Βιβλιο

Τζόναθαν Κόου: «Η Βρετανία είναι μπερδεμένη και κοιτάζει το μέλλον με αβεβαιότητα»

Μιλήσαμε με τον διάσημο συγγραφέα για το νέο του βιβλίο «Διαιρεμένο βασίλειο», τη Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον και του Brexit

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 870
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τζόναθαν Κόου: Συνέντευξη με αφορμή το βιβλίο του «Μπόρνβιλ - Το διαιρεμένο βασίλειο», εκδ. Πόλις

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Ιουλίου 2020 η μητέρα του Τζόναθαν Κόου πέθανε ολομόναχη. Χωρίς καμία ανακούφιση από τον πόνο, χωρίς κανέναν στο πλάι της – λόγω της πανδημίας απαγορευόταν κάθε προσωπική επαφή. Σχεδόν δύο χρόνια από τότε το γεγονός συνεχίζει όχι μόνο να τον θλίβει αλλά και να τον εξοργίζει. «Όπως και χιλιάδες άλλες οικογένειες σε όλη τη χώρα –σε αντίθεση με τους τότε ενοίκους του αριθμού 10 της Ντάουνινγκ Στριτ– εμείς υπακούαμε στους κανόνες», γράφει στο τέλος του νέου του βιβλίου «Μπόρνβιλ» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις.

Έξυπνα, αστεία, συγκινητικά, τα βιβλία του είναι και πολιτικά, η ιδιωτική και η δημόσια ζωή βρίσκονται στον πυρήνα τους. Στο «Μπόρνβιλ - Το διαιρεμένο βασίλειο», ο Κόου διασχίζει μισό αιώνα, από το 1945 ως τις μέρες μας, με σκηνικό το ομώνυμο προάστιο του Μπέρμιγχαμ όπου γεννήθηκε. Μέσα από τα μάτια της εντεκάχρονης Μαίρης, χαρακτήρα που εμπνεύστηκε από τη μητέρα του, θα ζωντανέψουν εβδομήντα πέντε χρόνια ιστορίας του Ηνωμένου Βασιλείου, χρόνια που σημαδεύτηκαν από μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Από τη συγκλονιστική ομιλία του Τσόρτσιλ για το τέλος του πολέμου το 1945 που όλη η οικογένεια ακούει στο ραδιόφωνο, στην τελετή στέψης της βασίλισσας Ελισάβετ το 1953 –η τηλεόραση έχει πια εισβάλει στη ζωή τους–, εν συνεχεία στο 1966 και τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου με τον «εχθρό», τη Γερμανία, αργότερα ο Κάρολος και η ανακήρυξή του σε πρίγκιπα της Ουαλίας, ο λαμπερός γάμος του με την Νταϊάνα αλλά και ο τραγικός θάνατός της, μέχρι το σοκ του Brexit και τον κορωνοϊό, η μικρή και η μεγάλη Ιστορία της μεταπολεμικής Βρετανίας συμπλέκονται αριστοτεχνικά. Η Μαίρη θα αποκτήσει παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, τα κτίρια του εργοστασίου σοκολάτας Κάντμπουρι, το «κέντρο του κόσμου» για τους κατοίκους του Μπόρνβιλ, θα μετατραπούν σε θεματικό πάρκο. Όλα αλλάζουν αλλά μήπως όλα μένουν ίδια, όπως λέει ένας ήρωάς του; Και μήπως, σε αυτούς τους ρευστούς καιρούς, όχι μόνο η οικογένεια αλλά και η χώρα του κατέληξαν πιο διαιρεμένες από ποτέ;

Συμπτωματικά αυτές τις μέρες η Βρετανία ζει ένα παρόμοιο μεγάλο γεγονός, τη στέψη του νέου βασιλιά Καρόλου Γ΄ και ο Τζόναθαν Κόου βρίσκεται στην Ελλάδα. Σε μια παλιότερη επίσκεψή του κάποια χρόνια πριν, είχαμε και πάλι μιλήσει. Τότε αφορμή ήταν το βιβλίο του «O κλειστός κύκλος», με φόντο τη Βρετανία του Τόνι Μπλερ, τις φυλετικές εντάσεις και τις ταξικές ανισότητες. Σήμερα, βρεθήκαμε να μιλάμε για το «Διαιρεμένο βασίλειο», τη Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον και του Brexit.

