Βιβλιο

Μαρία Ηλιού: «Το μυθιστόρημα γράφτηκε γιατί ήθελα να μιλήσω για τα καλά χρόνια της Σμύρνης»

Χρειαζόμαστε και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου μυθιστορήματα, ταινίες, βιβλία, που να μας φέρνουν πιο κοντά, που καταγγέλλουν τη βαρβαρότητα, που δεν ταυτίζονται με τους πολεμοχαρείς εθνικιστές πολιτικούς.

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 845
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Μαρία Ηλιού: Συνέντευξη με αφορμή το μυθιστόρημα «Μια φιλία στη Σμύρνη» (εκδ. Μίνωας) με τη βραβευμένη σκηνοθέτιδα, σεναριογράφο και παραγωγό.

Το μυθιστόρημα «Μια φιλία στη Σμύρνη» έχει πίσω του μια μεγάλη ιστορία. Ξεκίνησε να γράφεται το 2004 στη Νέα Υόρκη, όταν η σκηνοθέτις, σεναριογράφος και παραγωγός Μαρία Ηλιού έφυγε με ένα βραβείο καριέρας Fulbright, σαν σενάριο ταινίας μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Κάνοντας τότε έρευνα σε αρχεία στην Αμερική, ανακάλυψε ένα τόσο πλούσιο και άγνωστο αρχειακό φωτογραφικό και φιλμικό υλικό που αποφάσισε αντί για ταινία να φτιάξει ένα ντοκιμαντέρ, το γνωστό μας «Σμύρνη, η Καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922», με ιστορικό σύμβουλο τον Αλέξανδρο Κιτροέφ, το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2012. Τώρα, χρόνια μετά, έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο μυθοπλασίας με τίτλο «Μια φιλία στη Σμύρνη» που ολοκλήρωσε μέσα στην πανδημία και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μίνωας. Της ζητήσαμε να μας μιλήσει για αυτή τη διαδρομή, από το σενάριο στο ντοκιμαντέρ μέχρι το μυθιστόρημα.

— Μαρία, πέρασες από το σενάριο στο ντοκιμαντέρ μέχρι να καταλήξεις στο μυθιστόρημα «Μια φιλία στη Σμύρνη». Πόσο δύσκολο πρακτικά αλλά και συναισθηματικά ήταν το εγχείρημα;

Ήρθε πολύ φυσικά το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Με γοητεύει πολύ η μυθοπλασία με την μορφή του σεναρίου ταινίας μεγάλου μήκους («Παράθυρο στη θάλασσα, «Τρεις εποχές», «Αλεξάνδρεια μια ερωτική ιστορία») ή διηγημάτων ή μυθιστορήματος, αλλά με γοητεύει και το ντοκιμαντέρ. Έτσι, ενώ είχα ήδη γράψει το σενάριο για μια μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, όταν βρήκα καταπληκτικό άγνωστο φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό στην Αμερική, σκέφτηκα πως, αντί να το χρησιμοποιήσω για τα σκηνικά μιας ταινίας μυθοπλασίας, ήταν πολύ πιο χρήσιμο να κάνω τότε ένα ντοκιμαντέρ. Έχοντας μια προσωπική σχέση με τη Σμύρνη –ο πατέρας μου με τα αδέρφια του και οι πατρικοί μου παππούδες ήρθαν από τη Σμύρνη το 1922– ένιωσα πως, κατά κάποιον τρόπο, τους χρωστούσα να διηγηθώ την ιστορία της πόλης τους αξιοποιώντας το άγνωστο υλικό, φτιάχνοντας ένα ντοκιμαντέρ.

Τα χρόνια πέρασαν, το 2012 παρουσιάστηκε το ντοκιμαντέρ «Σμύρνη, η Καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922», αλλά, εδώ και μια πενταετία, η επιθυμία να γράψω μια ιστορία ενηλικίωσης, ένα μυθιστόρημα στη Σμύρνη στα χρόνια του κοσμοπολιτισμού γινόταν όλο και πιο έντονη. Έχοντας δει πάρα πολύ οπτικό υλικό για το ντοκιμαντέρ, η φαντασία μου είχε ανάψει, μπορούσα να φανταστώ καθαρά τη ζωή στη Σμύρνη από το ’12 έως το ’22. Αλλά το ένα κινηματογραφικό project ακολουθούσε το άλλο, δεν υπήρχε χρόνος.

