Βιβλιο

«Όλα για το τίποτα» του Βάλτερ Κεμπόφσκι: Το μεγάλο μυθιστόρημα της γερμανικής ήττας

Η τραγωδία δεν είναι γέννημα της ύβρεως αλλά της ανθρώπινης μικρότητας

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 857
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Όλα για το τίποτα» του Βάλτερ Κεμπόφσκι, που κυκλοφορεί από τις εκδ. ΔΩΜΑ

Υπάρχουν κάποιες φορές που το σύμπαν φροντίζει να φτάσει στα χέρια σου ένα βιβλίο που από τις πρώτες κιόλας σελίδες του –για να μην πω από τις πρώτες αράδες– αντιλαμβάνεσαι ότι βρίσκεσαι μπροστά σε ένα μεγάλο δώρο. Ενίοτε το σύμπαν κάνει τέτοια δώρα – όχι συχνά, είναι η αλήθεια. Ίσως το σύμπαν να νιώθει ότι οφείλει να σου αντιγυρίσει κάτι για τις χιλιάδες σελίδες γλίσχρας λογοτεχνίας που έχεις διαβάσει και σου χαρίζει, πες λόγω γενεθλίων, ένα μυθιστόρημα χρυσής πεζογραφίας. Ένα μυθιστόρημα που ενώ δεν μπορείς να μη συνεχίζεις να το διαβάζεις, από την άλλη θα ήθελες να μην τέλειωνε ποτέ. Και αφού τελειώσει, σπεύδεις να αναζητήσεις κάποιο άλλο βιβλίο του ίδιου συγγραφέα.

Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωσή μου. Διάβασα το «Όλα για το τίποτα», του Βάλτερ Κεμπόφσκι, κι έψαξα αμέσως στο δίκτυο μήπως υπήρχε μεταφρασμένο κάποιο άλλο βιβλίο του. Τίποτα για τίποτα. Έμεινα να χαϊδεύω αυτήν την όμορφη έκδοση, σε πολύ καλή μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου, και αναρωτιέμαι αν οι εκδόσεις Δώμα είχαν σκεφτεί να συμπεριλάβουν και κάποιο άλλο έργο του Κεμπόφσκι στον κατάλογό τους. Στο μεταξύ, έπιασα να ξαναδιαβάζω το «Όλα για το τίποτα».

Στο μότο του βιβλίου ο συγγραφέας εξηγεί τον τίτλο χρησιμοποιώντας ένα ασματίδιο του Μαρτίνου Λούθηρου:

«Είναι η ψυχή μας βρώμικη,
τα έργα μας ξετσίπωτα.
Μακριά απ’ την αγάπη Σου
όλα είναι για το τίποτα».

Προσυπογράφω ευλαβώς το μότο και το αφιερώνω αρμοδίως.

Το θέμα του μυθιστορήματος είναι η Ναζιστική Γερμανία λίγους μήνες πριν το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το ανατολικό μέτωπο καταρρέει, οι Σοβιετικοί αντεπιτίθενται και μάλιστα με σφοδρή αγριότητα κατά του απόλεμου πληθυσμού, η Γερμανία του Χίτλερ προσπαθεί να σώσει τον απωλεσθέντα παράδεισο (Κόλαση για πολλούς), την ίδια στιγμή που στο αρχοντικό της οικογένειας φον Γκλόμπιχ η ζωή μοιάζει να διατηρεί την αγροτική ραστώνη της.

Σιγά σιγά, ωστόσο, αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι κατατρεγμένοι: ένας χωλός οικονομολόγος που συλλέγει γραμματόσημα ως ανταλλάξιμο είδος την ώρα της καταστροφής, μια νεαρή βιολίστρια που εμψύχωνε ως τότε με τη μουσική της τους τραυματίες του Γ' Ράιχ, μια οικογένεια προσφύγων.

Ήρθε άραγε η ώρα να εγκαταλείψουν οι Γκλόμπιχ το αρχοντικό τους και να ακολουθήσουν το μεγάλο ρεύμα των προσφύγων προς τη μητέρα πατρίδα;

Ιδού μια σκηνή από το άδειασμα ενός μουσείου έργων τέχνης για να μην πέσουν στα χέρια του Κόκκινου Στρατού:

«Αριστερά από την πόρτα κρεμόταν το πορτρέτο μιας εύσωμης πριγκίπισσας με γούνινο γιακά στο καταγάλανο φόρεμά της και την ταινία στο στήθος. Ήταν η μετέπειτα τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη, που μπορεί να είχε ακόρεστη ερωτική δίψα, αλλά ήταν φίλη των Πρώσων. Είχε περάσει από εκεί καθ’ οδόν προς την Πετρούπολη, και ο κόσμος είχε ακόμα να διηγείται χορταστικές ιστορίες για κείνη.

Και αυτόν τον πίνακα τον ξεκρέμασαν και τον τύλιξαν σε μια κουβέρτα. Και αυτόν τον πήραν μαζί τους, αν και πιθανότατα θα ήταν πιο συνετό να τον περιφέρουν επιδεικνύοντάς τον στους μαινόμενους Ρώσους: “Θυμηθείτε τη μεγάλη φίλη του γερμανικού έθνους!”

Βέβαια υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα: ήταν και η ίδια Γερμανίδα».

Βγάζω το καπέλο στον συγγραφέα και τιμώ τις εκδόσεις Δώμα.