- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το τοπίο της Κόλασης χθες και σήμερα
Από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο, η Κόλαση δεν έχει πάψει να μας στοιχειώνει
Για τη μελέτη του Scott G. Bruce, «Το Βιβλίο της Κόλασης» (μετάφραση Γιάννης Πεδιώτης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια)
Μπορεί ένα βιβλίο για την Κόλαση να είναι συναρπαστικό; Ναι, μπορεί. Και με το παραπάνω. Το «Βιβλίο της Κόλασης» του καθηγητή Scott G. Bruce είναι ένα πανοραμικό ταξίδι σε μία περιοχή της φαντασίας, και της Κρίσης, που έπλασαν σχεδόν όλοι οι πολιτισμοί του ανθρώπου, και κάποιοι μάλιστα πριν την αυγή της Ιστορίας. Και, ναι, με κάποιον περίεργο τρόπο μπορεί να είναι φαντασμαγορικό.
Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία στις 240 μεγάλου σχήματος σελίδες του τόμου να ανακαλύψει τις ποικίλες μορφές που έλαβαν τα βασανιστήρια της Κόλασης στη Δυτική φαντασία. Από τον Τάρταρο στη Θεογονία του Ησιόδου και τον βιβλικό Σεόλ, μέχρι τις επίγειες εικόνες της Κόλασης στον 21ο αιώνα, το βιβλίο μάς ξεναγεί σε τρεις χιλιετίες αιώνιας καταδίκης, επιλέγοντας μεγάλα, χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα βασικά κείμενα της σχετικής Γραμματείας. Έτσι, ακολουθούμε τον Οδυσσέα και τον Αινεία στην κάθοδό τους στο βασίλειο των σκιών, στοχαζόμαστε μαζί με τον Σωκράτη για την τιμωρία των ψυχών, συναντάμε τον ίδιο τον Διάβολο με τα χίλια χέρια στο κέντρο μιας αιώνιας άγριας φωτιάς που καταπίνει ξανά και ξανά τους αμαρτωλούς, και περιπλανιόμαστε στους εννέα Κύκλους της δαντικής Κόλασης… για να μείνουμε μόνο σε λίγες μόνο από τις στάσεις που θα κάνουμε. Θρησκευτική ποίηση, έπη, θεολογικές πραγματείες, λαϊκές δοξασίες — το ταξίδι μας, ναι, είναι συναρπαστικό. Αν και δεν είναι διόλου συναρπαστικό για κάποιον δέσμιο τέτοιων θρησκευτικών προκαταλήψεων…
Οι ιστορίες για την Κόλαση γράφτηκαν βέβαια για να προκαλέσουν φόβο στον αναγνώστη ή τον ακροατή, ώστε να ζητήσει άφεση αμαρτιών και να αποφύγει στο εξής εντελώς την «αμαρτία». Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με ένα τρομερά επιτυχημένο δόγμα κοινωνικού ελέγχου. Ακόμη και σήμερα, μολονότι ευτυχώς η Κόλαση έχει ατονήσει πολύ στη σύγχρονη φαντασία ως τόπος τέλεσης αιώνιου κολασμού για τον αμαρτωλό, δεν έχει χάσει απολύτως την τρομερή δύναμή της, παρά την καταφυγή μας στη συμπόνια και στον ορθό λόγο. Ο μύθος της Κόλασης συντηρείται από κάποιους κύκλους, σε πείσμα των Δυτικών αξιών και του Διαφωτισμού. Όπως άλλωστε επισημαίνει ο συγγραφέας, η κόλαση μπορεί μεν να μην επινοήθηκε από τους χριστιανούς, αλλά ήταν ο Χριστιανισμός εκείνος που μετέτρεψε τους μυθικούς τόπους μιας κάποιας απροσδιόριστης ύπαρξης σε υποτιθέμενες πραγματικές φυλακές ανταποδοτικής τιμωρίας.
Πολύ σημαντική προσθήκη στη βιβλιογραφία μας, μεταφερμένη έξοχα στα ελληνικά από τον Γιάννη Πεδιώτη. Μια υπέροχη δουλειά. Κυκλοφορεί στη σειρά Κοινωνία και Πολιτισμός των Εκδόσεων Αλεξάνδρεια.
