- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Ντέιβιντ Πλαντ δίνει συνέντευξη στην Athens Voice.
Καλλιδρομίου 68, μια πολυκατοικία δίπλα στο «Μπέρμπον», απέναντι από το «Άμα Λάχει». Το τελευταίο μέρος που θα περίμενε κανείς να φωλιάζει ο διεθνούς φήμης 74χρονος Αμερικανός συγγραφέας Ντέιβιντ Πλαντ. Κι όμως, στέκεται χαμογελαστός και με περιμένει στην είσοδο του λιτά αλλά γουστόζικα επιπλωμένου διαμερίσματός του. Το πιο εντυπωσιακό ίσως αντικείμενο είναι η παχιά φλοκάτη, που ανήκε στον επί 39 χρόνια σύντροφό του, τον Έλληνα ποιητή και εκδότη Νίκο Στάγκο, που πέθανε το 2004 και για τον οποίο μιλάει στο βιβλίο του «Ο αγνός εραστής», ένα πεισματικά αταξινόμητο βιβλίο κάπου ανάμεσα σε ποίηση και απομνημονεύματα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία (μτφ. Ηλίας Μαγκλίνης).
«Αγόρασα αυτό το σπίτι για να μπορώ να πηγαίνω στον τάφο του Νίκου και να τον φροντίζω» μου εξηγεί. «Τα Εξάρχεια μια μου αρέσουν, μια δε μου αρέσουν. Νιώθω πως τα τελευταία χρόνια τα μαγαζιά εδώ χάνουν την αυθεντικότητά τους, τη θυσιάζουν προς όφελος της επιχειρηματικότητας. Σημεία των καιρών». Η καλή του φίλη, Ντανιέλα, Ιταλίδα φιλόλογος, τον συνοδεύει σε αυτό του το ταξίδι στην Ελλάδα. «Γνωριστήκαμε στη Λούκα, στην Ιταλία, έχω ένα σπίτι εκεί που είχα αγοράσει μαζί με τον Νίκο», μου εξηγεί ο Ντέιβιντ. Η Ντανιέλα προσφέρει εσπρέσο, εγώ σερβιρίζομαι, ο Ντέιβιντ αρνείται: «Δεν πίνω πια καφέ, με τσιτώνει, πάσχω από σύνδρομο ανήσυχων ποδιών. Προτιμώ το ούζο». Και κάπως έτσι, η κουβέντα ξεκινά. Κουβέντα είναι η σωστή λέξη: ουδέποτε νιώθω πως αυτό που κάνουμε είναι επίσημη συνέντευξη. Λαλίστατος («μιλάω πάρα πολύ» παραδέχεται με ένα σκανδαλιάρικο γέλιο, «αλλά πρέπει να φωνάζεις, δεν ακούω από το δεξί αυτί»), με παρασέρνει σε ένα δαίδαλο αφηγήσεων.
Ντέιβιντ Πλαντ (αριστερά), Νίκος Στάγκος (δεξιά)
Πώς ξεκινά κανείς να αναψηλαφήσει μια κοινή ζωή 40 περίπου ετών; Και γιατί;
Ξεκίνησα να γράφω κομμάτια του «Αγνού εραστή» μετά το θάνατο του Νίκου. Ήταν μικρά ποιήματα, μικρές εικόνες. Είναι ένα βιβλίο από θραύσματα. Θα σου πω ένα μυστικό: μελέτησα τον Καβάφη γι’ αυτό το βιβλίο. Οι μεταφράσεις του Καβάφη στα αγγλικά είναι υπερβολικά πιστές στο πρωτότυπο και δεν λειτουργούν. Τα ελληνικά μου είναι πολύ περιορισμένα, οπότε συνήθως παίρνω τις δίγλωσσες εκδόσεις, κοιτάζω τη μετάφραση και μετά το πρωτότυπο. Με τον «Αγνό εραστή» ήθελα να πάρω τον Καβάφη και να τον κάνω να λειτουργήσει επιτέλους στα αγγλικά. Η ποίησή του έχει έναν εύθραυστο λυρισμό που επιβιώνει μέσα στην απλότητα των στίχων, μέσα στη συνηθισμένη καθημερινή ζωή. Αυτό επιχείρησα κι εγώ να κάνω, να αποδώσω μια κάποια ένταση και διαφάνεια, σαν να υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα σε αυτά τα ποιήματα. Πήρα όλα αυτά τα ποιήματα που έγραψα για τον Νίκο, τα αραίωσα, τα έβαλα σε μια σειρά που δεν είναι πάντα προφανής, ευθύγραμμη. Και σκέψου ότι δεν τα προόριζα καν για έκδοση αρχικά. Τα είχα στείλει στον φίλο μου, το συγγραφέα Έντουαρντ Άλμπι, και μου απάντησε «πρέπει να κόψεις τα 2/3 και μετά να τα εκδόσεις». Έκοψα πολλά από τα κομμάτια που μιλούσαν για μένα και επικεντρώθηκα στη ζωή και τη μορφή του Νίκου.
