Βιβλιο

Τι μάθαμε στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο ΟΣΔΕΛ για το βιβλίο στην Ελλάδα;

Η ανάγκη μας για ιστορίες δεν τελειώνει ποτέ. Και το βιβλίο είναι αυτό ακριβώς

Ελισάβετ Παπαδοπούλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα» - Η έρευνα του ΟΣΔΕΛ και οι διαπιστώσεις από την παρουσίασή της στο Ωδείο Αθηνών

Τι μάθαμε στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο ΟΣΔΕΛ, στο Ωδείο Αθηνών, για να παρουσιάσει τα αποτελέσματα της έρευνάς του, με τίτλο «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα». Ας ξεκινήσουμε με το γνωστό, ότι τα παιδιά των ανθρώπων που διαβάζουν βιβλία και έχουν βιβλιοθήκες μέσα στα σπίτια τους, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν αναγνώστες. Οι δύο συγγραφείς ωστόσο που συμμετείχαν στο πάνελ, Λένα Διβάνη και Σταύρος Ζουμπουλάκης, απέδειξαν ότι η χαρά της ανάγνωσης ήρθε και τους βρήκε χωρίς βαρύ οικογενειακό ιστορικό.

Στην περίπτωση της Λένας Διβάνη υπήρξαν, είναι η αλήθεια, σαφείς ενδείξεις: Ο πατέρας της διάβαζε εφημερίδες και η μητέρα της γυναικεία περιοδικά. To έκαναν μάλιστα με λαχτάρα (είπε), με ανυπομονησία άρπαζαν το περιοδικό ή την εφημερίδα, με αποτέλεσμα η λάμψη της ικανοποίησης που έφερνε η ανάγνωση να ξεσηκώσει τη libido του αναγνώστη εντός της.

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ανερυθρίαστα μας εξομολογήθηκε ότι μέχρι τα δεκατέσσερά του δεν είχε διαβάσει κανένα βιβλίο, ότι τα καλοκαίρια του, (όταν συνήθως διαβάζουν τα παιδιά) τα περνούσε στο χωριό του πατέρα του, (προφανώς τρέχοντας και παίζοντας), το καλοκαίρι μάλιστα που του είχε ανατεθεί από το σχολείο να διαβάσει ένα βιβλίο και να γράψει την περίληψη, την θυμάται σαν κανονικό μαρτύριο. Κι εκεί στα δεκατέσσερα, όταν στην αδερφή του δωρίστηκε από τον πατέρα του μια ανθολογία, ανακάλυψε τη χαρά του αναγνώστη, μαζί με την υπέρτερη χαρά να κοντράρει την αδερφή του με τις γνώσεις του (ήταν άλλωστε η αδερφή του αυτή στην οποία ο πατέρας δεν χαλούσε χατίρι).

Συμπέρασμα: Το διάβασμα, όπως και όλες μας οι δραστηριότητες, είναι πολυπαραγοντικές, όπως πολύ σοφά είπε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος καθηγητής κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ ο οποίος επίσης ήταν στο πάνελ, και είχε την επιστημονική διεύθυνση της έρευνας. Αυτό όμως που παραμένει αληθές και αναμφισβήτητο, είναι πως ο άνθρωπος από τη φύση του είναι φτιαγμένος να πηγαίνει εκεί απ’ όπου αντλεί ευχαρίστηση. Με βάση αυτή την αφετηρία, η Λένα Διβάνη είχε σοβαρούς λόγους να σκύψει πάνω στο τυπωμένο χαρτί, μήπως και βρει την ευφροσύνη των γονιών της κι ο Σταύρος Ζουμπουλάκης για να αντλήσει ανώδυνα πολεμοφόδια στον αδερφικό ανταγωνισμό. Αυτό βέβαια από μόνο του δεν θα μπορούσε να εξηγήσει τη μετέπειτα καταβύθισή τους στην ανάγνωση, αν το διάβασμα δεν πρόσφερε πραγματική ευχαρίστηση. 

Για να διαβάσεις ένα βιβλίο δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να πληρώσεις τίμημα, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με το  θέατρο, το σινεμά, το μουσείο, το κονσέρτο

Εδώ λοιπόν είναι το μέγα θέμα, καθώς το διάβασμα συχνά θεωρείται καταναγκασμός, και επιβάλλεται ως τέτοιος, στα παιδιά κυρίως. Δεν είναι όμως έτσι. Το βιβλίο είναι μια χώρα εξωτική, για την οποία όλοι στις μέρες μας έχουμε εισιτήριο, καθώς έχει μηδενιστεί το ποσοστό αναλφαβητισμού στη χώρα μας. Επιπλέον το βιβλίο έχει  ένα βασικό χαρακτηριστικό που το διαφοροποιεί από άλλες μορφές πολιτισμού. Για να διαβάσεις ένα βιβλίο δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να πληρώσεις τίμημα, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με το  θέατρο, το σινεμά, το μουσείο, το κονσέρτο. Το βιβλίο μπορείς να το δανειστείς.

