Βιβλιο

«Hell Divers: Βουτιά στην Κόλαση»: Το μετα-αποκαλυπτικό παλπ του Nicholas Sansbury Smith

Ένα μυθιστόρημα Επιστημονικής Φαντασίας που κρατάει το πόδι κολλημένο στο γκάζι από την αρχή ώς το τέλος

Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρουσίαση του βιβλίου «Hell Divers: Βουτιά στην Κόλαση» του Nicholas Sansbury Smith (Εκδόσεις Anubis, μετάφραση Ορέστης Μανούσος) 

Οι περισσότεροι μέσοι αναγνώστες, ανάμεσά τους και πολλοί κριτικοί, συνηθίζουν να λένε ή να γράφουν όταν μιλούν για ένα έργο Επιστημονικής Φαντασίας —ή γενικώς για πεζογραφία είδους— πράγματα σαν κι αυτά: «Υπό το ένδυμα της Επιστημονικής Φαντασίας, η συγγραφέας μάς παρουσιάζει έναν πολύπλοκο κόσμο που…», «Μπορεί μεν εκ πρώτης όψεως να έχουμε να κάνουμε με Επιστημονική Φαντασία, αλλά το βάθος της ματιάς του συγγραφέα είναι τέτοιο που…» κλπ. κλπ. Στο μεταξύ, μιλάνε για μυθιστορήματα με εξωγήινους, μυθιστορήματα που δείχνουν τη Γη κατεστραμμένη, μυθιστορήματα με αλερετούρ ταξίδια στον χρόνο, μυθιστορήματα που περιγράφουν απολυταρχικές κοινωνίες του μέλλοντος, νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που σε σκλαβώνουν κυριολεκτικά κ.ο.κ., δηλαδή με τα κατεξοχήν θέματα της Επιστημονικής Φαντασίας. Μιλάμε για έναν επαρχιώτικο εστετισμό που φανερώνει μεγάλη έλλειψη γνώσης — όχι του είδους, αλλά αυτού που λέμε ιστορία της λογοτεχνίας, λογοτεχνική θεωρία, ή, με μια λέξη, βιβλιογραφία. Αλλά κυρίως έχουμε να κάνουμε με επαρχιώτικο εστετισμό, που βέβαια δεν είναι καθόλου εστετισμός τελικά.

Εν πάση περιπτώσει, και για να το πούμε απλά, ναι, η Επιστημονική Φαντασία είναι συχνά γοητευτική και εξαίσια, αλλά μεταπολεμικά και μέχρι σήμερα δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο είδος, σαφώς το πιο πολιτικό από όλα τα άλλα, ένα είδος που δεν είναι για όλους (δεν υπήρξαν παρά ελάχιστα μέινστριμ μυθιστορήματα Επιστημονικής Φαντασίας σε σχέση με τον όγκο των τίτλων που εκδίδονται), και συχνά ένα είδος που θέλει καλά εκπαιδευμένους αναγνώστες: το ένα στα δύο βιβλία που κυκλοφορούν απαιτεί να είσαι εκεί, να μην αφήνεις το μυαλό σου να δραπετεύει αλλού, ενώ θεωρεί δεδομένο ότι έχεις κάνα δυο πτυχία, και ταυτόχρονα προϋποθέτει και μία σκευή (φιλοσοφική, κοινωνιολογική κ.τ.π.) που εκ των πραγμάτων δεν την έχουν όλοι — σε αντίθεση με τους νομπελίστες και τα Μπούκερ, ας πούμε, που είναι βιβλία για τον πολύ κόσμο, και πολύ καλά κάνουν δόξα τω Θεώ.