Όμως, όταν μπήκαμε στην περίοδο της πανδημίας και ξαφνικά δεν γινόταν να κάνουμε γυρίσματα ή μοντάζ για τα νέα μας ντοκιμαντέρ, άρχισα να συγκεντρώνομαι σε αυτήν την ιστορία ενηλικίωσης, που δεν με άφηνε να ησυχάσω. Ήθελα να διηγηθώ αυτήν την ιστορία μυθοπλασίας, στη Σμύρνη των καλών χρόνων αλλά και τη Σμύρνη της Καταστροφής. Πιστεύω πως ένιωθα την ανάγκη να απελευθερωθώ από την τεχνική του σεναρίου που δεν σου επιτρέπει να ξεδιπλώσεις τις σκέψεις των ηρώων, τις μυστικές τους σκέψεις και συναισθήματα που συχνά έρχονται σε σύγκρουση με τον εαυτό τους. Στον κινηματογράφο, you show you do not tell. Έτσι την άνοιξη του 2020 άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα με χαρτί και με πενάκι, στο χέρι, ξεχνώντας εντελώς το παλιό σενάριο (που δεν έγινε ποτέ ταινία) και φτιάχνοντας κάτι εντελώς διαφορετικό που ένιωθα πως με πήγαινε εκεί όπου εκείνο ήθελε μερικές φορές, ακολουθώντας τις ζωές των ηρώων. Είναι περίεργο αλλά γράφοντας με το χέρι ήταν σαν το ασυνείδητο να κατοικούσε πιο εύκολα στα δάχτυλα απ’ ό,τι στα πλήκτρα του κομπιούτερ, σαν να μπορούσα πιο εύκολα να μπω έτσι στη ζωή των ηρώων, στις κρυφές τους σκέψεις, στις διχασμένες επιθυμίες, «στα προβλήματα της ανθρώπινης καρδιάς σε σύγκρουση με τον εαυτό της».

 — Πόσο μοιάζει το βιβλίο με την πρώτη απόπειρα γραφής του σεναρίου για την ταινία μυθοπλασίας που δεν πραγματοποιήθηκε και γιατί σου πήρε τόσο καιρό να το ολοκληρώσεις;

Είναι εντελώς διαφορετικό. Στο παλιό σενάριο όλη η δράση ήταν στη Σμύρνη, σε τρεις μήνες, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο του ’22 και οι τρεις φίλοι ήταν 18 χρονών. Δεν υπήρχε καμία αναφορά στην Καταστροφή. Στο μυθιστόρημα «Μια φιλία στη Σμύρνη» η ιστορία ξεκινάει στη Σμύρνη, το 1912 την άνοιξη πριν ξεσπάσουν οι Βαλκανικοί, όταν τα παιδιά είναι οκτώ χρονών, και ολοκληρώνεται πρώτα τον Σεπτέμβριο του ’22 με την Καταστροφή, όταν οι φίλοι έχουν γίνει 18 χρονών, αλλά και με τον επίλογο του 1962.

Πήρε πολύ καιρό γιατί είχα φανταστεί τη ζωή των τεσσάρων οικογενειών, των Βλαστών, των Μodiano, των Kassaba και των Berberian (χριστιανοί, Εβραίοι, μουσουλμάνοι και Αρμένιοι) αλλά ήταν περίπλοκο να πλέξει κανείς τις ζωές τους μέσα στα ιστορικά γεγονότα, κρατώντας πάντα σε πρώτο επίπεδο τις ιστορίες και τα πάθη των ανθρώπων. 

