- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιάννης Καρκανέβατος - «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά»: Παρουσίαση του νέου μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.
«Μέχρι κάποια ηλικία η μνήμη θυμίζει πατάρι· στοιβάζεις ό,τι άχρηστο δεν θέλεις στα πόδια σου. Στη νεότητα οι αναμνήσεις φαντάζουν σχεδόν άχρηστες και η ζωή μια ατέρμονη γιορτή. Τη γιορτή τη ζεις, δεν προσπαθείς να τη συγκρατήσεις στο μυαλό, ούτε καν την ανακαλείς. Τα χρόνια περνούν και όλο αναβάλλεις τη στιγμή που θα πρέπει να ανεβείς στο ψυχικό πατάρι να ξεσκαρτάρεις» γράφει στο πρώτο του μυθιστόρημα ο Γιάννης Καρκανέβατος, που ήδη μοιάζει βετεράνος στο γράψιμο. Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους και αφορά δυο γενιές: το νήμα διατρέχει την ιστορία της Ελλάδας από την εποχή του εμφυλίου· αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα, ή καλύτερα εμπειρίες, τραύματα, μυστικά ανείπωτα που αιωρούνται· «ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά». Κι επειδή δεν μιλούσε «αυτά» βρικολάκιασαν: διαβάζοντας το μυθιστόρημα, γραμμένο με δυο διαφορετικούς τρόπους ο καθένας από τους οποίους αντιστοιχεί σε διαφορετική ματιά, έχουμε το αίσθημα ότι την ξέρουμε αυτή την ιστορία· πράγματι την ξέρουμε, είναι η ιστορία όλων μας, η ιστορία που μας έφερε μέχρις εδώ. Μερικοί, όπως ο Γιάννης Καρκανέβατος, τη σκαλίζουν, άλλοι όχι· υπάρχουν και μερικοί που τη σκαλίζουν για να την εξωραΐσουν, για να σκαρώσουν ήρωες, θύματα, μυθιστορηματικά πρόσωπα· για να εξυμνήσουν πράξεις ανυπέρβλητες. Στο «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά» δεν γίνεται καμιά μυθοποίηση και καμιά απομυθοποίηση: ο εμφύλιος πόλεμος και όσα επακολούθησαν είναι το φόντο μιας ζωής και μιας απώλειας που καταγράφει ο αφηγητής ως ερασιτέχνης εικονολήπτης και συνεντεύκτης. Στήνει απέναντί του τον θείο του, γεννημένο το 1922, και τον πατέρα του, γεννημένο το 1933· δυο μάρτυρες της ιστορίας, των σφαλμάτων, των διλημμάτων, των εγκλημάτων, του πόνου· αλλά της περιπέτειας, του έρωτα, της φιλίας, του ονείρου· όλα μαζί και ταυτοχρόνως, συνηθισμένοι άνθρωποι σε ασυνήθιστες, σε πολύ δύσκολες, συνθήκες.
Την έμπνευση γι’ αυτό το μυθιστόρημα μοιάζει να δίνει ο θάνατος ενός πολύ «ιδιαίτερου» πατέρα που είναι λογοτεχνικός ήρωας από μόνος του. Ο αφηγητής γιος αναγνωρίζει αυτή την ιδιαιτερότητα, την παρατηρεί, την εξερευνά και την περιγράφει —κι είναι αυτή που κάνει την απώλεια πιο οδυνηρή. Οδυνηρή είναι και η διαπίστωση πως, αν και προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συνέβη στις προηγούμενες γενιές, στον πόλεμο, στον εμφύλιο κι αργότερα σε όλες τις ταραχές και στις συμφορές, δεν μπορούμε «να μπούμε στα παπούτσια» τους. «Μπαίνω στα παπούτσια του θείου μου. Λάθος. Ποτέ κανένας δεν θα μπει. Ας είμαι ειλικρινής: Προσπαθώ να μπω. Σ’ αυτά τα παπούτσια που θα εμφανιστούν από την καταπακτή και θα φύγουν σε δάση, θα περπατήσουν χιλιόμετρα, θα λασπώσουν, θα τρυπή σουν, θα πεταχτούν. Πιθανόν θα αλλαχτούν με τα παπού τσια κάποιου νεκρού. Ποιες επιλογές θα έκανα; Μάλλον τις ίδιες ακριβώς. Κι αυτό το πεντάλεπτο; Θα το κρατούσα βαθιά κρυμμένο μέσα μου ή θα ήταν βαρύ το φορτίο της συγκάλυψης; Άγρια χρόνια. Δεν βρίσκω τη δύναμη να τα προσεγγίσω. Εκείνος ο αντάρτης άραγε θα πραγματοποιούσε την απειλή του; Θα σκότωνε έναν αθώο; Ή ο σκοπός αγίασε τα μέσα, και τα απόνερα της Ιστορίας κάλυψαν τα πάντα;»