Βιβλιο

Cormac McCarthy, «Ο επιβάτης»: Μία συζήτηση με τον μεταφραστή του μυθιστορήματος, Γιώργο Κυριαζή

Ίσως ο μεγαλύτερος εν ζωή Αμερικανός συγγραφέας, στο τελευταίο του, διπλό, μυθιστόρημα

Κυριάκος Αθανασιάδης
16’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο μεταφραστής Γιώργος Κυριαζής μιλάει για το βιβλίο «Ο επιβάτης» του Cormac McCarthy, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg

Είχα το προνόμιο να διαβάσω τον «Επιβάτη» από τους πρώτους, και μάλιστα χωρίς να ξέρω απολύτως τίποτε για το βιβλίο, σχεδόν αμέριμνος. Έστω: ήξερα μόνο τα γνωστά που ξέραμε όλοι, αυτά που είχε πει ο ίδιος ο Κόρμακ Μακάρθι πριν από εφτά χρόνια, ότι το μυθιστόρημα που δούλευε τότε «εξερευνούσε κάποιες ιδέες γύρω από τα μαθηματικά, τη φυσική και τη φύση της συνείδησης». Βέβαια, ακόμη κι αυτό δεν είναι λίγο (όταν το ακούς από το στόμα του Μακάρθι). Είναι πολύ. Και είναι αυτό ακριβώς που συμβαίνει στον «Επιβάτη».

Αυτό που σίγουρα δεν ήξερα ήταν ότι το βιβλίο θα με τράβαγε μέσα του σαν μαύρη τρύπα, θα επιχειρούσε να με αποκλείσει από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα για τέσσερις παράξενες μέρες, και ότι θα με έκανε σε ορισμένα σημεία —μιλώ με πάσα ειλικρίνεια— να λαχανιάζω και να μου πιάνεται η ανάσα λες και έτρεξα σε ανηφόρα. Μόνο που δεν έχει ανηφόρες εδώ ο Μακάρθι: το βιβλίο είναι ένας ωραίος σκοτεινός γκρεμός, στον οποίο αφήνεσαι να πέσεις μέσα.

Αυτό έκανα. Αυτό θα κάνουν όλοι.

* * *

Δύο μόνο λόγια για την υπόθεση:

Βρισκόμαστε στο 1980. Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Μπόμπι Γουέστερν, 32 ετών, δύτης που δουλεύει σε μία ομάδα διάσωσης με έδρα τη Νέα Ορλεάνη. Στο παρελθόν υπήρξε φυσικός, αλλά και οδηγός ράλι. Ο πατέρας του ήταν μέλος της ομάδας που εφηύρε την ατομική βόμβα. Ο Μπόμπι πενθεί αδιάκοπα τον προ οκτώ ετών θάνατο της μικρότερης αδελφής του Άλις, ή Αλίσια, μίας κάτι παραπάνω από απλώς ιδιοφυούς μαθηματικού, με την οποία ήταν —και μάλλον εξακολουθεί να είναι— ερωτευμένος.

Σε μία αποστολή της ομάδας του, καθώς βουτάνε στον κόλπο για να εντοπίσουν ένα μικρό αεροσκάφος που έπεσε στη θάλασσα, θα ανακαλύψουν ότι ένας από τους επιβάτες λείπει, μαζί με το μαύρο κουτί και το σχέδιο πτήσης. Έκτοτε, και ενώ δεν ασχολείται πια με την υπόθεση, η ζωή του θα αλλάξει: μυστηριώδεις άντρες με μαύρα κοστούμια θα αρχίσουν να τον επισκέπτονται, το δωμάτιό του θα γίνει φύλλο και φτερό, κάποια κρατική υπηρεσία θα δεσμεύσει τον τραπεζικό του λογαριασμό και θα ακυρώσει το διαβατήριό του κλπ. κλπ. Ίσως κινδυνεύει, πια, ακόμη και να δολοφονηθεί. Άλλωστε, κάποιοι από τους φίλους του πεθαίνουν πράγματι. Θα το σκάσει, λοιπόν, και θα κρυφτεί από όλους και από όλα. Στο μεταξύ αυτό, θα συζητά με τους πολλούς, και πολύ χαρακτηριστικούς, φίλους του — θα συζητά μαζί τους με κάθε ευκαιρία. Και βέβαια θα συνεχίσει να πενθεί με τεράστιο πόνο ψυχής την πολυαγαπημένη του αδελφή. Κάθε κεφάλαιο, να σημειωθεί, ξεκινά με μία σκηνή από τη ζωή της Αλίσια στο ψυχιατρείο όπου νοσηλευόταν, το Στέλα Μάρις. Εκεί, με διακριτή γραφή, παρακολουθούμε τις συζητήσεις της με έναν φανταστικό χαρακτήρα και τον «θίασο τεράτων» του, που την επισκέπτονται κάθε τόσο — ίσως σημάδι της σχιζοφρένειάς της, ίσως κάτι άλλο…

Το μυθιστόρημα θα «συμπληρωθεί» με ένα ακόμη, που θα κυκλοφορήσει σε ένα μήνα. Σε αυτό, αποκλειστική πρωταγωνίστρια θα είναι η Αλίσια (και ο ψυχίατρός της), άρα η πρώτη γυναίκα κύρια ηρωίδα σε βιβλίο του Μακάρθι. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα μυθιστορηματικό δίπτυχο, με έναν μυθιστορηματικό κέρβερο.

