- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Γιγάντιο καλαμάρι»: Μια ελεγεία στον αόρατο γίγαντα της αβύσσου
Το βιβλίο του Φάμπιο Τζενοβέζι (μετάφραση Φωτεινή Ζερβού, Εκδόσεις Πατάκη) είναι ένας ύμνος στην οικολογία
Πώς διέφυγε στην επικράτεια του θρύλου το μεγαλύτερο πλάσμα των ωκεανών;
Αν αγαπάτε τη θάλασσα, και τα μυστήριά της, αυτό το βιβλίο είναι για εσάς. Είναι τρόπον τινά αταξινόμητο: λογοτεχνία μεν, ένα είδος δοκιμίου για το (σχεδόν) μυθικό γιγάντιο καλαμάρι —αλλά και το συγγενές του είδος: το κολοσσιαίο καλαμάρι—, όμως μπολιασμένη με τόσο πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, που από ένα σημείο και μετά δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι — και δεν σε νοιάζει να ξέρεις, δεν έχει και καμιά σημασία. Ο Τζενοβέζι γράφει μέσα από την καρδιά του, με μεγάλες χειρονομίες, με φωνές πού και πού, με ψιθύρους όταν δεν θέλει, και όταν δεν πρέπει, να ενοχλήσουμε τον φασματικό τιτάνα των θαλασσών, με υπαινιγμούς, παραβολές, πισωγυρίσματα, με χορταστικές αναμνήσεις με τη γιαγιά του στο χωριό — με όλα τα υλικά της μνήμης και της φαντασίας. Και των μαρτυριών του παρελθόντος βέβαια.
Έτσι, μελετά και μας παρουσιάζει μία προς μία τις μαρτυρίες ή πιθανολογήσεις περί της υπάρξεως ή μη αυτού του τέρατος των θαλασσών, που πρώτη φορά στη δική μας μικρή ζωή μάθαμε γι’ αυτό στις «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα» του Βερν: ήταν εκείνο το πλάσμα που τύλιξε με τα πλοκάμια του τον Ναυτίλο του Κάπτεν Νέμο. Και είναι εκείνο που γέννησε μία σειρά από θρύλους: είναι το ακατάβλητο κράκεν.
Ο Τζενοβέζι μάς παρουσιάζει όλες τις ιστορίες και όλες τις εκδοχές με τη σειρά, όσο απίθανες κι αν είναι —καμιά τους δεν είναι τόσο απίθανη όσο το ίδιο το γιγάντιο καλαμάρι—, όσο απίθανοι και να ήταν αυτοί που τις έζησαν —άνθρωποι μοναχικοί και ωραίοι και επίμονοι όλοι τους—, συνεχίζοντας να τις πλέκει με τις δικές του ταπεινές, καίτοι πανέμορφες, αναμνήσεις από την παιδική του κυρίως ηλικία. Το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό, σε κάνει να χαμογελάς, και ταυτόχρονα σε σκεπάζει όσο διαβάζεις με μια τολύπη μελαγχολίας.
Και ένα από τα βιβλία εκείνα που κρύβουν πίσω από όλες τους τις λέξεις, ακόμα και από τις λέξεις του τίτλου τους, το αληθινό τους θέμα. Βέβαια, δεν γίνεται (μόνο) λόγος εδώ για το γιγάντιο καλαμάρι. Ο λόγος είναι για εμάς, για τη ζωή, για την ωκεάνια ησυχία μέσα μας. Και για τις ιστορίες από τις οποίες όλοι μας είμαστε φτιαγμένοι.
Γλυκό βιβλίο, με πιπεράτες νότες ειρωνείας, βαθύτατα οικολογικό (ακόμη και αν έλειπε το σπαρακτικό τελευταίο κεφάλαιο θα ήταν οικολογικό), που σου μαθαίνει πράγματα για τη θάλασσα και τον κόσμο, σε κάνει να μην αισθάνεσαι μόνος —άλλοι υπήρξαν πολύ περισσότερο μόνοι από όσο δεν θα τολμούσαμε να ονειρευτούμε εμείς—, και σε ταξιδεύει στον πιο βαθύ, πιο γαλήνιο, πιο σκοτεινό και πιο μυστηριώδη κόσμο που μπορεί να υπάρξει: του ωκεανού, του ονείρου, και της μνήμης. Όμορφη μετάφραση, ωραία έκδοση, και μαζί ένα βιβλίο που διαβάζεται ιδανικά (προφανώς στην παραλία αλλά και) σε ένα λεωφορείο, ή τρόλεϊ, ή στο μετρό, όχι επειδή τού πάει να συναγελάζεται με άλλους ανθρώπους, αλλά γιατί θα σας απαλύνει το βάσανο της μετακίνησης κάνοντας το όχημά σας να ταρακουνιέται λιγάκι από κάτι ύποπτο που το χτυπάει από κάτω. Ποιος ξέρει τι να ’ναι.
Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα — ας το διαβάσουμε:
* * *
«Φάμπιο, έρχεσαι μια στιγμή έξω;» η γιαγιά με φώναζε από το παράθυρο.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, είχαμε φάει για βράδυ, ένα βουνό τηγανητές πατάτες, που δεν είχα καταφέρει ν’ αποτελειώσω, αλλά τώρα ήμουν εκεί στην κουζίνα και προσπαθούσα να φάω τις τελευταίες που είχαν απομείνει στο πιάτο. Έριχνα μια ματιά στις λιγοστές πατάτες, μια στην τηλεόραση, μια στο έπιπλο που πάνω του βρισκόταν η τηλεόραση, κοιτούσα τα πάντα εκτός από τη γωνία πίσω από τα μάτια της κουζίνας, όπου φοβόμουν ότι θα δω τον παππού να μου ζητά καμιά από τις πατάτες που με το ζόρι έτρωγα. Και τώρα φοβόμουν επίσης τη γιαγιά, που με φώναζε να βγω έξω στο σκοτάδι. Καθόταν έξω από την πόρτα, κάτω από την καλαμωτή, όπου κρεμόταν μια λάμπα, και πολλές νυχτοπεταλούδες κι άλλα έντομα πετούσαν γύρω από το φως και πλησίαζαν κάνοντας κύκλους ολόγυρα, μέχρι που χτυπούσαν πάνω σ’ αυτήν και έπεφταν ζαλισμένα κάτω, αλλά μόλις κατάφερναν να σηκωθούν, χτυπούσαν πάνω της με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη.
«Συγγνώμη, γιαγιά».
«Για ποιο πράγμα;»
«Για πριν. Άναψα το φως γιατί φοβόμουν και ήθελα να βλέπω. Δηλαδή δεν ήθελα να δω, δεν…»
«Το ξέρω, Φαμπιέττο, το ξέρω» χαμογελούσε, κι εγώ την έβλεπα που κοιτούσε τη νύχτα, η οποία φωτιζόταν από τη στρογγυλή λάμψη της λάμπας, τα έντομα που πετούσαν γύρω μας, κι ανάμεσα στα τούβλα του τοίχου τους σκορπιούς, που κάθε τόσο έπιαναν κάποιο από αυτά με τις δολοφονικές δαγκάνες τους.
Οι σκορπιοί είναι τέλειοι, τόσο που η εξέλιξη δεν ξέρει τι άλλο να κάνει για να τους βελτιώσει κι έτσι τους αφήνει όπως είναι. Έχουν μείνει ίδιοι τετρακόσια εκατομμύρια χρόνια.
Συγκριτικά, η ιστορία του ανθρώπου μοιάζει σαν ένα ανθισμένο μπαλκονάκι μπροστά στο δάσος του Αμαζονίου. Η ιστορία μας είναι ένα τίποτα μπροστά στη δική τους. Και η προϊστορία επίσης, η εποχή του λίθου, όταν το σώμα μας το κάλυπταν τρίχες και περνούσαμε τις μέρες χτυπώντας πέτρες μεταξύ τους, δηλαδή πριν από δύο ή τρία εκατομμύρια χρόνια. Όταν οι σκορπιοί ήταν ήδη τέλειοι, όπως ακριβώς είναι σήμερα.
Πριν από τετρακόσια εκατομμύρια χρόνια κι εκείνο το βράδυ επίσης, που από τον τοίχο κοιτούσαν τη γιαγιά κι εμένα και τα έντομα που πετούσαν γύρω από τη λάμπα, στο όριο του σκοταδιού.
«Φάμπιο, άκου, μπορείς να μου κάνεις μια χάρη; Εγώ σου έφτιαξα πατάτες τηγανητές, μια μικρή μικρή χάρη την αξίζω νομίζω».
«Βέβαια, γιαγιά, ακόμη και χωρίς τις τηγανητές πατάτες. Και όχι μικρή μικρή».
«Λοιπόν, κοίτα εκεί, σε παρακαλώ, και πες μου τι βλέπεις».
Έδειξε το σκοτάδι και φοβήθηκα ότι τώρα τον έβλεπε κι εκεί τον παππού. Ότι ίσως εκείνος μετά το βραδινό είχε βγει να περπατήσει λίγο στο δάσος για να χωνέψει.
«Γιαγιά, λυπάμαι, αλλά ούτε εκεί βλέπω τίποτα».
«Τίποτα, τίποτα;»
«Όχι. Δηλαδή υπάρχουν τα δέντρα, τα διακρίνω λίγο, όμως…»
«Όχι, δεν εννοώ εκεί, λέω πάνω» και έδειξε τον ουρανό.
Σήκωσα τα μάτια, αλλά έβλεπα μόνο την άκρη της καλαμωτής και τα έντομα γύρω από τη λάμπα. «Τίποτα, γιαγιά, όχι».
