Βιβλιο

Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου μας μεταφέρει «Σάμγουερ In ’80sland» με το νέο του βιβλίο

«Τώρα… τα eighties θα ρεφάρουν»

Γιώργος Φλωράκης
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον δικηγόρο, δρ. Εγκληματολογίας και συγγραφέα, Παναγιώτη Παπαϊωάννου για το νέο του βιβλίο «Σάμγουερ In ’80sland» (εκδ. Ιωλκός).

Ένας μάχιμος δικηγόρος και δόκτωρ Εγκληματολογίας. Ένας άνθρωπος που μέσω της επιστήμης και του λειτουργήματός του, μπορεί να δώσει σημαντικές απαντήσεις σε πολλά κοινωνικά ζητήματα. Ένας άνθρωπος που την ίδια στιγμή αγαπάει αθεράπευτα τη μουσική. Κι αν το προηγούμενο βιβλίο του Παναγιώτη ΠαπαϊωάννουDead Rockers Society”, τηρούσε ευλαβικά τις ισορροπίες ανάμεσα στην πραγματική ιστορία και το βίωμα, το ολοκαίνουργιο «Σάμγουερ In ’80sland» γίνεται πάνω απ’ όλα προσωπικό. Και αυτό -πιστέψτε με- είναι το πιο δυνατό του σημείο…

Ας το πιάσουμε από την αρχή: Τι σε ωθεί να γράφεις;
Έρχεται από πολύ παλιά. Όταν τέλειωνε, ας πούμε η μέρα στην Ε' Δημοτικού και ήταν Οκτώβριος και δεν είχε Κύπελλο Πρωταθλητριών, ένιωθα την ανάγκη να ταξινομήσω τις σκέψεις μου. Κατά το γνωστό κλισέ, η ανάγκη σε διαλέγει και σου επιβάλλεται, δεν τολμάς να εξηγήσεις ακριβώς το πώς και το γιατί. Τα ημερολόγια, οι σημειώσεις από τα πρόχειρα του σχολείου, αλληλογραφία που έχω ανταλλάξει με το … ταχυδρομείο, κασέτες που έχω γράψει με ιδιόχειρο artwork, οι σημειώσεις από το πανεπιστήμιο, άρθρα μου, βιβλία, η γραφή είναι αίσθηση πια, δεν είναι χόμπι. Άσε που η καθημερινή άσκηση της δικηγορίας με υποχρεώνει να μην τελειώσει η μέρα, αν δε γράψω ο ίδιος τουλάχιστον 3.000 λέξεις και δεν διορθώσω άλλες τόσες κατά μέσον όρο.

