- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Claire Keegan, «Τα τρία φώτα»: Αγάπη και σπαραγμός
Ένα σύγχρονο κλασικό βιβλίο — μια σπαρακτική ιστορία για τα παιδικά χρόνια, την απώλεια, και πάνω απ’ όλα την αγάπη
Για τη νουβέλα της Claire Keegan, «Τα τρία φώτα» (μετάφραση Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Εκδόσεις Μεταίχμιο)
Είχαμε εντυπωσιαστεί από το βιβλίο της Claire Keegan που διαβάσαμε πέρυσι, τα «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» (μετάφραση Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Μεταίχμιο 2022), και είχαμε γράψει γι’ αυτό, οπότε δεν γινόταν να μη διαβάσουμε και τα «Τρία φώτα» αμέσως μόλις εκδόθηκαν. Και κάναμε πολύ καλά.
Το βιβλίο είναι μικρό, ενενήντα σελίδες όλες κι όλες. Διαβάζεται σε ένα απόγευμα, και είναι καλό να διαβαστεί αργά, έτσι που οι λέξεις να κάθονται καλά μέσα σου. Οι λέξεις, και οι εικόνες. Η γραφή της Κίγκαν είναι τρομερά ακριβής και ελλειπτική ταυτόχρονα, λακωνική και πυκνή —έτσι όπως μιλούν και οι ήρωές της, που δεν τους περισσεύει χρόνος για πολλές κουβέντες—, με μεγάλη βαρύτητα ακόμη και όταν περιγράφει πράγματα πολύ απλά, πολύ «ελαφριά», καθημερινά, και, θα λέγαμε, χωρίς μεγάλη σημασία. Μα δεν είναι έτσι. Όλα εδώ έχουν τη θέση τους, τον τόπο τους, τον λόγο που υπάρχουν, σαν τις μεμονωμένες βελονιές σε ένα πουλόβερ που πλέκει συγκινημένη μία γυναίκα, και που όλες μαζί θα φτιάξουν κάποια στιγμή το σχέδιο που άρεσε σε ένα αγαπημένο παιδί.
Είμαστε στην αρχή της δεκαετίας τού ’80, στην ιρλανδική επαρχία, και είναι καλοκαίρι, με καύσωνα. Μια οικογένεια έχει πολλά παιδιά, και πολλές δουλειές, και η γυναίκα είναι ξανά έγκυος, και το ζευγάρι, που δεν είναι και το καλύτερο στην περιοχή, αποφασίζει να δώσει το ένα τους παιδί, ένα κορίτσι, σε κάποιους άτεκνους συγγενείς, επίσης αγρότες. Θα τους το πάρουν πίσω με το τέλος του καλοκαιριού. Το κορίτσι, σαν σκυλάκι που του αλλάζεις σπίτι και αφεντικό, δεν θα ξέρει πώς να φερθεί, τρομαγμένο, αναστατωμένο, και γεμάτο αμηχανία και απορία όπως είναι, αλλά το ζευγάρι των ανάδοχων γονιών του για το καλοκαίρι θα κάνουν ό,τι μπορούν για να νιώσει, εντέλει, άνετα, να μη στενοχωριέται… αλλά και να μπορέσει να ανθήσει. Σύντομα, η μικρή θα συνηθίσει τη νέα της ζωή, θα αγαπήσει τους Κινσέλα και τις μικροσυνήθειές τους, τη ρουτίνα τους, τους φίλους τους, θα νιώθει σαν στο σπίτι της στη φάρμα, παρέα με τα ζώα, δουλεύοντας στα περιβόλια, πηγαίνοντας μαζί τους σε ξόδια, ή επίσκεψη, ή για ψώνια, ή απλώς δοκιμάζοντας ένα φουστάνι στο εμπορικό, τρώγοντας ένα γλυκάκι, βγάζοντας νερό από το πηγάδι… ή τρέχοντας στο γραμματοκιβώτιο για να συναγωνιστεί τον εαυτό της — ένα εύρημα τόσο συναρπαστικό… θα μας θυμηθείτε.
Δεν θέλουμε να πούμε άλλα. Διαβάστε το —με ένα τσάι, με ένα-δυο μπισκότα ίσως από κοντά, αλλά οπωσδήποτε και με χαρτομάντιλα για το τέλος— και αφεθείτε στη στοργή που αποπνέει σε κάθε του σελίδα. Στοργή, ζεστασιά, γενναιοδωρία, αγάπη… αλλά και σπαραγμό. Λογοτεχνία που σε αγγίζει βαθιά μέσα σου. Λίγες σελίδες, μικρός όγκος, αλλά τι ποιότητα, και τι βάθος. Και τι συγκίνηση. Θα σας πονέσει, αλλά με έναν γλυκό πόνο. Και δεν θα το ξεχάσετε εύκολα.
