Βιβλιο

«Ο μισθοφόρος»: Για την τιμή, την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη

Μια σκληρή περιπέτεια στην καυτή έρημο του Σινά, που διαδραματίζεται στα μισά του 1ου αιώνα μ.Χ. και διαβάζεται με κομμένη την ανάσα

Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για το ιστορικό μυθιστόρημα του Steven Pressfield, «Ο μισθοφόρος» (μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης, 432 σελίδες, Εκδόσεις Πατάκη)

Ο Πρέσσφιλντ είναι ο νούμερο 1 παγκοσμίως συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων, και αυτό εδώ, το ενδέκατό του (έχει γράψει άλλα έντεκα non-fiction βιβλία) το αποδεικνύει περίτρανα. Όσοι έχουν απολαύσει παλαιότερα τις «Πύλες της φωτιάς», βιβλίο χάρη στο οποίο η πόλη της Σπάρτης τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη της το 2003, ή τους «Ανέμους του πολέμου» και τις «Αρετές του πολέμου» —για να αναφέρουμε μόνο τρία από τα πιο ξακουστά βιβλία του, όλα με ελληνικό θέμα—, ξέρουν ακριβώς για τι μιλάμε εδώ, στον «Μισθοφόρο», τελευταίο του μυθιστόρημα και ένα από τα καλύτερά του κατά τη γενική εκτίμηση κριτικών και αναγνωστών.

Πρόκειται για ένα καθηλωτικό βιβλίο. Χωρίς την παραμικρή διάθεση υπερβολής, και μιλώντας εκ προσωπικής πείρας, δεν μπορείς ούτε θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Είναι τέτοια η δυναμική του, τέτοιας μεγάλης βαρύτητας η αποστολή των πρωταγωνιστών του, και τόσο δύσκολος, τόσο αδύνατον να πραγματοποιηθεί ο άθλος τους, αυτό το ταξίδι στον χαμό, που πραγματικά θέλεις να δεις τι θα γίνει παρακάτω. Και πώς θα γίνει. Και γίνονται στ’ αλήθεια πολλά.

Βρισκόμαστε στα μισά του 1ου αιώνα μ.Χ., το έτος 55 μ.Χ.,κάπου δύο δεκαετίες δηλαδή μετά τη σταύρωση ενός Εβραίου προφήτη στην Ιερουσαλήμ, σε ένα βραχώδες ύψωμα στα βορειοδυτικά της πόλης που χρησιμοποιούνταν από τους Ρωμαίους σαν τόπος εκτελέσεων —τον Γολγοθά.Οι οπαδοί του νεκρού ραβίνου εξακολουθούν, τόσα χρόνια μετά, να πολλαπλασιάζονται και να είναιιδιαίτερα ενοχλητικοί για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, πολύ περισσότερο μάλιστακαι από τους ιδιαίτερα μάχιμους ζηλωτές…

Η πρώτη σκηνή του βιβλίου ανοίγει κάπου στα μισά του δημόσιου δρόμου Ιερουσαλήμ-Δαμασκού, σε ένα ανηφορικό σημείοκάτω από τον πυρωμένο ήλιο όπου συχνά γίνονται ενέδρες από ληστές. Ένα καραβάνι εμπόρων, προσκυνητών και καλεσμένων σε γάμους και γιορτές ξέρει πως, από στιγμή σε στιγμή, θα δεχτούν πράγματι επίθεση. Μόνο που εκείνος ο παράξενος,αμίλητος, σκυθρωπόςάντρας που προχωρά μαζί τους, ένας ψηλός, γεροδεμένος ξένος με οπλισμό επαγγελματία λεγεωνάριου ανάμεσα στις αποσκευές του αλλά σε ηλικία αποστράτευσης πια, αρνείται να τους προστατεύσει. Παρ’ όλα αυτά, όταν το ζητήσει η ανάγκη —σε μία από τις σκηνές μάχης που ο Πρέσσφιλντ χορογραφεί με εντυπωσιακή μαεστρία και απόλυτο έλεγχο—, θα κάνει πράγματα που ελάχιστοι άλλοι μαχητές θα μπορούσαν καν να επιχειρήσουν.

