- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Άρης Αλεξανδρής: Τίποτα δεν είναι πιο διδακτικό από το κακό παράδειγμα του εαυτού μας
Μιλήσαμε μαζί του για το βιβλίο του
Άρης Αλεξανδρής: Μιλάει με αφορμή το βιβλίο του, Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής Έχασε Τα Πάντα
Πώς αποφασίζει κανείς να καταστρώσει ένα αφήγημα; Το «Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα» (εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 272) αφηγείται την πορεία του νεαρού Ιγνάτιου Καραθοδωρή που, άμα τη επιτυχία του στις Πανελλήνιες, θα μετακομίσει στην Αθήνα από την Κομοτηνή για να σπουδάσει στο τμήμα ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο ήρωας γρήγορα θα αρχίσει να δικτυώνεται τόσο κοινωνικά όσο και επαγγελματικά σε διάφορα έντυπα, σε όλες όμως τις καταστάσεις θα προσαρμόζεται και θα κινείται «προσεγγιστικά» και στο περίπου. Όλα αυτά μέχρι το σημείο που θα «χάσει τα πάντα», όπως προδίδει και ο τίτλος του πεζογραφήματος.
Ο Άρης Αλεξανδρής (Αθήνα, 1991) όπλισε αφηγητή και αφήγηση με αμεσότητα, διαβρωτικό χιούμορ και σχολιαστικό ύφος για να θίξει μέσω της πορείας του Ιγνάτιου θέματα όπως το προσωπείο της «αποσυντιθέμενης» δημοσιογραφίας και την πολυπλοκότητα φιλικών και οικογενειακών σχέσεων. Τον συνάντησα ένα πρωινό, σ’ ένα καφέ του κέντρου. Μετρημένος στον λόγο του, αστείος σε σημεία και σαφής σε ό,τι έλεγε, μου μίλησε για τα κίνητρά του να γράψει ένα μυθιστόρημα, την αξία του χιούμορ, το πόσο κοπιώδης εργασία είναι το γράψιμο, τα προσωπικά στοιχεία που ενέταξε στην πλοκή, και έκλεισε τη συζήτηση με μια απροσδόκητη αναφορά στο διδακτικό του κακού παραδείγματος του εαυτού μας.
— Τι σας παρακίνησε εξ αρχής να γράψετε και πιο συγκεκριμένα αυτό το βιβλίο;
Δεν ξύπνησα μια μέρα και αναφώνησα «α! εγώ θα γράψω βιβλίο» ούτε συνέβη κάτι συγκεκριμένο που με ώθησε. Έγραφα από πάντα και ήξερα ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν και το βιβλίο σαν ένα είδος νομοτέλειας, όταν θα προέκυπτε η κατάλληλη ιδέα. Η ιδέα ήρθε μόνη της, στο ξεκούδουνο, κι αυτή ήταν που με παρακίνησε να γράψω αυτό το βιβλίο. Είναι λίγο περίεργο θέμα το κίνητρο του γραψίματος. Γράφω χωρίς ιδιαίτερο λόγο· επειδή δεν γίνεται αλλιώς, επειδή αυτό ξέρω να κάνω. «Γράφω για να καταλάβω τι σκέφτομαι», που έλεγε και η μακαρίτισσα η Τζόαν Ντίντιον.
— Τι ήταν αυτό που θέλατε να πείτε;
Καταρχάς, μία καλή ιστορία. Με απασχολεί πολύ αυτό – η αυταξία της ιστορίας, η αφήγηση που έχει σημασία από μόνη της, ανεξάρτητα από μηνύματα, themes και ατζέντες. Βρίσκω δηλαδή συναρπαστική την κατάστρωση μίας υπόθεσης με αρχή, μέση και τέλος, που εξελίσσεται σε έργο λόγου και απευθύνεται σε διαφορετικούς εγκεφάλους για να το επεξεργαστεί ο καθένας με τα εργαλεία του. Η γραφή είναι σαν ένα είδος πνευματικού ποδοσφαίρου. Ρωτάμε άραγε κάποιον τι θέλει να πει παίζοντας μπάλα; Απλώς παίζει επειδή την ευχαριστιέται, και όποιος θέλει την παρακολουθεί και την εκτιμάει για τους δικούς του λόγους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, με ενδιέφερε να θίξω καταστάσεις που με προβληματίζουν διαχρονικά: την αγριότητα της ενηλικίωσης, την ουσία και τις μεταμορφώσεις των φιλικών και οικογενειακών σχέσεων, τις ποικίλες όψεις του εαυτού, τον κόσμο της επαγγελματικής αποκατάστασης, το χαοτικό τοπίο της ψηφιακής ζωής και των media. Δεν έγραψα αυτό το βιβλίο, ωστόσο, για να μιλήσω φιλοσοφικά. Το έγραψα επειδή μου άρεσε η ιστορία μου.