Τώρα, υπάρχει ένα πρόβλημα με την Επιστημονική Φαντασία και ένα μέρος των φαν της. Όσο περνούν τα χρόνια, τείνει να γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκη, ακόμη πιο πολιτική, ακόμη πιο φιλοσοφική, ακόμη πιο κοινωνιολογική, ακόμη πιο ψυχολογική/ψυχαναλυτική. Εκεί, φέρ’ ειπείν, που ο επαρχιώτης εστέτ πιστεύει ότι το είδος ασχολείται με πράσινα ανθρωπάκια (ωιμέ, δεν έχει βγει κανένα τέτοιο βιβλίο, ποτέ), κυκλοφορούν κάτι τούβλα που σε κάνουν να νομίζεις ότι διαβάζεις την Κριτική του Καθαρού Λόγου μεταφερμένη σε έναν πλανήτη δύο ή εκατό ή Χ διαστάσεων. Όμως εκείνο το «μέρος» των φαν της διψάει για καλή, παλιά Επιστημονική Φαντασία. Διψάει για πράσινα ανθρωπάκια — ή περίπου. Εξ ου και συχνά ανατρέχει σε κείμενα που γράφτηκαν έναν αιώνα πριν, στην εποχή του παλπ δηλαδή, ή ογδόντα και εβδομήντα χρόνια πριν, στη Χρυσή Εποχή της Επιστημονικής Φαντασίας, ή στα 60s και στα 70s, τη σέξι, ψυχεδελική εποχή του Νέου Κύματος.

Ή, όταν πέφτει στα χέρια του ένα γνήσιο παλπ αλλά γραμμένο σήμερα, απλώς το καταβροχθίζει. Είναι ακριβώς η περίπτωση του «Hell Divers: Βουτιά στην Κόλαση». Μας άρεσε πάρα πολύ, και το προτείνουμε με ενθουσιασμό. Είναι η πιο ατόφια περιπέτεια Επιστημονικής Φαντασίας (και Τρόμου) που διαβάσαμε εδώ και καιρό. Και η πιο «απενοχοποιημένη». Εδώ, μπορούν να συμβούν τα πάντα. Και πολλά από αυτά τα «πάντα» συμβαίνουν πράγματι. Κι αν δεν έχει… πράσινα ανθρωπάκια, έχει άλλα — πολύ χειρότερα.

Η υπόθεση είναι απλή, ιντριγκαδόρικη και αρκούντως παλαβή:

Περισσότερο από δύο αιώνες αφότου ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει δηλητηριάσει τον πλανήτη, οι τελευταίοι άνθρωποι ζουν σε τεράστια αερόπλοια, αναζητώντας μια κατοικήσιμη περιοχή στη Γη. Σκουριασμένα και ξεπερασμένα, τα περισσότερα από τα πλοία έχουν χαθεί εδώ και πολύ καιρό. Το μόνο πράγμα που κρατά τις δύο τελευταίες κιβωτούς στον ουρανό είναι οι Αλεξιπτωτιστές, οι Χελ Ντάιβερς — άντρες και γυναίκες που ρισκάρουν τη ζωή τους κάνοντας ελεύθερη πτώση στην επιφάνεια, για να συλλέξουν ανταλλακτικά που τα αερόπλοια χρειάζονται απεγνωσμένα για να διατηρηθούν στον αέρα. Όταν το ένα αερόπλοιο παθαίνει ζημιά κατά τη διάρκεια μιας ηλεκτρικής καταιγίδας, μια ομάδα από Χελ Ντάιβερς αναπτύσσεται σε μια εχθρική ζώνη που ονομάζεται Άδης. Όμως, εκεί κάτω υπάρχει κάτι πολύ χειρότερο από τα ήδη γνωστά μεταλλαγμένα πλάσματα που λυμαίνονται την επιφάνεια — κάτι που απειλεί το εύθραυστο μέλλον της ανθρωπότητας.

Όποιος ενδιαφέρεται για κάτι τέτοια, να πάρει το βιβλίο — αποκλείεται να μη μείνει ικανοποιημένος. Ωραίο, στιβαρό μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ, που θα σας κάνει να σπάσετε το προσωπικό σας ρεκόρ ανάγνωσης. Ανελέητη δράση, όπλα, τέρατα, δυστοπία, καταστροφή και πεσιμισμός… Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Λοιπόν, οι αναγνώστες του «Hell Divers: Βουτιά στην Κόλαση» ζήτησαν απλώς ΚΙ ΑΛΛΟ.Έτσι, από μπεστ-σέλερ, το βιβλίο του Nicholas Sansbury Smith έγινε μπεστ-σέλερ ΣΕΙΡΑ: μέχρι στιγμής, από το 2016 και μετά (όταν βγήκε στα αγγλικά),έχουν εκδοθεί εννέα (!) βιβλία, και του χρόνου θα βγει και το δέκατο. Νά που εκείνο το «μέρος» των φαν, που λέγαμε, είναι τελικά πολύ δυνατό.