* * *

Δεν θα καταθέσουμε την προσωπική μας άποψη για αυτό το πολύ-πολύ σπουδαίο βιβλίο. (Αν και μόλις υποκύψαμε στον πειρασμό). Ο Μακάρθι, που είχε σιγήσει επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια (από τον αριστουργηματικό «Δρόμο»), είναι πολύ μεγάλος για να το κάνουμε.

Ακολουθεί, αντ’ αυτής, μία μικρή συζήτηση με τον μεταφραστή των δύο βιβλίων (και πολλών άλλων βέβαια, εξίσου απαιτητικών) Γιώργο Κυριαζή. Τον ευχαριστούμε για τον χρόνο του, και φυσικά για τη συγκλονιστική (το εννοούμε απολύτως) μετάφραση. Έχουμε να κάνουμε με ένα επίτευγμα εδώ. Μετά τη συζήτηση, διαβάστε και ένα μικρό διαλογικό απόσπασμα από το βιβλίο.

* * *

Κ.Α.: Ο Μακάρθι δείχνει από νεαρή ηλικία ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τη φυσική και τα μαθηματικά. Διαβάζει πολύ, και επιδιώκει να έρθει σε επαφή με κορυφαίους επιστήμονες του χώρου. Ουσιαστικά, «σπουδάζει» τις επιστήμες μόνος, αλλά και με αυτές τις μεγάλες συζητήσεις που κάνει. Ο «Επιβάτης» είναι ένα μυθιστόρημα που έχει να κάνει με αυτά του τα ενδιαφέροντα. Έχει να κάνει πολύ με τη φυσική — και με τη μεταφυσική βέβαια.

Γ.Κ.: Ο Μακάρθι φαίνεται πως έχει καταλάβει από νωρίς ότι οι δύο μεγάλοι πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η ανθρωπότητα είναι η τέχνη και η επιστήμη (πράγμα όχι και τόσο σύνηθες σε όσους ασχολούνται ενεργά με τον ένα από τους δύο), και σε αυτά τα δύο βιβλία (τον «Επιβάτη» και το «Stella Maris») βάζει την επιστήμη στο επίκεντρο, όχι όμως με στείρο τρόπο, αλλά συνδυάζοντάς τη με τη φιλοσοφία και παρατηρώντας τις επιπτώσεις της στην πραγματική ζωή. Άλλωστε, είναι πια κοινός τόπος ότι και οι δύο αυτοί πυλώνες, όποτε γίνονται υποχείρια σκοτεινών πολιτικών επιδιώξεων, είναι ικανοί να γεννήσουν τέρατα. Εδώ λοιπόν έχουμε δύο κεντρικούς χαρακτήρες, τον Μπόμπι, ο οποίος σπούδαζε φυσική πριν στραφεί στους αγώνες αυτοκινήτων, και την αδελφή του την Αλίσια, που είναι μαθηματική διάνοια, ενώ ο πατέρας τους ήταν φυσικός με ενεργό συμμετοχή στο πρόγραμμα Μανχάταν, απ’ όπου προέκυψε η πρώτη ατομική βόμβα. Ακόμα και η μητέρα τους εργαζόταν επίσης στο ίδιο πρόγραμμα, αν και σε κάπως πιο ταπεινό ρόλο. Αυτή η εστίαση στην επιστήμη θα φανεί ακόμη περισσότερο στο δεύτερο βιβλίο, στις συζητήσεις της Αλίσια με τον ψυχίατρο στο ίδρυμα Στέλα Μάρις. Όσο για τη μεταφυσική, αυτή είναι άλλη μια μακροχρόνια εμμονή του Μακάρθι, ο οποίος ψάχνει διακαώς να εντοπίσει τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, συνείδησης και ασυνείδητου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αλίσια αρνείται να χαρακτηρίσει παραισθήσεις τις μορφές με τις οποίες συνομιλεί στα οράματα που βλέπει, ενώ παράλληλα στο «Stella Maris» αναφέρεται σε ένα όνειρο που είχε δει σε μικρότερη ηλικία και που φαίνεται πως καθόρισε τη στάση ζωής της και τη μετέπειτα πορεία της. Οπότε, αν κάτι «μη πραγματικό» έχει τέτοια απτά αποτελέσματα στην πραγματικότητα, έχουμε άραγε το δικαίωμα να το χαρακτηρίζουμε «μη πραγματικό»;

Κ.Α.: Η βία, το Βιετνάμ, η δολοφονία του Κένεντι, οι μεγάλοι αμερικανικοί δρόμοι, το αυτοκίνητο, η μοναξιά του «καουμπόη», ο κόσμος των αντρών, τα μηχανήματα, οι απολαύσεις της καθημερινότητας, η γοητεία κάποιων μικρών πραγμάτων, η ακριβολογία. Τον απασχολούν πολλά, και όλα αυτά που τον απασχολούν παίζουν καταλυτικό ρόλο στο έργο του.

