Βιβλιο

«Ο επαναστάτης με το ποδήλατο» πάει από τα Τίρανα στην Παραγουάη

Ο Μέμπο Τζαρντινέλι αναβιώνει μια ιστορικά σκοτεινή εποχή της Λατινικής Αμερικής φωτίζοντας σημαντικά πολιτικά γεγονότα με γλαφυρό τρόπο, δονκιχωτικό ρομαντισμό και χιούμορ

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 864
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Ο επαναστάτης με το ποδήλατο» του Μέμπο Τζαρντινέλι, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Ελληνικά Γράμματα

Πριν τρεις μέρες βρέθηκα στην Αλβανία. Στα Τίρανα, για την ακρίβεια. Όταν οι φίλοι μου ρώτησαν να μάθουν ποιος ο λόγος να πάω εκεί, μήπως είχα μπλέξει με την αλβανική μαφία, ή μήπως είχα υπάρξει στα φοιτητικά μου χρόνια μαοϊκός κι ήθελα να αποτίσω τιμή στον Εμβέρ Χότζα, τους αποκρίθηκα με κάθε ειλικρίνεια πως θα πετούσα ως εκεί για λόγους αναψυχής. Δεν διευκρίνισα, είναι η αλήθεια, πως είχα βρει κάτι φτηνά αεροπορικά εισιτήρια.

Στα Τίρανα με περίμενε βροχερός καιρός, κι αφού επισκέφτηκα υπό τη σκέπη της ομπρέλας μου στην πλατεία Σκεντέρμπεη (η δική τους πλατεία Συντάγματος, τρόπον τινά), αφού είδα στις δύο γωνίες της το παλιό ισλαμικό τέμενος και τη νέα μητρόπολη της αυτοκέφαλης ορθόδοξης εκκλησίας της Αλβανίας –ένα κιτς αρχιτεκτόνημα που διέλαθε μάλλον της προσοχής του Υψίστου–, ήπια έναν καπουτσίνο στο καφέ της Όπερας ακούγοντας δίπλα μου τις λαρυγγώδεις ομιλίες των ντόπιων. Στα Τίρανα υπάρχουν παντού καφέ και ανταλλακτήρια νομισμάτων.

Συνέχισα τη βόλτα μου, έφτασα ως μια τεχνητή λίμνη που έχουν δημιουργήσει στις παρυφές της πόλης, ανεβοκατέβηκα τους ορόφους ενός θηριώδους πολυκαταστήματος (όπου δεν βρήκα κάτι του γούστου μου), κι έχοντας μπουχτίσει με τη βροχή, επέστρεψα το απομεσήμερο στο ξενοδοχείο μου. Από το δωμάτιό μου είχα μια πανοραμική θέα της κεντρικής πλατείας, οπότε έφερα μια πολυθρόνα κι έμεινα να κοιτάζω τα μεγαθήρια ξενοδοχεία που χτίζονταν στα πέριξ. Όταν βαρέθηκα, έπιασα στα χέρια το βιβλίο «Ο επαναστάτης με το ποδήλατο» που είχα φέρει μαζί μου. Κι ενώ η βροχή έπεφτε έξω, άρχισα να το διαβάζω.

Πώς στην ευχή μου είχε διαφύγει αυτό το μυθιστόρημα;

Ο συγγραφέας του, Μέμπο Τζαρντινέλι, γεννημένος στην Παραγουάη, μια μικρή χώρα ανάμεσα Αργεντινή και Βραζιλία, περιγράφει τις περιπέτειες ενός άντρα που για να ξεφύγει από τη φτώχια, καταφεύγει στις τάξεις του στρατού. Όλοι αναγνωρίζουν τα ηγετικά του προσόντα, κι όταν έρχεται η κρίσιμη ώρα του προτείνουν να τεθεί επικεφαλής ενός πραξικοπήματος που θα εκθρονίσει τον δικτάτορα της Παραγουάης. Το κίνημα πραγματοποιείται και αποτυγχάνει.

Στην αρχή του βιβλίου συναντάμε τον ήρωα εξόριστο στην Αργεντινή. Φυτοζωεί με την πολυπληθή οικογένειά του φτιάχνοντας τούβλα για τις οικοδομικές ανάγκες της περιοχής. Την ίδια στιγμή, δεν παύει να ονειροπολεί ότι κάποια ώρα θα κληθεί ξανά να επαναλάβει το πραξικόπημα, αυτή τη φορά κατά του νέου τυράννου της χώρας του. Τρέφεται με αυτό το όνειρο ενώ μας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τις περιπέτειες της ζωής του που τον οδήγησαν στη μαύρη εξορία –εντάξει, όχι και τόσο μαύρη, το σπιτάκι του είναι στην εξοχή, δίπλα σε ποτάμι, η γυναίκα του μπορεί να γκρινιάζει αλλά τον αγαπά κι έχει μια ερωμένη που του προσφέρει τα κάλλη της όποτε ο ήρωας την επισκέπτεται.

Ωστόσο, τίποτα δεν πηγαίνει καλά για τον ήρωα. Οι αναποδιές που τον περιμένουν σε κάθε στροφή της ζωής κάνουν τον αναγνώστη να τρίβει με χαρά τα χέρια που δεν βρίσκεται στη θέση του. Ακόμη και η στύση του τον εγκαταλείπει σε μια κρίσιμη στιγμή.

Κι ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει στα Τίρανα, εγώ ευγνωμονούσα την τύχη μου που είχα πάρει μαζί μου αυτό το βιβλίο να με συντροφεύει.