Βιβλιο

5 ποιητικές συλλογές που αξίζει να διαβάσεις το Πάσχα

Η ATHENS VOICE διαλέγει σελίδες-δώρα για τα ψώνια της τελευταίας στιγμής

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 867
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα βιβλία που θα διαβάσουμε το Πάσχα: Προτάσεις ποίησης

Γιώργος Βέλτσος, Η καταστροφή της Μυκόνου το ‘22, εκδόσεις Πατάκη
Ο Γιώργος Βέλτσος γράφει για τη Μύκονο (του). Ξηλώνει και υφαίνει έναν ιστό από δημοσιευμένα και αδημοσίευτα γραπτά του. Η μητέρα, ο Σεφέρης, η Μέλπω Αξιώτη, η αιωνόβια φοινικιά μπρος στο παράθυρο του σπιτιού του, που πιθανόν πεθαίνει, ο ήλιος που δύει στο βάθος, οι Μυκονιάτες και οι κοσμικοί, οι σύννομοι ή παράνομοι επαγγελματίες, οι ξενοδόχοι, οι ιδιοκτήτες μπαρ και οι νησιώτες που έχουν πάθει πολιτισμική κατάθλιψη, φαντάσματα του παρελθόντος που εξαερώνονται σε μια Μύκονο που πουλιέται ως παρηγοριά κι ως τρόπος ζωής σε πολύ ακριβή τιμή. Νοσταλγία, αναμνήσεις, θάνατος, λύπη, έρωτας.  Ένα παλίμψηστο, με προσχηματικό τίτλο, για την καταστροφή της Μυκόνου, με ποιήματα παλαιότερα αλλά και άλλα που γράφτηκαν το καλοκαίρι του ’22 στο νησί και πέντε κείμενα του από το Βήμα, αντίβαρο της ποίησης. «Στους φωταγωγημένος δρόμους της Χώρας, όπου όλα λάμπουν για να σβήσουν στο τέλος της σεζόν, συλλογίζομαι πόσο εντέλει το παρελθόν συνίσταται από το παρόν και πόσο η Μύκονος είναι σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ…».

Βαγγέλης Ευαγγελίου, Μετά το ωμέγα, Κάπα Εκδοτική
Μια σειρά ποιημάτων αυτοβιογραφικών, καυστικών, που αφορούν την επικαιρότητα, την καθημερινότητα, την κοινωνία, τις ανθρώπινες σχέσεις και διάφορα θέματα που απασχολούν τον καθένα και την καθεμία θίγονται, αναλύονται και σατιρίζονται από τον Βαγγέλη Ευαγγελίου, με τον δικό του ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο. «Στο μετά το ωμέγα βρίσκεται ο κλοσάρ, ο συλλέκτης σκουπιδιών, ο αδικημένος άνθρωπος, ο έρωτας, η θάλασσα με τους ναύτες στα αμπάρια, ο σημαδεμένος. Βρίσκονται αυτοί που δεν μπόρεσε ποτέ η κοινωνία να τους βολέψει. Τα ζώα. Το σθένος και πώς ανακτάται όταν χάνεται. Η καρτερικότητα. Η υπομονή. Ο αγώνας. Η οικογένεια. Τα δωμάτια», αναφέρει ο Γιάννης Ζουγανέλης στο εισαγωγικό του σημείωμα. «Ο Ευαγγελίου έρχεται με τη φόρα μιας γενιάς απενοχοποιημένης από τη σοβαροφάνεια, σε μια διαδραστική θα έλεγε κανείς συνομιλία με τον αναγνώστη. Και ανοίγει διάλογο. Ακόμα και οι διακειμενικές του αναφορές αυτόν τον διάλογο εξυπηρετούν. Γιατί ο διάλογος είναι αυτός που ανοίγει το Εγώ στον Άλλον», σχολιάζει επίσης ο αείμνηστος Τσιμάρας Τζανάτος. «Βαρέθηκα τα κηρύγματά σας. Μου φτάνει του Ευαγγελίου». «Τα μαλλιά σου μπούκλες, σαν να έχουν καθίσει στο κεφάλι σου όλα τα ωμέγα του κόσμου».

Στρατής Πασχάλης, Η Μεγάλη Παρασκευή, Κάπα Εκδοτική
Η «Μεγάλη Παρασκευή» του Στρατή Πασχάλη είναι ένα συνθετικό ποίημα, με άξονα τον θάνατο του μύθου, την περιπετειώδη εσωτερική διαδρομή του σύγχρονου ανθρώπου και την αναζήτηση διεξόδου μέσα από τη λυτρωτική δοκιμασία που χαρίζει ο έρωτας. Πατώντας πάνω στα χνάρια της δραματικότητας και του στοχαστικού λυρισμού της «Έρημης Χώρας», συνιστά ένα διαχρονικό ποιητικό παλίμψηστο αποσπασμάτων από ποιητικά έργα, ελληνικά και ξένα, με θέμα τον θρύλο του Νεκρού Θεού. Συγχρόνως, αποτυπώνει κι ένα προσωπικό βίωμα μηδενιστικού μετεωρισμού στα χρόνια της οικονομικής και της υγειονομικής κρίσης, με απώτερο στόχο την αγωνιώδη προσπάθεια για αλχημική μεταποίηση σε μύθο και ομορφιά των υλικών μιας κυρίαρχης πνευματικής και κοινωνικής δυστοπίας.Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Ο τοίχος με την κόκκινη Βουκαμβίλια», συγκεντρώνονται μεμονωμένα ποιήματα που γεννήθηκαν την ίδια περίοδο και μεταφέρουν τους ίδιους προβληματισμούς, αλλά με παράλληλο άξονα και το ζήτημα της ελληνικότητας σε μια εποχή αποδόμησης και επαναπροσδιορισμού.