Στη σκηνή θα εμπλακούν αμέσως μετά ένας άντρας και η κόρη του, ένα άπλυτο, αναμαλλιασμένο και ξυπόλυτο χαμίνι που μοιάζει κωφάλαλο, και ένα νεαρό Εβραιόπουλο, ο Δαβίδ, που βρέθηκε εκεί για τη συγκίνηση, μόνο και μόνο για να απολαύσει από μια γωνιά τη συμπλοκή με τους ληστές— αλλά και μία ομάδα πάνοπλων Ρωμαίων στρατιωτών που θα επιχειρήσουν να συλλάβουν τον άντρα και την κόρη του. Ο μοναχικός στρατιώτης, που αποδεικνύεται Έλληνας στην καταγωγή, Αρκάς, και φέρει το όνομα Τελαμώνας, θα θεωρηθεί υπεύθυνος για τη φυγή πατέρα και κόρης, που για κάποιον λόγο θεωρούνται πολύ σημαντικοί για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι τοπικοί διοικητές της οποίας θα κάνουν τα πάντα για να τους συλλάβουν.

Αυτό το έργο θα ανατεθεί εντέλει επί πληρωμή στον ίδιο τον Τελαμώνα, που το παλιό τατουάζ στον πήχη του, εκείνο το LEGIO X —Δεκάτη Λεγεών—,δείχνει ότι υπηρέτησε την Αυτοκρατορία επί δεκαετίες.Ο Τελαμώνας θα δεχτεί, και με ακόλουθο τον νεαρό Δαβίδ, το Εβραιόπουλο που κολλάει αμέσως επάνω του αρνούμενο να τον εγκαταλείψει, θα πάρει στο κατόπι τους φυγάδες. Κάποια στιγμή, θα μάθει ότι οι δυο τους αυτοί έχουν κρυμμένο επάνω τους κάτι πολύ πιο δυνατό και πιο επικίνδυνο από τα όπλα των ανταρτών και των επαναστατών: μία επιστολή κάποιου Παύλου,ενόςθρησκευόμενου φανατικού, προς τους Κορινθίους οπαδούς εκείνου του νεκρού ραβίνου, πέρα στην Ελλάδα.

Αυτή η Προς Κορινθίους Επιστολή δεν πρέπει λοιπόν να φύγει ποτέ από την Ιουδαία. Και οι δύο φυγάδες πρέπει να αιχμαλωτιστούν, ή να σκοτωθούν, πάση θυσία. Αλλιώς η σταθερότητα της Αυτοκρατορίας θα απειληθεί με κατάρρευση, και το statusquoόλου του κόσμου θα γκρεμιστεί.

Ο Τελαμώνας, που ακολουθεί έναν σκοτεινό προσωπικό κώδικα τιμής —στο πρόσωπό του αναγνωρίζουμε εύκολα έναν σαμουράι, ή έναν μοναχικό καουμπόη—, θα συλλάβει, φυσικά, τα θηράματά του, μόνο που τότε θα συμβεί κάτι απολύτως απρόβλεπτο. Και αυτό που ακολουθεί, μια άλλη καταδίωξη και ένα άλλο κυνήγι, είναι αυτό που, όπως λέγαμε και στην αρχή, δεν πρόκειται να αφήσει κανέναν αναγνώστη να κλείσει το βιβλίο αν δεν υπάρχει πολύ μεγάλη και επείγουσα ανάγκη ή υποχρέωση, και μάλιστα επί αρκετές ώρες.

Μολονότι όλο το βιβλίο είναι εξαιρετικό, ειδικά οι σκηνές μέσα στην έρημο του Σινά είναι αριστουργηματικές. Τόσο, που νιώθεις, διαβάζοντάς τες, το σώμα σου να είναι μονίμως ιδρωμένο, τα μαλλιά σου γεμάτα άμμο και το στόμα σου ξερό από την έλλειψη νερού. Δεν έχουμε διαβάσει κάτι παρόμοιο. Υπάρχουν σελίδες που δεν θα μπορούσε να τις γράψει άλλος από έναν Κόρμακ Μακάρθι. Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, στιβαρή αφήγηση, δραματική κορύφωση (ή καλύτερα: κορυφώσεις), απότομες αλλαγές οπτικής, ανατροπές επί ανατροπών, εισαγωγή νέων χαρακτήρων, σκηνές δράσης και ακόμη περισσότερες άψογα χορογραφημένες μονομαχίες, συμπλοκές και συγκρούσεις με ποικίλα επίπεδα σκληρότητας και φρίκης — όλα αυτά και πολλά περισσότερα κάνουν τον «Μισθοφόρο» ένα βιβλίο που κανείς καταβροχθίζει με βουλιμία και που δεν μπορεί να φύγει εύκολα από το κεφάλι σου. Και δεν έχουμε μιλήσει καν για την «ουσία» της αποστολής του Τελαμώνα, και για το τι σήμαινε πράγματι η Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή του αποστόλου Παύλου.

Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι αξιομνημόνευτοι. Ο Τελαμώνας φυσικά, η αμίλητη Ρουθ, ο ηρωικός της πατέρας Μιχαήλ, ο υπέροχος αψίκορος Δαβίδ, και βέβαια η μάγισσα, που θα προστεθεί αργότερα στην ομάδα — μια τραγική φιγούρα. Εννοείται δε πως το βιβλίο θα γίνει κάποια στιγμή μια θεαματικότατη ταινία.

Το καλύτερο ιστορικό μυθιστόρημα που διαβάσαμε φέτος, ο «Μισθοφόρος» μάς μαθαίνει πάρα πολλά για την εποχή και τους λαούς που ζούσαν σε εκείνη την περιοχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μας μαθαίνει επίσης πολλά για την τιμή και την αφοσίωση. Αλλά και για την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη. Που ανάμεσά τους μεγαλύτερη είναι βέβαια —όπως θα αποδειχτεί στο τέλος του βιβλίου— η αγάπη.

                                                           * * *

Τελειώνοντας, και αφού σημειώσουμε πόσο πολύ μάς άρεσε η μετάφραση του Αντώνη Καλοκύρη (και η απόδοση της ειδικής ορολογίας, στρατιωτικής, βοτανολογίας, αρχιτεκτονικής, γεωγραφίαςτης εποχής κλπ. κλπ.), ας δούμε μαζί ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο — είναι από το Κεφάλαιο 5, συγκεκριμένα:

 

Με όρους στρατηγικής, η πόλη της Ιερουσαλήμ είναι γρίφος και αντίφαση.

Η τοποθεσία δε διαθέτει λιμάνι ή αγκυροβόλιο, ούτε βρίσκεται στο διάβα εμπορικών δρόμων ή αρτηριών. Η κατοχή της δεν είναι απαραίτητη για τη στρατιωτική ασφάλεια της χώρας (η αγγαρεία αυτή επιτυγχάνεται από την έδρα του κυβερνήτη στην Παράκτια Καισάρεια), ούτε για την αποτροπή της προέλασης κάποιας δύναμης εισβολής από οποιαδήποτε πλευρά πλην της ανατολικής.

Η Ιερουσαλήμ είναι ευάλωτη στις πολιορκίες. Παρά τα τείχη της, η πόλη έχει δεχθεί επίθεση και έχει κατακτηθεί περισσότερες από είκοσι φορές. Την έχουν κατακτήσει Ιεβουσαίοι, Φιλισταίοι, Αιγύπτιοι. Η Βαβυλώνα την κατέκτησε τον καιρό του Ναβουχοδονόσορα. Ο Κύρος ο Μέγας την κατέκτησε για λογαριασμό της Περσίας. Ο Αλέξανδρος την κατέλαβε δίχως μάχη. Οι Εβραίοι την έκαναν δική τους δέκα αιώνες πριν, με τον σπουδαίο βασιλιά τους, τον Δαβίδ, ωστόσο έκτοτε έχει κατακτηθεί και καταληφθεί πολλές φορές.

Η περιοχή γύρω από την Ιερουσαλήμ είναι επίσης προβληματική. Η πόλη κουρνιάζει ψηλά πάνω σε μια άγονη, βραχώδη κορυφή. Οι αμαξάδες γκρινιάζουν επειδή όλο το εισερχόμενο φορτίο μεταφέρεται ανηφορικά. Τα σιτηρά και το λάδι, ουσιαστικά όλα τα απαραίτητα αγαθά, έρχονται χερσαία, καθώς δεν υπάρχουν μεταφορές μέσω ποταμού ή θάλασσας. Η γύρω ύπαιθρος δε φτάνει για να τη βοσκήσουν ζώα σε αριθμούς επαρκείς ώστε να θρέψουν έστω και μια κοόρτη, ούτε για να καλλιεργηθούν σιτηρά ή δημητριακά σε κλίμακα μεγαλύτερη της απλής επιβίωσης. Το νερό δεν μπορεί να μεταφερθεί στην Ιερουσαλήμ μέσω υδραγωγείου, εξαιτίας της υπερυψωμένης θέσης της. Πράγματι, ακόμα και οι πιο εύπορες οικογένειες της πόλης ικανοποιούν τις ανάγκες τους όπως ακριβώς έκαναν οι πρόγονοί τους – μέσω υπηρετριών που μεταφέρουν από πηγάδια αυτό το απαραίτητο αγαθό σε πήλινα κανάτια, τα οποία ισορροπούν στα κεφάλια τους.

