- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Στέλιος Πελασγός: Ο Παραμυθάς οφείλει να είναι Ποιητής
Ο γνωστός παραμυθάς μιλάει για το καινούργιο του βιβλίο «Νασρεντίν Χότζας, Το Γέλιο της Μικρασίας», την αφήγηση, την παρηγοριά και την ποίηση
Ο συγγραφέας παραμυθιών Στέλιος Πελασγός μιλάει για το νέο του βιβλίο «Νασρεντίν Χότζας, Το Γέλιο της Μικρασίας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πρώτη Ύλη.
Ο Νασρεντίν ή Ναστραντίν ή όπως αλλιώς θέλεις, Χότζας είναι μια φιγούρα αστεία. Όσο ο Καραγκιόζης, που κάνει απατεωνιές, που πιάνεται και τρώει ξύλο. Αλλά και μια φιγούρα σοβαρή: που χλευάζει κάθε μορφή εξουσίας, που ζει φτωχός μα ευτυχής, που ξέρει καλά τι σημαίνει υπομονή, που ξέρει τι είναι δίκαιο και πάνω απ’ όλα ξέρει να ακούει. Λένε ότι αν σε μια παρέα κάποιος αφηγηθεί μια ιστορία του Χότζα, τότε δεκάδες ιστορίες θα ξεπηδήσουν γιατί μ’ έναν τρόπο μαγικό, βρίσκονται μέσα σε όλους μας. Ο Στέλιος Πελασγός στο καινούργιο του βιβλίο ομαδοποιεί και αφηγείται μερικές από τις πιο όμορφες.
Πότε πρωτογνώρισες τον Ναστραντίν Χότζα και τι εντύπωση σου είχε κάνει;
Το σπίτι που μεγάλωσα είχε από κάτω του ακριβώς μια σπηλιά με θησαυρούς. Αφέντης της ήταν ο παππούς μου, ένας τεράστιος παππούς που δεν κατάφεραν να σκοτώσουν οι Τούρκοι δυο χρόνια στα τάγματα εξόντωσης. Τα βράδια ανέβαινε τη μαρμάρινη σκάλα του σπιτιού με την είσπραξη της μέρας σε ένα περίεργο χαρτόκουτο γραμμένο ολόγυρα με αριθμούς και λέξεις, μαθηματικές πράξεις και σχεδιαγράμματα. Η σπηλιά ήταν το συνοικιακό μαγαζάκι του Σμυρνιού εμπόρου. Πουλούσε τσιγάρα και πασατέμπο, αρώματα (που έφτιαχνε μόνος του) και πρόκες, εφημερίδες και καλτσοδέτες αλλά κυρίως τη χαρά μου: λαϊκά περιοδικά και κόμικς. Ο Ναστραντιν Χότζας υπήρχε σε βιβλιαράκια και καζαμίες αλλά και σε ιστορίες που έλεγε όλη η οικογένεια. Κι ο Φενεάτης παλαιοελλαδίτης πατέρας και η Ελευσίνια Δήμητρα (η παραμυθού – προφορική λογοτέχνης γιαγιά) κι ο αστός πρόσφυγας παππούς μιλούσαν για κάποιον Ναστραντίν Χότζα. Νόμιζα κι εγώ πως ο Χότζας ήταν ένας μακρινός θείος χαμένος για πάντα όπως οι υπέροχες παραλίες της Ελευσίνας και η καμένη Σμύρνη. Ένας χωρατατζής πρόγονος που ενίσχυε την αίσθηση των χαμένων μεγαλείων και της παραδείσιας αθωότητας την οποία κληρονόμησα.