Το 2004 ένα από τα μαθήματα που παρακολούθησα στο NYU ήταν το μάθημα της Marketta Kimbrell, που είχε συνεργαστεί στενά με τον Strasberg. Τα μαθήματα της Marketta με επηρέασαν βαθιά. Με έμαθαν να χρησιμοποιώ τη «συγκινησιακή μνήμη» τόσο σε ένα ντοκιμαντέρ, όσο και σε μια ταινία fiction αλλά και σε ένα μυθιστόρημα. Με δυο λόγια, συγκινησιακή μνήμη, «emotional memory» σημαίνει να αντλείς με διάφορες μεθόδους που μαθαίνεις από τα προσωπικά σου βιώματα, «να ξαναζείς σκηνές» που έχουν κάποια εγγύτητα ή βοηθούν αυτό που θέλεις να εκφράσεις, με αποτέλεσμα οι ζωές των ηρώων σου να είναι αληθινές, άμεσες και τελικά συγκινητικές. 

Όλη αυτή η δημιουργική διαδικασία χρειάζεται χρόνο. Επίσης υπήρξαν πολλά τεχνητά εμπόδια. Πριν από την πανδημία οι κλειστές ημερομηνίες για την παράδοση κάθε φορά ενός άλλου ντοκιμαντέρ με κυνηγούσαν. Έπρεπε να συνδυάσω τη δημιουργική δουλειά για το ντοκιμαντέρ, με τα ταξίδια για να δω άγνωστο οπτικό υλικό σε διάφορες ηπείρους, να πείσω χορηγούς σε διαφορετικές χώρες, να συνεργαστώ με διαφορετικούς οργανισμούς για τις προβολές και να προστατέψω και μια όμορφη προσωπική ζωή. Δε υπήρχε χρόνος για το μυθιστόρημα.

Την περίοδο της πανδημίας, την περίοδο που όλα σταμάτησαν, είχα επιτέλους τον χρόνο να ασχοληθώ με την τελευταία γραφή του μυθιστορήματος και με κάποια κεφάλαια που ακόμη έλειπαν. Έτσι πήγα στο σπίτι μας στην Αττική –δίπλα στη θάλασσα, ένα σπίτι που έχτισε ο πατέρας μου ο Αντρέας, Σμυρνιός, όπου στον κήπο ανθίζει μόνο ό,τι άνθιζε στη Σμύρνη, έτσι το ήθελε και το κρατήσαμε– έζησα εκεί σχεδόν έναν χρόνο δουλεύοντας μέρα νύχτα μόνο το μυθιστόρημα και τίποτε άλλο. Ήταν πραγματική λύτρωση και ίσως ένας άλλος τρόπος ζωής να ανοίχτηκε μπροστά μου.

— Είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης παρά ένα ιστορικό μυθιστόρημα;

Ναι είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Στο κέντρο του βιβλίου είναι η Άννα, οι φίλοι της και οι οικογένειές τους. Η γιαγιά της η Μικρασιάτισσα, η Μυρσίνη, είναι κοσμοπολίτισσα και τη βοηθάει να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, να σπουδάσει, ενώ η μητέρα της η Καλλιόπη, η Ελληνίδα, συντηρητική, φοβάται να δει την κόρη της να ζει μια διαφορετική ζωή από τη δική της και συγκρούεται μαζί της.

Η Άννα μάς συνδέει με τους φίλους της, τον Isaak, τον Muffit, τη Rosa και τις οικογένειές τους. Η καρδιά του βιβλίου είναι η ιστορία των εφήβων που μεγαλώνουν στη Σμύρνη και των οικογενειών τους, είναι πραγματικά a coming of age story, πρώτα απ’ όλα.

Η Σμύρνη βέβαια παίζει ρόλο πρωταγωνιστικό και καταλυτικό, οπότε κατά κάποιον τρόπο είναι και ιστορικό μυθιστόρημα.

