- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Εξουθένωση» του Μισέλ Φάις. Δύο ιστορίες από την επικείμενη συλλογή διηγημάτων που θα κυκλοφορήσει στις 9 Νοεμβρίου από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Εβδομήντα μια ιστορίες στη φόρμα του διαλόγου ή του μονολόγου (θεατρικής ή κινηματογραφικής πνοής). Εβδομήντα ένα ντοκιμαντέρ ονείρων που βλέπουν ή υποδύονται ότι βλέπουν οι εξουθενωμένοι ήρωες μιας ομόκεντρης συλλογής διηγημάτων. Χαρακτήρες που πασχίζουν να υπάρξουν σ’ έναν κόσμο αβέβαιο, απαθή, ακραίο. Ατομικές ή συλλογικές φοβίες, πανικοί και παραισθήσεις διαπερνούν, ως μια γενικευμένη παραλυσία, αυτά τα διηγήματα. Πρόσωπα που κινούνται στην κόψη τοπικού και παγκόσμιου, ιδιωτικού και δημόσιου, επείγοντος και ανίας, κενού και φάρσας, καταστροφής και αφύπνισης.
Ο Μισέλ Φάις με την Εξουθένωση ξαναπιάνει το διηγηματογραφικό νήμα της γραφής του από το 1999 (Απ’ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, 2000).
Leica Μ3
Ηλικιωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο μπροστά σε μουσείο σύγχρονης τέχνης. Μιλάει σε τηλεοπτικό συνεργείο. Στον λαιμό του έχει περασμένη μια φωτογραφική μηχανή. Η φωνή του βγαίνει με δυσκολία. [31:13]
Όταν φωτογραφίζω είμαι ταραγμένος, όταν δεν φωτογραφίζω είμαι διπλά ταραγμένος, όχι εξαιτίας της απραξίας αλλά του χαμένου φωτογραφικού χρόνου, δηλαδή της χαμένης ταραχής του φωτογραφικού χρόνου. Μ’ άλλα λόγια–
Σηκώνει τα χέρια ψηλά. Διακόπτεται το γύρισμα.
Φωτογραφίζω αυτό που θέλω να ξεχάσω, αυτούς που καθιστώ απόντες διά της παρουσίας. Ίσως γι’ αυτό η φωτογραφία είναι μια μορφή αδιανόητης λήθης, η αποτύπωση μιας αδύνατης λήθης. Ίσως αυτό–
Χτυπάει με την παλάμη του το κούτελό του. Διακόπτεται το γύρισμα.
Είμαι μανιακός με την πραγματικότητα. Ίσως γι’ αυτό έγινα φωτογράφος. Για να αποδείξω, πρώτα στον εαυτό μου και κατόπιν στους άλλους, ότι δεν βλέπουμε αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που είμαστε. Μ’ άλλα λόγια: η πραγματικότητα είναι ένα τρικ, μια παραίσθηση, μια θρυμματισμένη εικόνα που προσπαθούμε να επανασυγκολλήσουμε με όνειρα, αυταπάτες, ελπίδες, φόβους, σιωπές, κραυγές – μ’ ό,τι διαθέτει ο καθένας. Βέβαια αυτό, αυτό δεν είναι–
Τινάζει τα χέρια του με ένταση, λες και κάποιο ζωύφιο τον ενοχλεί. Διακόπτεται το γύρισμα.
Φωτογραφίζοντας αυτοφωτογραφίζομαι. Φωτογραφίζομαι από τους άστεγους που φωτογράφιζα για τρία χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου, φωτογραφίζομαι από τα ακέφαλα σώματα γυναικών που φωτογράφιζα για δύο χρόνια αφότου χώρισα με τη γυναίκα μου, φωτογραφίζομαι από τους ανθρώπους που κοιμούνται σε μεταφορικά μέσα στο πλαίσιο ενός project όταν ταξίδεψα στις περισσότερες πρωτεύουσες στην Ευρώπη για ένα project, φωτογραφίζομαι από τις ταφικές φωτογραφίες που φωτογράφισα σε νεκροταφεία μεγάλου μέρους των Βαλκανίων που επισκέφτηκα, φωτογραφίζομαι όταν βγάζω σέλφι με φόντο ευτυχισμένους ανθρώπους ή γαλήνιους τόπους, φωτογραφίζομαι όταν–
Χώνει τον δείκτη του χεριού του στο στόμα πολλές φορές. Διακόπτεται το γύρισμα.
Δεν ξέρω γιατί φωτογραφίζω. Κι όσο περισσότερο φωτογραφίζω, τόσο περισσότερο αγνοώ τι σημαίνει φωτογραφία, τι σημαίνει φωτογραφίζω, τι σημαίνει επεξεργάζομαι, τυπώνω, εκθέτω ή πουλάω φωτογραφίες. Όσο είσαι άγουρος στη φωτογραφία, πασχίζεις να τραβήξεις τέλειες φωτογραφίες. Όσο παλιώνεις (πήζει το μυαλό σου και το κάδρο σου…) θέλεις μόνο να φωτογραφίζεις (κατά βάθος: να επιθυμείς να φωτογραφίζεις). Καθώς, σε βάθος χρόνου, διαμορφώνεις μια άλλη σχέση με την ατέλεια και την περάτωση εικόνων και πραγμάτων και–
Το πρόσωπό του όλο γίνεται μια γκριμάτσα αηδίας. Διακόπτεται το γύρισμα.
