Βιβλιο

Ο «Πάγος» της Άννα Καβάν και το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε

Μια ιστορία μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, σε ένα σκηνικό ακραίας κλιματικής αλλαγής στα πρόθυρα ενός νέου παγκοσμίου πολέμου

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 862
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Πάγος» της Άννα Καβάν, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg

«Είχα χαθεί, είχε ήδη πέσει το σούρουπο, οδηγούσα επί ώρες και στην ουσία είχα ξεμείνει από βενζίνη. Δεν ήθελα καν να σκέφτομαι το ενδεχόμενο να αποκλειστώ το βράδυ σ’ αυτούς τους έρημους λόφους, οπότε χάρηκα όταν είδα την πινακίδα ενός βενζινάδικου, και τσούλησα αργά προς τα εκεί. Όταν άνοιξα το παράθυρο να μιλήσω στον υπάλληλο, ο αέρας που με χτύπησε ήταν τόσο ψυχρός που αναγκάστηκα να ανεβάσω τον γιακά μου. Καθώς γέμιζε το ρεζερβουάρ, σχολίασε τον καιρό. “Δεν έχει ξανακάνει τέτοιο κρύο αυτό το μήνα. Τα δελτία καιρού λένε ότι μας περιμένει βαρύς παγετός”».

Έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα «Πάγος» της βρετανίδας συγγραφέως Άννας Καβάν σε πολύ καλή μετάφραση του Λευτέρη Καλοσπύρου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg. Το βιβλίο αυτό, μόλις έπιασα να το διαβάζω, ήταν αδύνατο να το αφήσω από τα χέρια μου. Ίσως επειδή περιγράφει το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε – κι αυτό είναι κάτι που με έλκυε πάντα. Η ανθρωπότητα –στο βιβλίο– έχει περιπλεχθεί σε ατέρμονους αιματηρούς πολέμους την ίδια στιγμή που η κλιματική αλλαγή στον πλανήτη εμφανίζεται με την εικόνα ενός παγετώνα που κατακλύζει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της Γης περιορίζοντας τους ανθρώπους σε διαρκώς μειούμενες εκτάσεις.

Σε αυτό το περιβάλλον, ο ήρωας που δεν έχει όνομα κι ωστόσο μοιάζει πολύ με τον Χωρομέτρη Κ. (του Κάφκα) αναζητά δίχως τελειωμό μια κοπέλα με αργυρόχρωμα μαλλιά με την οποία έχει πάθει μια αρρωστημένη εμμονή. Σε έναν κόσμο που παραπαίει, μέσα σε ένα κλίμα που παγώνει, ανάμεσα σε ερείπια πόλεων και ερημωμένες εκτάσεις, ο ήρωας ψάχνει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του έχοντας για αντίπαλο έναν ρωμαλέο άντρα  που κυριαρχεί τυραννικά πάνω στην σχεδόν άβουλη νεαρή ύπαρξη.

Κλυδωνιζόμενος σε πραγματικότητες που αλλάζουν συνεχώς υφή, νιώθοντας ότι τα πάντα γύρω του υπάρχουν λες κι ύστερα δεν υπάρχουν, ο επίμονος στην αναζήτησή του ήρωας αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη παρασύροντάς τον μαζί του στο κυνήγι της αγαπημένης του.

Ωστόσο εκείνη, η κοπέλα με τα αργυρόχρωμα μαλλιά, η ποθητή και αενάως διαφεύγουσα, έχει άραγε κάποια γνώμη επ’ αυτού; Όταν ενίοτε ο ήρωας καταφέρνει να την προσεγγίσει, όταν της λέει ότι θέλει να την πάρει μαζί του, όταν καταθέτει την καρδιά του στα λεπτά της πόδια, εκείνη τι κάνει; Ενδίδει; Τον ακολουθεί; Υποτάσσεται; Το αντίθετο. Τον υβρίζει, τον αποπέμπει, τον λοιδωρεί. Κοντολογίς, του λέει να την αφήσει επιτέλους ήσυχη.

Φαίνεται όμως ότι η συγγραφέας –που γεννήθηκε το 1901– αναφέρεται σε μια εποχή που οι άντρες κυνηγούσαν ακόμα τις γυναίκες. Μια εποχή που, δυστυχώς ή ευτυχώς, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο ήρωάς της δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις διαθέσεις της κοπέλας κι εξακολουθεί να την αναζητά και να θέλει να την πάρει μαζί του; Θα το πετύχει;

Σας αφήνω να απολαύσετε οι ίδιοι αυτό το μυθιστόρημα που ανακαλεί μνήμες Κάφκα αλλά με έναν δικό του πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Όσο για τους άντρες αναγνώστες θα πρότεινα να μην πάψουν ποτέ να αναζητούν τη γυναικεία ψυχή – έστω μέσα από ένα καλό αφήγημα.