— Το χιούμορ –το βιβλίο είναι γεμάτο απ’ αυτό, αυτοσαρκαστικό ή περιγελαστικό– ήταν ένα όχημα για να πείτε κάποια πράγματα ή απλά ένα φίλτρο μέσα από το οποίο βλέπεετε εσείς ή και ο Ιγνάτιος τα πράγματα;
Το χιούμορ είναι ένα φίλτρο που απαλλάσσει το δράμα από το μελόδραμα. Μία συσκευή υπαρξιακής κι αισθητικής χρησιμότητας «καίει» τα πομπώδη ψευτοσυναισθήματα και τη σοβαροφάνεια και παραδίδει την ιστορία σε μία μορφή που θεωρώ ειλικρινέστερη και πιο αυθεντική. Ο Ιγνάτιος χρησιμοποιεί το χιούμορ αντανακλαστικά ή και ανεπίγνωστα. Μερικές φορές δε, νομίζει ότι κάνει χιούμορ, αλλά το ίδιο του το χιούμορ κάνει χιούμορ εις βάρος του. Εγώ το χρησιμοποιώ γιαλόγους σκοπιμότητας και επιβίωσης: τα πράγματα είναι πάντα καλύτερα και πιο υποφερτά, όταν τα κοιτάς λίγο λοξά.
— Γράφτηκε για τον Ιγνάτιο στον Τύπο είτε ότι αρνείται να σοβαρευτεί ακόμα και μετά τα όσα συμβαίνουν στο βιβλίο, είτε ότι αντιμετωπίζει την ήττα με μια συγκατάβαση και οριακά έναν ωχαδερφισμό. Εγώ το είδα ως μια συμφιλίωση με τη ματαίωση ενός δυνητικού μεγαλείου. Για εσάς τι σημαίνει αυτό το «όλα καλά» που ξεστομίζει ο ήρωας μετά από όσα συνέβησαν;
Καλά το είδες. Το «όλα καλά» είναι επιστέγασμα μίας ειρηνικής προσγείωσης, μία έμμεση δήλωση συνθηκολόγησης με το μη θεαματικό, με το άδοξο, με το μέτριο ίσως. Η πεζή, καθημερινή ζωή, αυτή που σνομπάρουμε κι από την οποία προσπαθούμε να ξεφύγουμε, μπορεί τελικά να είναι προτιμότερη από το μοντέλο ζωής που πασχίζουμε να κατακτήσουμε. Το να «ξεκαβαλάς» είναι μία άχαρη μετάβαση, αλλά έχει κάτι σοφό και λυτρωτικό μέσα του.
— Είχε το βιβλίο αυτό προσωπικά στοιχεία; Αν ναι, πού ξεκινά και πού σταματά η αλήθεια;
Είχε προσωπικά στοιχεία στον βαθμό που μια φανταστική ιστορία δεν μπορεί να αποτελείται μόνο από φανταστικά ευρήματα. Το πλαστό κατασκευάζεται εν μέρει από σπαράγματα πραγματικότητας. Επομένως, ναι, αξιοποίησα εμπειρίες και γνώσεις δικές μου ή κοντινών προσώπων, αλλά και μερικές αληθινές φιγούρες ως πρώτη ύλη για να πλάσω τις δικές μου. Η αλήθεια και ο μύθος συμπλέκονται με τρόπο που ο αναγνώστης δεν μπορεί ούτε και χρειάζεται να αποκωδικοποιήσει. Τι σημασία έχει;
— Ρωτάω γιατί κι εσείς και ο ήρωάς σας μπήκατε νωρίς στον χώρο των media. Πώς αντιμετωπίσατε αντίστοιχες δυσκολίες ή περιστατικά στη δική σας πορεία – αν αντιμετωπίσατε;
Ε ναι, δεν θα μπορούσα να είχα κάνει τον Ιγνάτιο ποδοσφαιριστή ή ουρολόγο. Δεν θα ήξερα τι να πω, δεν θα είχα ιδέα πώς να τον περιγράψω. Η αυτοβιογραφικότητα κατά κάποιον τρόπο και σε ορισμένο βαθμό σου επιβάλλεται. Εκτός αν έχεις τα μέσα –μακάρι να τα διέθετα!– να κάνεις ενδελεχείς έρευνες και μελέτες και να δημιουργείςχαρακτήρες εντελώς ξένους από την εμπειρία σου. Σε ό,τι αφορά εμένα, πάντως, όταν βρέθηκα μπροστά σε μιντιακές ασχήμιες, γύρισα από την άλλη, αποχώρησα, έγινα δυσάρεστος, έκανα εχθρούς. Ο Ιγνάτιος επέλεξε να γίνει ένα με την ασχήμια.