— Μέσα από την ιστορία των ηρώων ζωντανεύεις έναν τόπο πολυπολιτισμικό και κοσμοπολίτικο. Οι κοινότητες των Ελλήνων, των Αρμένιων, των Εβραίων, των Τούρκων, η κουλτούρα τους και οι συνήθειές τους ξεδιπλώνονται στις σελίδες του. Πόσο πιστό είναι το βιβλίο στο πνεύμα της εποχής πριν από την Καταστροφή;

Είναι πολύ πιστό. Και οι τέσσερις οικογένειες ανήκουν στην αστική τάξη και αυτή η τάξη ήταν πραγματικά κοσμοπολίτικη. Βέβαια, όπως θα έλεγε ο φίλος και στενός συνεργάτης μου, ο ιστορικός Αλέξανδρος Κιτροέφ, και ιστορικός σύμβουλος του ντοκιμαντέρ της Σμύρνης, ο κοσμοπολιτισμός στη Σμύρνη δεν ήταν μόνο οριζόντιος, ταξικός αλλά και κάθετος, προχωρούσε και σε πιο φτωχικά στρώματα της κοινωνίας, αλλά εκεί ήταν πιο διαφορετικός.

Στο Quai, και στα πλούσια προάστια, στο ένα σπίτι έμεναν Έλληνες, στο διπλανό Γάλλοι εβραίοι, πιο κει προτεστάντες Άγγλοι, Αρμένιοι και μουσουλμάνοι. Στις πιο φτωχικές γειτονιές υπήρχε μικρότερη ανάμειξη και οικειότητα, και για αυτό υπήρχαν και χώρια γειτονιές. Διάφορες ελληνικές, για παράδειγμα, του Χατζηφράγκου, ο Επάνω Μαχαλάς, το Γαλάζιο και πολλές άλλες ελληνικές συνοικίες, αλλά και η Αρμενική Γειτονιά, η Εβραϊκή και η Μουσουλμανική στο Καντιφέ Καλέ, τον λόφο πάνω από τη Σμύρνη. Η κοσμοπολίτικη ζωή στις πιο φτωχές γειτονιές περιγράφεται υπέροχα στο βιβλίο ενός αστού που μεγάλωσε στη Σμύρνη αλλά του άρεσε να ξεγλιστράει στη φτωχική συνοικία του Χατζηφράγκου και να παίζει εκεί με τα παιδιά, στο βιβλίο του Κοσμά Πολίτη «Στου Χατζηφράγκου».

— Μέσα από επινοημένους χαρακτήρες και από τις μικρές καθημερινές ιστορίες περνάμε στη μεγάλη Ιστορία. Το μυθιστόρημα ή το ντοκιμαντέρ είναι ένας πιο αποστασιοποιημένος τρόπος να διηγηθείς την Ιστορία;

Θα έλεγα πως στο μυθιστόρημα «Μια φιλία στη Σμύρνη», οι επινοημένοι χαρακτήρες και οι μικρές καθημερινές ιστορίες είναι συνυφασμένες με τη μεγάλη Ιστορία και δεν περνάει κανείς από τις καθημερινές ιστορίες στη μεγάλη Ιστορία. Το μυθιστόρημα αυτό δεν έχει μεγάλα κατεβατά όπου μιλάει κανείς για τις ιστορικές στιγμές. Η μεγάλη Ιστορία περνάει μέσα από την καθημερινότητα των ηρώων. Και αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει. Ήθελε μια δουλειά ράβε-ξήλωνε για να φύγουν τα νήματα οποιασδήποτε ιστορικής παρένθεσης. 

Πάντως είτε γράφω μυθιστόρημα, είτε κάνω ντοκιμαντέρ, αντιμετωπίζω με τον ίδιο τρόπο την Ιστορία, εξιστορώντας τα γεγονότα αντικειμενικά, με βάση της έρευνα, τιμώντας την Ιστορία. Μένω μακριά από εθνικιστικές οπτικές.

Το ντοκιμαντέρ, αντικειμενικά θα έλεγε κανείς, η ταινία τεκμηρίωσης, όπως συχνά λέγεται, προσφέρεται για μια αποστασιοποιημένη αφήγηση, πάνω από κάθε άλλη μορφή, αν ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του διαλέξουν να είναι αποστασιοποιημένοι. Αλλά και αυτό είναι πολύ σχετικό και έχει να κάνει με το ποιος αφηγείται.

Έχουμε δει διάφορα ντοκιμαντέρ που άλλα ήταν και άλλα δεν ήταν αντικειμενικά ως προς την Ιστορία και εξίσου το ίδιο συμβαίνει με το μυθιστόρημα. 