To Mπέρμιγχαμ, η πόλη που γεννηθήκατε, είναι και σκηνικό στα βιβλία σας. Τι σας αρέσει και τι σας στενοχωρεί από τις αλλαγές που έχουν γίνει μέσα στα χρόνια;
Δεν έχω ζήσει στο Μπέρμιγχαμ για περισσότερα από σαράντα χρόνια, άρα δεν θα μπορούσα να πω πως μου είναι οικείο πια. Είναι, επίσης, μια μεγάλη και πολύπλοκη πόλη και εγώ γράφω μόνο για μια μικρή γωνιά της, το νοτιοδυτικό τμήμα κάτω από τις σκιές της υπαίθρου του Γουορστερσάιρ. Οπότε δεν θεωρώ τον εαυτό μου «μυθιστοριογράφο του Μπέρμιγχαμ», με μια κυριολεκτική έννοια, όπως δεν θα θεωρούσες και έναν συγγραφέα που τοποθέτησε το έργο του στη συνοικία του Τσέλσι, «μυθιστοριογράφο του Λονδίνου». Υποθέτω, αυτό που μου αρέσει σε αυτό το κομμάτι του Μπέρμιγχαμ είναι ότι αποτελεί το τοπίο των παιδικών μου αναμνήσεων. Καλώς ή κακώς, είναι ο τόπος που με έθρεψε και με έκανε αυτό που είμαι. Όσο για αυτά που άλλαξαν, είναι αυτά που αλλάζουν σε κάθε βρετανική πόλη τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια: ο θάνατος της μεταποιητικής βιομηχανίας, το κλείσιμο των εργοστασίων και η μετάβαση σε μια οικονομία παροχής υπηρεσιών. Και είναι αυτά που με στενοχωρούν περισσότερο και μου δημιουργούν φόβο και ανασφάλεια για τη χώρα μου που μοιάζει να μην πατά πλέον σε ασφαλή οικονομική βάση.

Έχετε γράψει βιβλία για διαφορετικές χρονικές περιόδους αλλά τώρα αποπειράστε να διασχίσετε μισό αιώνα, από το 1945 ως τις μέρες μας. Πώς και καταπιαστήκατε με ένα τέτοιο βιβλίο; Τι βρίσκατε τόσο ελκυστικό σε αυτή τη μεγάλη διαδρομή;
Το δημοψήφισμα για το Brexit το 2016 ήρθε σαν ένα μεγάλο και ξαφνικό σοκ και η ενστικτώδης αντίδραση πολλών ανθρώπων ήταν να το εξηγήσουν με τους όρους ενός λαού που είχε εξαπατηθεί από ψέματα και μισές αλήθειες που ειπώθηκαν από τους υποστηρικτές του Leave. Υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας σε αυτό και μια προοπτική πως η ψήφος υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ μπορεί να θεωρηθεί ως το αποκορύφωμα μιας δυσαρέσκειας και του πολιτικού κυνισμού που είχε συσσωρευτεί στη Βρετανία για πολλές δεκαετίες, ίσως ακόμη και από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό, λοιπόν, αποφάσισα να ερευνήσω. Το γεγονός ότι το χρονικό αυτό φάσμα, λίγο πολύ, συνέπεφτε και με τα χρόνια που έζησε η μητέρα μου, ήταν μάλλον μια χρήσιμη σύμπτωση.

© EPA/Quique Garcia

Αναβιώνετε πολύ ζωντανά την κοινωνική ιστορία της μεταπολεμικής Βρετανίας. Σας ενδιαφέρει σαν συγγραφέα να χαρτογραφήσετε την «ψυχή» του αγγλικού έθνους;
Αυτό μπορεί να είναι μια «παράπλευρη» οπτική σε ορισμένα από τα βιβλία μου, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που τα γράφω. Αυτό που με ενδιαφέρει και με παρακινεί ως συγγραφέα είναι απλώς να αφηγηθώ μια ιστορία με τρόπο που θα προσελκύσει και θα συγκινήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τους αναγνώστες μου.

Μια ηρωίδα σας, η Λόρνα, λέει ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε κλασικός Άγγλος. Εσείς τι λέτε;
Στην περίπτωση της Λόρνα, θα συμφωνήσω μαζί της.

Η ημέρα της Νίκης το 1945 και ο τελικός Αγγλίας εναντίον Δ. Γερμανίας, και γεγονότα που συνδέονται με τη βασιλική οικογένεια, η στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ Β΄, η ανακήρυξη του Καρόλου σε Πρίγκιπα της Ουαλίας, ο γάμος του και η κηδεία τη Νταϊάνας. Γιατί διαλέξατε τα συγκεκριμένα γεγονότα για να ξετυλίξετε το κουβάρι του χρόνου; Είναι τα πιο «βρετανικά»;
Είναι απλώς τα γεγονότα που ξεχωρίζουν στη μνήμη μου ως συλλογικές εμπειρίες: περιπτώσεις όπου βρετανικές οικογένειες (όχι απαραίτητα ένθερμοι βασιλόφρονες) συγκεντρώθηκαν σε στιγμές εθνικής ενδοσκόπησης γύρω από τις τηλεοράσεις τους. Νομίζω ότι αξίζει να τονιστεί ότι η ίδια η τηλεόραση είναι ένας βασικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος. Το χρονικό φάσμα του βιβλίου καλύπτει επίσης, χονδρικά, μια εποχή που η τηλεόραση είχε ρόλο στην εθνική ζωή ως ενωτική δύναμη. Σήμερα η εμπειρία θέασης έχει κατακερματιστεί, με τον καθένα να παρακολουθεί τα γεγονότα με τον δικό του τρόπο, σε διαφορετικές ώρες και διαφορετικές πλατφόρμες. Και πάλι, η ιστορία της τηλεόρασης ως ενοποιητικής δύναμης στον δημόσιο βίο των Βρετανών συμπίπτει σχεδόν με τα χρόνια που έζησε η μητέρα μου, αλλά και η Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄.