Ελπίζουμε να πάει καλά και στην Ελλάδα το βιβλίο. Πάνω από 400 σελίδες δράση, όμορφη έκδοση,badassεξώφυλλο, ωραία μετάφραση από τον Ορέστη Μανούσο. Κυκλοφορεί από τον ειδικό, τις Εκδόσεις Anubis.

                                                        * * *

Ας διαβάσουμε όμως ένα απόσπασμα από το Κεφάλαιο 3 του βιβλίου. Δεν θα απολαύσουμε δράση στο συγκεκριμένο, αλλά θα μάθουμε κάποια πράγματα για το πλαίσιο εντός του οποίου διαδραματίζεται το βιβλίο:

Ήταν πρωί, αν και δε θα μπορούσε κανείς να το αντιληφθεί αυτό από το σκοτάδι που επικρατούσε έξω από τα φινιστρίνια. Το αερόπλοιο περνούσε μέσα από τα σύννεφα που κάλυπταν τον ουρανό πάνω από την ανατολική πλευρά της ηπείρου που ήταν κάποτε γνωστή ως Βόρεια Αμερική.

Συνήθως ο Χ θα αγνοούσε το ελαφρύ κούνημα και το θόρυβο που έκανε το πλήθος των επιβατών καθώς περνούσαν μέσα από τους μισοφωτισμένους διαδρόμους, πηγαίνοντας να ξεκινήσουν τις βάρδιες τους, καθένας τους φορτωμένος με τις ανησυχίες και τις δυσκολίες που είχε η ζωή σε ένα περιβάλλον αποπνικτικό, όπως εκείνο ενός αρχαίου αερόπλοιου.

Συνήθως ο Χ θα γυρνούσε πλευρό και θα συνέχιζε τον ύπνο του, μετά το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας. Ο Άαρον έλεγε ότι δεν μπορούσε να τον ξυπνήσει ούτε συναγερμός πέμπτου βαθμού. Σήμερα το πρωί, όμως, είχε σηκωθεί και είχε ντυθεί πριν από τις εννιά – γιατί σήμερα δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Σήμερα θα τιμούσαν τα μέλη της Ομάδας Ράπτορ που είχαν πληρώσει το υπέρτατο τίμημα για να παρατείνουν τις θλιβερές ζωές όσων ζούσαν μέσα στην Κυψέλη. Ήταν, φυσικά, ένα απλό τελετουργικό. Όταν πέθαινε κάποιος Χελ Ντάιβερ, σχεδόν ποτέ δεν υπήρχε πτώμα για αποτέφρωση.

Ο Χ πήγε στο διαμέρισμα του Άαρον για να πάρει τον Αλ. Στο ταβάνι των διαδρόμων κρέμονταν οι κόκκινοι σωλήνες που μετέφεραν το ήλιο. Δίπλα τους ήταν οι λευκοί σωλήνες, μικρότερου διαμετρήματος, που μετέφεραν το νερό και οι κίτρινοι με το φυσικό αέριο. Πιο δίπλα ήταν οι μαύροι, με το μεγαλύτερο διαμέτρημα, που ήταν η αποχέτευση. Άκουγε τους ένοικους των χαμηλότερων καταστρωμάτων, με την τραχιά προφορά που τους χαρακτήριζε, να παραπονούνται για τις μικρές μερίδες φαγητού, κι από την άλλη ήταν οι ένοικοι των ανώτερων καταστρωμάτων, με τον πιο εκλεπτυσμένο λόγο, οι οποίοι, όμως, παραπονούνταν για τον ίδιο ακριβώς λόγο.