— Με διάφορες μορφές, είτε με τα σενάρια και τη σκηνοθεσία είτε τώρα με την καθαρόαιμη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, τελικά αφηγείσαι ιστορίες. Ποια μορφή τέχνης σε τραβάει περισσότερο;

Πράγματι, αυτό που βγαίνει από μέσα μου, φυσικά, είναι να διηγούμαι ιστορίες με διάφορους τρόπους. Όσο περνάει ο καιρός πάντως με ξανακερδίζει η μυθοπλασία απ’ όπου ξεκίνησα αλλά ίσως πιο πολύ με τη μορφή του μυθιστορήματος και λιγότερο με τη μορφή του σεναρίου μιας μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας. Πάντως το ντοκιμαντέρ εξακολουθεί να με γοητεύει και με μεγάλη χαρά δουλεύω αυτήν την περίοδο τα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ μας για την ιστορία της σύγχρονης Αθήνας. Το πρώτο «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896» παρουσιάζεται 4 και 5 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και το δεύτερο «Η Αθήνα και η Μεγάλη Ιδέα, 1896-1922» θα παρουσιαστεί για τρεις μήνες από τις 23 Ιανουαρίου 2023 μαζί με μια φωτογραφική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, Ελληνικού Πολιτισμού, στη Βασιλίσσης Σοφίας.

— Πόσο σημαντική είναι η ιστορική αλήθεια για σένα;

Είναι πάρα πάρα πολύ σημαντική. Αν είμαστε σε θέση να δούμε αντικειμενικά την ιστορία μας, θα είμαστε πιο προετοιμασμένοι, θα έχουμε περισσότερες ελπίδες να ζήσουμε καλύτερες μέρες. Και είναι πολλά τα κεφάλαια της πρόσφατης ιστορίας μας που δεν έχουμε δει αντικειμενικά και με νηφαλιότητα για να προχωρήσουμε καλύτερα στο αύριο.

— Ο πατέρας σου καταγόταν από τη Σμύρνη. Ήταν φορτισμένες οι διηγήσεις του; Μπορείς να δεις αντικειμενικά αυτή την τόσο τραυματική για τους Έλληνες και τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής;

Ξέρεις, φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθινό. Οι περισσότεροι Σμυρνιοί και Μικρασιάτες είχαν μια πιο ρεαλιστική εικόνα για το τι έγινε στην Μικρά Ασία και τη Σμύρνη από τους Ελλαδίτες.

Μεγάλωσα σε ένα διαμέρισμα στην οδό Σόλωνος, και οι φίλοι που έφερνε ο πατέρας μου –έμπορος καπνού– δεν ήταν μόνο χριστιανοί και Ευρωπαίοι, αλλά και Αμερικανοί, Εβραίοι, μουσουλμάνοι και Αρμένιοι. Στις διηγήσεις του, το μεγάλο πρόβλημα, η απίστευτη βιαιότητα, έλεγε πάντα πως ήρθε από τον τουρκικό εθνικιστικό στρατό και τους Τσέτες, όχι πάντως από τους Τούρκους γείτονες που σε πολλές περιπτώσεις βοήθησαν τους χριστανούς.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο από τη σκοπιά μια Μικρασιάτισσας (έτσι όπως διαμορφώθηκα από τις διηγήσεις των δικών μου). Οι Μικρασιάτες αντιλαμβάνονταν την πολυπλοκότητα της κατάστασης καλύτερα από τους Ελλαδίτες γιατί οι Μικρασιάτες έζησαν στην κοσμοπολίτικη κοινότητα τις καλές και κακές στιγμές, ήταν μέρος της κοσμοπολίτικης κοινότητας. Ενώ οι Ελλαδίτες έβλεπαν αυτήν την ιστορία απ’ έξω, από την άλλη πλευρά του Αιγίου, από την Ελλάδα, με «τα γυαλιά» της Μεγάλης Ιδέας, του επεκτατισμού αλλά και της ενοποίησης. 

