- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Adrian Tomine: Ο μάστερ των κόμικς είναι αμφίθυμος για την επιτυχία του
Τα κόμικς του έγιναν ταινία και προτάθηκαν για Χρυσό Φοίνικα, ο ίδιος όμως εξακολουθεί να χαίρεται περισσότερο όταν τα βλέπει τυπωμένα
Adrian Tomine: Ο Αμερικανός κομίστας μιλάει στην Athens Voice - Οι αφηγήσεις του, η συνεργασία του με το New Yorker και η επέκταση της βιομηχανίας των κόμικς.
Ο Adrian Tomine, γεννημένος το 1974 στο Σακραμέντο, έχει εξελιχθεί από το «αγόρι-θαύμα των κόμικς» (όπως τον χαρακτήρισε ο θρύλος Daniel Clowes) σε μάστερ του μέσου. Η γοητευτική και καθηλωτική, καθαρή γραμμή του δημιουργεί στον αναγνώστη στιγμιαίες εικόνες ρομαντισμού, ενώ παράλληλα η απλότητα και η οικονομία του σχεδίου του αλληλοσυμπληρώνεται με τις αδρές γραμμές των ιστοριών που επινοεί. Μάστερ στο storytelling, είτε πρόκειται για σύντομες ιστορίες και ανέκδοτα είτε για σύντομες νουβέλες. Ο Tomine καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του καταπιάνεται σχεδόν πάντα με σύντομης έκτασης ιστορίες, οι οποίες είναι και οι δυσκολότερες μιας και ο αφηγητής πρέπει να είναι ευσύνοπτος και να γνωρίζει τόσο αυτά που πρέπει να αφηγηθεί όσα και αυτά που οφείλει να παραλείψει.
Ο Tomine γνωρίζει πραγματικά τι πρέπει να παραλείψει όταν καταστρώνει τις αφηγήσεις του. Οι απουσίες στο έργο του και οι σιωπές στη ροή της αφήγησής του, όσα δεν διηγείται και όσα δεν σχεδιάζει στο χαρτί, κάνουν τα ήδη αφηγημένα και ζωγραφισμένα να ξεχωρίζουν με ακόμα πιο ζωηρό τρόπο. Σε συνέντευξη που μας παραχώρησε, ο Tomine μίλησε για την πρόκληση που αντιμετωπίζει στην εναλλαγή αφηγηματικών τρόπων στη δουλειά του: «Και τα τρία είδη ιστοριών παρουσιάζουν τις ίδιες κύριες προκλήσεις για μένα. Δηλαδή, να καταλήξω στην ιστορία και μετά να περάσω από τη μακρά διαδικασία αποτύπωσής της στο χαρτί. Για να μιλήσω ευρύτερα, θα έλεγα ότι η πραγματική πρόκληση είναι πάντα να το κάνω καλό, ή τουλάχιστον, όσο καλύτερο μπορώ. Ένας από τους λόγους που δουλεύω τόσο αργά είναι ότι είμαι πολύ σκληρός κριτής με τον εαυτό μου και συνεχώς απορρίπτω, επεξεργάζομαι, ξαναγράφω κ.λπ.».
Τρεις από αυτές τις σύντομες ιστορίες του Tomine αποτέλεσαν το υλικό του σπουδαίου Γάλλου κινηματογραφιστή Ζακ Οντιάρ, ο οποίος τις μετέτρεψε σε σενάριο και γύρισε την παινεμένη από κοινό και κριτικούς και προταθείσα για Χρυσό Φοίνικα ταινία «Παρίσι, 13ο διαμέρισμα» την οποία απολαύσαμε το περασμένο καλοκαίρι στα θερινά της πόλης και τώρα στριμάρει στο Cinobo. Δεν είναι και λίγο τα κόμικς σου να γίνονται ταινία και μάλιστα με τέτοια επιτυχία. Ο Tomine, καθώς μου μιλάει με το χαρακτηριστικό ντροπαλό ύφος του μέσω zoom από το σπίτι του στη Νέα Υόρκη, δηλώνει κολακευμένος από την υποδοχή της ταινίας και το συνολικό αποτέλεσμα, προσθέτει όμως ότι αυτή τη στιγμή δουλεύει σε κάποια εγχειρήματα τα οποία και θεωρεί τις «πραγματικά πρώτες μεταφορές των κόμικς του στο σινεμά» και πως «σε ό,τι αφορά το “Παρίσι, 13ο διαμέρισμα”, τα κόμικς μου αποτέλεσαν απλά μια βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε το τελικό προϊόν».