* * *
Ας διαβάσουμε τώρα δύο αποσπάσματα από το βιβλίο. Το πρώτο είναι παρμένο από την Εισαγωγή του συγγραφέα, ενώ το δεύτερο είναι από το «Όραμα του Τούνταλ», την πιο γλαφυρή και τρομακτική περιήγηση στην Κόλαση πριν από τον Δάντη. Γραμμένη στα 1149 από έναν ανώνυμο Ιρλανδό μοναχό, έχει σαν κύριο χαρακτήρα τον Ιρλανδό ιππότη Τούνταλ, έναν τρομερό αμαρτωλό που, ενώ ξεναγείται στην Κόλαση από τον φύλακα-άγγελό του, υφίσταται και ο ίδιος τα άσπλαχνα βασανιστήρια που παρακολουθεί. Ο συγγραφέας δίνει έμφαση στις υφές και τις λεπτομέρειες της Κόλασης και των δαιμόνων που την κατοικούν (είναι ο πρώτος που μας χαρίζει με τόσες λεπτομέρειες το «γνωστό» τοπίο που έχουμε όλοι στο μυαλό μας, με τα φαράγγια, τις πελώριες αιώνιες φλόγες, τις στενές γέφυρες που κρέμονται πάνω από το χάος, τα ερπετόμορφα πλάσματα, τις θηριωδίες κλπ. κλπ.), ενώ δεν χάνει την ευκαιρία να αποτυπώσει και τον ίδιο τον Σατανά, ένα πελώριο τέρας, δέσμιο σε μια πυρωμένη σχάρα. Οι αποτρόπαιες εικόνες του αιχμαλώτισαν τη λαϊκή φαντασία, γεννώντας μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες και εμπνέοντας εφιαλτικές ζωγραφικές απεικονίσεις τής μετά θάνατον ζωής, όπως εκείνες του Ιερώνυμου Μπος.
Από την Εισαγωγή
Η Κόλαση, η μεταθανάτια ζωή τιμωρίας της χριστιανικής θρησκείας, είναι αναμφισβήτητα το πλέον σθεναρό και πειστικό κατασκεύασμα της ανθρώπινης φαντασίας στη Δυτική παράδοση. Σαν καταχθόνιο βασίλειο αιώνιου μαρτυρίου, σαν δεσμωτήριο για τις αμαρτωλές ψυχές, εκεί όπου άρχει ένας έκπτωτος άγγελος που ξεπέρασε σε πονηρία όλα τα άλλα πλάσματα, η Κόλαση έχει εμπνεύσει τον φόβο κι ως εκ τούτου έχει διαφεντεύσει τον τρόπο συμπεριφοράς αμέτρητων ανθρώπων για διάστημα μεγαλύτερο από δύο χιλιετίες. Σε πείσμα της προόδου της επιστημονικής γνώσης, που έθεσε εν αμφιβόλω την αυθεντία των χριστιανικών Γραφών, καθώς επίσης και των επιστημονικών επιτευγμάτων που άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για το ανθρώπινο γένος και τη θέση μας εντός του σύμπαντος, η ιδέα της Κόλασης παραμένει πεισματικά στη Δυτική σκέψη. Στα συμφραζόμενα του σύγχρονου κόσμου, η λέξη «κόλαση» χρησιμεύει πρωτίστως ως μια πανταχού παρούσα μεταφορά για κάθε λογής δυσχέρεια («έγινε η ζωή μου κόλαση») ή ακρότητα («κολασμένη ζέστη»), αλλά η λέξη δεν έχει απωλέσει καθόλου τη θρησκευτική της επικαιρότητα στη λεγόμενη εποχή του Ορθού Λόγου. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του 2014 από το Pew Research Center, το 58 τοις εκατό των Αμερικανών ενηλίκων εξακολουθεί να πιστεύει στην ύπαρξη ενός τόπου «όπου οι άνθρωποι που έχουν κάνει μια ζωή άξια καταδίκης και πεθαίνουν χωρίς να μεταμελήσουν τιμωρούνται αιώνια».