Η έκδοση του βιβλίου ήταν εύκολο εγχείρημα;
Πολλοί εκδοτικοί δίσταζαν να τα βγάλουν, ίσως τους φάνηκε ότι δεν θα έβγαζαν τα λεφτά τους, ποιος θα ενδιαφερόταν να διαβάσει τα απομνημονεύματά μου για τον Νίκο; Μου τα έβγαλε τελικά ένας γλυκύτατος ανεξάρτητος οίκος στις ΗΠΑ, ο Beacon.
Βασιστήκατε σε ημερολογιακές καταγραφές;
Όχι. Αν και κρατώ ημερολόγιο από τα 19 μου, με επιμονή. Τα ημερολόγιά μου είναι τόσα πολλά που θα έφταναν να γεμίσουν δύο τοίχους από βιβλιοθήκες! Γράφω ασταμάτητα, όπως και μιλάω ασταμάτητα, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
Για το λόγου το αληθές, μου δείχνει ένα τετράδιο σχεδόν γεμάτο από σημειώσεις. «Σκέψου ότι αυτό εδώ μόνο το ξεκίνησα στις 24 Ιουνίου!» θα μου πει. Ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων του, που βασίζονται στα ημερολόγιά του, με τίτλο «Becoming a Londoner», κυκλοφόρησε πέρυσι από τον Bloomsbury. Ο «Αγνός εραστής» είναι ένα μακροσκελές ερωτικό ποίημα του Ντέιβιντ στον Νίκο; «Θα σου διαβάσω ένα πραγματικά μακροσκελές ερωτικό ποίημα. Το έστειλα και στον Φίλιπ Ροθ, που είναι καλός μου φίλος, και μου είπε ότι είναι το πιο ωραίο που έχει διαβάσει ποτέ. Του δίνω συχνά να διαβάσει και δικά μου πράγματα, είναι πολύ αυστηρός κριτής». Μου διαβάζει μια συγκινησιακά φορτισμένη επιστολή που του έγραψε κάποτε ο Νίκος, όταν οι δυο τους ζούσαν πια, εξαναγκασμένοι από τις συνθήκες, σε διαφορετικές πόλεις, ο Νίκος στο Λονδίνο ως επιμελητής των εκδόσεων Thames and Hudson και ο Ντέιβιντ στη Νέα Υόρκη, όπου δίδασκε δημιουργική γραφή στο Κολούμπια.