Γιατί γράφεις σε σχέση με τη μουσική;
Απολύτως στον στόχο η ερώτηση. Γιατί καταρχάς, όντως η μουσική γράφεται όχι για να διαβάζεται, αλλά για να παίζεται, να αναπαράγεται και να τη μοιραζόμαστε. Καθώς όμως είναι από τα “things that dreams are made of” που λέει κι ο στίχος, είναι προορισμένη να ενώνει, υπάρχει για να την απολαμβάνουμε ως κοινωνικά όντα. Κουβαλάει περισσότερες μνήμες και κοινωνικούς κώδικες απ’ ό,τι εκατό διαδηλώσεις, διαλέξεις, λογοτεχνικές αναλύσεις και παρακινητήριους λόγους μαζί. Οπότε ενδείκνυται να μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτήν. Όχι όμως ως μονόχνωτος συλλέκτης της, ούτε σαν τυφλός οπαδός μιας πτυχής της, ούτε σαν δυσκοίλιος κριτικός γεμάτος υπερφίαλες μονομανίες («αυτό είναι καλό, γιατί αρέσει σ’ εμένα»). Η ηλικία μου μεγάλωσε μέσα σε όλα αυτά, σταδιακά όμως τα απέβαλε. Και τώρα ζούμε σε άλλον αστερισμό. Σήμερα, που προβάλλεται ως κοινόκτητο πλεονέκτημα η πρόσβαση «σε όλη τη μουσική που έχει βγει ποτέ στο σύμπαν» μέσα από ένα tap, λ.χ., από μια εφαρμογή, μας καλούν όλη αυτή τη συμμετοχικότητα και την εγγύτητα που ανέκαθεν υπήρχε ανάμεσα στον ακροατή και το μουσικό υλικό, να την διαγράψουμε ως διαδικασία. Με τη φωνή ενός εικοσάχρονου ρομπότ πας να ψάξεις τη μουσική και ακούς περιπαικτικά από την εφαρμογή ότι «θα μπορούσες να είχε βάλει ένα δίσκο στο γραμμόφωνο, αν ήξερες τι είναι αυτό, αλλά ευχαριστούμε που προτίμησες εμάς». Από τη γενιά μας αυτό δεν περνάει εύκολα. Γιατί η μνήμη μας λειτουργεί ακόμη με κοινώς αντιληπτές συνισταμένες. Με τον ήχο, την εικόνα, τη γραφή και την ανάγνωση. Ανήκω λοιπόν στη γενιά που το να γράφεις για τη μουσική ήταν και είναι σαν να κάνεις ένα προσωπικό remix σ’ έναν δίσκο, ή να κάνεις commentary σε μια αγαπημένη σου ταινία. Ταινία, με στοπ καρέ στις πιο σημαντικές στιγμές. Με το να γράφεις για το συναίσθημα που σου προκάλεσε η μουσική, διασώζεις και συμπυκνώνεις μεγάλο μέρος από κοινούς κώδικες. Είναι κάτι που ενώνει, γιατί εκτιθέμενο επεξηγεί, ανακαλεί και σημασιοδοτεί. Ο σύγχρονος νεαρός ακροατής συνήθως απλώς παρακολουθεί βομβαρδιζόμενος, ψυχαναγκάζεται να καταναλώσει ή και να μιμηθεί, ενώ η πρώτη ύλη της προσωπικής ερμηνείας σ’ αυτό που βλέπει ή ακούει πνίγεται στη φουρτούνα των social media πριν προλάβει να αναζητήσει σωσίβιο.

Πώς προέκυψε το “Dead Rockers Society”;
Ήταν το πρώτο μη επιστημονικό μου βιβλίο, όμως ήταν σχεδόν εύλογο ότι έπρεπε να βγει, αφού όλοι ξέρουν -κι εσύ που γνωριζόμαστε πάνω από 20 χρόνια- ότι ήμουν και εξακολουθώ να είμαι ενεργός ροκάς. Προέκυψε λοιπόν από την ανάγκη, καθώς οι ήρωές μας άρχισαν να μεγαλώνουν και πολλοί να εγκαταλείπουν το σκάφος βιολογικά, να καταθέσω μια δέσμη από τις μουσικές επιρροές των ανθρώπων της γενιάς μου, υπό ένα πιο συγκεκριμένο πρίσμα. Πώς, ορισμένοι ροκ καλλιτέχνες, άφησαν το στίγμα τους σε σχέση με τον θάνατό τους. Πώς αντιμετώπισαν τη ζωή, τη δόξα και τη φήμη, πώς έφτασαν στο τέλος και τί πρόλαβαν να μας πουν για την ουσία τους, όπως αυτή καταγράφηκε από τη μουσική και το παράδειγμά τους. Η οπτική ήταν κι αυτή πρισματική. Άλλοτε ήταν πολύ πιο εμφανής αυτή του δικηγόρου, για τα αίτια θανάτου, ας πούμε, ορισμένων ροκ σταρ όπως ο Roy Buchanan. Άλλοτε, ο ακροατής ή και ο φαν, έπαιρνε τα ηνία και μελετούσε σχολαστικά ένα κεφάλαιο της ζωής του καλλιτέχνη και το τι σήμαινε για τον ίδιο, ή την εποχή του.