Τι είναι για σένα ο Νασρεντίν Χότζας;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ. Μαΐστωρ-μαιτρ–μάστορας. Είναι ο δάσκαλός μου στη ζωή και στην τέχνη μου. Αυτός που συνάντησα στα λαϊκά καφενεία του Πηλίου και της Βηρυτού, στα μπιστρό της Αβινιόν και τα ταβερνάκια των Εξαρχείων. Αυτός με δίδαξε να αντέχω όταν με αντιμετώπιζαν για βλαμμένο όταν πρώτος δήλωσα επαγγελματίας παραμυθάς στην Ελλάδα. Μου έμαθε να αντιμετωπίζω τον σουλτάνο και τον δήμαρχο ίσα με τον χωριάτη και τον φορτηγατζή. Να γκρεμίζω πρώτος όσα έχτισα πριν να έρθει ο άρπαγας κι ο απατεώνας να μου τα μαγαρίσει για να με συντρίψει, να γελάω όταν υπέκυπτα στον πειρασμό και γινόμουνα ρεζίλι, να κλαίω μπροστά στον ψυχαναλυτή ή στον πνευματικό μου χωρίς να νιώθω ήρωας ή θύμα. O Ναστραντίν στερέωσε τις αδελφικές μου φιλίες με παραμυθάδες από τον Λίβανο και την Αλγερία. Για πολλά χρόνια ήταν και πνευματικός μου και με έμαθε την ταπείνωση και τον αυτοσαρκασμό. Για άλλα τόσα χρόνια ήθελα να γίνω κλόουν γιατί ήταν το πλάσμα που στην σκηνή ήταν χορευτής και ακροβάτης, ηθοποιός και θεραπευτής αλλά ο Χότζας μου έδειξε πως δεν χρειάζομαι ούτε σκηνή ούτε κόκκινη μύτη για να τα καταφέρω.
Ποια είναι ακριβώς η έννοια του ιερού σαλού;
Ο Σοφός Σαλός ή ο ιερός σαλός είναι η ένωση των αντιθέτων που υπάρχει σε πολλούς λαούς. Ο μπαρμπα Γιουνγκ μας είπε ότι είναι ένα από τα σύμβολα της ψυχικής ολοκλήρωσης όπου τα αντίθετα ενώνονται. Ο Ναστραντίν πότε λέει βλακείες και τον περιγελούν πότε λέει τρέλες που καθρεφτίζουν τον παραλογισμό του εγωισμού και της εξουσίας, θνητών κι αδύναμων πλασμάτων που περνούν λίγα χρόνια πάνω στην γη και θαρρούν πως είναι αιώνια και άφθαρτα. Τα παιδιά ταπεινώνουν τους σοφούς και κερδίζουν τον παράδεισο και με τις αταίριαστες και παράταιρες κουβέντες του παλαβού φανερώνονται λαμπρές οι μεγάλες κι απλές αλήθειες της ζωής.
Από πού ξεκινάει η έννοια αυτή;
Αααα, μεγάλη κουβέντα. Πρέπει να πάμε πίσω στις σπηλιές. Να βρούμε εκείνο το χάραγμα του ανθρώπου-πουλιού. Πρέπει να βρούμε τον ρόλο του σαμάνου που δεν συνάντησα μόνο στα βιβλία αλλά κυρίως στα δεκαπέντε χρόνια που έζησα στη ρεματιά του Πηλίου. Έπειτα να βρούμε τους πληγωμένους θεούς των Ελλήνων, τον ζωόμορφο σακάτη Πάνα και τον τρελό και αναπάντεχο Διόνυσο, τους μάντεις που ήταν καταραμένοι και ευλογημένοι να ζουν στο παρόν και στο μέλλον συνάμα, σε σώμα ανδρικό και γυναικείο μαζί. Πρέπει να δούμε τους δια Χριστόν σαλούς και σαλές, να καταλάβουμε πως το κοινό χαρακτηριστικό της αγιότητας είναι το χιούμορ, η πλάκα, το πείραγμα, η κλωτσιά στα τραπεζάκια των εμπόρων και των αργυραμοιβών και πάνω απ’ όλα το σπάσιμο κάθε καθρέφτη και ο αυτοσαρκασμός.