Πώς λοιπόν βρισκόμαστε στο σημείο το ποσοστό των ανθρώπων που δεν διαβάζει κανένα βιβλίο στη χώρα μας να ανέρχεται σε 35% σύμφωνα με την έρευνα του ΟΣΔΕΛ. Και μια που εκθέτουμε  νούμερα να ενημερώσουμε ότι σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι μη εντατικοί αναγνώστες  ανέρχονται στο 34% και οι εντατικοί αναγνώστες στο 31%. Το μέσο πλήθος βιβλίων ανάγνωσης στον πληθυσμό είναι 5 βιβλία.

Αναρωτήθηκαν λοιπόν οι απαρτίζοντες το πάνελ ομιλητές, μήπως ευθύνεται η έλλειψη βιβλιοθηκών για τούτο το κακό, λαμβάνοντας  υπόψη ότι τα δημόσια σχολεία δεν έχουν βιβλιοθήκες. Συνηγόρησε υπέρ του παράγοντα έλλειψης βιβλιοθηκών η σκηνοθέτης Όλγα Μαλέα η οποία διηγήθηκε ένα περιστατικό που σχετιζόταν με παιχνίδι, και που της αποκάλυψε πόσο πολύτιμη μπορεί να αποδειχθεί μια βιβλιοθήκη. Κατοικώντας στο εξωτερικό και στέλνοντας το παιδί της στο εκεί σχολείο, της έλαχε  να πρέπει να φτιάξει  στολή κινέζικου δράκου για το σπλάχνο της, όπως και έτερες μητέρες για τα δικά τους. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν στη βιβλιοθήκη του σχολείου (η οποία εννοείται ότι υπήρχε) μητέρες και παιδιά και ανέσυραν όλα τα βιβλία με κινέζικους δράκους. Στην διήγηση αυτή είδαμε το βιβλίο και τη βιβλιοθήκη  σαν ένα μέσο για γνώση παιχνίδι, δημιουργία. Εννοείται ότι με αυτό τον τρόπο τα παιδιά εξοικειώθηκαν με τη βιβλιοθήκη, και τη συνέδεσαν με έναν τόπο χαράς και ένα  αίσθημα της ικανοποίησης. 

Γενικά σε όλες τις ιστορίες που ακούστηκαν από τους ομιλητές του πάνελ, με την εξαιρετική συντονίστρια Ξένια Κουναλάκη, το βιβλίο δεν στεκόταν σαν μπαμπούλας, αλλά αντίθετα σαν αρωγός, όπως πραγματικά είναι.

Ως κυριότερη απόδειξη του καθοριστικού ρόλου του βιβλίου στην επαγγελματική ανέλιξη αναφέρθηκαν  τα επαγγελματικά κατορθώματα των Εβραίων της διασποράς. Αυτό επειδή, καθώς οι  Εβραίοι δεν είχαν πατρίδα, και εκτοπίζονταν συχνά, δεν θεώρησαν δεδομένα τα αποκτήματά τους, αλλά τη δυνατότητα να τα ξαναποκτήσουν μέσω του γνωστικού εξοπλισμού τους που απέκτησαν με τη μόρφωση. Όπως εξάλλου αναφέρει ο Άμος Οζ στο βιβλίο του «Ιστορία αγάπης και σκότους», το πτυχίο σου είναι ένα χαρτί, το οποίο απ’ όπου και αν σε διώξουν, όπου κι αν πας, μπορείς πάντα να το έχεις στην τσέπη του σακακιού σου. Επειδή τελικά ό,τι έμαθες κι ό,τι διδάχθηκες είσαι εσύ.

Υπήρξε όμως και ο αντίλογος σ’ αυτό. Αναφέρθηκε ως παράγοντας μείωσης της απολαυστικής ανάγνωσης (ανάγνωση λογοτεχνίας) η προσήλωση των νέων ανθρώπων, στην κτήση πολλών τίτλων σπουδών, (πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά κλπ). Παρενέβη μάλιστα από το κοινό ο πρόεδρος της εταιρείας συγγραφέων, αναφέροντας ως παράδειγμα τις δυο του κόρες, που μεγάλωσαν σε ένα σπίτι φορτωμένο με λογοτεχνικά βιβλία, αποφοίτησαν από το σχολείο του Μωραΐτη, πλήρως εξοπλισμένες εννοείται με γνώσεις, (λόγω της επάρκειας του σχολείου σε βιβλιοθήκες και τα συναφή), όμως μετατράπηκαν σε εργαλεία παραγωγής, αφήνοντας αδιάβαστο το πλήθος των κλασικών του.