Γ.Κ.: Οι αναφορές στο Βιετνάμ και στη δολοφονία του Κένεντι, ή μάλλον στη συνωμοσιολογία που αναπτύχθηκε γύρω από τη δολοφονία του Κένεντι, είναι, πιστεύω, μια ματιά στην ψυχή της Αμερικής. Τα δύο αυτά γεγονότα πλήγωσαν βαθιά την Αμερική, κι αυτό μάλλον έχει να κάνει με το ότι δεν είχαν αίσια έκβαση. Ο εμφύλιος (1861-1865) ήταν επίσης βαθύ τραύμα, αλλά μπορούμε να πούμε ότι είχε αίσιο τέλος, με τη διατήρηση της ενότητας του έθνους και την κατάργηση της δουλείας. Το Περλ Χάρμπορ ήταν κι αυτό βαθύ τραύμα, αλλά είχε κι αυτό αίσιο τέλος, με τη νίκη κατά του ναζισμού. Από την άλλη, το Βιετνάμ ουσιαστικά ήταν ήττα, και μάλιστα η πρώτη από τότε που η Αμερική αναδείχθηκε σε «κοσμοκράτειρα», και η δολοφονία ενός τόσο λαοπρόβλητου ηγέτη δημιούργησε σε όλη τη χώρα ένα μούδιασμα που ακόμη δεν έχει φύγει εντελώς. Από εκεί και πέρα, οι τεράστιοι δρόμοι, το αυτοκίνητο και η θρυλική μοναξιά του καουμπόη είναι παραδοσιακές εκφράσεις τής (καλώς νοούμενης) αμερικανικής αντίληψης για την ελευθερία — είναι πιο «αμερικανικές κι από τη μηλόπιτα», σύμφωνα με τη γνωστή ρήση, και δεν θα μπορούσαν να λείπουν από ένα τόσο φιλόδοξο έργο που προσπαθεί να κοιτάξει στα τρίσβαθα της αμερικανικής ψυχής.

Κ.Α.: Έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα συζητήσεων, ένα διαλογικό μυθιστόρημα. Ίσως πάνω από το 70%-80% του «Επιβάτη» είναι διάλογοι. Και διάλογοι συναρπαστικοί. Δεν υπάρχει κάποια μεγάλη πλοκή εδώ, ή δεν μας απασχολεί από ένα σημείο και μετά, αλλά οι κουβέντες που κάνει ο πρωταγωνιστής με τους φίλους του σε κρατάνε κάθε φορά στις μύτες των ποδιών σου, τις διαβάζεις βιαστικά, αλλά χωρίς να θέλεις να τελειώσουν. Και όλο γυρίζεις πίσω για να δεις τι έχασες.

Γ.Κ.: Ναι, ο «Επιβάτης» είναι γεμάτος διαλόγους, και το «Stella Maris» ακόμη περισσότερο. Υπάρχουν διάφορες πλοκές, οι οποίες όμως χρησιμεύουν περισσότερο στο να δώσουν πλαίσιο στην αφήγηση, και καμιά τους δεν έχει στόχο να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, το οποίο στρέφεται εντέχνως προς άλλα, μικρότερα και ταυτόχρονα πολύ μεγαλύτερα πράγματα. Ο Μακάρθι χτίζει ουσιαστικά ένα ψυχολογικό υπόβαθρο μέσα στη σκέψη του αναγνώστη, δημιουργώντας του προσδοκίες οι οποίες δεν είναι σίγουρο αν θα εκπληρωθούν ή θα διαψευστούν, κι έτσι τον βάζει κι αυτόν στο παιχνίδι. Γι’ αυτό λέμε συνήθως ότι σε τέτοια φιλόδοξα βιβλία ο αναγνώστης πρέπει να «παραδοθεί», πρέπει να συμμετέχει στην ανάγνωση αφήνοντας τον εαυτό του στα χέρια του συγγραφέα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πρώτη σημαντική πλοκή του βιβλίου, με τον επιβάτη που λείπει από το βυθισμένο αεροπλάνο και τα όσα ακολουθούν αμέσως μετά: δημιουργεί μια παρανοϊκή, σχεδόν πιντσονική, αίσθηση κινδύνου, καθώς ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Μπόμπι, βλέπει ότι έχει μπει στο στόχαστρο των ομοσπονδιακών, της εφορίας, και ποιος ξέρει ποιων άλλων κύκλων. Με αφορμή όλα αυτά, λοιπόν, ο Μακάρθι μάς βάζει να ακολουθούμε τον Μπόμπι στις περιπλανήσεις του και να παρακολουθούμε τις συζητήσεις του με ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων, ανατέμνοντας έτσι την ανθρώπινη εμπειρία — και όχι μόνο την αμερικανική.