Έχει κάποια σχέση και με τον Καραγκιόζη;
Πρώτα ξαδέλφια. Ξύλο τρώνε τακτικά, λεφτά ποτέ δεν μαζεύουν, την εξουσία κοροϊδεύουν. Κάνουνε κατεργαριές κι όλο γελούν – κι όταν την πατάνε, γελούμε εμείς μαζί τους. Όπως και να τους βάλεις στην εξίσωση, γέλιο θα βγάλεις. Συγγενεύουν επίσης και στη σχέση τους με το παράλογο. Όταν δεν βγαίνουν οι προϋπολογισμοί, πετάνε μια κουβέντα και βάζουν στον λογαριασμό τα άστρα και το φεγγάρι, γυρνάν τη γλώσσα ανάποδα και βγάζουν λαγουδάκια από τα καπέλα των δασκάλων. Είναι οι πιο γνήσιοι εκφραστές του λαϊκού πολιτισμού. Ποτέ δεν κάνανε λεφτά, ποτέ δεν πήρανε φιλί από βεζυροπούλα. Ακόμα και τα παιδιά τους τους κοροϊδεύουν γιατί έχουν μάθει τα κόλπα τους. Παρόλη την ασφυκτική πατριαρχία των κοινωνιών τους τρώνε ξύλο απ’ την γυναίκα τους και δεν κάνουν κουμάντο στο σπιτικό τους. Άσε που μοιάζουν και στη μούρη. Μπορεί κανείς να φανταστεί έναν όμορφο ή κομψό Χότζα; Σε μια περιπατητική παράσταση που ετοιμάζω για την αρχή του καλοκαιριού στα βήματα του Παπαδιαμάντη, ενώνω ιστορίες για τέσσερεις σοφούς σαλούς που έχω δασκάλους. Τον κοσμοκαλόγερο Αλέξανδρο, τον Άγιο Νικόλα τον Πλανά που λειτουργούσανε αντάμα, τον αγαπημένο Χότζα ως ξεπεσμένο δερβίση και τον σκλάβο από την Φρυγία που κέρδισε την λευτεριά επειδή έμαθε ελληνικά και είπε παραμύθια, τον Αίσωπο. Βράστα. Σε ένα καφενείο στου Ψυρρή βρίσκονται και τους σερβίρει ένα τυφλό γκαρσόνι.
Η αφήγηση ενός παραμυθιού είναι υπό μια έννοια μια performance. Τι εφόδια θα πρέπει να έχει ένας αφηγητής παραμυθιών για να σταθεί σε μια σκηνή;
Εγώ ξεκίνησα στον ίσιο δρόμο της γιαγιάς και μετά άρχισα να μαζεύω λουλουδάκια έξω και μακριά του. Η συναναστροφή μου με τους λύκους (και κυρίως με τις αλεπούδες) πολύ με ωφέλησε. Κι αν φοράω τα ίδια κόκκινα ρούχα δεν μπορεί να με φάει πια ούτε η μεγάλη θεατρική σκηνή ούτε η πλατεία του χωριού. Όταν ανεβαίνω στη σκηνή δεν φαίνεται η εκπαίδευση ούτε σωματικού θεάτρου, ούτε ψυχοθεραπείας, ούτε παντομίμας, ούτε η πανηγυρτζίδικη απ’ τον κουμπάρο τον λαουτιέρη και τραγουδιστή, ούτε βέβαια η διδακτορική έρευνα στη μαθητεία του παραμυθά και την πολλαπλή νοημοσύνη. Είτε αφηγούμαι στα ελληνικά είτε στα γαλλικά, έχεις μπροστά σου έναν performer του καφενείου κι η μόνη τεχνική που φαίνεται είναι «πώς τα θυμάστε;». Τα εφόδια είναι τόσα πολλά που σε κάνουν αόρατο, χωρίς ηλικία, φύλο και εθνικότητα. Τα παιδιά σε βλέπουν παιδί κι οι γέροι γέροντα. Αντίθετα, όσοι νομίζουν ότι η προφορική αφήγηση είναι θέατρο και απομνημονεύουν, βάζουν κουστούμια και σκηνικά και δεν μπορούν να αυτοσχεδιάσουν και να βάλουν στο παραμύθι τον θόρυβο του ασθενοφόρου που περνά, τους καταπίνει ο λύκος αμάσητους.