Τι υποδοχή είχε; Έχεις κάποιες στιγμές ή ιστορίες που σε εντυπωσίασαν και σχετίζονται με τον τρόπο που οι αναγνώστες επικοινώνησαν μαζί σου σχέση μ’ αυτό το βιβλίο;
Δηλώνω ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς το κοινό –και όχι μόνον αυτό «που διαβάζει», αλλά ένα ποικίλο και ευρύτερο κοινό- αγκάλιασε το βιβλίο και τον τρόπο προσέγγισης. Άρχισαν χωρίς κανείς να τους το ζητήσει να βγάζουν και να στέλνουν στη σελίδα του βιβλίου φωτογραφίες τους με το βιβλίο, γιατί τους άρεσε το εξώφυλλο, το ένιωθαν δικό τους, σαν να τους αφορά ως αγαπημένο αντικείμενο. Από πλευράς πωλήσεων επίσης πήγε καλά, αν μάλιστα δεν ερχόταν μόλις 3 μήνες μετά την κυκλοφορία του η πανδημία, τα λοκ ντάουν και η συνολκή ανατροπή της ζωής μας, θα είχαν γίνει πολλές περισσότερες παρουσιάσεις σε πόλεις της Ελλάδας, όπου είχαμε κανονίσει και happening, live με μπάντες, αναγνώσεις, προβολές ταινιών και τα τοιαύτα.

Και τώρα; Γιατί τα eighties;
Τώρα… τα eighties θα ρεφάρουν. Έτσι δεν κάνουν μέχρι σήμερα τα eighties; Ρεφάρουν για όλους μας. Μας θυμίζουν πρώτες φορές σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, αστεία αλλά και σοβαρά ταυτίζονται με τον πολιτικό μετασχηματισμό, γίνονται σχεδόν καθημερινά σημείο αναφοράς για τα ρούχα, τις συνήθειες, τις τηλεοπτικές σειρές, την ελπίδα που για ένα σύντομο διάστημα, περίπου πέντε χρόνια, εκεί στη μέση τους, κυριάρχησε στην Ελλάδα. Ιδίως, προσφέρουν, ακόμη και στις γενιές που ήταν αγέννητες τότε,  το πιο ευάερο και ευήλιο σάουντρακ. Μουσικές, ταινίες και στυλ πλέον έχουν στο σύγχρονο μυαλό ένα σταθερό και απτό σημείο αναφοράς : τα 80s.

Τι διαφορές έχει το “Dead Rockers Society” από το «Σάμγουερ in ’80sland»;
To δεύτερο πλέον είναι συνειδητά βιωματικό. Και στα 49 κεφάλαιά τους, ο παρατηρητής-αφηγητής εμπλέκεται σε πρώτο πρόσωπο με το τι συμβαίνει γύρω του και το τι συμβαίνει στον ίδιο, καθώς μεγαλώνει. Κατά κάποιο τρόπο, το ένα βιβλίο υπήρχε μέσα στο προηγούμενο. Στο “Dead Rockers Society”, υπάρχουν ορισμένα κεφάλαια που ξεκινούν από προσωπικές εμπειρίες, όπως το πώς έζησα τη συναυλία των Ramones την πρώτη φορά που ήρθαν, στο «ΡΟΔΟΝ», τον Μάιο του 1989. Είδα ότι αυτή η προσέγγιση ενδιέφερε περισσότερο όσους το διάβασαν. Πλέον, το «Σάμγουερ in ’80sland» είναι σε κάθε κεφάλαιό του έτσι, πολλές φορές από απρόσμενες αφετηρίες, καθώς το νήμα παραμένει η μουσική, αλλά η μουσική αλλιώς σε συναντά στα 11, αλλιώς στα 15 ή στα 19. Στην ουσία είναι μια σπονδυλωτή ιστορία ωρίμανσης, με συνδετικό ιστό αυτό που είπε ο Leonard Cohen στην Jennifer Warnes όταν το 1987 η δεύτερη θέλησε να κυκλοφορήσει έναν δίσκο με ερμηνείες της στα τραγούδια του: «Μη φοβάσαι», της είπε, «να τα πεις  με το δικό σου τρόπο. Η δική σου προσωπική λεπτομέρεια, αυτό που θα βάλεις εσύ πάνω τους, θα είναι η πιο οικουμενική».