Μόλις τελειώνει, μου λέει: «Ο Νίκος τα είπε όλα εδώ. Όπως και στην ποίησή του: είχε μια φοβερή διαύγεια στη διανόηση και το συναίσθημά του. Ένα είδος νοητικού αισθησιασμού. Σαν η νόησή του να είναι αδιαχώριστη από το συναίσθημά του. Ένας άλλος λόγος που έγραψα το βιβλίο ήταν επειδή ήθελα να κάνω και τον Νίκο περισσότερο γνωστό ως ποιητή». Πράγματι, ο Νίκος Στάγκος άφησε εποχή ως επιμελητής βιβλίων τέχνης στην Αγγλία, αλλά η ποίησή του είναι λιγότερο γνωστή. Τα δύο βιβλία ποίησής του στα ελληνικά που κυκλοφόρησαν στις αρχές του ’80 από τον Κέδρο είναι προ πολλού εξαντλημένα. Ο τόμος με έργα του, με τίτλο «Pure reason», που κυκλοφόρησε πέρυσι επιχειρεί να τον ξανασυστήσει στο αγγλόφωνο κοινό. «Ο Νίκος ποτέ δεν κυνηγούσε τις δημόσιες σχέσεις, τον αηδίαζε όλο αυτό το πράγμα. Αναζητούσε την αγνότητα, να βρει μια απόλυτη αλήθεια. Ήταν αυτό το πράγμα: ο αγνός εραστής. Βοήθησε τόσους ανθρώπους να διακριθούν, αλλά ο ίδιος ποτέ δεν κυνήγησε τις δικές του φιλοδοξίες. Ήταν όμως βαθιά ανικανοποίητος, βασανιζόταν από τη φιλοδοξία του».
Ήταν λοιπόν ένας θλιμμένος άνθρωπος;
Ναι, σίγουρα. Ένιωθε ένας ιστορικά ηττημένος άνθρωπος, θύμα της ιστορίας. Ο πατέρας του ήταν από τη Σωζόπολη, στη σημερινή Βουλγαρία, και η μάνα του από την Κωνσταντινούπολη. Στην Αθήνα, ένιωθε σαν ξένος, όπως και όλοι οι Μικρασιάτες και οι άλλοι πρόσφυγες. Έχασε τον πατέρα του τη μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα. Κι εγώ νιώθω έτσι: είμαι κι εγώ θύμα της ιστορίας. Έντεκα γενιές πίσω στην Αμερική, αλλά από Γάλλους προγόνους, όπως ο Τζακ Κέρουακ. Οι Γάλλοι που ηττήθηκαν και που ποτέ δεν αφομοιώθηκαν στην Αμερική. Μεγάλωσα στο Ρόουντ Άιλαντ, σε μια κλειστή, γαλλόφωνη κοινότητα. Η γιαγιά μου μιλούσε μόνο γαλλικά. Δεν ένιωσα ποτέ Αμερικανός. Σήμερα νιώθω Ευρωπαίος. Ταξίδεψα σε ηλικία 24 χρονών στο Λονδίνο έχοντας μια φαντασίωση της Ευρώπης στο μυαλό μου, σαν χαρακτήρας από βιβλίο του Χένρι Τζέιμς, έτσι με αποκαλούσαν τότε. Κι εκεί γνώρισα έναν άλλο ξένο, τον Νίκο, και φτιάξαμε μαζί το δικό μας, μικρό σύμπαν.
Είναι και οι Έλληνες ιστορικά ηττημένοι;
Απόλυτα. Υπάρχει όλο αυτό το χαμένο παρελθόν πίσω τους. Υπάρχει ένας θρήνος σε όλο αυτό. Και αυτή είναι άλλη μια λέξη κλειδί: θρήνος. Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για το μεγαλείο του θρήνου (σ.σ. ο «Αγνός εραστής» έχει υπότιτλο «Απομνημονεύματα θρήνου»). Και ο Φίλιπ Ροθ θεωρεί πως αξίζει να γράφει κανείς βιβλία για το θρήνο.