«Καλά. Μου κάνεις άλλη μια χάρη, σβήνεις τη λάμπα;»
«Μετά θα είναι σκοτάδι, γιαγιά. Μήπως καλύτερα να το κάνουμε αύριο το πρωί; Κάνει και λίγο κρύο, να μπούμε μέσα;»
«Άντε, Φάμπιο, μόνο αυτό, μετά ορκίζομαι δε θα σου ζητήσω τίποτα άλλο».
Μπήκα στο σπίτι, έσβησα το φως, βγήκα έξω στο σκοτάδι, που είχε καταπιεί τα πάντα, όπως οι σκορπιοί τα έντομα που δεν ήξεραν προς τα πού να πετάξουν.
«Να, γιαγιά, τώρα δε βλέπω τίποτα απολύτως».
«Το ξέρω, περίμενε όμως. Κάθισε δίπλα μου και περίμενε».
Κι εγώ κάθισα, αλλά δε χρειάστηκε να περιμένω πολύ. Πρόλαβα μόνο να σκεφτώ και πάλι τους σκορπιούς, που αρχικά ζούσαν στη θάλασσα, μετά ένας από αυτούς είπε: «Παιδιά, εγώ θα βγω από το νερό για να κάνω έναν περίπατο στη στεριά, θα τα πούμε σε λίγο». Και περιμένουν σχεδόν μισό δισεκατομμύριο χρόνια να γυρίσει. Αυτό πραγματικά είναι μεγάλη αναμονή.
Η δική μου αναμονή κράτησε μια στιγμή, και ύστερα, εκεί ψηλά, πάνω από το δάσος και τα βουνά και πάνω απ’ όλα, φανερώθηκε ο ουρανός.
Τα αστέρια, άπειρα αστέρια, μεγάλα και μικρά, άλλα σταθερά κι άλλα να τρεμοπαίζουν, τόσο φωτεινά και τόσο κοντά το ένα στο άλλο, που έδιναν την εντύπωση ενός ενιαίου και ζωντανού πράγματος, μια λάμψη που ήταν σαν χτύπος καρδιάς, σαν ανάσα, και συγχρόνως είχε σταματήσει η δική μου καρδιά να χτυπά, και ούτε ανάσαινα.
«Τώρα, Φάμπιο, δε θα σε ρωτήσω αν βλέπεις». Εγώ κούνησα καταφατικά το κεφάλι, μια δυο φορές, χωρίς να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από τον ουρανό. «Τώρα βλέπω, γιαγιά, τα βλέπω όλα».
«Το ξέρω. Όμως τ’ αστέρια υπήρχαν ήδη από πριν, το ξέρεις;
«Πότε πριν;
«Πριν, όταν δεν έβλεπες τίποτα. Αλλά και πιο πριν. Πολύ πριν».
«Και πριν απ’ τους σκορπιούς;»
«Βέβαια, πολύ πιο πριν. Μπροστά στ’ αστέρια οι σκορπιοί είναι παιδάκια του νηπιαγωγείου. Κι όμως εσύ δεν τα έβλεπες, πίστευες ότι δεν υπήρχε τίποτα».
«Γιατί ήταν αναμμένο το φως».
«Ε, ναι. Μόνο μια λάμπα, την πλήρωσα πενήντα λιρέτες στον συνεταιρισμό, αυτή αρκούσε για να κρύψει τον ουρανό».
Κούνησα και πάλι καταφατικά το κεφάλι καθώς περιπλανιόμουν στα άστρα. Ένιωθα χαζός, ένιωθα μικρός, ένιωθα σαν να είχα μόλις φτάσει σ’ αυτόν τον τρελό κόσμο, που έλαμπε από πάντα και για πάντα, μακρινός και συγχρόνως κοντά μας, ολόκληρος πάνω από μένα.
* * *
Ο Φάμπιο Τζενοβέζι γεννήθηκε στο Φόρτε ντέι Μάρμι της Τοσκάνης το 1974. Έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα μυθιστορήματα «Versilia Rock City», «Esche vive» και «Chi manda le onde» (Premio Strega Giovani 2015), καθώς και το «Tutti primi sul traguardo del mio cuore», το ημερολόγιο της περιπέτειάς του στον Ποδηλατικό Γύρο της Ιταλίας. Το μυθιστόρημα «Οι δέκα παππούδες, η θάλασσα κι εγώ» («Il mare dove non si tocca», Εκδόσεις Πατάκη, 2022) κυκλοφόρησε στα ιταλικά το 2017 και έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, στα γερμανικά και στα ολλανδικά. Το 2021 κυκλοφόρησε το «Il calamaro gigante» («Το γιγάντιο καλαμάρι», Εκδόσεις Πατάκη, 2023) με θέμα την αναζήτηση αυτού του σπάνιου είδους καλαμαριού, που για χρόνια αποτελούσε ένα αίνιγμα των θαλασσών. Συνεργάζεται με την εφημερίδα Corriere della Serra και τo ένθετό της για το βιβλίο La Lettura.