Η δουλειά του έχει φιλοξενηθεί πολλάκις στο περιοδικό New Yorker, έχοντας σχεδιάσει συνολικά πάνω από 150 κόμικς, εικονογραφήσεις και εξώφυλλα για το περιοδικό τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τα πιο πρόσφατα εξώφυλλά του απεικονίζουν γλαφυρά την αφηρημάδα, το μπέρδεμα και τη μοναξιά που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της πανδημίας κι ενώ έχουν μείνει κλεισμένοι μέσα για τόσο μεγάλο διάστημα: ακατάστατα διαμερίσματα, ραντεβού μέσω βιντεοκλήσης, αντικαταθλιπτικά, αλκοόλ, και ντύσιμο εγκλεισμού: πάνω κανονικά ρούχα, από κάτω πιτζάμα - όσα βλέπει η κάμερα. Στο ερώτημα από πού αντλεί έμπνευση για όσα σχεδιάζει και αφηγείται, ο Tomine απαντά: «Εάν αυτή η ερώτηση ήταν εύκολο να απαντηθεί, οι καλλιτέχνες δεν θα ήταν κάτι το ιδιαίτερο στον κόσμο μας. Είναι πραγματικά μια μυστηριώδης διαδικασία, ακόμα και για μένα. Αλλά υποθέτω ότι η έμπνευση έρχεται απλώς από το να ζεις τη ζωή και μετά να τη σκέφτεσαι με δημιουργικό τρόπο».
Η περίβλεπτη και πολυετής συνεργασία του με το New Yorker συνέβη με «έναν απίστευτα άκυρο τρόπο» όπως λέει: «Είχα πάει στη Νέα Υόρκη για να βρω έναν φίλο που σπούδαζε εκεί και μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να στείλω δουλειά μου στο περιοδικό. Τι είχα να χάσω; Δεν μπορώ να θυμηθώ αν τηλεφώνησα κιόλας στο New Yorker και ζήτησα τη διεύθυνσή τους. Πήρα το μετρό, βρήκα το κτίριο και μπήκα μέσα. Ανέβηκα με το ασανσέρ στα γραφεία του New Yorker, μπήκα και ρώτησα ευθαρσώς στη ρεσεψιόν: “Μπορώ να αφήσω ένα πορτφόλιο με σχέδιά μου;” Ο υπάλληλος με κοίταξε, πιθανώς τρομοκρατημένος από την αυθάδειά μου, και απάντησε απλά, “Μπορείς...”. Τέντωσε τη λέξη “μπορείς” σε δύο συλλαβές, προφέροντάς την με τρόπο υπονοούσε ότι, τεχνικά, ήταν πράγματι δυνατό για μένα να αφήσω ένα χαρτοφυλάκιο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να με κυριεύει η αμηχανία. Τράβηξα τον φάκελο από το σακίδιό μου, τον άφησα στον πάγκο της ρεσεψιόν και εξαφανίστηκα.
Τις μέρες που ακολούθησαν δεν σκέφτηκα καθόλου την επίσκεψή μου στο The New Yorker. Αντίθετα, το έβαλα σε μια γωνιά του εγκεφάλου μου με όλα τα άλλα λάθη της ζωής μου που προκαλούν ανατριχίλα και που προτιμούσα να μην θυμάμαι. Τελικά επέστρεψα στο σπίτι μου στο Μπέρκλεϋ και αποφάσισα να μην πω σε κανέναν για αυτό το κομμάτι του ταξιδιού μου στη Νέα Υόρκη. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν οι φίλοι και η οικογένεια να ρωτούν συνεχώς αν είχα νέα από το New Yorker.
Στη συνέχεια, όμως, περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα, υπήρχε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή μου από κάποιον ονόματι Κρις Κάρι στο New Yorker, που με ρωτούσε αν ήμουν διαθέσιμος να κάνω μια εικονογράφηση εκείνη την εβδομάδα. Έβαλα το μήνυμα να παίξει πολλές φορές, γεμάτος από δυσπιστία. Τους τηλεφώνησα πίσω και χωρίς την παραμικρή αναφορά σε αυτόν τον γυαλιστερό, σχολικό φάκελο, δέχτηκα την πρώτη μου ανάθεση από το New Yorker. Ήταν ένα μικρό πορτρέτο του συγκροτήματος Luscious Jackson. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία».
Κλείσαμε τη συζήτησή μας με τον Tomine να λέει πως η επέκταση της βιομηχανίας των κόμικς τον ωφέλησε. «Μου αρέσει η ιδέα ότι δεν είμαι ο παράξενος μπαμπάς-που-κάνει-κόμικς στο σχολείο των παιδιών μου, που ίσως ήμουν κάποτε. Αλλά μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι η αναγνώριση και τα χρήματα και οι διασκευές σε ταινίες δεν βελτιώνουν πάντα την ποιότητα της τέχνης. Δεν έχει να κάνει με τηλεοπτικές εμφανίσεις ή με φήμη στο διαδίκτυο. Τα καλύτερα κόμικς θα φτιάχνονται πάντα από εκκεντρικούς αουτσάιντερ ανθρώπους που νιώθουν ότι η δουλειά τους είναι απολύτως απαραίτητη. Αυτό ήμουν και εγώ και αυτό νιώθω πως είμαι ακόμα».