Έχεις εργαστεί με πολλές και διαφορετικές ομάδες, ευπαθείς αλλά και μειονοτικές. Τι μπορεί να προσφέρει το παραμύθι στις ομάδες αυτές;
Έχω αφηγηθεί για χρόνια μες στους θαλάμους του Αντικαρκινικού Παίδων, έχω ετοιμάσει παραστάσεις αφήγησης με πρώην χρήστες με ιστορίες από τη ζωή τους, έχω πάει με γέροντες και γερόντισσες σε εφήβους για να πούμε ιστορίες για το φλερτ και τον έρωτα στην εποχή τους. Θυμάμαι μια φορά που μάζευα τσιγγάνικες ιστορίες κι οργάνωνα εφήβους για να τις αφηγηθούν. Σε ένα σπίτι, σε έναν καταυλισμό, είχαμε στρωθεί καμιά σαρανταριά άτομα από όλες τις ηλικίες. Είπα μια μικρή ιστορία για φαντάσματα και ρώτησα σεβαστικά αν έχουν κανένα βρικόλακα στην οικογένεια τους. Σιωπή. Ο γέρος παραμυθάς κοίταξε δεξιά, αριστερά κι είπε: «Κάτσε να δω αν είναι κανένας ξένος». Κι έπειτα είπε την ιστορία για την ξαδέλφη που βρικολάκιασε. Κατάλαβες; Εγώ δεν ήμουν ξένος εκείνη την στιγμή. Ήμουνα δικός τους. Δεν ήμουν μπαλαμός. Αλήθεια είναι. Αυτό προσφέρει ο παραμυθάς κι οι λαϊκές ιστορίες. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. Κατάφαση και σεβασμό της ταυτότητας των αφηγητών στην παρούσα στιγμή. Σύνδεση με ένα μυθικό (όχι φανταστικό-άλλο πράγμα είναι το μυθικό) παρελθόν. Αποδοχή και εξύμνηση της ανθρώπινης ομορφιάς, ποίησης, αντοχής. Είσαι δικός μας και μας βοηθάς να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό που είμαστε τώρα. Το ίδιο και στην αίθουσα του νοσοκομείου. Αποδοχή του πόνου και ύμνος στην αντοχή και την ελπίδα. Μεγάλα πράγματα! Όποιος δεν έχει παραμυθά, γίνεται φασίστας και φαντάζεται ότι είναι απόγονος Μεγάλου Αλεξάνδρου γιατί πούλησε το σπίτι της γιαγιάς του στο νησί και τώρα δουλεύει γκαρσόνι. Δεν μπορεί να είναι περήφανος για το παρόν του και πλάθει ιστορίες μίσους και φυλετικής ανωτερότητας. Άλλο όμως μύθος κι άλλο παραλήρημα μεγαλείου. Ο παραμυθάς μας βοηθά να τα διακρίνουμε.
Η ενασχόλησή σου με την ποίηση πώς προέκυψε;
Ως αποτέλεσμα ναυαγίου. Ναυάγησα δυο τρεις φορές, τελείωσαν οι αντοχές, δεν είχα πού να πιαστώ παλεύοντας με τα κύματα. Το καραβάκι των παραμυθιών πήγαινε μονάχο αλλά ο αληθινός μου εαυτός πνιγότανε. Ο πνιγμένος πιάνεται από τα μαλλιά του κι εγώ άρχισα να γράφω ποιήματα συστηματικά κι όχι περιστασιακά όπως παλιά. Το καλοκαίρι εκδίδονται καμπόσα και άλλα τόσα γεμίζουν τα συρτάρια μου και το facebook και περιμένουν. Όσο πνίγομαι, θα γράφω ποιήματα. Αν σταματήσω ή θα έχω βρει λιμάνι ή θα έχω πάει στον πάτο. Άλλωστε πάντα το έλεγα ότι ο παραμυθάς οφείλει να είναι ποιητής. Κι οι λαϊκοί αφηγητές κάθε γενιάς και κάθε γλώσσας που γνώρισα, ποιητές ήταν. Καφέ παράγγελναν κι ήταν σαν να απαγγέλουν ποίημα. Κάθε λέξη τους ήταν και είναι πολύτιμη.