Πώς είναι διαρθρωμένο το βιβλίο;
Γράφω από πολύ μικρός. Ημερολόγια, σημειώσεις, γράμματα, ανασκοπήσεις  που δεν μου ζήτησε ποτέ κανένας, αργότερα άρθρα, κριτικές, βιβλία, διάφορα. Υλικό οπότε, για να διαλέξω και να φτιάξω την σπονδυλωτή αυτή ιστορία, που ξεκινά τον Ιούνιο του 1980 όταν ακόμη δεν είχα κλείσει τα δέκα και τελειώνει μέσα σ’ ένα ολονύχτιο φοιτητικό πάρτι το Δεκέμβριο του 1989, υπήρχε. Για την ακρίβεια, υπάρχει τόσο υλικό που το βιβλίο θα μπορούσε να έχει τρεις τόμους. Όμως, όπως έκανε και ο Mutt Lange στους Def Leppard, μετά από σχολαστική επεξεργασία, έμειναν μέσα ορισμένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια, με κριτήριο το να έχει διακύμανση, να εμπλουτίζεται με αισθήσεις όσο ο αφηγητής μεγαλώνει και να αυξάνεται το ενδιαφέρον.

Υπάρχει μέσα πολύ heavy metal ή είναι η ιδέα μου;
Υπάρχει πληθώρα χωροχρονικά κρίσιμων αναφορών, γιατί, ενώ ποπ πάντα υπήρχε και το ροκ ήταν εκείνη την εποχή μια έννοια γένους που σήμαινε πολλά πράγματα, τάσεις και ύφη, το heavy metal είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιδιώματα που απέκτησε ταυτότητα και άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του ακριβώς μέσα στα χρόνια του 1980, από τη μέση και μετά.

Πού έμενες στη δεκαετία του 1980; Τι στοιχεία σου έδωσε ο συγκεκριμένος τόπος στην πορεία σου;
Μεγάλωσα στην Κόρινθο. Το να είσαι ούτε μια ώρα από την Αθήνα υπήρξε ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Μπορούσες να πας να αγοράσεις δίσκους και να γυρίσεις. Μπορούσες να πας σε συναυλία πολύ πιο εύκολα. Οι δίσκοι εισαγωγής έρχονταν σχετικά πιο εύκολα. Οι καινούργιοι δίσκοι των συγκροτημάτων που περίμενες έρχονταν με μια – δύο εβδομάδες καθυστέρηση απ’ ότι στα κεντρικά αθηναϊκά δισκάδικα. Ήταν όμως και η εποχή που δημιουργούσε προσδοκίες. Είχε αρχίσει να κυκλοφορεί περισσότερο χρήμα στην αγορά (το οποίο στη συνέχεια έγινε πληθωριστικό και τρώγαμε την μία υποτίμηση μετά την άλλη, όμως άλλη συζήτηση αυτή) μπορούσες να βγεις, γίνονταν πάρτι, χοροί σε ντίσκο, ήταν κορυφαία συνθήκη η εφηβική συνάφεια. Μπορούσες να ψάξεις, να βρεις τη μουσική πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Υπήρχαν οι πυροβολημένοι συλλέκτες που συνήθως ήταν και dj, τύποι που παράγγελναν δίσκους εισαγωγής, που είχαν τα τελευταία maxi single, που ήξεραν και σέρβιραν τη μουσική με τον τρόπο που σου μένει. Και σας διαβεβαιώνω ότι είναι άλλο πράγμα ν’ ακούσεις για πρώτη φορά σε πάρτι την εκτέλεση του “Empty Rooms” από το live “We Want Moore”, γιατί με την εισαγωγή “So Far Away” κρατάει 11 λεπτά.