Οι ήρωες του Bournville έζησαν σε εποχές σκληρές, ρευστές, με μεγαλύτερη φτώχια και λιγότερη ενημέρωση, ήταν πιο αδαείς. Σήμερα, παρ’ όλα τα τεχνολογικά άλματα και την αύξηση του βιοτικού επιπέδου, ζούμε πάλι σε εποχή αβεβαιότητας και σύγχυσης με αποκορύφωμα την επιδημία covid-19. Τελικά «όλα αλλάζουν και όλα παραμένουν ίδια». Είστε αισιόδοξος ότι κάτι έχει αλλάξει προς το καλύτερο;
Ή ισχύει αυτό που σκέφτεται ο Τζέφρι στο κεφάλαιο της στέψης της Ελισάβετ: «Η παράδοση νίκησε ξανά. Η Αγγλία δεν αλλάζει»; Για μένα, ούτε η αισιοδοξία ούτε η απαισιοδοξία αντανακλούν ξεκάθαρα τον τρόπο με τον οποίο οι περισσότεροι από εμάς ζούμε τη ζωή μας. Έχουμε ελάχιστο έλεγχο στα γεγονότα, επομένως περνάμε τη ζωή μας σε μια κατάσταση παραιτημένης αποδοχής, κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούμε από τα πράγματα που μας ενδιαφέρουν περισσότερο: τις οικογένειές μας, τις φιλίες μας, τις δουλειές μας. Αυτός ήταν σίγουρα ο τρόπος της μητέρας μου. Ρίχνοντας μια ματιά βαθιά στον ορίζοντα της ιστορίας της Δύσης, βλέπω προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις περί αισιοδοξίας, με την έννοια ότι γενικά έχουμε γίνει πιο ανεκτικοί με τους γύρω μας και είμαστε λιγότερο διατεθειμένοι να τιμωρούμε ή να σκοτώνουμε ανθρώπους επειδή είναι διαφορετικοί από εμάς. Αυτό υπονοεί και το «Μπόρνβιλ» μέσω της σταδιακής αλλαγής της στάσης της Μαίρης για την ομοφυλοφιλία μεταξύ της δεκαετίας του 1960 και της δεκαετίας του 1990. Αυτή τη στιγμή, στη Βρετανία και αλλού, φαίνεται να υπάρχει μια ελαφρά ανατροπή αυτής της προόδου, αλλά ελπίζω ότι αυτό είναι μόνο ένα προσωρινό στραβοπάτημα.

Αυτή η αίσθηση της χαμένης και ξανακερδισμένης περηφάνιας και αυτοπεποίθησης, ότι οι ένδοξες μέρες της Βρετανίας δεν έχουν τελειώσει, έρχεται και φεύγει μέσα στις δεκαετίες. Σήμερα πώς αισθάνεστε οι Βρετανοί;
Η έννοια της εθνικής υπερηφάνειας στη Βρετανία σήμερα ταλαντεύεται μέσα στο χάσμα των γενεών. Νομίζω ότι οι νεότεροι άνθρωποι, αν νιώθουν έστω και λίγο περήφανοι για τη χώρα τους, εκτιμούν τις ιδιότητες της σύγχρονης Βρετανίας για ανεκτικότητα, διαφάνεια και προοδευτικές αξίες. Η παλαιότερη γενιά είναι πιο οπισθοδρομική: η Βρετανία που τους αρέσει είναι ένα ανεξάρτητο νησιωτικό κράτος που διατηρεί μόνο μια μακρινή και αμφιλεγόμενη σχέση με τους γείτονές του. Ήταν αυτό το δεύτερο συναίσθημα το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο Μπόρις Τζόνσον –χρησιμοποιώντας μάλιστα το φλεγματικό βρετανικό χιούμορ, το οποίο φαίνεται πως ξέρει καλά να διαχειρίζεται– προκειμένου να εξασφαλίσει την ψήφο υπέρ του Brexit. Αυτή τη στιγμή θα έλεγα ότι πολλοί Βρετανοί αισθάνονται αποθαρρυμένοι και μπερδεμένοι. Ψήφισαν υπέρ του Brexit και για δεκατρία χρόνια ψήφιζαν με ενθουσιασμό τη συντηρητική κυβέρνηση και κανένα από τα δύο δεν φαίνεται να τους έκανε εν τέλει ευτυχισμένους. Έτσι, η χώρα είναι μπερδεμένη και κοιτάζει το μέλλον με αβεβαιότητα.