— Ο Ιγνάτιος μέσα στην αφέλειά του έχει συχνά μικρές αναλαμπές ευφυΐας, είναι σαρωτικός γραφιάς και τον παρουσιάζετε να έχει την ικανότητα να γράφει καλά και σχετικά γρήγορα – σαν να είναι κάτι εύκολο. Στα μάτια μου η γραφή που συνδυάζει επάρκεια στις διατυπώσεις, εποπτεία και ικανότητα είναι μια επίπονη διαδικασία. Εσείς πώς το βλέπετε;
Είναι πολύ δύσκολο πράγμα το γράψιμο, ειδικά αν έχεις απαιτήσεις από αυτό. Όποιος διαθέτει ταλέντο και το αγαπάει, έχει ένα προβάδισμα –ας πούμε ότι του έρχεται πιο εύκολα–, αλλά αυτό δεν αναιρεί το πόσο κοπιώδης, σύνθετη και μοναχική διαδικασία είναι, ακόμη κι αν το αποτέλεσμά της μοιάζει απλό. Ο Ιγνάτιος δεν έχει κάποιο συγκλονιστικό χάρισμα· τουλάχιστον εγώ δεν τον φαντάστηκα έτσι. Έχει μία σεβαστή ικανότητα, αλλά κυρίως νεότητα και όρεξη. Θέλει να αποδείξει κάτι, να ενταχθεί κάπου, να πετύχει. Αυτά σχηματίζουν ισχυρό κίνητρο και το κίνητρο πυροδοτεί το γράψιμο. Όμως αυτή η αίσθηση επείγοντος, αυτός ο νεανικός ζήλος δεν αρκεί. Αν δεν ανακαλύψεις βαθύτερους λόγους για να γράφεις, λιγότερο συνδεδεμένους με την πρόσληψή σου από τον κόσμο, δεν θα γράφεις για πολύ. Αν δεν γίνει προσωπικό σου θέμα, το γράψιμο δεν φτουράει. Δεν είναι όμως μόνο θεωρητικό. Το γράψιμο, εκτός από μεράκι και συνειδησιακή καθαρότητα, θέλει εκπαίδευση, προπόνηση, προσήλωση και πολύ διάβασμα. Είναι κανονική δουλειά.
— Εσείς έχετε βιώσει σφοδρές ματαιώσεις, όπως ο Ιγνάτιος – δεν εννοώ με τέτοιες συνέπειες. Πώς τις διαχειριστήκατε;
Με ψυχραιμία. Όταν ήμουν μικρός πίστευα ότι δεν είχα τίποτα να χάσω, ότι καμία ματαίωση δεν είναι ισχυρότερη από την ικανότητά μου να την ξεπερνάω. Τώρα που μεγάλωσα δεν υποτιμώ τόσο τις απογοητεύσεις, αλλά πιστεύω ακράδαντα ότι τα σημαντικά είναι εκείνα που δεν χάνονται.
— Θεωρείτε πως τέτοια συμβάντα –σίγουρα καθοριστικά με τον τρόπο τους– είναι και χρήσιμα;
Σαν αυτά που συνέβησαν στον Ιγνάτιο; Ασφαλώς και είναι χρήσιμα. Δεν είμαι από εκείνους που θεωρούν ότι «πρέπει να πάθεις για να μάθεις», έχω αποφύγει πολλές κακοτοπιές και χωρίς να βουτήξω σε αυτές. Πιστεύω όμως ότι τίποτα δεν είναι πιο διδακτικό από το κακό παράδειγμα του εαυτού μας. Οι ατυχίες, οι εσφαλμένες επιλογές, τα ακατάλληλα άτομα που συναντάμε στον δρόμο μάς δημιουργούν ένα προηγούμενο, μία εμπειρία μικρής ή μεγάλης οδύνης που λειτουργεί ως πυξίδα. Σε τελική ανάλυση, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουμε προς τα πού πρέπει να πάμε, ξέρουμε σίγουρα προς τα πού δεν πρέπει.