Απ’ όλες τις μουσικές με τις οποίες μεγάλωσες, ποιες σε συγκινούν σήμερα; Τι ήχους έχεις προσθέσει στο σημερινό σου μενού ακρόασης;
Όλα τα παλιά και τα καινούρια των παλιών μέχρι το 1991. Και βέβαια, μεγαλώνοντας, πρόσθετα περισσότερα παλιά, διαφορετικά μεταξύ τους. Από Mahavishnu Orchestra ως τον Elvis και τους Cramps, από soul της Motown μέχρι τον Miles Davis, η μουσική είναι αχανής και αναζητώντας την, ιστοριογραφείς την εποχή της, καταλαβαίνοντας πράγματα που προηγήθηκαν για να φτάσεις στο σήμερα. Νομίζω, δε, ότι ήδη κατάλαβες γιατί αναφέρω το 1991. Το να είσαι 20 χρόνων και η μουσική σκηνή να αλλάζει εντελώς μέσα σε μερικούς μήνες, για τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ βίαιο, αποξενωτικό. Αυτό συνέβη με το grunge – κι ευτυχώς, διαβάζοντας και παρακολουθώντας συνεντεύξεις ροκ συγκροτημάτων της εποχής, βεβαιώνεται κανείς ότι το ίδιο συνέβη και διεθνώς. Ξαφνικά, από κει που άκουγες στα ροκ μπαρ και κανέναν Gallagher ή Blondie, αρχίσαμε να πνιγόμαστε στο κακόηχο - γκρινιάρικο -ντυμένο σαν να σηκώθηκε το αχώνευτο ξαδερφάκι σου από τον ύπνο και θέλει να κάνει τον ροκ σταρ- γκρουπ από την Οκλαχόμα, που επειδή είχε υπογράψει στην ανεξάρτητη εταιρία του μπατζανάκη του, προωθείτο ως το «αυθεντικό» next big thing. Η μουσική βιομηχανία στη δεκαετία του 1990 επιδίωξε να απαξιώσει τα πρότυπα των 80s και το κατάφερε, όμως στο ελάχιστο δεν κατάφερε να απομειώσει τη διαχρονικότητα της τραγουδοποιίας των 80s. Σήμερα αυτό πλέον είναι γεγονός. Οπότε, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, ό,τι είχε κυκλοφορήσει μέχρι τα 19 μου, από οποιοδήποτε είδος μουσικής, όχι μόνο με συγκινεί, αλλά το ψάχνω ακόμη. Βρίσκω πολύ πιο ενδιαφέρον να ψάξω τον Ry Cooder ας πούμε, παρά ν’ ακούσω …Nickelback.

Η επαγγελματική σου απασχόληση είναι αρκετά μακριά από τη μουσική, έτσι δεν είναι; Πώς σε κάνει να νιώθεις αυτό;
Δεν νιώθω «μακριά». Η μουσική, οι ταινίες και τα βιβλία, όπως λέει κι Stephen Frears στο “High Fidelity”, είναι τα πράγματα που πάντα θα μετράνε σ’ αυτή τη ζωή. Και αυτά, άπαξ και είσαι δεμένος μαζί τους, τα κουβαλάς όποια δουλειά κι αν κάνεις. Δεν θα ήθελα να είμαι επαγγελματίας στον χώρο της μουσικής ή στο δίκτυο προβολής ή εκμετάλλευσής της. Γνωρίζω πολύ καλά ότι δεν είναι ένας χώρος δομημένος από τα καλύτερα υλικά, εννοώντας από αξιολογότερους χαρακτήρες ή πιο ευγενείς συμπεριφορές, επειδή τυχαίνει σ’ αυτόν να παράγονται και να μορφοποιούνται οι έντεχνες αφορμές για τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Τι σημαίνει σήμερα μαχόμενη δικηγορία;
Μια πολύ δύσκολη δουλειά που σου ανοίγει τα μάτια όσο καμία άλλη. Ένα λειτούργημα που επειδή δεν υπαλληλοποιείται, διώκεται λυσσαλέα. Ένα πεδίο παροχής υπηρεσιών στο οποίο για να αντέξεις και να προχωρήσεις, απαιτείται η ταχύρρυθμη νοηματική και λεκτική αποκωδικοποίηση γεγονότων, η υπαγωγή τους στον νόμο με τη σχολαστικότητα μικροβιολόγου, η υπεράσπισή τους δια ζώσης με την ετοιμότητα του Τσακ Νόρις, την αντοχή στις δυσκολίες του Αμπέμπε Μπεκίλα, τη στωικότητα στην αδικία του Προμηθέα, την αγάπη για τη ζωή του Ζορμπά και τον μοναχικό ρομαντισμό του Λούκυ Λουκ.