— Οι ήρωές σου ζουν αυτή την οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική άνθηση με μια χαρακτηριστική ανεμελιά ακόμα και όταν όλα τα σημάδια ήταν εκεί ήδη από το 1914. «Εδώ είναι Σμύρνη», έλεγαν και πίστευαν, «δεν είναι Ανατολή». Μέχρι και το καλοκαίρι του '22 ακόμα, πριν από την καταστροφή που πλησίαζε… Τι είναι αυτό που τους «τύφλωνε»;

Η δύναμη της συνήθειας. Να μην ξεβολευτείς. Να μην αναγκαστείς να αλλάξεις ζωή. Το είδαμε να συμβαίνει πολλές φορές, να επαναλαμβάνεται σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές, σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους. Στην Ευρώπη το είδαμε τα χρόνια της ανόδου του χιτλερισμού. Πόσοι Εβραίοι δεν ήθελαν να πιστέψουν αυτό που διαμορφωνόταν δίπλα τους κάθε μέρα, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους; Στον Ισπανικό Εμφύλιο έχουμε μαρτυρίες για το πώς στο ένα χωριό γινόταν μάχη και στο διπλανό γλεντούσαν πιστεύοντας ότι το κακό δεν θα έφτανε ως εκεί. 

Ή στη Μαλαισία πίστευαν ποτέ οι αστικές οικογένειες πως οι Ιάπωνες, οι κατακτητές, θα συνελάμβαναν όλα τη νέα γενιά της πρωτεύουσας και τα κορίτσια που σπούδαζαν στα καλύτερα σχολεία πρώτα θα γινόντουσαν πόρνες για τους Ιάπωνες φαντάρους και μετά υποχωρώντας θα τις ανατίναζαν στα λατομεία; O κατάλογος είναι μακρύς και πολύ τρομακτικός.

Σκέφτομαι με φρίκη πως και σήμερα ζούμε τέτοιες στιγμές, ας πούμε στιγμές denial, απώθησης. Πόσοι πίστευαν πως η Ρωσία θα έκανε κατακτητικό πόλεμο στην Ουκρανία; Βλέπαμε τα στρατεύματα των Ρώσων πέρσι στα σύνορα, όλο και πιο πολλά να συσσωρεύονται καθημερινά, και πόσοι από μας λέγαμε πως ήταν μόνο για εκφοβισμό; Πόσοι Ρώσοι δεν πίστευαν πως θα γινόταν επιστράτευση και φεύγαν να σωθούν την τελευταία στιγμή, να περάσουν τα σύνορα για να μη χάσουν τη ζωή τους για έναν άδικο πόλεμο, για μια τρέλα; Πόσοι από μας πιστεύουμε πως οι πυρηνικές απειλές του Πούτιν είναι μόνο για εκφοβισμό; – και ελπίζω να έχουμε δίκιο.

— Αν και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αφορά την ανέμελη εποχή, το κεφάλαιο με την Καταστροφή είναι συγκλονιστικό. Πόσο σημαντικό είναι για σένα αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου; 

Το μυθιστόρημα γράφτηκε γιατί ήθελα να μιλήσω για τα καλά χρόνια, από τον Φλεβάρη του 1912 έως τον Αύγουστο του 1922, δηλαδή τα ειρηνικά σε γενικές γραμμές χρόνια πριν την Καταστροφή. Είναι μια περίοδος άγνωστη για τη Σμύρνη και εγώ λόγω του ντοκιμαντέρ και από προσωπική περιέργεια είχα κάνει μια τεράστια έρευνα. Υπήρχε ένα μεγάλος πλούτος από πληροφορίες, εικόνες και μαρτυρίες που σιγά σιγά γινόταν μέσα μου αφηγηματικό υλικό. Κουβεντιάζοντας με φίλους βλέπαμε πως στη λογοτεχνία μας δεν υπάρχει αυτή η περίοδος της Σμύρνης 1912 – τέλη Αυγούστου 1922 αλλά συνήθως μόνο η Καταστροφή. Έτσι σκεφτόμουν να μη συμπεριλάβω την Καταστροφή. Ίσως και να φοβόμουν να την αντιμετωπίσω. Λίγο πριν από την πανδημία έδωσα το μυθιστόρημα –όσο είχα γράψει– στην κόρη μου να το διαβάσει –η Νεφέλη είναι σήμερα είκοσι εννιά χρονών, αρχαιολόγος, μόλις παρέδωσε το PhD της στην Οξφόρδη– και μου είπε τότε: «Πάρα πολύ ωραίο αλλά… υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο και κάνεις πως δεν τον βλέπεις;», εννοούσε βέβαια την Καταστροφή.