Οι τοίχοι, το ταβάνι και τα διαχωριστικά των διαμερισμάτων ήταν γεμάτοι ζωγραφιές και γκραφίτι. Κάποιοι από τους δημιουργούς τους είχαν ανεπτυγμένη την αίσθηση της ειρωνείας – πάνω από τα σκιάδια των φινιστρινιών είχαν ζωγραφίσει λευκά συννεφάκια για να μασκαρέψουν την όψη πραγματικών νεφών που βρίσκονταν απ’ έξω. Τα σκουριασμένα σκιάδια είχαν ηλικία αιώνων. Κανείς δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται πια για το τι βρισκόταν εκεί έξω, εκτός από την Κυβερνήτη Ας.

«Πού είσαι, Χ;» Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή μέσα από το πλήθος. Έκανε ένα νεύμα στον Τόνι, τον αρχηγό της Ομάδας Έιντζελ, ο οποίος σύντομα χάθηκε μέσα στο πλήθος των επιβατών. Ο Χ κοντοστάθηκε και κοίταξε μια ζωγραφιά γύρω από έναν κόκκινο σωλήνα που μετέφερε ήλιο. Ήταν η εικόνα ενός μεγάλου ωκεάνιου κύματος. Μεγάλα πτερύγια προεξείχαν από το ξεφτισμένο μπλε της θάλασσας.

Η εικόνα τού έφερε στο μυαλό τα πλάσματα που είχε δει στην επιφάνεια. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα ούτε τι ήταν ούτε πώς θα μπορούσε να τα περιγράψει στην Κυβερνήτη και στις άλλες ομάδες των αλεξιπτωτιστών.

Όταν ήταν μικρός, ήθελε πολύ να δει την επιφάνεια. Είχε ακούσει ιστορίες για έναν κόσμο πράσινο, γεμάτο φυτά, και για ένα γαλανό ουρανό – και τις πίστευε. Και μετά είχε δει πώς πραγματικά ήταν ο κόσμος. Η ανθρωπότητα δε θα μπορούσε ποτέ να επιστρέψει στη ρημαγμένη και δηλητηριασμένη επιφάνεια. Δεν μπορούσαν να προσγειώσουν το αερόπλοιό τους. Δε θα άντεχαν ούτε μία μέρα πάνω σε αυτούς τους ραδιενεργούς ερημότοπους. Ούτε θα γλίτωναν από τα τρομερά πλάσματα που τους λυμαίνονταν.

Ο Χ συνέχισε την πορεία του, ρίχνοντας ένα τελευταίο βλέμμα στο περιβάλλον. Το ίδιο έκανε και πριν από κάθε άλμα. Το μυαλό του, ίσως από συνήθεια, ήθελε να πάρει όσο περισσότερες παραστάσεις μπορούσε, σε περίπτωση που δεν κατάφερνε να επιστρέψει. Αυτό, συνήθως, περιλάμβανε κατανάλωση αλκοόλ. Σήμερα, όμως, ήθελε να γευτεί την εικόνα, τους ήχους και τις οσμές που συνέθεταν το αρχαίο αερόπλοιο που ονομαζόταν Κυψέλη.

Καθώς έφτανε στην επόμενη διασταύρωση διαδρόμων, ο Χ αναλογίστηκε πόσοι Χελ Ντάιβερς είχαν θυσιαστεί για να κρατήσουν το αερόπλοιο στον αέρα. Εκείνο που τον ενοχλούσε περισσότερο και από το κάψιμο που ένιωθε στο δέρμα του ήταν το γεγονός ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί τις φυσιογνωμίες τους. Ο πρώτος εκπαιδευτής του τον είχε προειδοποιήσει ότι το πρώτο πράγμα που ξεχνούσε κανείς από έναν άνθρωπο ήταν η χροιά της φωνής του – κι αυτό ακριβώς είχε συμβεί με τη Ρόντα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ακριβώς είχε ξεχάσει το ηχόχρωμα της φωνής της συζύγου του, αλλά εκείνο που δε θα ξεχνούσε ποτέ του ήταν οι κραυγές των συντρόφων του όταν πέθαιναν.