Η ανθεκτικότητα που βλέπουμε να παρουσιάζει η πίστη στην Κόλαση στον σύγχρονο κόσμο μάς καλεί να διερευνήσουμε τη μακρά ιστορία της. Οι απεικονίσεις της κολαστέας μετά θάνατον ζωής είναι τόσο παλιές όσο και η ίδια η γραφή. Οι αρχαίοι Μεσοποτάμιοι πίστευαν στην ύπαρξη ενός ζοφερού άλλου κόσμου, του «οίκου της σκόνης», ενώ οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έτρεμαν στη σκέψη της κρίσης του θεού του θανάτου Άνουβι· εντούτοις, οι παραδόσεις αυτές δεν άσκησαν τόσο μεγάλη επιρροή στον Δυτικό πολιτισμό όσο εκείνα τα βασίλεια της σκιάς και του ζόφου που περίμεναν τους νεκρούς, όπως περιγράφονται γλαφυρά στις εβραϊκές Γραφές (Σεόλ) και στην ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία (Άδης). Σημαντικό αντίκτυπο είχε επίσης η αφήγηση της καθόδου του Αινεία στον Κάτω Κόσμο και οι περιγραφές του τοπίου και της μεγαπανίδας στην Αινειάδα του Ρωμαίου ποιητή Βιργίλιου (70-16 π.Χ.)· το ποίημα έμελλε να ασκήσει τεράστια επιρροή στους στοχαστές και τους ποιητές του Μεσαίωνα, ιδίως στον Δάντη Αλιγκιέρι (1265-1321 μ.Χ.). Οι πρώτοι Χριστιανοί κληρονόμησαν έτσι μια πλούσια παράδοση σκέψεων και εικόνων περί της μετά θάνατον ζωής από τους Εβραίους και τους παγανιστές συγχρόνους τους, όμως δεν υπήρξαν δουλοπρεπείς μιμητές άλλων θρησκειών όσον αφορά το πώς σκέφτονταν τον Κάτω Κόσμο. Στους αιώνες μεταξύ της εποχής του Χριστού και της πλήρους επικράτησης της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της ζωής του αγίου Αυγουστίνου (354-430 μ.Χ.), οι Χριστιανοί στοχαστές άρχισαν να σκιαγραφούν το περίγραμμα και τη λειτουργία μιας αμιγώς χριστιανικής εμπνεύσεως Κόλασης, η οποία βασιζόταν στα αρχαία μοντέλα μεν, πλην όμως ήταν προσαρμοσμένη στη δική τους αντίληψη για το προπατορικό αμάρτημα και το αμέτρητο έλεος του Θεού. […]
Παρά το γεγονός ότι οι παραδοσιακές θρησκευτικές δοξασίες έχουν διαβρωθεί στη σύγχρονη εποχή, η Κόλαση κατάφερε όχι απλώς να επιζήσει, μα και να ακμάσει. Κι ενώ η πίστη στην Κόλαση ως τόπο πράγματι υφιστάμενο έχει εκπέσει τους τελευταίους αιώνες, η ιδέα της Κόλασης έχει παραμείνει ως δεσπόζουσα μεταφορά και –αρκετά τρομακτικά– ως έμπνευση για το πώς μεταχειριζόμαστε τους άλλους ανθρώπους. Από τους παγκόσμιους πολέμους και το Ολοκαύτωμα ίσαμε τις κακουχίες των εγκλείστων και των κρατουμένων, οι πολιτικές συμφορές του νεωτερικού κόσμου έχουν προσδώσει ιδιαίτερο βάρος στην έννοια της Κόλασης ως μεταφοράς των βασανισμών και των μαρτυρίων. Μολονότι πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει την κυριολεκτική αντίληψη της Κόλασης ως τόπου μέλλουσας τιμωρίας, υπάρχουν ορισμένοι που αντλούν έμπνευση από την παραδοσιακή εικονοποιία της τιμωρητικής μετά τον θάνατο ζωής ώστε να κάνουν άλλους ανθρώπους να μαρτυρήσουν στην παρούσα ζωή – κάνοντάς τους «τη ζωή πραγματική κόλαση», όπως λέμε. Οι σύγχρονες τεχνολογίες και ο ορθολογισμός που υποτίθεται ότι σηματοδοτούν την πρόοδό μας σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές μάς επιτρέπουν να διαπράττουμε μαζικές δολοφονίες, «ζωντανεύοντας» έτσι ολόκληρα τοπία Κόλασης με το πάτημα ενός κουμπιού· σε μια ειρωνική αντιστροφή των όρων, έχουμε γίνει οι ίδιοι οι δαίμονες που οι πρόγονοί μας έτρεμαν να συναντήσουν μόλις ο θάνατος τους έπαιρνε τη ζωή.