Και βιβλία για τον έρωτα;
Όχι με την παρωχημένη έννοια του έρωτα. Τόσα πολλά μπανάλ ποιήματα έχουν γραφτεί για τον έρωτα. Ο Νίκος αγαπούσε τη Σαπφώ, ειδικά το ποίημά της από την «Παλατινή ανθολογία», που επίσης με επηρέασε, που λέει: «Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδες/ μέσαι δὲ νύκτες, παρὰ δ’ ἔρχεται ὥρα/ ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω». Η εικόνα της Σαπφούς να κοιμάται μόνη της και να φαίνεται ικανοποιημένη με αυτό. Για τον Νίκο ο έρωτας ήταν κατηγορηματικός, αυταπόδεικτος. Πίστευε στην απολυτότητα του έρωτα. Από τους δυο μας, νομίζω πως εγώ προκαλούσα μεγαλύτερα προβλήματα στη σχέση μας. Ήμουν και άπιστος ενίοτε, όχι συχνά. Μετανιώνω τόσο πολύ σήμερα που πλήγωσα εκείνο το υπέροχο ανθρώπινο πλάσμα. Φαντάζομαι πως πήγαινα με άλλους από ανθρώπινη περιέργεια. Πάντοτε νόμιζα πως θα με ερέθιζε να με απατήσει κι αυτός και να μου το διηγηθεί μετά. Κάποια φορά όμως που είχα επιστρέψει στο Λονδίνο και έμαθα πως πήγε με άλλον, έγινα έξω φρενών. Ποτέ όμως δεν υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ μας, παρότι είχαμε βέβαια τις διαφορές μας. Η βασική ήταν ίσως ότι ο Νίκος δεν ήθελε να συζητάει τα προβλήματά μας, δεν μιλούσε ποτέ για τέτοια. Α, και ήταν μανιακός με την καθαριότητα. Υπήρχαν δεκαπέντε διαφορετικοί κανόνες για το μπάνιο!
Ένα ταιριαστό ζευγάρι, λοιπόν;
Ήμασταν σαν το χρυσό ζευγάρι του Λονδίνου στα νιάτα μας. Και γνωρίσαμε τόσους σπουδαίους ανθρώπους, όπως τον Φράνσις Μπέικον. Ήταν σαν η ομοφυλοφιλία μας να μη μας δημιούργησε ποτέ προβλήματα. Εγώ σίγουρα δεν ήμουν ενοχικός, παρότι μεγάλωσα σε καθολική οικογένεια. Όλος ο κοινωνικός κύκλος, των συγγραφέων, των καλλιτεχνών του Λονδίνου, μας υποδέχθηκε σαν ζευγάρι. Ο φίλος μας, συγγραφέας Στίβεν Σπέντερ, μας αποκαλούσε χαϊδευτικά «Νίκος + Ντέιβιντ Σταγκ» ή «Νίκος + Ντέιβιντ Πλάνγκος», σαν να είχαμε γίνει ένα.
Και οι πολιτικές σας πεποιθήσεις συνέκλιναν;
Ο Νίκος με μύησε βαθιά στο σοσιαλισμό. Ο ίδιος ήταν κάποτε μέλος του παράνομου κομμουνιστικού κόμματος, αλλά έκοψε μαζί τους γιατί η ποίησή του είχε θεωρηθεί από συντρόφους υπερβολικά φορμαλιστική και ομοφυλοφιλική. Παρέμεινε βαθιά κομμουνιστής όλη του τη ζωή, αγαπούσε πολύ τη Ρωσία. Είχε να κάνει και με τα βιώματά του, αφού μεγάλωσε στον Εμφύλιο. Θυμάμαι κάτι που είχαμε κάνει ένα οδικό ταξίδι από το Λονδίνο στην Καλαμάτα, στα χρόνια της χούντας. Ενδιάμεσα περάσαμε από Ιταλία. Ήμασταν σε κάποιο χωριό, σε ένα κομμουνιστικό φεστιβάλ, και ξαφνικά άρχισαν να παίζουν τη Διεθνή. Μια γυναίκα και ο Νίκος άρχισαν να την τραγουδάνε, ο καθένας στη δική του γλώσσα. Κι εγώ δεν μπορούσα να συμμετάσχω επειδή δεν ήξερα τα λόγια» προσθέτει με παράπονο και βουρκώνει με αυτή την ανάμνηση. «Πολλοί από τους ανθρώπους που συναντήσαμε σε εκείνο το ταξίδι με κοίταζαν με καχυποψία επειδή ήμουν Αμερικανός. Στην Ιταλία, μια ηλικιωμένη γυναίκα με έφτυσε στο πρόσωπο μόλις της είπα ότι είμαι Αμερικανός. Ο γιος της είχε υποστεί βασανιστήρια λόγω των φρονημάτων του.