Είχε δίκιο. Ήταν δυνατόν να κλείσω τα μάτια και να αποφύγω την Καταστροφή;

Έτσι αποφάσισα να την ενσωματώσω. Άρχισα να τη γράφω σε τρίτο πρόσωπο, όπως όλο το βιβλίο, αλλά γράφοντας έβλεπα πως ήταν λάθος.

Έτσι σκέφτηκα να διηγηθώ την Καταστροφή σε πρώτο πρόσωπο, μέσα από το ημερολόγιο της Άννας που ανακαλύπτει και διαβάζει η Ίριδα, η κόρη της το 1962. Πέρα από το ότι η Νεφέλη είχε δίκιο, δεν γινόταν να αποφύγω την Καταστροφή, και δραματουργικά, ο τρόπος που έγραφα με οδηγούσε εκεί. Στα καλά χρόνια που διηγούμαι τη ζωή των τεσσάρων φίλων και των οικογενειών τους ανοίγω συνεχώς μικρές ρωγμές –σιγά σιγά όλα καταστρέφονται και ας μην θέλουν οι ήρωες να το δουν– και αυτός ο τρόπος γραφής για τα ειρηνικά χρόνια οδηγούσε στην Καταστροφή. Eπιπλέον ούτως η άλλως η απώλεια, και εδώ μια μεγάλη Απώλεια, συνδέεται με το μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Έτσι λοιπόν κλείστηκα πάλι για έναν μήνα στο σπίτι μας στη θάλασσα στην Αττική και έγραψα χειρόγραφα και αυτές τις εξήντα σελίδες. Όλο το άλλο βιβλίο ήταν έτοιμο και αυτές οι σελίδες έλειπαν. Ήμουν πολύ συγκεντρωμένη εκείνο τον μήνα. Μαρτυρίες, μια συζήτηση που είχα με την Μarjiorie Housepian παλιότερα, διηγήσεις του πατέρα μου και άλλων, όλα αυτά είχαν γίνει ένα και το χέρι μου μερικές φορές έγραφε σχεδόν από μόνο του. Ήταν σαν αυτόματη γραφή, σα να ζούσα αυτές τις στιγμές, σαν να ήμουν η Άννα. Είναι το κομμάτι του βιβλίου με τις λιγότερες διορθώσεις. Ίσως επειδή είναι ιστορίες που έχω ακούσει πολλές φορές από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ιστορίες που έχω δει σε εφιάλτες από τότε που ήμουν παιδί, νομίζω μου τις δίναν χωρίς να το θέλουν μαζί με το γάλα. Είναι ένα τραύμα που περνάει από γενιά σε γενιά, και ας μην το ήθελαν οι μεγαλύτεροι, αλλά περνάει από τον έναν στον άλλο, μια ιστορία βαθειά κρυμμένη μέσα μας.

Όμως ο εφιάλτης της Καταστροφής είναι στην πραγματικότητα ένα μικρό μέρος του βιβλίου, εξήντα σελίδες.

Εγώ αγαπώ κυρίως το μέρος του βιβλίου –περίπου τετρακόσιες σελίδες– με τα καλά χρόνια από την άνοιξη του 1912 έως τα τέλη του Αυγούστου 1922, με τους τέσσερις φίλους, την Άννα, τον Ρεσάτ, τον Ισαάκ και τη Ρόζα να τους πρωτοβρίσκουμε οκτώ χρονών και να τους παρακολουθούμε έως τα δεκαοκτώ και με τις ζωές τους και την πόλη σιγά σιγά να μεταμορφώνονται.

Και βέβαια τον επίλογο, έναν επίλογο πολλά χρόνια μετά την Καταστροφή, το 1962, που φέρνει ελπίδα αλλά και εκπλήξεις.