Κ.Α.: Η σχιζοφρένεια, η συνείδηση του εαυτού, η «παράλληλη» συνειδητότητα, ο Θεός, η μετά θάνατον ζωή, το επέκεινα… Είναι και αυτά θέματα που συναντάμε ξανά στον Μακάρθι, τα έχουμε ξαναδεί, αλλά εδώ παίρνουν μια πιο βαθιά σημασία — ίσως και επειδή ο ίδιος είναι πιο μεγάλος πια;

Γ.Κ.: Ένας συγγραφέας —ένας άνθρωπος— που ασχολείται τόσα χρόνια με αυτά τα φιλοσοφικά ζητήματα, δεν σταματά ξαφνικά να ασχολείται μαζί τους. Μπορεί ο Μακάρθι να έμεινε σιωπηλός επί δεκαέξι χρόνια, αλλά σίγουρα δεν έπαψε να τα σκέφτεται όλα αυτά. Άλλωστε, είναι γεγονός ότι, όσο περισσότερο μεγαλώνουμε, τόσο πιο επίμονα, σχεδόν εμμονικά, στοχαζόμαστε πάνω σε τέτοια πανανθρώπινα ερωτήματα, ιδίως σε ό,τι αφορά τον θάνατο, μια που τον βλέπουμε να πλησιάζει σιγά-σιγά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Επιβάτης» ξεκινά με μια εικόνα θανάτου — το κρεμασμένο πτώμα της Αλίσια, υποβάλλοντας έτσι μια αίσθηση που διαπερνά και τα δύο βιβλία.

Κ.Α.: Η ευφυΐα είναι επίσης κάτι που τον ενδιαφέρει. Στον «Επιβάτη» όλοι του οι ήρωες είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο. Η Αλίσια πρώτη-πρώτη, που είναι κάτι σαν ενσαρκωμένος ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, αλλά και όλοι του οι φίλοι, ακόμη και όσοι ζουν μόνοι, ή είναι αλκοολικοί, ή κατεστραμμένοι κλπ. Όλοι τους είναι ιδιοφυείς, και πολύ καλοί στον τομέα τους.

Γ.Κ.: Εδώ υπάρχει μια πολύ όμορφη αντίφαση, από αυτές που δίνουν νόημα στη ζωή: οι άνθρωποι είναι ικανοί και για το χειρότερο και για το καλύτερο. Ιδιοφυΐες, χαμένα κορμιά, πλούσιοι, αποτυχημένοι, ηλίθιοι, σχιζοφρενείς, τρυφεροί, καπάτσοι, φιλοσοφημένοι, ταλαντούχοι, μοχθηροί, κομπλεξικοί — όλες αυτές οι κατηγορίες ανθρώπων (κι άλλες τόσες) δεν είναι καθόλου αποκλειστικές. Μπορεί κανείς να ανήκει σε δύο, τρεις ή πέντε από αυτές ταυτόχρονα, και αυτό το γεγονός κάνει τους ανθρώπους ακόμη πιο ενδιαφέροντες. Και κάθε μεγάλο μυθιστόρημα μιλά πάνω απ’ όλα για ανθρώπους, και για τον άνθρωπο συλλογικά. Και αυτό που κάνει τον καθένα ξεχωριστά λίγο καλύτερο είναι το κατά πόσο ενδιαφέρεται για τον συνάνθρωπο, κατά πόσο είναι ικανός για ενσυναίσθηση. Οι ήρωες του Μακάρθι εδώ είναι γεμάτοι αγάπη — κι ας μην ξέρουν πώς να την εκφράσουν.

Κ.Α.: Αυτό που λέμε συνήθως: «Δεν τον ενδιαφέρουν οι απαντήσεις αλλά τα ερωτήματα» το βλέπουμε ολοκάθαρα στον Μακάρθι, και ειδικά σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Όμως δεν μας πειράζει — ίσα-ίσα. Είναι συναρπαστικά ερωτήματα, και μάλιστα ο τρόπος που τα θέτει είναι μοναδικός. Η απουσία της πλοκής επίσης δεν μας ενοχλεί, γιατί όλα δένουν με έναν μυστηριώδη τρόπο. Δεν ξέρω πώς το κάνει.

