστάν και από τα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου ως την Αιθιοπία, την Ιβηρική Χερσόνησο, την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, τη Βρετανία και τη Βόρειο Αφρική, το μεγαλύτερο τμήμα της οικουμένης (αυτό που γνώριζαν ως κατοικημένη γη) στα όρια μίας και μόνο αυτοκρατορίας».
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο παγκοσμιοποίησης ήταν η χρήση της ελληνικής στις ανατολικές ρωμαϊκές επαρχίες, αλλά και στο δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας –που ήταν τα λατινικά– μεταξύ διανοουμένων και μεταναστών, όπως και η σύγκλιση καλλιτεχνικών τάσεων.
«Υπάρχει η ανάπτυξη μιας πολιτιστικής κοινής, μιας κοινής δηλαδή μορφής έκφρασης, από την εξωτερική εμφάνιση των πόλεων και τις μορφές διασκέδασης έως την ενδυμασία και τα γένια των ανδρών ή ακόμα και στις κομμώσεις των γυναικών – όταν μια αυτοκράτειρα έχει μια συγκεκριμένη κόμμωση, οι γυναίκες της αυτοκρατορίας θα τη μιμηθούν, θα τη μάθουν από τις εικόνες που απεικονίζονται στα νομίσματα και από τα πορτρέτα που στήνονται σε κάθε πόλη. Αυτό είναι η φανερή όψη ενός πολύ βαθύτερου φαινομένου που είναι η πολιτισμική σύγκλιση, υπάρχει ομοιομορφία στη διάδοση φιλοσοφικών ιδεών, διάδοση αιγυπτιακών, ρωμαϊκών και ελληνικών θεοτήτων από τη μία περιοχή στην άλλη, όπως η λατρεία της Ίσιδας στον ελληνικό κόσμο και της Αρτέμιδος στον Περσικό κόλπο, διάδοση της λογοτεχνίας και των τεχνικών της ρητορικής. Έργα τέχνης και καλλιτέχνες ταξιδεύουν, ηθοποιοί, αθλητές, φιλόσοφοι, ρήτορες ταξιδεύουν από από τη Νάπολη ως τα βάθη της Μ. Ασίας και από τη Μαύρη Θάλασσα ως την Αίγυπτο, μεταφέροντας γνώσεις, πολιτισμό, αξίες από τη μία περιοχή στην άλλη.
Η θέση των Ελλήνων στην οικουμένη
Στον καινούργιο κόσμο έχουμε συγχώνευση ελληνικών και τοπικών παραδόσεων σε έναν πολυπολιτισμικό κόσμο. Η μακρά ελληνιστική εποχή άλλαξε τη θέση των Ελλήνων στην οικουμένη καθιστώντας την ιστορία τους αναπόσπαστο κομμάτι της παγκόσμια ιστορίας της αρχαιότητας. Υπάρχει ένα νήμα που μας φέρνει στο σήμερα;
«Η μελέτη της “μακράς ελληνιστικής εποχής” δεν εξηγεί μόνο την εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού, κτίζοντας την απαραίτητη γέφυρα ανάμεσα στον κλασικό κόσμο και την ύστερη αρχαιότητα· δεν εξηγεί μόνο γιατί λεγόμαστε Ρωμιοί και έχουμε στην Αθήνα μια “Ρωμαϊκή Αγορά”. Έχει σημασία και για τον διαχρονικά επανεμφανιζόμενο κοσμοπολιτισμό των Ελλήνων που εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές εποχές: με τον αποικισμό τον 8ο και τον 7ο π.Χ. αιώνα, με τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και τέχνης αλλά και την εγκατάσταση Ελλήνων ως την Κεντρική Ασία μετά τον Αλέξανδρο, με την έξοδο λογίων στην Ευρώπη μετά το 1453, με τις εμπορικές κοινότητες του 18ου και 19ου αιώνα, με την ομογένεια στην Αίγυπτο και τη Μαύρη Θάλασσα, αργότερα με τη μετανάστευση και σήμερα με την ακαδημαϊκή διασπορά. Στις τελευταίες γενιές ζήσαμε τη σταδιακή εξαφάνιση ελληνικών κοινοτήτων έξω από την Ελλάδα, από τη Μικρά Ασία έως τη Μεγάλη Ελλάδα της Κάτω Ιταλίας, από την Αίγυπτο έως την Οδησσό και τη Μαριούπολη· ζήσαμε όμως και έναν νέο “αποικισμό”: τον “αποικισμό” διεθνών πανεπιστημίων και επιχειρήσεων με Έλληνες επιστήμονες. Η σημερινή πρόκληση είναι αυτός ο “ελληνικός καινούργιος κόσμος μέγας”, για να χρησιμοποιήσω έναν στίχο του Καβάφη, να αποτελέσει ένα δίκτυο, όπως ήταν στη “μακρά ελληνιστική εποχή”».
