Βιβλιο

«Δέσποινα, μάτια μου» της Γιασεμίν Οζέκ: Τι κάνεις όταν πρέπει να εγκαταλείψεις την πατρίδα σου;

Ένα μυθιστόρημα για μια τραυματική εμπειρία

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 848
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το μυθιστόρημα «Δέσποινα, μάτια μου» της Γιασεμίν Οζέκ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη

Πριν µερικά χρόνια η Σουηδική πρεσβεία στην Αθήνα οργάνωσε µια κρουαζιέρα µε απώτατο προορισµό την Οδησσό στη Μαύρη Θάλασσα. Την ονόµασε Οι 7 θάλασσες. Το ενδιαφέρον βρισκόταν στο γεγονός ότι προσκεκληµένοι σε αυτή την κρουαζιέρα ήταν συγγραφείς από όλο τον κόσµο. Εµένα µε κάλεσαν επειδή εκείνο τον καιρό παρουσίαζα µια εκποµπή για το βιβλίο στην ΕΡΤ1 (υπήρχαν εκποµπές για το βιβλίο εκείνο τον καιρό στην τηλεόραση). Η εκποµπή λεγόταν «Σελίδες µε θέα» – σε περίπτωση που κάποιος θελήσει να την ψάξει.

Αποπλεύσαµε από τον Πειραιά, διανύσαµε το βόρειο Αιγαίο, εισήλθαµε στα Δαρδανέλια, περάσαµε τη θάλασσα του Μαρµαρά, διανυκτερεύσαµε στην Κωνσταντινούπολη, συνεχίσαµε διά του Βοσπόρου, διασχίσαµε επιτυχώς τις Συµπληγάδες Πέτρες, καταπλεύσαµε στη Βάρνα της Βουλγαρίας και κάποια στιγµή βρεθήκαµε να ανεβαίνουµε τα περίφηµα Σκαλοπάτια της Οδησσού όπου ο Αϊζενστάιν γύρισε τη διαβόητη σκηνή του από την ταινία «Θωρηκτό Ποτέµκιν».

Στο πλοίο βρίσκονταν συγγραφείς από κάθε γωνιά του κόσµου, Βιετναµέζοι, Νοτιοαµερικάνοι, Ευρωπαίοι. Από την Ελλάδα ήταν ο Σαµαράκης, ο Σουρούνης και δυο τρεις ποιητές που έχω ξεχάσει τα ονόµατά τους. Περνούσαµε φίνα – αν εξαιρέσει κανείς τις ποιητικές βραδιές που ελάµβαναν χώρα κατά τον πλου. Κάποτε φτάσαµε στο τελευταίο κοµµάτι του ταξιδιού µας και το κρουαζιερόπλοιο έδεσε στα ντοκ του λιµανιού της Σµύρνης. Εκεί γνώρισα την πρώτη Τουρκάλα της ζωής µου – η οποία µάλιστα µε κάλεσε µια νύχτα µε φεγγάρι στο σπίτι της (όπου έπρεπε να αφήσω τα υποδήµατά µου στην είσοδο, κάτι πρωτόφαντο για µένα). Ας πούµε ότι την έλεγαν Αϊσέ.

Εδώ σταµατώ να µιλώ για την κρουαζιέρα και πιάνω να αναφερθώ στο µυθιστόρηµα της Γιασεµίν Οζέκ, «Δέσποινα, µάτια µου», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη.

Το βιβλίο περιγράφει τα συναισθήµατα των ανθρώπων που βίωσαν τη Μικρασιατική καταστροφή στο πετσί τους. Ο ήρωάς της, ένα νεαρό Τουρκόπουλο, ζει µε την οικογένειά του (πατέρας Τούρκος, µάνα Ελληνίδα) στη Λέσβο ώσπου φτάνουν τα κακά µαντάτα. Το 1923, λίγους µήνες ύστερα από την υποχώρηση των ελληνικών στρατευµάτων από τα βάθη της Ανατολίας και τη συνακόλουθη καταστροφή της Σµύρνης, οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας συµφωνούν για την ανταλλαγή των πληθυσµών. Οι Τούρκοι της Ελλάδας θα περάσουν απέναντι και το ίδιο θα κάνουν κι οι δικοί µας που ως τότε ευηµερούσαν στην Τουρκία.

Το σοκ για τους ανθρώπους που θα πρέπει να εγκαταλείψουν τα  εδάφη τους, τα σπίτια και τα κτήµατά τους προς µια άλλη γη είναι δύσκολο να περιγραφεί. Εµείς, ως Έλληνες, έχουµε διαβάσει αρκετά βιβλία που αναφέρονται στο γεγονός της εκρίζωσης από τον τόπο τους οµοεθνών µας που ζούσαν στην γειτονική χώρα. Η Γιασεµίν Οζέκ µε το βιβλίο της µας δίνει την οπτική των Τούρκων που αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ελλάδα για να ζήσουν µε τους οµόθρησκούς τους απέναντι. Οµολογώ ότι δάκρυσα διαβάζοντας το µυθιστόρηµα (η αλήθεια είναι πως έχω γίνει κάπως ευσυγκίνητος τελευταία).

Όσο για την Αϊσέ που είχα γνωρίσει κάποτε στη Σµύρνη, όταν της είπα φεύγοντας ότι δεν θα χαθούµε επειδή το Αιγαίο µας ενώνει, εκείνη µου είχε αντείπει πως «ίσα ίσα, το Αιγαίο µας χωρίζει». Είχε δίκιο. Δεν την είδα ξανά από τότε.