Στην επόμενη διασταύρωση είδε κάτι που τον έκανε να κοντοσταθεί. Η μοναδική λάμπα που φώτιζε το διάδρομο έριχνε το φως της στην ουρά από άντρες, γυναίκες και παιδιά κάθε φυλής και κάθε ηλικίας -οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ντυμένοι με κουρέλια- που περίμεναν την ημερήσια μερίδα τους σε φαγητό.

Αυτοί ήταν οι κάτοικοι των χαμηλότερων καταστρωμάτων. Δεν είχαν ιδιωτικά διαμερίσματα αλλά έμεναν όλοι μαζί στον Τομέα 1 και 2. Έκαναν σημαντικές αλλά βρόμικες δουλειές, που ήταν, όμως, απαραίτητες για τη λειτουργία του σκάφους. Ήταν εύκολο να τους ξεχωρίσει κανείς από το αδύνατο κορμί και το κενό τους βλέμμα. Πολλοί από αυτούς είχαν καρκίνο – μόνο ένα κατάστρωμα χώριζε τους Τομείς τους από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που συνεχώς κατέβαλλε το Μηχανολογικό Τμήμα, η ραδιενέργεια περνούσε στα χαμηλότερα καταστρώματα.

Το θέαμα ήταν πάντοτε δυσάρεστο, αλλά ήταν μία πραγματικότητα. Και δεν προβλεπόταν να βελτιωθεί στο άμεσο μέλλον.

Παρατήρησε τους χριστιανικούς σταυρούς που πολλοί από αυτούς είχαν κρεμασμένους στο λαιμό τους. Φαινόταν ότι η πίστη στον Θεό κι η ελπίδα μιας καλύτερης ζωής μετά θάνατον τους βοηθούσαν να αντέχουν την εξαθλιωμένη ζωή τους. Όπως και πολλοί άλλοι, έτσι κι ο Χ δεν ακολουθούσε κάποιο θρησκευτικό δόγμα. Ο Πασκάλ υποστήριζε ότι ο λογικός άνθρωπος θα έπρεπε να ζει σαν η ύπαρξη του Θεού να ήταν βέβαιη και να επεδίωκε την πίστη σε Αυτόν. Από την άλλη, ο Χ δεν ήταν και υπόδειγμα λογικού ανθρώπου. Ήταν ένας Χελ Ντάιβερ. Αν υπήρχε Θεός, θα είχε σίγουρα πολύ πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθεί από το μέλλον του ανθρώπινου είδους. Η πιο κοντινή επαφή που είχε με τον Θεό ήταν όταν κατανάλωνε αρκετό αλκοόλ.

Οι κάτοικοι των χαμηλότερων καταστρωμάτων αποτελούσαν την πλειονότητα του πληθυσμού της Κυψέλης. Είχε περάσει τη ζωή του προσπαθώντας να σώσει αυτούς ακριβώς τους πολίτες, και την ίδια στιγμή έβλεπε την ποιότητα ζωής τους να υποβαθμίζεται καθημερινά. Κάτι τέτοιες στιγμές αναρωτιόταν από τι προσπαθούσε να τους σώσει. Ίσως όντως να υπήρχε ζωή μετά το θάνατο και το μόνο που κατάφερνε με τις ενέργειές του ήταν να καθυστερεί τη μετάβασή τους σε έναν παράδεισο.

                                        * * *

Ο Nicholas Sansbury Smith είναι ο συγγραφέας των μπεστ σέλερ των New York Times και USA Today της σειράς Hell Divers. Εργάστηκε στο Iowa Homeland Security and Emergency Management στον σχεδιασμό και τον μετριασμό των καταστροφών, πριν αλλάξει καριέρα για να επικεντρωθεί στο μοναδικό του αληθινό πάθος — τη συγγραφή. Όταν δεν γράφει ή δεν ονειρεύεται την Αποκάλυψη, απολαμβάνει το τρέξιμο, την ποδηλασία, το να περνάει χρόνο με την οικογένειά του και να ταξιδεύει στον κόσμο. Είναι τριαθλητής και ζει στην Αϊόβα με τη σύζυγό του, τα σκυλιά τους και ένα σπίτι γεμάτο βιβλία.