Η απομόνωση της Ιερουσαλήμ δημιουργεί ακόμη πιο σοβαρές δυσκολίες στη φρουρά ή στον διοικητή που διαχειρίζεται την κατοχή της πόλης και την καθυπόταξη του ανήσυχου πληθυσμού της. Οι προμήθειες και τα πυρομαχικά που καταφθάνουν με κάρα και καραβάνια από την παράκτια πεδιάδα, τη Συρία ή την Κοιλάδα του Ιορδάνη μεταφέρονται με μεγάλο κόστος και κίνδυνο από δημόσιους δρόμους ευάλωτους σε ενέδρες και επιθέσεις σε αμέτρητα σημεία. Τίποτα δεν μπορεί να έρθει από την Αίγυπτο παρά μόνο μέσω θαλάσσης, καθώς παρεμβάλλεται η έρημος του Σινά, ενώ ακόμη και αυτά τα φορτία μεταφέρονται μέσω αφύλακτων δημόσιων δρόμων από τα λιμάνια της Γάζας, της Γιάφας ή της Παράκτιας Καισάρειας.

Ωστόσο, για κάθε κατακτητή, η Ιερουσαλήμ παραμένει η σημαντικότερη πόλη της Ιουδαίας. Εδώ και μόνον εδώ εδρεύει η θρησκευτική και διοικητική πρωτεύουσα των Εβραίων – ο Μεγάλος Ναός του Σολομώντα με το ιερό του, τα Άγια των Αγίων που περιλαμβάνουν την Κιβωτό της Διαθήκης. Εδώ και μόνον εδώ συγκεντρώνονται, συσκέπτονται και διαβουλεύονται οι κοσμικοί και πνευματικοί αρχηγοί των Εβραίων. Αυτοί οι πεισματάρηδες, αντιδραστικοί, ξεροκέφαλοι άνθρωποι συναθροίζονται εδώ σε ευερέθιστες, φλύαρες μάζες. Οι συνωμοσίες και τα πάθη τους, για τον κόσμο αυτό και τον επόμενο, παραμένουν ασαφή για τους Ρωμαίους αφέντες τους, αλλά και αναλλοίωτα από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή.

Και οι Εβραίοι είναι αναρίθμητοι. Την περίοδο του εβραϊκού Πάσχα, η πόλη φιλοξενεί περισσότερους από ένα εκατομμύριο εορταστές, τον μισό εβραϊκό πληθυσμό όχι μόνο από την Ιουδαία αλλά και από τη Συρία, την Αίγυπτο, την Κρήτη, την Κύπρο και τις πόλεις του ανατολικού Αιγαίου.

Αυτή τουλάχιστον ήταν η εκτίμηση του τριβούνου Μάρκου Σεβήρου Περτίναξ, διοικητή της φρουράς της Ιερουσαλήμ, που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του προκουράτορα της Ιουδαίας Μάρκου Αντώνιου Φήλιξ, εγκατεστημένου στην πρωτεύουσα της επαρχίας, την Παράκτια Καισάρεια.

                                                    […]

«Υπάρχουν τρία είδη Εβραίων σε αυτή την άθλια χώρα. Οι Εβραίοι του Ναού, οι Ζηλωτές και οι Μεσσιανικοί. Τους πρώτους μπορείς να τους εξαγοράσεις με πλούτη ή εξουσία, τους δεύτερους να τους αντιμετωπίσεις με τη βία. Οι τελευταίοι ανθίστανται στα πάντα. Δεν μπορείς να τους δωροδοκήσεις, να τους επιβληθείς ή να συνεννοηθείς μαζί τους. Δεν ασχολούνται με αυτό τον κόσμο, μα με κάποιον άλλον. Ο άντρας που θα κυνηγήσεις είναι ένας από αυτούς».

