Βιβλιο

Βάσια Τζανακάρη: Ο Nick Cave, η Πίστη, η Ελπίδα και ο Πόνος

H μεταφράστρια του βιβλίου «Πίστη, Ελπίδα και Πόνος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, μιλάει για τη δουλειά της και τη δική της συγγραφική και μεταφραστική πορεία

Γιώργος Φλωράκης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Βάσια Τζανακάρη μιλάει για τη μετάφραση του βιβλίου «Πίστη, Ελπίδα και Πόνος» των Nick Cave και Sean O’ Hagan που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Ακολουθώ εδώ και πολλά χρόνια τον Nick Cave. Αγοράζω τους δίσκους του την πρώτη μέρα κυκλοφορίας τους. Διαβάζω τα βιβλία του, ακόμα και τις διαδικτυακές του απαντήσεις. Η περίπτωση του «Πίστη, Ελπίδα και Πόνος» στάθηκε όμως μοναδική. Πριν ξεκινήσω να διαβάζω την αγγλική έκδοση, που περίμενε υπομονετικά στο ράφι με τα –αρκετά– αδιάβαστα βιβλία, χτύπησε την πόρτα μου η ελληνική. Με τη Βάσια Τζανακάρη, που μετέφρασε το βιβλίο, είχαμε συνυπάρξει στη συντακτική ομάδα κάποιων περιοδικών –διαδικτυακών και μη– και μάλιστα μου άρεσε πολύ το πρώτο της βιβλίο, οι «Έντεκα Μικροί Φόνοι» που σχετιζόταν στενά με τον Αυστραλό μουσικό. Στο ενδιάμεσο χαθήκαμε μα πάντα παρακολουθούσα τη συγγραφική και τη μεταφραστική της πορεία. Ο Cave και το «Πίστη, Ελπίδα και Πόνος» στάθηκε εξαιρετική αφορμή για μια νέα συνάντηση…

Πώς ξεκίνησε η ιδέα για τη μετάφραση του «Πίστη, Ελπίδα και Πόνος»;
Η μετάφραση του βιβλίου ήταν μια πρόταση που μου έγινε από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος και μου έδωσε μεγάλη χαρά. Η έγκριση του μεταφραστή ή της μεταφράστριας θα περνούσε από τον ίδιο τον Nick Cave, επομένως ίσως έπαιξε ρόλο η ιδιαίτερη επαφή που έχω με το έργο του.

Θα μπορούσες να αναφέρεις δύο ή τρία σημεία του βιβλίου που σ’ εντυπωσίασαν;
Είναι συγκλονιστική η περιγραφή της σκηνής του πώς έρχεται η αστυνομία στο σπίτι του Nick Cave και της γυναίκας του, Susie, στο Μπράιτον, και τους ανακοινώνει τον θάνατο του γιου τους, Arthur. Η διαύγεια και η δύναμη με την οποία στέκεται απέναντι στο πένθος, μου έδωσε μια γαλήνη που χρειαζόμουν σε προσωπικό επίπεδο. Όπως λέει σε ένα σημείο «Κάποιοι άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν υπάρχει τρόπος να επανέλθεις μετά από μια συμφορά. Ότι δεν θα γελάσουν ποτέ ξανά. Κι όμως υπάρχει, και θα γελάσουν ξανά».

Υπήρξαν κάποιες ιδιαίτερες δυσκολίες που είχες μεταφράζοντας;
Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν ότι ήθελα να είμαι απολύτως πιστή στο ύφος του και στα λεγόμενά του. Θα μου πείτε, αυτό δεν ισχύει σε όλα τα βιβλία; Φυσικά, αλλά όταν ένας συγγραφέας έχει παίξει τόσο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση σου, αισθάνεσαι δέος. Έπρεπε, λοιπόν, να χαλιναγωγώ αυτό το συναίσθημα και να βλέπω το κείμενο όσο πιο αντικειμενικά μπορούσα, ώστε να μπορώ ανταποκριθώ στις ανάγκες του.