***
Βιογραφικό Ο Άγγελος Χανιώτης κατέχει από το 2010 την έδρα Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών στο Institute for Advanced Study στο Πρίνστον. Ειδικεύεται στην επιγραφική και την ιστορία του Ελληνισμού από τον Αλέξανδρο ως την ύστερη Αρχαιότητα. Έχει διατελέσει καθηγητής στα Πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης, Νέας Υόρκης και Οξφόρδης και Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης. Από το 1995 συμμετέχει στις ανασκαφές της Αφροδισιάδας και από το 2021 συνδιευθύνει την ανασκαφή της Λύκτου στην Κρήτη. Για τις έρευνές του, για τις οποίες έχει λάβει χορηγίες από το European Research Council, το Packard Humanities Institute, το National Endowment for the Humanities, την Deutsche Forschungsgemeinschaft και άλλους φορείς, έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, μεταξύ άλλων με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου στην Ελλάδα, το Βραβείο Έρευνας του Ιδρύματος Χούμπολντ, το Κρατικό Βραβείο Έρευνας της Βάδης -Βυρτεμβέργης και τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα τεσσάρων πανεπιστημίων. To 2013 τιμήθηκε με το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα. Έχει διατελέσει μέλος πολλών ερευνητικών συμβουλίων, όπως του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας της Ιταλίας (2012-2014), του Ερευνητικού Συμβουλίου της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών (2008-2013), του Collegium for Advanced Study της Φινλανδίας (2004-2009) και του Διεθνούς Συμβουλίου της Alexander von Humboldt Foundation (2005-2010). Από το 2020 είναι Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Fondation Hardt pour l’Étude de l’Antiquité Classique στη Γενεύη. Είναι μέλος της American Philosophical Society και της Academia Europea και αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Βελγίου, Φινλανδίας και Χαϊδελβέργης. Από το 2020 υπηρετεί στο Ανώτατο Συμβούλιο της Εθνικής Αρχής για την Ανώτατη Εκπαίδευση και από το 2023 στο Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Καινοτομίας και Τεχνολογίας. Είναι πρόεδρος της μη κερδοσκοπικής εταιρείας «Κόμβος: Δίκτυα του Παγκόσμιου Ελληνισμού». Πρόσφατα βιβλία του είναι, μεταξύ άλλων, Θεατρικότητα και δημόσιος βίος στην ελληνιστική εποχή (2009), Η εποχή των κατακτήσεων: ο ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο στον Αδριανό (2021) και Emotionen und Fiktionen: Gefühle in Politik, Gesellschaft und Kultur der griechischen Antike (2023).
***
Τέσσερα διαδικτυακά μαθήματα του Άγγελου Χανιώτη προσφέρονται ελεύθερα και δωρεάν προς όλους στο Κέντρο Ανοικτών Διαδικτυακών Μαθημάτων Mathesis των ΠΕΚ. Πρόκειται για τα μαθήματα Δημοκρατίες στην αρχαία Ελλάδα: Γένεση και εξέλιξη, Η μακρά ελληνιστική εποχή: Ο ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο στον Αδριανό, Πατήρ πάντων πόλεμος: Οι ελληνιστικοί πόλεμοι ως κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο και Μνήμη, πάθος, πίστη: Το ανθρώπινο πρόσωπο του μετακλασικού ελληνικού κόσμου, στα οποία έχουν πραγματοποιηθεί συνολικά ως τώρα παραπάνω από 25.000 εγγραφές ενδιαφερόμενων πολιτών.