Από τη σκοπιά της επιστήμης σου, ποια νιώθεις να είναι τα κεντρικά ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα;
Τέσσερα: Πρώτον, ο πολιτικός αναλφαβητισμός. Η αδυναμία μας να συνειδητοποιήσουμε ότι, δυστυχώς, επειδή στη χώρα μας δεν πρόλαβαν να σχηματιστούν ποτέ κοινωνικές τάξεις, δεν αναπτύχθηκε ταξική συνείδηση, κι έτσι, κάποια στιγμή, ο βιοπαλαιστής παραχώρησε τα μέσα παραγωγής σ’ εκείνον που τον δελέασε (ή τον ανακούφισε) με μια καλύτερη ζωή. Η επαγγελία αυτή αναπαράχθηκε πολιτικά με πολλές παραλλαγές στην ταλαιπωρημένη μας δημοκρατία, ώστε τελικά αποξενωθήκαμε και σε εθνικό, σχεδόν, επίπεδο από τα μέσα παραγωγής. Όμως χωρίς μέσα παραγωγής (και ετοιμότητα να εκσυγχρονιστούμε στη χρήση τους), δεν νοείται εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική υγεία και ουσιαστική πρόοδος, αλλά μόνον συμπεριφορές απολυταρχίας και οχλοκρατίας, ένα ελντοράντο. Δεύτερον, η υποκρισία του να κάνουμε ότι δεν αναγνωρίζουμε δίπλα μας και μέσα μας σφαλερές νοοτροπίες δεκαετιών τις οποίες στενόθωρα προτιμήσαμε να μην αλλάξουμε (σύμπτωμα αναγνωρίσιμο και ως «πέσαμε απ’ τα σύννεφα»). Τρίτον, η πηχτή αμάθεια σε στοιχειώδη ζητήματα κοινωνικής αγωγής, η οποία έχει διαλάβει την ποιότητα άποψης. Είμαστε αγενείς και πεπεισμένοι ότι για όλα τα θέματα η «άποψή μας» είναι ίσης (αν όχι καλύτερης) αξίας από ενός ειδικού. Και τέταρτον, η έντονη αίσθηση ανομίας. Ποτέ δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί νόμοι που να εφαρμόζονταν τόσο λίγο, τόσο αφασικά ή και τόσο επιλεκτικά, από ένα δυσκίνητο, αδιάφορο και αναποτελεσματικό κράτος.

Θα έρθει και επόμενο βιβλίο; Έχεις έτοιμο το θέμα;
Έχω τέσσερα πρότζεκτ σχεδόν έτοιμα. Άλλα με μουσική, άλλα με κινηματογράφο, άλλα με ειδικά θέματα εγκληματολογίας, όλα με μικτή γραφή και ετοιμασμένα με φιλοδοξία, διάθεση και επιλεκτικές συνεργασίες. Καλά να είμαστε και θα προκαλέσουμε αφορμές για να εισφέρουμε κάτι ουσιαστικό στο δημόσιο διάλογο, μην αφήνοντας το μυαλό να εγκλωβίζεται σαν χάμστερ σε λαβυρίνθους.

Τι άλλο ετοιμάζεις;
Με την ώθηση και την υποστήριξη των εκδόσεων Ιωλκός έχει οργανωθεί μια κανονική βιβλιοπεριοδεία για το «Σάμγουερ in ’80sland» ανά την Ελλάδα μέσα στο 2023. Είμαι ευγνώμων σε πολλούς κοντινούς και λίγο πιο μακρινούς ανθρώπους και προσπαθώ να βρίσκω λόγους να είμαι αισιόδοξος για κάθε καινούρια μέρα.