Γιάννης Θεοδωράκης, Λιποτάχτες, εκδόσεις Μετρονόμος
Αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Γιάννης Θεοδωράκης (1932-1996) γράφει τα ποιήματα της συλλογής «Λιποτάχτες». Είναι τελειόφοιτος Γυμνασίου στον Γαλατά των Χανίων. Εκεί φτάνει ο αδελφός του, Μίκης, στις 23 Αυγούστου του 1949 με το ατμόπλοιο «Ελένη», σοβαρά τραυματισμένος από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Ο Εμφύλιος στην Κρήτη είχε λήξει το 1948, όμως η καταδίωξη των εναπομεινάντων Κρητικών ανταρτών συνεχιζόταν μέσα σε ένα καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας του τοπικού πληθυσμού από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων, της Χωροφυλακής, της Εθνοφυλακής και των παρακρατικών συμμοριών. Τέσσερα από αυτά τα ποιήματα του Γιάννη –«Θα γίνεις δικιά μου» (στο «Όμορφη Πόλις»), «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας» και «Χάθηκα»– μελοποιήθηκαν από τον Μίκη την περίοδο 1952-1954 και ηχογραφήθηκαν το 1960 στο παλιό στούντιο της «Columbia», με τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη στο τραγούδι, τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι, τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και τον Σπύρο Λιβιεράτο «Καζάνα» στα κρουστά. Τίτλος του πρώτου ολοκληρωμένου κύκλου τραγουδιών: «Λιποτάκτες». Έναν χρόνο πριν από τη δισκογράφησή του σε 45άρι, με πρωτοβουλία του Μίκη, κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Δίφρος» του Γιάννη Γουδέλη η ομώνυμη ποιητική συλλογή του αδελφού του. Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά, οι «Λιποτάκτες» του Γιάννη Θεοδωράκη επανακυκλοφορούν.

Τσιμάρας Τζανάτος, Αγνώστου η βία του βίου, Κάπα Εκδοτική
«Έψαχνες το άλλο σου μισό, ενώ σου έλειπες ολόκληρος». Ο βραβευμένος με βραβείο «Κ. Κουν 2018» για το θεατρικό του έργο «Δεσποινίς Δυστυχία» συγγραφέας, έρχεται να ξαφνιάσει με την ποιητική του συλλογή, «Αγνώστου Η βία του βίου» (Ποιήματα 2011-2021). Ξεφεύγοντας από τις λογοτεχνικές κατηγοριοποιήσεις που μέχρι πρότινος εντασσόταν (θέατρο, αφήγημα) καταθέτει ένα ατόφιο ποιητικό πόνημα που επεξεργαζόταν τα τελευταία δέκα χρόνια. Η ποιητική συλλογή «Αγνώστου Η βία του βίου» είναι μια καταγραφή της βίαιης ενηλικίωσης του ανθρώπινου όντος αλλά και συγχρόνως, το χρονικό της περιπλάνησης του κατασπαραγμένου Εγώ, σε έναν προκατασκευασμένο Κόσμο. Η συνύπαρξη επιγραμματικών σπαραγμάτων και υπαρξιακών ποιητικών χρονικών, που αλληλοσυμπληρούνται και ταυτοχρόνως αλληλοαντιτίθενται σε ένα «όλον», μας εισάγουν σε ένα σύμπαν τρομακτικά οικείο αλλά και αφοπλιστικά απρόβλεπτο, ταυτοχρόνως. Στη συλλογή κατατίθεται από τον τίτλο κιόλας, «Αγνώστου Η βία του βίου», το κλειδί-προσωπείο, ο Άγνωστος, ως ανώνυμος συν-γραφέας, που δεν είναι άλλος από τον αναγνώστη. Αυτή η αναίρεση του συγγραφικού προσώπου που είναι ο ίδιος, δυναμιτίζει εξ αρχής τη συγγραφική ταυτότητα όπως την ξέρουμε, καταργώντας το ανήκειν. Εισάγοντάς μας σε έναν μεγάκοσμο πέραν του χρόνου και του τόπου, για να συμπορευτούμε με τον Άλλον, ως «έτερον εαυτόν». Άλλοτε ταυτιζόμενοι και άλλοτε διαχωριζόμενοι, μέσω μιας αέναης οδυνηρής πορείας προς το πραγματικό. «Αυτό το ζ στη ζωή, όλο βουίζει. Δεν σέβεται τη νεκρική μας ησυχία».