Θα μπορούσε ο προβληματισμός αυτός, που κατονομάζει την εντατικοποίηση των σπουδών, ως αίτιο που απομακρύνει τους ανθρώπους απολαυστική ανάγνωση, να προστεθεί σε εκείνον που στοχοποιεί το διαδίκτυο για την απώλεια αυτή. Άλλωστε σύμφωνα με την ίδια έρευνα το ποσοστό των ανθρώπων που δηλώνει ότι δεν διαβάζει λόγω έλλειψης χρόνου ανέρχεται σε 51%., ενώ 8 στα 10 άτομα, είναι καθημερινοί χρήστες του διαδικτύου (ακόμα και 4 στους 10 στις ηλικίες 65+). Η θέση των ομιλητών ήταν πως όλα αυτά ευθύνονται, μεμονωμένα είτε και σε συνδυασμό, μαζί με την προσέγγιση που γίνεται από το σχολείο σε σχέση κυρίως με τα λογοτεχνικά βιβλία και την απολαυστική ανάγνωση.

Οι άνθρωποι που δεν διαβάζουν καθόλου δεν συνειδητοποιούν ότι στερούνται ενός προνομίου που θα  μπορούσε να τους οδηγήσει σε επαγγελματική άνοδο και καλύτερη γνώση του εαυτού και της κοινωνίας όπου ζουν

Σε κάθε περίπτωση, επανερχόμενοι στους ανθρώπους που δεν διαβάζουν καθόλου, ούτε βιβλία εκπαιδευτικά ούτε  βιβλία λογοτεχνικά, διαπιστώνουμε ότι, οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν συνείδηση της στέρησής τους. Για την ακρίβεια δεν την αντιλαμβάνονται ως στέρηση, επιπλέον δεν συνειδητοποιούν ότι στερώντας από τον εαυτό τους την ανάγνωση στερούνται ενός προνομίου που θα  μπορούσε να τους οδηγήσει σε επαγγελματική άνοδο και καλύτερη γνώση του εαυτού και της κοινωνίας όπου ζουν. Μην ξεχνάμε εξάλλου, ότι υπάρχουν περιβάλλοντα στα οποία υπάρχει μια κουλτούρα απαξίωσης της οποιασδήποτε επαφής με το βιβλίο, είτε σε εκπαιδευτική βάση είτε στη βάση της απόλαυσης.

Πού καταλήγουμε λοιπόν. Το βιβλίο δεν είναι μπαμπούλας αλλά σύμμαχος. Το βιβλίο είναι το πιο δημοκρατικό αγαθό. Μπορεί σε αυτό να έχει πρόσβαση ο καθένας, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα να το δανειστεί κάποιος από βιβλιοθήκη ή τον διπλανό του. Το διάβασμα είναι καλό. Δεν υπάρχει καλό και κακό διάβασμα και κάθε τύπου σνομπισμός σε σχέση με το περιεχόμενο του αναγνώσματος καλό είναι να μην αγγίζει τον αναγνώστη. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι το 16% των ερωτώμενων απάντησαν πως δεν έχει  βρει κάτι ενδιαφέρον που να θέλει να το διαβάσει. Διαβάστε ότι πέφτει μπροστά σας. Το ένα διάβασμα μας οδηγεί στο επόμενο. Όσο πιο συχνά παίρνουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο για να διαβάσουμε, τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχουμε να βρούμε κάτι να μας αρέσει. Επιπλέον, καθώς, σύμφωνα με την έρευνα του ΟΣΔΕΛ, οι πληροφορίες που παίρνουμε για τα βιβλία που κυκλοφορούν και που έχουν ενδιαφέρον είναι με σειρά προτεραιότητας, οι φίλοι και γνωστοί 50%, επίσκεψη σε βιβλιοπωλεία 44%, άλλες ιστοσελίδες (40%), κοινωνικά δίκτυα / ιστοσελίδες βιβλιοπωλείων 32%, τύπος 31%, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι διαβάζουμε τελικά ό,τι διαβάζουν οι φίλοι μας, και ό,τι μας προτείνουν οι ιστοσελίδες, οι βιβλιοπώλες και τα έντυπα που αγαπάμε. Τα βιβλία λοιπόν που διαβάζουμε μας μοιάζουν, όσο και οι άνθρωποι που αγαπάμε. Κατά κάποιο τρόπο είναι και τα βιβλία που διαβάζουμε μέρος της ταυτότητάς μας. Εξελίσσονται δηλαδή μαζί μας. Και κάτι τελευταίο. Ό,τι κι αν γίνει, όπως κι αν εξελιχθεί ο κόσμος, όπως πολύ εύστοχα είπε η Λένα Διβάνη, οι άνθρωποι θα έχουν πάντα ανάγκη από ιστορίες. Η ανάγκη μας για ιστορίες δεν τελειώνει ποτέ. Και το βιβλίο είναι αυτό ακριβώς. Μια πόρτα για μια μικρή η μεγάλη ιστορία. Μια πόρτα για μια καλή ή κακή ιστορία. Είναι κρίμα για κάποιους αυτή η πόρτα να μείνει για πάντα κλειστή.