Έχεις μια ιδιαίτερη σύνδεση με τον Cave. Από πότε νιώθεις να ξεκινάει;
Ξεκίνησε στα 15-16 μου, στην Α’ Λυκείου, όταν ένα βράδυ αργά άκουσα στο ραδιόφωνο ανάμεσα σε παράσιτα το «Where the Wild Roses Grow». Ο λυρισμός του με παρέσυρε αμέσως. Λίγες μέρες μετά (γιατί δεν είχαμε άμεση πρόσβαση τότε) βρήκα και άκουσα το «Do You Love Me?» και εκεί άλλαξαν όλα. Είδα το δράμα, το σκοτάδι, τον φόβο, τον έρωτα, το καλό και το κακό μέσα από έναν φακό που ένιωθα ότι είχα για χρόνια φυλαγμένο αλλά δεν ήξερα πώς να χρησιμοποιήσω.

Το πρώτο σου προσωπικό βιβλίο ήταν το «Έντεκα Μικροί Φόνοι» και πάλι επηρεασμένο από εκείνον…
Τα πρώτα βιβλία συνήθως περικλείουν τις επιρροές μας. Ό,τι έχουμε μαζέψει ως καταναλωτές τέχνης βγαίνει ορμητικά από μέσα μας. Εγώ ένιωθα ότι ζούσα μέσα στον κόσμο των τραγουδιών του Nick Cave, κι αυτό με έσπρωξε να χτίσω τους δικούς μου μικρούς, παράλληλους ή, καλύτερα, γειτονικούς κόσμους.

Αλλά και το πιο πρόσφατό σου, το «Αδελφικό» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) σχετίζεται με τη μουσική. Ξεκινάει την ημέρα που πέθανε ο David Bowie
Το «Αδελφικό» είναι ένα μυθιστόρημα που μιλάει για την απώλεια, τη φυγή, τη μνήμη, και στο επίκεντρο βρίσκεται η δική μου γενιά, οι σημερινοί σαραντάρηδες, οι οποίοι, έχοντας ζήσει και στον αναλογικό και στον ψηφιακό κόσμο νιώθουν ενίοτε μετέωροι, παγιδευμένοι σε μια νοσταλγία για τη δεκαετία του 1990, που για πολλούς από εμάς ορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την ποπ κουλτούρα. Ο θάνατος του Bowie είναι το έναυσμα για να ξεκινήσει η ιστορία μου. Όταν πέθανε και η είδηση κυκλοφόρησε ένιωσα μια παράξενη συγγένεια με όσους νιώθαμε βαθιά λυπημένοι για τον χαμό του, είχα μια αίσθηση παρηγοριάς μέσα στο συλλογικό πένθος. Ήταν έντονο συναίσθημα και βρήκε μόνο του τη θέση στο βιβλίο.

Ποιον ρόλο παίζει η μουσική στη γραφή και στη ζωή σου;
Φαντάζομαι επηρεάζει κάπως την αισθητική μου, αλλά αυτό είναι κάτι που θα το πουν, αν το πουν, οι αναγνώστες. Στο μυαλό μου πάντως όλα έχουν μουσική υπόκρουση, άρα ενδεχομένως και οι σκηνές μου. Σίγουρα πάντως μπαινοβγαίνουν στίχοι στις σκέψεις των ηρώων. Μου φαίνεται λογικό να συμπλέκεται η μουσική με το γράψιμο μου, καθώς έχει υπάρξει ο πιο επιδραστικός παράγοντας στη ζωή μου σε πολλά επίπεδα. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει αυτό μου είναι ανεξιχνίαστος. Δεν πειράζει, δεν χρειάζεται να έχουμε εξηγήσεις για τα πάντα, ας μένει και κάτι στο σκοτάδι.

Πρόσφατα εργάστηκες στην ελληνική έκδοση του Rolling Stone. Υπάρχει κάποια εμπειρία που μπορείς να μοιραστείς από αυτό το διάστημα;
Ήταν μεγάλη τιμή να αναλάβω την αρχισυνταξία ενός τέτοιου τίτλου και μεγάλη χαρά που ξαναέγραφα για μουσική μετά από πολλά χρόνια – κι ας μην μακροημέρευσε το περιοδικό. Εξίσου μεγάλη ήταν η χαρά της συνεργασίας με τον Μιχάλη Γελασάκη, που είχε αναλάβει τη διεύθυνση, και θεωρώ έναν από τους πιο ακέραιους ανθρώπους στον χώρο του πολιτισμού αυτή τη στιγμή. 