Πού τοποθετείστε σήμερα, πολιτικά;
Είμαι σοσιαλιστής. Είμαι τελείως υπέρ της ενωμένης Ευρώπης. Κάποτε, μας σταματούσαν συνέχεια στα σύνορα, από Γαλλία σε Ιταλία, Ιταλία προς Ελλάδα. Τώρα βλέπεις μια πανευρωπαϊκή οντότητα. Δεν είναι όπως στις ΗΠΑ. Η νοοτροπία των ανθρώπων εδώ είναι διαφορετική. Ποτέ δεν θα επέτρεπαν σε πόλεις εδώ να καταρρεύσουν όπως έγινε στο Ντιτρόιτ. Νομίζω πως στην Ελλάδα θα έπρεπε να στήσουν αγάλματα για δύο ανθρώπους: τον Μάριο Ντράγκι και την Άνγκελα Μέρκελ. Η ΕΚΤ, ο Ντράγκι, η Λαγκάρντ, ο Γιούνκερ προασπίζουν την ευρωπαϊκή ιδέα. Και η Μέρκελ ήρθε δύο φορές στην Ελλάδα και την έχει στηρίξει.
Και το πιο αναπάντεχο;
Όσο κι αν δεν το πιστεύεις, είμαι πραγματικός αναρχικός. Δεν δέχομαι προειλημμένες ιδέες. Νομίζω πως η αναρχικοί στην Αθήνα έχουν χάσει λίγο το νόημα της λέξης. Με κουράζουν όλα αυτά τα γκραφίτι παντού εδώ στα Εξάρχεια. Έτσι μου ’ρχεται, από αντίδραση, να αρχίσω να ζωγραφίζω γκραφίτι τύπου «Ζήτω η Μέρκελ!». Είμαι αισιόδοξος για την Ελλάδα, πάντως. Θα καλυτερέψουν τα πράγματα.
Η ώρα έχει περάσει. Καταλαβαίνω ότι τον κρατάω από την επίσκεψή του στο νεκροταφείο. Ο Ντέιβιντ και η Ντανιέλα με προτρέπουν να πάω μαζί τους. Η ώρα κοντεύει επτά και κατευθυνόμαστε στο 2ο Δημοτικό Κοιμητήριο Αθηνών, στα Άνω Πατήσια. Ίσα που προλαβαίνουμε πριν κλείσει. Ο Ντέιβιντ καθαρίζει τον οικογενειακό τάφο στον οποίο είναι θαμμένος ο Νίκος, μαζί με τους γονείς του, Κώστα και Αμαλία, την αδελφή του, Μάρω. Αφού τελειώσει, κοιτάζει γύρω του, αφουγκράζεται την επιβεβλημένη ησυχία του νεκροταφείου. «Προσπαθείς να βγάλεις νόημα από το θάνατο, να καταλάβεις γιατί γίνεται αυτό. Και η απάντηση είναι – τίποτα. Αυτό είναι το τρομερό: ότι δεν υπάρχει απάντηση. Υπάρχει το τίποτα». Αλλά προσθέτει, αντιστικτικά προς αυτό το απόλυτο τίποτα: «Δεν θέλω να γράφω για τη μικρή καθημερινότητα, για τις κοινωνικές τάξεις. Θέλω να γράφω για το μεγαλείο. Όπως έγραφαν κάποτε οι ποιητές.
Υπάρχει μεγαλείο στον Σολωμό, αγαπώ πολύ αυτόν τον ποιητή σας». Η μέρα τελειώνει, το φως στερεύει: «Δεν είμαι χριστιανός, είμαι άθεος από πολύ μικρός. Όμως, πιστεύω –θέλω να πιστεύω– σε μια αντικειμενική αλήθεια. Ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Αλλά έχω ανάγκη να πιστεύω σε μια απόλυτη αλήθεια, δεν έχω πια ανάγκη να εστιάζω μέσα μου, αλλά σε κάτι έξω από μένα. Αυτό είναι το μεγαλείο».