Η ταινία του Colm Bairéad που βασίστηκε στο βιβλίο (ελληνικός τίτλος: «Το ήσυχο κορίτσι») ήταν η περυσινή υποψηφιότητα της Ιρλανδίας στα Όσκαρ, ενώ έχει κερδίσει συνολικά 25 βραβεία στα φεστιβάλ. Όποιος θέλει μπορεί να τη νοικιάσει στο Amazon. Αλλά ας έχει πρώτα διαβάσει τη νουβέλα. Είναι σπουδαίο αφήγημα, και θα τον συγκινήσει πολύ.
Νά και ένα μικρό απόσπασμα, στη μετάφραση της Μαρτίνας Ασκητοπούλου:
* * *
Η πόλη είναι ένα μέρος με πολύ κόσμο και έναν φαρδύ κεντρικό δρόμο. Έξω από τα μαγαζιά είναι τόσα τα πράγματα που κρέμονται στον ήλιο. Υπάρχουν πλαστικά δίχτυα γεμάτα με μπάλες για την παραλία, φουσκωτά παιχνίδια. Ένα διαφανές δελφίνι είναι σαν να τουρτουρίζει από το παγωμένο αεράκι. Υπάρχουν πλαστικά φτυαράκια και ασορτί κουβαδάκια, καλούπια για καστράκια στην άμμο, ενήλικες που βγάζουν μπάλες παγωτό από δοχεία με μικρά πλαστικά κουτάλια, γλάστρες με φυτά που είναι κάπως τριχωτά στο άγγιγμα, ένας άντρας που πουλάει νεκρά ψάρια από το φορτηγάκι του.
Ο Κινσέλα χώνει το χέρι του στην τσέπη και μου δίνει κάτι. «Αυτό σου φτάνει για ένα παγωτό».
Ανοίγω την παλάμη μου και κοιτάζω ένα χαρτονόμισμα της μιας λίρας.
«Αυτό φτάνει για άλλα πέντε παγωτά» λέει η γυναίκα.
«Ε, και τι, πρέπει να την κακομαθαίνουμε;» λέει ο Κινσέλα.
«Τι λέμε τώρα, λοιπόν;» με ρωτάει η γυναίκα.
«Φχαριστώ» λέω. «Ευχαριστώ πολύ».
«Άντε, κοίτα να το ξοδέψεις εκεί που πρέπει» λέει γελώντας ο Κινσέλα.
Η γυναίκα με πηγαίνει στον υφασματέμπορα, όπου αγοράζει ένα πακέτο βελονάκια για μαντάρισμα από το ταμείο και τρία μέτρα μουσαμά με κίτρινα αχλάδια για σχέδιο. Μετά, πηγαίνουμε στον επάνω όροφο όπου έχουν τα ρούχα. Διαλέγει βαμβακερά φορέματα και μερικά παντελόνια και κάποια μπλουζάκια και πηγαίνουμε πίσω από μια κουρτίνα για να τα δοκιμάσω.
«Πολύ ψηλή δεν είναι;» λέει η υπάλληλος.
«Όλοι μας» λέει η γυναίκα.
«Είσαι φτυστή η μανούλα σου. Το βλέπω ξεκάθαρα τώρα» λέει η υπάλληλος, και μετά λέει το λιλά φόρεμα είναι ακριβώς στα μέτρα της και την κολακεύει πολύ, και η κυρία Κινσέλα συμφωνεί. Μου αγοράζει επίσης μια εμπριμέ μπλούζα με κοντά μανίκια σαν αυτή που φόραγε κι η ίδια τη μέρα που ήρθα, ένα σκούρο μπλε παντελόνι κι ένα ζευγάρι λουστρίνια με λεπτό λουράκι και αγκράφα μπροστά, μερικά βρακιά και λευκά καλτσάκια. Το κορίτσι τής δίνει την απόδειξη και η κυρία Κινσέλα βγάζει το πορτοφόλι της και τα πληρώνει όλα.
«Με γεια σου» λέει η υπάλληλος. «Τι καλή μανούλα που έχεις!»
Έξω στον δρόμο, ο ήλιος λάμπει και πάλι δυνατά, εκτυφλωτικός. Κάτι μέσα μου εύχεται να φύγει, να έρθουν τα σύννεφα από πάνω μας για να βλέπω καλύτερα. Συναντάμε γνωστούς της γυναίκας. Μερικοί από αυτούς με κοιτάζουν επίμονα και ρωτάνε ποια είμαι. Μία από αυτούς έχει ένα νεογέννητο σε καροτσάκι. Η κυρία Κινσέλα σκύβει και του μουρμουρίζει γλυκά, αλλά από το στόμα του παιδιού βγαίνουν μόνο κάτι σάλια και αρχίζει να κλαίει.
«Ντρέπεται» λέει η μητέρα. «Μην το ξεσυνερίζεσαι».
Συναντάμε μια άλλη γυναίκα με μάτια σαν κουμπότρυπες, που ρωτάει ποιανού είμαι εγώ, σε ποιον ανήκω; Όταν παίρνει την απάντησή της, λέει «Αχ, κι αυτό καλή συντροφιά είναι, ο Θεός να σ’ έχει καλά».