Τα βιβλία σας, ακόμα και αν εσείς δεν το επιδιώκετε, είναι πολιτικά κι ας τα «καμουφλάρετε» με βρετανικό χιούμορ. Γιατί συμβαίνει αυτό; Με ποιον τρόπο σας ενδιαφέρει η πολιτική;
Ως μυθιστοριογράφος με ενδιαφέρει η σύνδεση της ιδιωτικής ζωής των χαρακτήρων μου με τα δημόσια γεγονότα που αναπόφευκτα, είτε τους αρέσει είτε όχι, έχουν αντίκτυπο σε αυτούς. Αυτό το θέμα με τραβάει αναγκαστικά προς την πολιτική, αν και στην προσωπική μου ζωή δεν παρακολουθώ την πολιτική περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πολίτη.

© Josefina Melo

Είστε συγγραφέας, μουσικός, δημοσιογράφος. Ποια από αυτές τις ιδιότητες αγαπάτε πιο πολύ;
Μουσικός, θα πω. Τα τελευταία δύο χρόνια στην Ιταλία συνεργάζομαι με την Ορχήστρα Artchipel του Μιλάνου, δίνοντας συναυλίες με τη μουσική μου και έχοντας μάλιστα προχωρήσει και στην ηχογράφηση ενός άλμπουμ, του Musiche di Jonathan Coe. Έγραφα και έπαιζα τη δική μου μουσική όλη μου τη ζωή και ήταν υπέροχο, επιτέλους, στα 60 μου, που βγήκα κάποια στιγμή «έξω» μαζί της. Είναι πολύ λυτρωτικό, ως συγγραφέας, να έχεις βρει έναν τρόπο έκφρασης που δεν περιλαμβάνει μόνο γλώσσα, γιατί η γλώσσα φυσικά μπορεί να γίνει ένα πολύ περίπλοκο και δύσκολο πράγμα.

Αρχίζετε και τελειώνετε με τον covid-19. Τι σήμαινε για σας αυτή η πανδημία; Πώς τη βιώσατε και τι κάνατε την περίοδο του lockdown;
Για μένα –και νομίζω για πολλούς άλλους ανθρώπους– το lockdown του 2020 έχει αρχίσει να μοιάζει λίγο με ένα έντονο και συγκλονιστικό όνειρο – δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι συνέβη πραγματικά. Ήταν μια τόσο αλλόκοτη και ανησυχητική στιγμή. Σε εμένα προσωπικά δεν προκάλεσε κάποια ριζική αλλαγή συνηθειών. Ζω, άλλωστε, μια απομονωμένη ζωή και ένιωθα αρκετά καλά με το γεγονός πως δεν έπρεπε να βγω από το σπίτι μου. Ήμουν στη μέση της συγγραφής του μυθιστορήματός μου «Mr Wilder and Me» και, σε κάθε περίπτωση, θα περνούσα τους περισσότερους από αυτούς τους μήνες καθισμένος στο γραφείο μου γράφοντας. Ήταν όμως αποκαρδιωτικό να βλέπω τις επιπτώσεις του lockdown στις κόρες μου. Η μία είχε μόλις ξεκινήσει στο πανεπιστήμιο, η άλλη ήταν στο τελευταίο της έτος, αλλά έπρεπε να τις αρπάξω και τις δυο από αυτές τις συναρπαστικές στιγμές της ζωής τους και να τις φέρω στο σπίτι για να είναι κοντά στους γονείς τους. Ήταν πολύ δύσκολο και απογοητευτικό για εκείνες. Νομίζω ότι οι ψυχολογικές επιπτώσεις του lockdown στη νεότερη γενιά, όσοι ήταν στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο τότε, δεν είναι ξεκάθαρες, δεν έχουν γίνει ακόμη αντιληπτές και θα είναι βαθιές.

Τι θυμάστε πιο έντονα από τη μητέρα σας;
Τη ζεστή, δυνατή και ακλόνητη αγάπη της για την οικογένειά της, την ίδια αγάπη που ήταν στήριγμά μου σε όλη μου την παιδική ηλικία. Ήμασταν απλά μια ταπεινή οικογένεια της μεσαίας τάξης, αλλά είχα πάντα μεγαλώνοντας την αίσθηση της απόλυτης ασφάλειας. Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη αρχή στη ζωή κάποιου είτε γίνεται συγγραφέας ή οτιδήποτε άλλο.