Γ.Κ.: Το κάνει γιατί ουσιαστικά αφηγείται την ανθρώπινη εμπειρία, όπως και οι άλλοι μεγάλοι της εποχής — για παράδειγμα ο Ντε Λίλο, ο Γουάλας και ο Πίντσον. Η πλοκή είναι απλώς η αφορμή, το ζουμί βρίσκεται αλλού. Όσο για τα ερωτήματα, τι να γίνει; Αυτά έχουμε μόνο. Τα πάντα ξεκινούν από τα ερωτήματα· και η επιστήμη, και η τέχνη, και η φιλοσοφία. Εξάλλου, στη ζωή δεν υπάρχουν απαντήσεις, όπως έχουν προ πολλού αποδείξει οι Μόντι Πάιθον στην εκπληκτική ταινία «Το νόημα της ζωής», όπου μετά από ένα σωρό φιλοσοφικές και μη αναζητήσεις στο διάστημα ανάμεσα στη γέννηση και τον θάνατο, το συμπέρασμα έρχεται απλά και απέριττα: «Ιδού το νόημα της ζωής: Ε, δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο — να φέρεσαι καλά στους άλλους, να αποφεύγεις τα λίπη, να διαβάζεις κανένα καλό βιβλίο πού και πού, να περπατάς, και να προσπαθείς να ζεις ειρηνικά και αρμονικά με ανθρώπους κάθε θρησκείας και εθνικότητας».

Κ.Α.: Η φόρμα του βιβλίου, το στιλ του Μακάρθι: έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι από ένα σημείο και μετά δεν μας λείπουν τα εισαγωγικά, δεν μας λείπουν τα «είπε ο τάδε» και «ρώτησε ο δείνα». Όσο προχωράμε πιο μακριά στην αφήγηση, ή μάλλον πιο βαθιά, κατανοούμε αμέσως ποιος μιλάει, ποιος ρωτάει ή ποιος απαντάει — ή παύει και να έχει σημασία. Υπό μία έννοια, το μυθιστόρημα είναι «κβαντικό», αν μου επιτρέπεται να πω κάτι τέτοιο.

Γ.Κ.: Ο Μακάρθι αποφεύγει τα πολλά σημεία στίξης, και είναι αλήθεια ότι σε δύο βιβλία τόσο γεμάτα διαλόγους τα συνεχή εισαγωγικά θα βάραιναν οπτικά το κείμενο και ίσως αποσπούσαν τον αναγνώστη από τα λεγόμενα. Αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο να χαθείς προς στιγμήν και να μην είσαι σίγουρος ποιος μιλά κάθε φορά. Άλλωστε, και στο πρωτότυπο κείμενο εντόπισα δύο σημεία όπου υπάρχει λάθος αλλαγή αράδας ενώ συνεχίζει να μιλά το ίδιο πρόσωπο, πράγμα που σημαίνει ότι και ο επιμελητής του αγγλικού κειμένου κάπου χάθηκε. Συμβαίνουν αυτά, τα λάθη είναι αναπόφευκτα. Ευτυχώς, τελικά το στιλ του Μακάρθι δουλεύει, και τολμώ να πω ότι οι διάλογοι κυλούν κάπως πιο φυσικά με αυτό τον τρόπο.

Κ.Α.: Το κράτος, αυτοί που μας ελέγχουν, κάποιοι πολύπλοκοι μηχανισμοί που βυσσοδομούν, που επεξεργάζονται δεδομένα, που υπολογίζουν και προφητεύουν τι θα γίνει… Ο Μακάρθι έχει ψυχή πιονέρου, ανθρώπου των ανοιχτών εκτάσεων, είναι ένας γνήσιος Αμερικανός;

Γ.Κ.: Ναι, και σε αυτό μού θυμίζει έντονα την προσωπική μου εμμονή, τον Τόμας Πίντσον. Ο Μακάρθι είναι πέρα για πέρα Αμερικανός, αλλά παράλληλα είναι και σπουδαίος συγγραφέας, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά που γράφει μας αφορούν όλους. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου, συμφέροντα που προσπαθούν να κατευθύνουν το χάος που μας περιβάλλει προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, δίχτυα απλωμένα με τρόπο που, ακόμη κι αν σκιστούν σε σημεία, να συνεχίζουν να πιάνουν ψάρια για τους ψαράδες που τα έριξαν. Και παράλληλα υπάρχουν και οι άνθρωποι που βλέπουν παντού συνωμοσίες, ακόμη κι εκεί που δεν υφίστανται, προσπαθώντας να διαβάσουν κάποιο κρυφό νόημα σε έναν κόσμο κβαντικό, γεμάτο τυχαιότητα, που συχνά στερείται νοήματος. Οι ανοιχτές εκτάσεις του παρελθόντος που χάθηκαν και εξακολουθούν να χάνονται, και που την απώλειά τους τη θρηνεί και ο Πίντσον σε αρκετά σημεία στα μυθιστορήματά του, είναι μια ακόμα πληγή στη ματωμένη ψυχή της Αμερικής (και του κόσμου, φυσικά), μια ακόμη ελάττωση της ελευθερίας που τόσο λατρεύουν (στα λόγια) οι Αμερικανοί. Ο Μακάρθι τα γνωρίζει όλα αυτά από πρώτο χέρι, και δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τα βιβλία του.