Η κυρία Κινσέλα μαγκώνεται. «Συγχωρέστε με» λέει «αλλά ο άντρας μου με περιμένει – και ξέρετε πώς είναι αυτοί οι άντρες».
«Σαν αγρίμια» λέει η γυναίκα. «Ούτε μια στάλα υπομονή».
«Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά σ’ το ορκίζομαι, αν πέσω άλλη μια φορά πάνω σε αυτή τη γυναίκα, αλίμονό της» λέει η κυρία Κινσέλα, όταν έχουμε πια στρίψει.
Πηγαίνουμε στον χασάπη για μπέικον και λουκάνικα, μετά στο φαρμακείο όπου ζητάει κάτι αντιόξινα για τις καψούρες ή κάτι τέτοιο, και λίγο πιο κάτω στο μαγαζάκι που το λέει μαγαζί δώρων, που πουλάει κάρτες και χαρτιά για σημειώσεις και ωραία κοσμήματα σε προθήκη με περιστρεφόμενα ράφια.
«Κάπου τώρα δεν είναι τα γενέθλια της μαμάς σου;»
«Ναι» λέω, χωρίς να είμαι σίγουρη.
«Άντε, πάρ’ της μια κάρτα λοιπόν».
Μου λέει να διαλέξω, κι εγώ επιλέγω μια κάρτα με μια τρομαγμένη γάτα που κάθεται μπροστά από ένα παρτέρι με κίτρινες ντάλιες.
«Θ’ ανοίξουν τα σχολεία όπου να ’ναι» λέει η γυναίκα πίσω από το ταμείο. «Δεν είναι μεγάλη ανακούφιση όταν δεν μπλέκουν πια στα πόδια σου;»
«Αυτή εδώ δεν μου είναι πρόβλημα» λέει η κυρία Κινσέλα και πληρώνει για την κάρτα μαζί με μερικά φύλλα χαρτί και ένα πάκο φακέλους. «Πολύ θα μου λείψει όταν θα φύγει».
«Χμφ» γρυλίζει η γυναίκα.
Πριν επιστρέψουμε στο αυτοκίνητο, η κυρία Κινσέλα με αφήνει μόνη μου σε ένα μαγαζί με ζαχαρωτά. Διαλέγω με την ησυχία μου, δίνω το χαρτονόμισμα και παίρνω τα ρέστα.
«Τα κατάφερες, βλέπω» λέει εκείνη, όταν βγαίνω έξω.
Ο Κινσέλα είναι παρκαρισμένος στη σκιά, με ανοιχτά τα παράθυρα, διαβάζει εφημερίδα.
«Λοιπόν;» μας λέει. «Κάνατε τα ψώνια της;»
«Ναι» λέει η κυρία Κινσέλα. «Όλα έτοιμα».
«Καταπληκτικά» απαντάει.
Δίνω το παγωτό σε κείνον και την πραλίνα σοκολάτα σε κείνη και ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα μασουλώντας τα σκληρά ζελεδάκια, προσεκτικά, για να μη στραβοκαταπιώ όπως περνάμε τα σαμαράκια στον δρόμο. Ακούω τα ρέστα που κουδουνίζουν στην τσέπη μου, τον αέρα που φυσάει μέσα από τα παράθυρα και τη συζήτησή τους, τα διάφορα νέα που ανταλλάσσουν στα μπροστινά καθίσματα.
Όταν στρίβουμε στην αυλή, ένα άλλο αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο μπροστά από την πόρτα. Μια γυναίκα βρίσκεται στο σκαλοπάτι της εισόδου, πηγαίνει πάνω κάτω, με σταυρωμένα τα χέρια.
«Αυτό δεν είναι το κορίτσι του Χάρι Ρέντμοντ;»
«Δεν είναι καλό σημάδι αυτό» λέει ο Κινσέλα.
«Αχ, Τζον» λέει η γυναίκα, τρέχοντας προς το μέρος τους. «Συγγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά τώρα πέθανε ο Μάικλ μας και δεν υπάρχει ψυχή στο σπίτι. Είναι όλοι τους έξω με τα μηχανήματα και θερίζουν κι ένας Θεός ξέρει πότε θα γυρίσουν και δεν έχω τρόπο να τους ειδοποιήσω. Είμαστε αβοήθητοι. Θα έρθεις να μας δώσεις ένα χεράκι να σκάψουμε τον τάφο;»
* * *
Η Claire Keegan γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1968. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στο New Yorker, στο Paris Review, και στο Granta και έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες. Το «Antarctica» (συλλογή διηγημάτων, 1999) κέρδισε το Rooney Prize for Irish Literature και ήταν ένα από τα βιβλία της χρονιάς σύμφωνα με τους Los Angeles Times. Το «Walk the Blue Fields» (συλλογή διηγημάτων, 2007) κέρδισε το Edge Hill Prize για την καλύτερη συλλογή διηγημάτων. Τα «Τρία φώτα» (νουβέλα, 2010) κέρδισαν το Davy Byrnes Award. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2021, διαδραματίζεται στη Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και χαρακτηρίστηκε αριστούργημα από τους κριτικούς.