Από το «Όραμα του Τούνταλ»
O Τούνταλ είπε ότι, όταν η ψυχή του έφυγε απ’ το σώμα του και κατάλαβε πως ήταν νεκρός, σκεπτόμενος τα κρίματά του, άρχισε να τρομάζει και δεν είχε ιδέα τι να κάνει. Πραγματικά, φοβόταν, μα δεν ήξερε τι φοβόταν. Ήθελε να επιστρέψει στο σώμα του, αλλά δεν μπορούσε να μπει πάλι σ’ αυτό· ήθελε να προχωρήσει παραπέρα, μα φοβόταν ολούθε. Κι έτσι, αυτή η τόσο αξιοθρήνητη ψυχή συλλογιζόταν τις επιλογές της, σκεπτόμενη τα σφάλματά της, δίχως να ομολογεί τίποτ’ άλλο παρά μόνο το έλεος του Θεού. Στη συνέχεια, αφότου ταλαντεύθηκε για λίγο κι έκλαψε και φώναξε, η τρεμάμενη αυτή ψυχή εξακολουθούσε να μην ξέρει τι να κάνει. Τελικά, είδε σωρό μέγα από βέβηλα πνεύματα να έρχεται κατά πάνω του, τόσο πολλά, που όχι απλώς γέμισαν ολόκληρο το σπίτι και το προαύλιο όπου διέμενε ο πεθαμένος, αλλά δεν υπήρχε ούτε σπιθαμή σ’ όλες τις συνοικίες και σε όλους τους δρόμους της πόλης που να μην είχε καλυφθεί απ’ αυτά. Επιπλέον, έτσι όπως κύκλωναν αυτήν τη συφοριασμένη ψυχή, δεν λαχταρούσαν να τον παρηγορήσουν, μα να τον φέρουν στο όριο των δακρύων λέγοντας: «Ας ψάλουμε το άσμα το θανατερό που χρωστάμε σε αυτήν τη δύσμοιρη ψυχή, γιατί είναι παιδί του θανάτου και καύσιμη ύλη για τη φωτιά που δεν σιγεί, φίλτατος των σκιών, αντιμαχητής του φωτός». Τότε, όλα τα δαιμόνια γύρισαν προς αυτόν, τρίζοντας τα δόντια τους και νυχιάζοντας τα αποτρόπαια πρόσωπά τους από την υπερβολική οργή τους, λέγοντας: «Ιδού, άπορη ψυχή, ο λαός που διάλεξες, αυτός με τον οποίο θα κατέβεις να καείς στα έγκατα της Κόλασης. Εκτροφέα του σκανδάλου, εραστή της διχόνοιας, γιατί δεν είσαι περήφανος; Γιατί δεν διαπράττεις μοιχεία; Γιατί δεν πορνεύεις; Πού είναι η ματαιοδοξία σου και οι κούφιες τέρψεις σου; Πού είναι ο αχαλίνωτος γέλωτάς σου; Πού είναι η τόλμη σου, που σου επέτρεψε να προσβάλεις τόσους πολλούς; Γιατί δεν γνεφοκοπάς όπως παλιά; Δεν θα κουνήσεις το πόδι σου, δεν θα χειρονομήσεις, δεν θα σκαρώσει κακό η εξαχρειωμένη σου καρδιά;» […]
Αφού προχώρησαν μαζί για λίγο δίχως άλλο φως εκτός από την ίδια τη λαμπρότητα του αγγέλου, έφτασαν τελικά σε μια φρικαλέα λαγκαδιά σκιών, καλυμμένη από ένα μουχρό σάβανο θανάτου. Ήταν μεγάλου βάθους και γεμάτη από διάπυρα κάρβουνα. Πάνω απ’ τα σπιθοβόλα κάρβουνα υπήρχε ένα μετάλλινο σκέπασμα που φαινόταν να έχει πάχος έξι πήχες. Η δυσωδία αυτού του τόπου ξεπερνούσε όλα μαζί τα βάσανα που είχε αναγκαστεί να υποφέρει αυτή η ψυχή μέχρι τούδε. Πάνω στο μετάλλινο σκέπασμα ήταν ριγμένες σωρεία αξιολύπητων ψυχών