Κ.Α.: Μακάρθι, Τόμας Πίντσον, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας… και άλλοι. Τι έχει να πει ο αμερικανικός μεταμοντερνισμός σήμερα; Ειδικά σε έναν νεαρό αναγνώστη;

Γ.Κ.: Ο μεταμοντερνισμός είναι μια έννοια που δεν ξέρω αν υφίσταται πλέον, ή τουλάχιστον δεν ξέρω με ποια έννοια υφίσταται. Ανάλογα με τον ορισμό που θα δώσουμε στη λέξη, μπορούμε να δώσουμε κάθε φορά διαφορετική απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει ή όχι — και αυτό που λέω είναι ήδη αφόρητα μεταμοντέρνο, οπότε ας αφήσουμε κατά μέρος τον μεταμοντερνισμό και ας δούμε τι έχουν να πουν όλοι αυτοί οι φοβεροί Αμερικανοί συγγραφείς των τελευταίων εβδομήντα ετών. Και η απάντηση είναι: τα πάντα. Νομίζω ότι στη λογοτεχνία συμβαίνει κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει στη δημοφιλή μουσική (ποπ, ροκ, σόουλ, με όποιο όνομα κι αν τη βαφτίσουμε) το ίδιο διάστημα: γεννήθηκαν ρεύματα σημαντικά, που έδωσαν νέες κατευθύνσεις, αλλά τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια οι συνταγές έχουν παραμείνει αναλλοίωτες και απλώς αναδιευθετούμε τα ίδια συστατικά. Δεν λέω ότι είναι κακό αυτό — άλλωστε, εξακολουθούν να γράφονται και σπουδαία βιβλία και σπουδαίες μουσικές. Λέω όμως ότι, εφόσον τα συστατικά παραμένουν ίδια, αφορούν εξίσου και τον νεαρό και τον λιγότερο νεαρό αναγνώστη. Αν το δούμε ευρύτερα όμως, θα αναγκαστώ να καταφύγω πάλι σε μια κοινοτοπία: όλα τα μεγάλα έργα τέχνης υπερβαίνουν την εποχή τους και καταφέρνουν να παραμένουν πάντοτε επίκαιρα. Γιατί; Γιατί μιλάνε για την ανθρώπινη κατάσταση. Και η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι τα έργα των αρχαίων τραγικών.

Κ.Α.: Σε ένα μήνα έρχεται και το δεύτερο μέρος αυτής της διλογίας. Τι να περιμένουμε; Ανατροπές;

Γ.Κ.: Στο «Stella Maris» ο αναγνώστης θα δει κάποια πράγματα από την οπτική της Αλίσια, κι αυτό θα τον κάνει να κατανοήσει καλύτερα, ή να αναθεωρήσει, ή ακόμη και να ανατρέψει, απόψεις για την πλοκή και τους χαρακτήρες που είχε διαμορφώσει διαβάζοντας τον «Επιβάτη». Αυτό εξαρτάται από τον αναγνώστη, γιατί δεν διαβάζουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο, ούτε εστιάζουμε όλοι στα ίδια πράγματα. Το δεύτερο βιβλίο, παρότι αποτελείται αποκλειστικά από διαλόγους, είναι πιο φιλοσοφικό από το πρώτο, και τολμώ να πω ότι, συγκριτικά, μου άρεσε περισσότερο. Αν αυτό σας φέρνει στον νου τον Πλάτωνα, δεν πέφτετε εντελώς έξω.

Cormac McCarthy © EPA/THE PULITZER PRIZES

* * *

Κλείνουμε με ένα μικρό απόσπασμα από το Κεφάλαιο VIII:

Δεν έχεις καμιά σχέση με τους Κένεντι.

Όχι.

