Βιβλιο

«Ο βασιλιάς» του Στσέπαν Τβάρντοχ και μια εβραϊκή ιστορία στη Βαρσοβία

Δύο Βαρσοβίες, δύο κόσμοι ξένοι μεταξύ τους, συγκεντρώνονται γύρω από το ρινγκ

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 874
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Ο βασιλιάς» του Στσέπαν Τβάρντοχ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Συνήθως, οι φίλοι που ετοιμάζονται να ταξιδέψουν για πρώτη φορά στην Πολωνία με ρωτάνε πού αξίζει να μείνουν περισσότερες μέρες – στη Βαρσοβία ή στην Κρακοβία. Ψηφίζω πάντα υπέρ των μεγαλουπόλεων και τάσσομαι αναφανδόν με την πρωτεύουσα. Η Βαρσοβία είναι μια πρωτεύουσα που τιμάει το όνομά της. Με όμορφα σύγχρονα κτίρια, αλλά και αναλλοίωτο ιστορικό κέντρο για να περιπλανηθεί ο ταξιδιώτης στο παρελθόν. Η Κρακοβία, από την άλλη, είναι μια πολίχνη της ενδοχώρας, ωραία μεν μικρή δε. Την φέρνει στον τουριστικό χάρτη η γειτνίασή της με το στρατόπεδο συγκέντρωσης (εξόντωσης, για την ακρίβεια) που έχει ως προμετωπίδα στη Δαντική πύλη του το περίφημο «Arbeit macht frei» – Η εργασία απελευθερώνει. Αναφέρομαι στο Άουσβιτς.

Ο συγγραφέας για τον οποίον θέλω να μιλήσω, τοποθετεί τους ήρωές του στην πρωτεύουσα Βαρσοβία. Ο Στσέπαν Τβάρντοχ είναι νέος συγγραφέας, ετών σαράντα τέσσερα, όμως ο κεντρικός του ήρωας, αυτός που αρχίζει την αφήγηση τουλάχιστον, είναι ένας εικοσάρης Εβραίος που φυτοζωεί στο γκέτο και προσκολλάται κάποια στιγμή στον δολοφόνο του πατέρα του. Ο δολοφόνος του πατέρα του είναι ο βασιλιάς. Πρωτοκλασάτος Εβραίος πυγμάχος που μεσουρανεί στην άγρια νύχτα της Βαρσοβίας, πυρπολεί καρδιές μοναχικών υπάρξεων και βρίσκεται στην υπηρεσία ενός τοπικού μαφιόζου.

Ο συγγραφέας τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματος «Ο βασιλιάς» ελάχιστα πριν αρχίσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Χίτλερ έχει ανοίξει πλέον τα χαρτιά του κι οι Εβραίοι της Πολωνίας έχουν αρχίσει να ανησυχούν. Αρκετοί σκέφτονται να αποδράσουν από τη χώρα με κατεύθυνση άλλοι τη σύγχρονη Γη της Επαγγελίας –την Αμερική στη συγκεκριμένη περίπτωση– κι άλλοι τη Βιβλική Γη της Επαγγελίας – ήγουν την Παλαιστίνη.

Ωστόσο, ακόμη και στην Πολωνία η πολιτική κατάσταση είναι ρευστή. Φαλαγγίτες συγκρούονται με τα αριστερά συνδικάτα, η διαφθορά οργιάζει και οι μαυραγορίτες τρίβουν τα χέρια τους ενόψει αυτού που πρόκειται να ακολουθήσει – η εισβολή των Ναζιστικών στρατευμάτων. Στο χαμαιτυπείο, πάντως, της Ρίβκα η ζωή συνεχίζεται αδιατάρακτα. Λες και η παρέα εκεί να ακολουθεί τα χορευτικά βήματα της εφεύρεσης του Μορέλ (ένα βιβλίο του Μπιόι Κασάρες που αγαπώ).

Θα μου πείτε, μα τι μας ενδιαφέρει μια εβραϊκή ιστορία που ξετυλίγεται στη Βαρσοβία; Μας ενδιαφέρει γιατί αποτελεί δείγμα υψηλής λογοτεχνικής αφήγησης, καλύτερο από κάθε σεμινάριο δημιουργικής γραφής.

Σε εξαιρετική μετάφραση της Ναταλίας Σκανδάλη, το μυθιστόρημα μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα πυγμαχικό αγώνα υψηλής πεζογραφίας δίχως τέλος. Και λέω δίχως τέλος γιατί θυμάμαι στους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, όταν είχα πάει να παρακολουθήσω έναν αγώνα στο ριγκ του Παυλίδη –που είχε ελπίδες (κι εμείς μαζί του) για το χρυσό–, για κακή του τύχη τραυματίστηκε στο πρόσωπο κι ο διαιτητής αναγκάστηκε να διακόψει τον αγώνα με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουμε όλοι το κλειστό της πυγμαχίας πλήρως απογοητευμένοι. Σε αντίθεση, λοιπόν, με εκείνη την περίπτωση, ο αναγνώστης θα απολαύσει ένα βιβλίο σχεδόν πεντακοσίων σελίδων από έναν συγγραφέα που δεν ανήκει στην κατηγορία του φτερού – όπως πολλοί άλλοι ομότεχνοι που λυμαίνονται τον χώρο.