και εκεί καίγονταν μέχρι που γίνονταν εντελώς υδαρές, όπως το λίπος που λιώνει στο τηγάνι. Στη συνέχεια, ακόμα χειρότερα, στραγγίζονταν μέσα από το μετάλλινο σκέπασμα, όπως στραγγίζεται το κερί μέσα από ένα πανί, και βασανίζονταν έτσι και πάλι στ’ αναμμένα κάρβουνα. […] Στη συνέχεια έφτασαν σ’ ένα γιγαντιαίο βουνό, έναν τόπο μεγάλης φρίκης και άκρατης ερημιάς. Όσοι επιθυμούσαν να διασχίσουν το βουνό έπρεπε να το κάνουν μέσα από κάτι αδιανόητα στενά. Στη μία τους πλευρά υπήρχε μια σαπρή φωτιά, θειούχα και κατασκότεινη, ενώ στην άλλη χιόνι δριμύ με παγετό και φριχτή χαλαζόπτωση. Και απ’ τις δυο του πλευρές, το βουνό ήταν έτοιμο να τιμωρήσει τις ψυχές· ήταν κατάμεστο από δήμιους, έτσι ώστε καμία διαδρομή δεν φαινόταν ασφαλής για όσους ήθελαν να το διασχίσουν. Οι δήμιοι κρατούσαν πυρακτωμένες τανάλιες και πολύ αιχμηρές τρίαινες, με τις οποίες κεντούσαν όποια ψυχή προσπαθούσε να διασχίσει τα στενά και την έσερναν σε βασανιστήρια. Ενώ οι αξιολύπητες αυτές ψυχές υπέφεραν τιμωρίες τυλιγμένες στις φλόγες, εκείνοι τις διατρυπούσαν με την τρίαινα και τις πέταγαν στο χιόνι. Έπειτα, τις έριχναν και πάλι πίσω, απ’ το σφυροκόπημα του χαλαζιού μέσα στις ξέφρενες φλόγες. […]
Καθώς προχώρησαν προσεκτικά, φοβούμενοι, έφτασαν σ’ ένα πολύ βαθύ λαγκάδι, σαπισμένο τελείως και καλυμμένο από σκοτάδι. Ο Τούνταλ δεν μπορούσε να προσδιορίσει το βάθος του, αλλά μπορούσε να ακούσει καλά το βρουχητό του φλεγόμενου ποταμού και τις οιμωγές του πλήθους που υπέφερε στα βάθη του. Μια οσμηρή κάπνα ανέδιδαν το θειάφι και οι σάρκες που βρίσκονταν από κάτω, η οποία ξεπερνούσε όλες τις τιμωρίες που είχε δει προηγουμένως. Ένα μαδέρι χίλια πόδια μάκρος και ένα πόδι φάρδος εκτεινόταν πάνω απ’ τη λαγκαδιά, απ’ το ένα βουνό ώς τ’ άλλο, σαν γέφυρα. Μόνο οι σωσμένοι μπορούσαν να διαβούν αυτήν τη γέφυρα. Ο Τούνταλ είδε πολλές ψυχές να γκρεμοτσακίζονται από αυτή· κανείς, εκτός από ένα μόνο ιερωμένο, δεν κατάφερε να τη διαβεί σώος και αβλαβής. Αυτός ο ιερέας ήταν ένας προσκυνητής, ο οποίος κρατούσε ένα κλαδί φοίνικα και φορούσε μια χλαίνη· πέρασε με θάρρος πρώτος πριν από όλους τους άλλους. […] Στη συνέχεια, με τον άγγελο επικεφαλής, κίνησαν για ένα μακρύ και βασανιστικό και πολύ δύσκολο πέρασμα. Αφού είχαν κοπιάσει πολύ και είχαν προχωρήσει μέσα στο σκότος, ο Τούνταλ είδε ένα τρομακτικά μεγάλο και απερίγραπτα φριχτό τέρας όχι πολύ μακριά τους. Αυτό το τέρας ξεπερνούσε σε μέγεθος κάθε βουνό που είχε δει ποτέ του. Τα μάτια του ήταν πράγματι σαν φλεγόμενοι