Τι σημαίνει για σένα να γράφεις για μουσική σε περιοδικά;
Ήταν μια ονειρεμένη δουλειά, και με θεωρώ τυχερή που είχα την ευκαιρία να την κάνω.

Ετοιμάζεις αυτή τη στιγμή κάποιο καινούργιο βιβλίο; Τι θα μπορούσες να αποκαλύψεις γι’ αυτό;
Για μένα, όπως και για πολλούς άλλους, οι καραντίνες έθεσαν τα ερεθίσματά μας σε κατάσταση αναμονής. Σε αυτή τη φάση λοιπόν αναπληρώνω ερεθίσματα. Επιπλέον βρίσκομαι ακόμα στο σύμπαν του Αδελφικού, κι έχω συχνά αυτό που ο Nick Cave ονομάζει στο βιβλίο «απατηλές ιδέες», ιδέες που έχουν ξεμείνει από την τελευταία σου δουλειά και σε ακολουθούν, σου βγαίνουν εύκολα, στην ουσία όμως είναι στείρες επαναλήψεις που δεν οδηγούν πουθενά. Το τελευταίο πράγμα που έγραψα και κράτησα είναι ένα διήγημα-μπονζάι: ένας άντρας καθαρίζει και τρώει ένα πορτοκάλι κάθε πρωί, μια γυναίκα τον παρατηρεί κάθε μέρα όλο και πιο προσεκτικά, τον μαθαίνει και τον ερωτεύεται (και) από αυτή τη μικρή του συνήθεια.

Πέρα από τα δικά σου βιβλία, κάνεις και πολλές μεταφράσεις. Ποιο ήταν ένα από τα πιο όμορφα βιβλία που μετέφρασες;
Έχω αδυναμία στην Έμιλι Σεντ Τζον Μαντέλ, της οποίας έχω μεταφράσει τρία βιβλία για τις Εκδόσεις Ίκαρος. Από τα τρία, θα επιλέξω τον «Σταθμό Έντεκα», ένα μυθιστόρημα που πολλοί θεώρησαν προφητικό καθώς διαδραματίζεται σε μια μετά-αποκαλυπτική Γη, η οποία έχει σαρωθεί από έναν φονικό ιό.

Τελικά, είναι εύκολο να εξασφαλίσει κάποιος τα προς το ζην γράφοντας και μεταφράζοντας;
Όχι, καθόλου εύκολο. Πρέπει να είσαι αρκετά χρόνια στον χώρο για να μπορείς να διεκδικείς καλύτερες αμοιβές, και πάλι δεν επαρκούν. Αν θέλεις να ζεις ανθρώπινα από τη μετάφραση (το γράψιμο ας το αφήσουμε καλύτερα), κι όταν λέω ανθρώπινα δεν μιλάω για μια βασική συνθήκη επιβίωσης αλλά για μια καθημερινότητα με πράγματα που τη γεμίζουν και τη γλυκαίνουν –μια συναυλία, ένα ποτό ή φαγητό με φίλους, μια εκδρομή με τον σύντροφο σου, ένα δώρο στο παιδί σου– πρέπει να μεταφράζεις σε εξαντλητικούς ρυθμούς. Γίνεται, το κάνουμε πολλοί μεταφραστές, αλλά δουλεύουμε πάρα πολλές ώρες.

Τι μεταφράζεις αυτή την εποχή;
Μεταφράζω τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα δοκίμια της Μάργκαρετ Άτγουντ, με τίτλο «Burning Questions», τα οποία αναμένεται να κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Ποιος ήταν ο αγαπημένος σου δίσκος για το 2022;
Ακούω ακόμα κολλημένα το «Diary of the Shadow» των Thee Holy Strangers και το «Skinty Fia» των Fontaines DC.