Προδημοσίευση: Σάμγουερ In ’80sland, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Εκδόσεις Ιωλκός

Για τα πρώτα, πρώιμα ακούσματα που περικύκλωσαν τον αφηγητή στα εννιά του χρόνια, στα διαλείμματα της αναμετάδοσης του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης του 1980, γράφει στο εισαγωγικό κεφάλαιο:

«(…) Ωραίο πράμα οι διακοπές όταν είσαι εννιά. Μπάνιο στη θάλασσα μέχρι το μεσημέρι και μετά οικογενειακώς σε ταβέρνα. Κι εκεί το μενού αμετακίνητο, παρά τις γονεϊκές συστάσεις: τρομακτικής νοστιμιάς μπιφτέκια στα κάρβουνα περιστοιχισμένα με βουναλάκια από πατάτες τηγανητές συν αραβουργηματάκι δίπλα από κέτσαπ και μουστάρδα. Από το ραδιόφωνο της ταβέρνας ακούγεται το «Μ’ αγαπούσες θυμάμαι μια φορά», που δε με ψήνει, καθώς ούτε θέλω ν’ αγαπήσω –αυτά είναι για μεγάλους- ούτε και θέλω όταν αγαπήσω «να το θυμάμαι», γιατί αυτό πάει να πει ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει κι εγώ θα μείνω με το να το θυμάμαι.

Έχω και κάτι πολύ συχνά μαζί μ’ ένα κομμάτι ξένο, που τραγουδάει μια γυναικεία φωνή, που να, πώς να το πω. Μου προκαλεί κάτι περίεργο όταν την ακούω να νιαουρίζει, σα να ανατριχιάζω.

«Χαμήλωσέ τες αυτές τις ξετσίπωτες, ρε Μπάμπη!», στριγγλίζει στο σερβιτόρο μπουκωμένη μια χοντρή με εμπριμέ φόρεμα απ’ το διπλανό τραπέζι.

«Ξετσίπωτη». Αυτή είναι η λέξη και παρ’ ότι δεν μπορώ ακριβώς να πιάσω γιατί, είναι κακή, το καταλαβαίνω από την περιφρόνηση, το μίσος και κάτι από φόβο πού ’χει η προσφώνηση της χοντρής. Εμένα πάντως αυτός ο ρυθμός κι αυτή η φωνή κάπως με κάνει. Και παρ’ ότι δεν μπορώ να το πω πουθενά, δε βλέπω πώς μπορεί να’ ναι κακό.

Ωραίο καλοκαίρι εκείνο. Το ροκ-εν-ρολ με περικύκλωνε από παντού, πριν καλά – καλά να το καταλάβω»

………………………

Μεγαλώνοντας, ο αφηγητής μας μεταφέρει στο πρώτο έτος της φοιτητικής του ζωής και περιγράφει, πώς, σε μια Αθήνα όπου μαίνεται η προεκλογική περίοδος και επίκειται το ντέρμπυ Ολυμπιακού – ΑΕΚ που θα κρίνει τον τίτλο του πρωταθλητή, βρίσκεται «ΡΟΔΟΝ club», στη συναυλία του Nick Cave & των Bad Seeds. 

«Τα φώτα χαμηλώνουν και ακούγεται το γρατζούνισμα μιας κιθάρας, καθώς το πλήθος σιγοβράζει. Φώτα. Ο ψηλολαίμης φρόντμαν, σκυθρωπός και αυτοσυγκεντρωμένος ξεκινά με κείνο το ίδιο πυρετώδες κομμάτι, όπως το Φεβρουάριο στο “ΣΤΟΥΝΤΙΟ”. “From Her To Eternity”. Απ’ αυτήν και στην αιωνιότητα. Ν αφήσω έξω τις Επικίνδυνες Σχέσεις; Μα όπου και να πάω, ο Οκτώβρης με κυνηγάει. From Her To Eternity». 

«(…) Ένας κιθαρίστας με καροτί μαλλί, σα φιγούρα από βιβλίο πειραμάτων φυσικής πέμπτης δημοτικού για την απεικόνιση ηλεκτροπληξίας, κι άλλος ένας περίεργα μελαμψός αριστερά στη σκιερή γωνία της σκηνής - δεν τον πιάνουν και καλά οι προβολείς. Ένας βλοσυρός και υπερβολικά clean cut μπασίστας, σα να ξεπήδησε από τα «Παιδικά Χρόνια του Τομ Μπράουν», ένας ντράμερ προσηλωμένος ευλαβικά στο να πελεκάει τα δέρματα, σα νά ’ναι μόνος του μέσα σε ασανσέρ, τέτοια προσήλωση, κι όλοι μαζί ένα θορυβώδες χαλί».