Εγώ δούλεψα με τον Μπόμπι στο Σικάγο στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Για λίγο. Δουλεύαμε με έναν τύπο ονόματι Εντ Χικς, που προσπαθούσε να βάλει τους ταξιτζήδες του Σικάγου να κάνουν εκλογές. Βασικά, ο Κένεντι ήταν ηθικολόγος. Πολύ σύντομα απέκτησε μια εκπληκτική λίστα εχθρών, και περηφανευόταν ότι ήξερε ποιοι ήταν και τι ετοίμαζαν. Που δεν ήξερε, φυσικά. Όταν δολοφονήθηκε ο αδελφός του, δυο χρόνια αργότερα, ήταν ήδη μπλεγμένοι σε ένα κουβάρι συνωμοσιών και μηχανορραφιών που δεν θα ξεδιαλυθεί ποτέ. Στην κορυφή της λίστας ήταν η δολοφονία του Κάστρο, και μετά, αν αυτό αποτύγχανε, η εισβολή στην Κούβα. Στο τέλος δεν νομίζω ότι θα γινόταν, αλλά ήταν ο προάγγελος όλων των μπελάδων τους. Πάντα αναρωτιόμουν μήπως υπήρξε μια στιγμή που ο Κένεντι συνειδητοποίησε ότι θα πέθαινε και χαμογέλασε με ανακούφιση. Αφότου έπαθε ο γέρος Κένεντι εκείνο το έμφραγμα, οι Κένεντι για κάποιο λόγο ένιωσαν ότι μπορούσαν άνετα να τα βάλουν με τους μαφιόζους. Αγνοώντας τη μακροχρόνια συμφωνία που είχε κάνει ο γέρος μαζί τους. Δεν καταλαβαίνω τι είχαν μέσα στο κεφάλι τους. Εκείνη την εποχή ο Τζακ κουτούπωνε την γκόμενα του Σαμ Τζανκάνα — μια κυρία ονόματι Τζούντιθ Κάμπελ. Αν και, για να λέμε και του στραβού του δίκιο —γραφική ορολογία, ξέρω— νομίζω ότι ο Τζακ την είχε δει πρώτος. Ή κάποιος από τους νταβατζήδες του. Κάποιος τύπος ονόματι Σινάτρα. Τι να πεις για τους Κένεντι; Δεν έμοιαζαν με κανέναν. Ένας φίλος μου θα πήγαιν σ' ένα πάρτι στο Μάρθας Βίνγιαρντ ένα βράδυ, και όταν έφτασε στο σπίτι όπου γινόταν το πάρτι βρήκε τον Τεντ Κένεντι να υποδέχεται τον κόσμο στην πόρτα. Φορούσε ολόσωμη κατακίτρινη φόρμα και ήταν μεθυσμένος. Ο φίλος μου είπε: Ωραίο συνολάκι, κύριε Γερουσιαστά. Και ο Κένεντι είπε: ναι, αλλά εμένα με παίρνει να το φοράω. Ο φίλος μου —που είναι δικηγόρος στην Ουάσινγκτον— μου είπε ότι ποτέ του δεν κατάλαβε τους Κένεντι. Τους έβρισκε αλλοπρόσαλλους. Αλλά όταν άκουσε εκείνα τα λόγια, είδε το φως το αληθινό. Σκέφτηκε ότι μάλλον ήταν χαραγμένα στο οικόσημο της φαμίλιας. Ή όπως το λένε στα λατινικά. Τέλος πάντων, ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί δεν υπάρχει πουθενά μνημείο για την Μέρι Τζο Κοπέκνι. Την κοπέλα που ο Τεντ άφησε να πνιγεί μέσα στο αυτοκίνητο που ο ίδιος είχε ρίξει από μια γέφυρα. Αν δεν ήταν η δική της θυσία, αυτός ο μανιακός θα γινόταν Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Εγώ νομίζω ότι, με την εξαίρεση του Μπόμπι, όλοι αυτοί ήταν ένα μάτσο ψυχοπαθείς. Φαντάζομαι, ο Μπόμπι ήλπιζε ότι θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να δικαιολογήσει την ύπαρξη της οικογένειάς του. Αν και θα πρέπει να καταλάβαινε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Δεν υπήρχε ούτε πεντάρα στα ταμεία που χρηματοδοτούσαν όλο εκείνο το πράγμα που να μην ήταν βρόμικη. Και μετά όλοι πέθαναν. Δολοφονήθηκαν, οι περισσότεροι. Μπορεί να μη θυμίζει τραγωδία του Σαίξπηρ, αλλά κάτι έχει από Ντοστογιέφσκι.

Ο Κάστρο δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτό.