Στο μεταξύ: περπατάω, όταν περπατούσα, για να φωτογραφίζω, κοιμάμαι, όταν κοιμόμουν, για να φωτογραφίζω, ενημερώνομαι, όταν ενημερωνόμουν, για να φωτογραφίζω, γελάω, όταν γελούσα, για να φωτογραφίζω, κάνω έρωτα, όταν έκανα, για να φωτογραφίζω, αηδιάζω, όταν αηδίαζα, για να φωτογραφίσω, ενθουσιάζομαι, όταν ενθουσιαζόμουν, για να φωτογραφίζω. Και σωπαίνω, σωπαίνω, σωπαίνω, σωπαίνω για να πάψω να φωτογραφίζω, οπότε–
Κλείνει το πρόσωπό του στις παλάμες του. Διακόπτεται το γύρισμα.
Δεν ξέρω αν γεννήθηκα φωτογράφος. Το μόνο που ξέρω είναι ότι εργάστηκα ως φωτογράφος και θα πεθάνω ως φωτογράφος. Λοιπόν, θα ήθελα να με κάψουν με την πρώτη αγαπημένη μου μαύρη Leica Μ3 και τον normal φακό των 50mm. Τις άλλες μηχανές μου ας τις χαρίσουν σε νέους ή άπορους συναδέλφους.
Σκύβει το κεφάλι. Στρέφει το αμαξίδιο. Γυρνάει προφίλ στο τηλεοπτικό συνεργείο.
Ποια είναι η πιο αγαπημένη φωτογραφία μου; Μια σέλφι. Αυτοφωτογραφίζομαι στο σπίτι του αδελφού μου. Στη χιονισμένη ταράτσα του. Ασπρόμαυρη φωτογραφία. Δείχνω τεράστιος. Μακρόστενος σαν τις φιγούρες του Θεοτοκόπουλου. Στο χιόνι βλέπουμε ίχνη από παπούτσια. Δεν είναι δικά μου. Είναι από τα μποτάκια του μικρού. Είχαμε, έχουμε θέλω να πω, διαφορά εννιά χρόνια. Τον είχα, τον έχω ακόμη, σαν γιο. Ο λατρεμένος μου. Από εκείνη την ταράτσα φούνταρε. Η σκιά μου στο χιόνι με κόντρα τον ήλιο δεν είναι σκιά μου. Είναι η απουσία μου όταν με χρειαζόταν πλάι του. Κι εγώ του έστελνα μόνο λεφτά. Γι’ αυτό, κατά βάθος, μισώ αυτό που κάνω. Κι ας είναι το μόνο που ξέρω να κάνω. Μισώ τη φωτογραφία. Το μόνο που με δένει μ’ αυτό που βλέπω πίσω από το κλείστρο. Αυτό που με κάνει να θυμάμαι όλα αυτά που θέλω να ξεχάσω.
Φοράει γυαλιά ηλίου και στρέφει πάλι το αμαξίδιο προς το συνεργείο.
Πολλά είπαμε. Τα περισσότερα άχρηστα. Η πραγματική ζωή είναι η φωτογραφημένη ζωή. Η ζωή που δεν φωτογράφισα απλώς δεν υπάρχει.
Με τα χέρια του κόβει τον αέρα με νευρικές κινήσεις. Σχεδιάζει νοερά ένα κάδρο γύρω από το πρόσωπό του.
Άραγε, ποια θα είναι η τελευταία φωτογραφία που θα τραβήξω;
Σκουφάκι από στάχτη
Χειμώνας. Άντρας εξήντα πέντε χρονών μ’ άσπρα κοντοκουρεμένα μαλλιά. Ταξιδεύει με τρένο στην κεντρική Ευρώπη. Φοράει μαύρο παλτό και μοβ κασκόλ. Από το παράθυρό του βλέπει τον παγωμένο Δούναβη. Ανά στιγμές γράφει με μολύβι σε σημειωματάριο που έχει στα γόνατά του. Μπορεί και να ονειρεύεται ότι ταξιδεύει. [4:68]
Παράτα με Πρωταπριλιά του ’57, βουτηγμένη στη λάσπη και στην καταχνιά, ανάμεσα στο τρέμουλο των χειλιών και της βουβώνας, δεν μένει κάτι άλλο να ειπωθεί, έτσι κι αλλιώς δεν έχω άλλες ατάκες, στίχους, παραληρήματα, σιωπές, μόνο ένα κουρασμένο σκοτάδι βγαίνει απ’ το στόμα μου, απ’ το καυλί μου, και κρυώνω, κρυώνω πολύ, σαν τη γάτα του ψαρά, τον σκύλο του χασάπη, τα σπουργίτια της μοδίστρας, τις μύγες του γαλατά, τις κότες της φουρνάρισσας, τα ποντίκια της γεροντοκόρης, τις κουρούνες του αυτόχειρα, τα σκουλήκια του νεκροθάφτη, έτσι κι αλλιώς τα πόδια μου με πάνε πλέον μόνο στα πορνεία ή στα μνήματα, εκεί όπου η νυσταγμένη Αυτοβιογραφία μου κυκλοφορεί γυμνή, μελανιασμένο δέρμα, μελανιασμένα άκρα, μελανιασμένη μνήμη, φορώντας μόνο ένα σκουφάκι από στάχτη, Πρωταπριλιά του ’57, Κριός με ωροσκόπο Ζυγό, μπουκωμένη εκστασιασμένο Πλούτωνα και καταπτοημένη Αφροδίτη, άντε και γαμήσου.