λόφοι. Το στόμα του έχασκε τόσο πλατύ, που φάνηκε στον Τούνταλ πως θα χωρούσε εννιά χιλιάδες ένοπλους άνδρες. Εκτός αυτού, στο στόμα του είχε δυο παράσιτα, και αυτά εντελώς εκτρωματικά, με κεφάλια που συστρέφονταν. Το ένα απ’ αυτά είχε το κεφάλι του στη πάνω μασέλα του τέρατος και τα πόδια του στην κάτω· το άλλο ήταν ακριβώς το αντίθετο, με το κεφάλι του στην κάτω μασέλα και τα πόδια στην απάνω. Ήταν σαν κολόνες μες στο στόμα του, που το έκαναν να μοιάζει σαν να ήταν χωρισμένο σε τρεις πύλες. Απ’ το στόμα του ξέρναγε μια ασίγαστη φλόγα, που οι πύλες τη χώριζαν στα τρία, και μέσα σ’ αυτήν τη φωτιά εξαναγκάζονταν να εισέλθουν οι ψυχές όσων είχαν καταδικαστεί αιώνια. Μια ανεκδιήγητη μπόχα έβγαινε από αυτό το στόμα. Το κλάμα και οι οιμωγές του πλήθους που βρισκόταν στο στομάχι του τέρατος αντιλαλούσαν μέσα από το στόμα· διόλου παράξενο, αφού ουκ ολίγες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες υπέφεραν ολέθριους κολασμούς μέσα του. Μπροστά απ’ το στόμα του υπήρχε ένας εσμός βέβηλων πνευμάτων, που ανάγκαζαν τις ψυχές να εισέλθουν. Μα πριν μπουν, τα πνεύματα αυτά τους επιτίθεντο με πολλές μαστιγιές και δαρμούς. […] Μόλις στάθηκαν μαζί μπροστά στο τέρας, ο άγγελος εξαφανίστηκε κι ο δύσμοιρος ο Τούνταλ έμεινε μόνος. Όταν είδαν τον Τούνταλ εγκαταλελειμμένο, οι δαίμονες κύκλωσαν αυτή την αξιολύπητη ψυχή σαν ζαγάρια και την έσυραν μαζί τους, με μαστιγιές, στην κοιλιά του τέρατος.
* * *
O Scott G. Bruce έβγαλε πέρα τις πανεπιστημιακές σπουδές του δουλεύοντας ως νεκροθάφτης. Σήμερα είναι καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Fordham. Είναι επίσης συνεπιμελητής της Medieval Review και ενεργό μέλος της Medieval Academy of America, έχει δώσει διαλέξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Ευρώπη και το Ισραήλ κι έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα στο Technische Universität Dresden στη Γερμανία, το Universiteit Gent στο Βέλγιο και το Emmanuel College, University of Cambridge, στην Αγγλία. Είναι επιμελητής των «The Penguin Book of the Undead» και «The Penguin Book of Hell», και συγγραφέας τριών βιβλίων για το Αββαείο του Κλυνύ: «Silence and Sign Language in Medieval Monasticism: The Cluniac Tradition, c. 900-1200» (2007), «Cluny and the Muslims of La Garde-Freinet: Hagiography and the Problem of Islam in Medieval Europe» (2015), και, μαζί με τον Christopher A. Jones, «The Relatio metrica de duobus ducibus: A Twelfth-Century Cluniac Poem on Prayer for the Dead» (2016).