Όχι. Στο τέλος αποδείχτηκε ότι δεν είχε. Όταν πήρε τα ηνία του νησιού στα χέρια του, έβαλε τον Σάντο Τραφικάντε στη φυλακή και του είπε ότι θα τον εκτελούσε ως εχθρό του λαού. Οπότε, ο Τραφικάντε είπε απλά: Πόσα; Ακούς διάφορα νούμερα. Σαράντα εκατομμύρια. Είκοσι εκατομμύρια. Μάλλον ήταν κοντά στα δέκα. Αλλά ο Τραφικάντε δεν ήταν ευχαριστημένος. Η Μαφία είχε μακρά ιστορία διαχείρισης των καζίνο για λογαριασμό του Μπατίστα. Ο Κάστρο θα έπρεπε να έχει φερθεί καλύτερα. Στη Μαφία. Είναι τυχερός που ζει ακόμα. Το παράξενο είναι ότι ο Σάντο διαχειριζόταν τρία καζίνα στην Κούβα επί οκτώ ή δέκα χρόνια μετά απ' αυτό. Η γλώσσα παίζει ρόλο. Ο κόσμος ξεχνά ότι η μητρική γλώσσα του Τραφικάντε είναι τα ισπανικά. Τέλος πάντων, αυτός και ο Μαρτσέλο ελέγχουν τα νοτιοανατολικά, από το Μαϊάμι ως το Ντάλας, εδώ και χρόνια. Και η καθαρή αξία αυτής της επιχείρησης είναι συγκλονιστική. Τις καλές εποχές, είναι πάνω από δύο δισεκατομμύρια το χρόνο. Ο Μπόμπι Κένεντι θα μπορούσε να έχει απελάσει τον Μαρτσέλο χωρίς την άδεια του Τζακ, αλλά πλέον ήταν αδύνατον να απεμπλακούν από το όλο πράγμα. Η CIA μισούσε τους Κένεντι και προσπαθούσε να αποκοπεί εντελώς από την κυβέρνηση, αλλά η ιδέα ότι αυτοί σκότωσαν τον Κένεντι είναι ανόητη. Κι αν ο Κένεντι σκόπευε να διαλύσει την CIA, όπως είχε υποσχεθεί, θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει δύο θητείες νωρίτερα. Όταν ήρθε ο ίδιος στα πράγματα, ήταν πολύ αργά. Η CIA μισούσε και τον Χούβερ, και ο Χούβερ με τη σειρά του μισούσε τους Κένεντι και όλοι υπέθεταν ότι ο Χούβερ τα είχε κάνει πλακάκια με τη Μαφία, αλλά η αλήθεια είναι ότι η Μαφία είχε αμέτρητους φακέλους με τον Χούβερ ως τραβεστί —ντυμένο με γυναικεία εσώρουχα— οπότε επί χρόνια εκτυλισσόταν μια ιδιότυπη μονομαχία μεταξύ τους. Είναι κι άλλα, βέβαια. Αλλά αν έριχνες το φταίξιμο στον Μπόμπι για το φόνο του αδερφού του —τον οποίο λάτρευε— θα σου έλεγα ότι έχεις δίκιο. Η CIA κουβάλησε τον Κάρλος στις ζούγκλες της Γουατεμάλας, τον άφησε κι έκοψε ρόδα μυρωμένα. Δύσκολο να φανταστεί κανείς τι είχαν κατά νου. Τον άφησαν εκεί —με πλαστό διαβατήριο— και τελικά εμφανίστηκε ο δικηγόρος του και μετά οι δυο τους μεταφέρθηκαν με τη βία στις ζούγκλες του Ελ Σαλβαδόρ και αφέθηκαν να φτιάξουν μια νέα ζωή εκεί. Μέσα στη ζέστη, τη λάσπη και τα κουνούπια. Ντυμένοι με μάλλινα κοστούμια. Περπάτησαν τριάντα χιλιόμετρα κι έφτασαν σ' ένα χωριό. Και, δόξα τω Θεώ, υπήρχε και τηλέφωνο. Όταν γύρισε πίσω στη Νέα Ορλεάνη κάλεσε συνεδρίαση στο Τσέρτσιλ Φαρμς —όπου είχε το εξοχικό του— και άφριζε ενάντια στον Μπόμπι Κένεντι. Κοίταξε τους ανθρώπους στην αίθουσα —νομίζω πως ήταν οκτώ— και τους είπε: Θα τον ξεκάνω τον μικρό μπάσταρδο. Και έπεσε σιωπή. Όλοι ήξεραν ότι η συνεδρίαση ήταν πολύ σοβαρή. Δεν υπήρχε τίποτε στο τραπέζι να πιουν εκτός από νερό. Και τελικά κάποιος είπε: Και γιατί δεν ξεκάνουμε τον μεγάλο μπάσταρδο; Και αυτό ήταν.

Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω.

Αν σκότωνες τον Μπόμπι, τότε θα είχες απέναντί σου έναν πραγματικά τσαντισμένο Τζον. Αλλά αν σκότωνες τον Τζον, τότε ο αδελφός του θα γινόταν από Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ ένας απλός άνεργος δικηγόρος.

Πού τα ξέρεις όλα αυτά;

Κοίτα. Το θέμα με τους Κένεντι ήταν ότι δεν ήταν σε θέση να συλλάβουν το ακατεύναστο πολεμικό πνεύμα των Σικελών. Οι Κένεντι ήταν Ιρλανδοί, και νόμιζαν ότι μπορείς να νικήσεις με τα λόγια. Δεν κατανοούσαν καν ότι υπήρχε και κάτι άλλο πέρα απ' αυτό. Χρησιμοποιούσαν αφηρημένες έννοιες για να εκφωνήσουν πολιτικούς λόγους. Ο λαός. Η φτώχεια. Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου μπλα μπλα μπλα. Δεν καταλάβαιναν ότι υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που πίστευαν όντως σε πράγματα όπως η τιμή. Δεν είχαν ακούσει ποτέ τις απόψεις του Τζο Μπονάνο πάνω στο θέμα. Αυτό είναι που κάνει το βιβλίο του Κένεντι τόσο εξωφρενικό. Αν και, για να λέμε την αλήθεια, δεν είναι καν σίγουρο ότι το διάβασε. Θα πάρω το κοτόπουλο γκράντε.

Εντάξει.

Θες να διαλέξεις το κρασί;

Αμέ.