Ο Σεβήρος ρώτησε τον Τελαμώνα αν είχε ακουστά ή είχε γνωρίσει εκείνο τον Εβραίο αντικαθεστωτικό που αποκαλούσε τον εαυτό του Απόστολο Παύλο.

Ο μισθοφόρος απάντησε ότι γνώριζε το όνομα και τίποτε περισσότερο.

«Είναι Ρωμαίος πολίτης» είπε ο διοικητής «Εβραίος από την Κιλικία και πρώην ανώτερος λειτουργός του Σανχεντρίν, γνωστός ως Σαύλος της Ταρσού – και απηνής διώκτης των αποκαλούμενων “χριστιανών” υπό αυτή του την ιδιότητα. Η φήμη λέει ότι βίωσε κάποιου είδους θαυματουργή “μεταστροφή”, με αποτέλεσμα να γίνει οπαδός της αίρεσης που μέχρι πρότινος καταδίωκε – εκπληρώνοντας τον νέο του ρόλο με τον ίδιο ζήλο που επιδείκνυε στον παλιό. Τώρα, έχοντας τη βάση του στην Έφεσο και αποκαλώντας τον εαυτό του “Απόστολο Παύλο”, διευθύνει μία επιχείρηση στήριξης και προώθησης αυτής της νέας θρησκείας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία».

Ο Τελαμώνας συγκράτησε τις πληροφορίες. «Αυτός δραπέτευσε με το άλογο;»

«Όχι. Είναι όμως στενός συνεργάτης και έχει τακτική επικοινωνία με αυτό τον Παύλο. Ονομάζεται Μιχαήλ. Είτε μεταφέρει επιστολή του Αποστόλου είτε κατευθύνεται σε κάποιο μέρος ή κάποιο άτομο που θα του παραδώσει την επιστολή».

Ο Τελαμώνας ζήτησε να μάθει το περιεχόμενο της επιστολής. Ο Σεβήρος γνώριζε τι περιείχε ή σε ποιον απευθυνόταν;

«Το περιεχόμενο είναι εύκολο να το καταλάβεις. Καλεί σε στάση. Σε ποιον απευθύνεται; Στην παράνομη χριστιανική κοινότητα της Κορίνθου στην Ελλάδα. Η πόλη αποτελεί γνώριμο έδαφος για τον Απόστολο. Ο ίδιος ίδρυσε εκεί τη σέχτα των Ναζαρηνών».

Ο διοικητής εξήγησε ότι η επιστολή για την Κόρινθο δεν ήταν κάποιο σύντομο μήνυμα αγάπης. Η έκτασή της ήταν τρεις χιλιάδες λέξεις τουλάχιστον.

«Σε πάπυρο, κατά πάσα πιθανότητα, σφιχτοτυλιγμένο, με πολύ μικροσκοπικά γράμματα. Μπορεί να είναι και σε μέγεθος αντίχειρα».

Ο δραπέτης ονόματι Μιχαήλ, δήλωσε ο φρούραρχος, δε θα παρέδιδε σε μία μόνο κοινότητα την επιστολή. Είπε ότι το είχε καταλάβει από τους όρκους πίστης που ξεστόμιζε ο άντρας όταν τον βασάνιζαν στον τροχό, στο φρούριο.

Από την Κόρινθο, τα λόγια του Αποστόλου θα αντιγράφονταν και θα μεταδίδονταν σε εκατοντάδες άλλες κοινότητες, υποδαυλίζοντας την εξέγερση και τον στασιασμό.

«Η Ρώμη δεν μπορεί να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Η επιστολή πρέπει να κατασχεθεί».

                                                         […]

Καθώς διέσχιζε το εργαστήριο, το βλέμμα του Τελαμώνα έπεσε στους στοιβαγμένους σταυρούς που, όπως πρόσεξε, ήταν σε όλα τα μεγέθη – κάποιοι αρκετά μικροί, για να χρησιμοποιηθούν σε γυναίκες, ή ακόμα και παιδιά.

«Έχουν αποτέλεσμα;» ρώτησε ο πολεμιστής τον φρούραρχο.

«Ως προς τι;»

«Τον εκφοβισμό του πληθυσμού».

Ο Σεβήρος το σκέφτηκε. «Όχι ιδιαίτερα. Όμως βοηθούν ώστε να σπάει η μονοτονία»