— Κατηγορείς τους πολιτισμένους συμμάχους που κοίταζαν αμέτοχοι τις φρικαλεότητες των Τούρκων για καθαρά λόγους συμφέροντος. Δεν θέλω να αποκαλύψω το τέλος, αλλά αναρωτιέμαι αν τους μέμφεσαι όσο και τους Τούρκους; 

Μέμφομαι για διαφορετικούς λόγους τον καθένα. Μέμφομαι κατ’ αρχάς τον εθνικιστικό στρατό του Κεμάλ Μουσταφά και τους Τσέτες. Το τι έζησαν οι δικοί μας άνθρωποι πάνω σε εκείνη την προκυμαία τις μέρες της Καταστροφής ξεπερνάει κάθε φαντασία, σφαγές, ακρωτηριασμοί, βιασμοί, υπάρχουν μαρτυρίες που ούτε στους χειρότερους εφιάλτες δεν θα έβλεπε κανείς, έριχναν πετρέλαιο και άναβαν φωτιά, πυρπολούσαν ζωντανούς ανθρώπους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν με σχεδίες.

Αλλά έχεις δίκιο, μέμφομαι και τους «πολιτισμένους μας συμμάχους», την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Αμερική, ή πρώην συμμάχους, τους λαούς που πέρασαν μέσα από τον Διαφωτισμό αλλά δεν κούνησαν το δαχτυλάκι τους για να σώσουν τον κόσμο που σφάζαν οι Τούρκοι στην προκυμαία. Οι μπάντες στα πλοία έπαιζαν αποσπάσματα από τον «Ριγκολέτο» για να μην ακούγονται οι φωνές των απελπισμένων και όποιος προσπαθούσε να ανέβει στα πλοία τον ξαναέριχναν στην θάλασσα. Πέρασαν δύο μερόνυχτα για να αρχίσει η επιχείρηση διάσωσης και χάθηκαν τόσες ζωές. Πώς μπορεί κανείς αυτό να το ξεχάσει;

Ίσως η φράση του Αμερικανού προξένου George Horton, που ήρθε σε σύγκρουση με τον πλοίαρχο Bristol για να βοηθήσει τον κόσμο στην προκυμαία, το συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο, τόσο τις αγριότητες των Τούρκων, όσο και την «ουδετερότητα», την αδιαφορία των συμμάχων: «Φεύγοντας από τη Σμύρνη πήρα μαζί μου το συναίσθημα της ντροπής που ανήκα στο ανθρώπινο είδος».

— Σήμερα σε τρομάζει ο αναθεωρητισμός των Τούρκων, η συνεχής κλιμάκωση των προκλήσεων, η διαστρέβλωση της Ιστορίας σε τόσο υψηλό επίπεδο;

Και με τρομάζει και με θυμώνει. Είναι σαν παιχνίδι παραλόγου. Zούμε σε μια εποχή που η δημοκρατία που πιστεύαμε πως θα κυριαρχούσε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο τα τελευταία χρόνια εκλείπει σε όλο και σε περισσότερες χώρες τριγύρω μας. Οι δικτάτορες ή σχεδόν δικτάτορες παραληρούν με, λαϊκισμό, ξενοφοβία, επεκτατικά σχέδια. Το Αμερικανικό ινστιτούτο που μετρά τα δημοκρατικά πολιτεύματα σε όλη τη γη ανακοίνωσε πως πέρσι φτάσαμε στο πιο χαμηλό σημείο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχουν μειωθεί τα δημοκρατικά πολιτεύματα και αυξηθεί τα απολυταρχικά.

Ίσως χρειαζόμαστε και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου μυθιστορήματα, ταινίες, βιβλία, σαν και αυτό που να μας φέρνουν πιο κοντά με κάποιο τρόπο, που καταγγέλλουν τη βαρβαρότητα αλλά συγχρόνως πιστεύουν στον άνθρωπο και δεν ταυτίζονται με τους πολεμοχαρείς εθνικιστές, πολιτικούς, σαν τον πρόεδρο της γειτονικής χώρας που προσπαθεί να μας μπλέξει σε καταστροφές τόσο εμάς, όσο και τους γείτονές μας στα παράλια.