Βιβλιο

Ο Jo Nesbo ταξιδεύει στο σκοτεινό αύριο

Μία συναρπαστική συλλογή από πέντε ιστορίες του διάσημου Νορβηγού συγγραφέα, που διαδραματίζονται στο κοντινό μέλλον — λίγο μετά την παγκόσμια καταστροφή

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Για το βιβλίο του Jo Nesbo, «Το Νησί των Αρουραίων» (μετάφραση Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Εκδόσεις Μεταίχμιο).

To «Νησί των Αρουραίων» είναι το δεύτερο βιβλίο του Νέσμπο με διηγήματα, μετά το αμέσως προηγούμενό του, τον «Άρχοντα της ζήλιας». Είχαν προηγηθεί δεκαοχτώ (18!) μυθιστορήματα, τα δώδεκα με πρωταγωνιστή τον Χάρι Χόλε. Είκοσι βιβλία συνολικά. Ο Νορβηγός σούπερ-σταρ είναι ένας επαγγελματίας συγγραφέας πολύ μεγάλου εκτοπίσματος, και βέβαια διεθνής: έχει πουλήσει πάνω από πενήντα εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις βασικές γλώσσες και σε πολλές από τις υπόλοιπες.

Είπαμε όμως «διηγήματα». Χρησιμοποιούμε τον όρο καταχρηστικά, καθώς εδώ οι περισσότερες ιστορίες είναι πολύ μεγαλύτερες από ένα «συνηθισμένο» διήγημα. Αίφνης, η πρώτη-πρώτη, που δίνει και τον τίτλο της στη συλλογή, είναι 180 ολόκληρες σελίδες — έχουμε διαβάσει «μυθιστορήματα» με πολύ λιγότερες. Είναι λοιπόν «ιστορίες», διαφορετικού μήκους μεταξύ τους, μεταξύ μεγάλου διηγήματος και νουβέλας ή μικρού μυθιστορήματος, που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι Επιστημονική Φαντασία. Για την ακρίβεια —όσο μπορεί να είναι κανείς ακριβής σε τέτοια θέματα—, άλλη είναι Post-Apocalyptic Science Fiction, άλλη Social Science Fiction, και άλλη Dystopia Science Fiction, ή Disaster Thriller, ή Biopunk Science Fiction.

Έχουν σημασία οι ορισμοί; ΟΧΙ, οι ιστορίες είναι ωραιότατα, όλο σασπένς θρίλερ, περιπέτειες που διαβάζονται με αγωνία και απόλαυση. Είναι κλασικός Νέσμπο δηλαδή, κι ας επέλεξε εδώ να μας ταξιδέψει στο (προσεχές, πολύ κοντινό μας) μέλλον. Οι φαν του δεν πρέπει να χάσουν αυτό το βιβλίο. Όμως έτσι κι αλλιώς το 90% της Επιστημονικής Φαντασίας είναι κοινωνικά διηγήματα ή μυθιστορήματα — και όχι περιπέτειες με πράσινα ανθρωπάκια (που μας αρέσουν επίσης πολύ).

Όμως ας δούμε τις ιστορίες μία-μία.

Η πρώτη και μεγαλύτερη, με τίτλο «Το Νησί των Αρουραίων», μας μεταφέρει σε έναν κόσμο όπου η πανδημία δεν ήταν αυτή η απλή που περνάμε εμείς, του κορωνοϊού, αλλά μία που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της γης —νέους, μεγάλους και παιδιά— φέρνοντας το χάος στον πλανήτη. Προφανώς, δεν τίθεται πια θέμα κράτους ή έννομης τάξης. Όλα έχουν κυλήσει σε μια αλά Μαντ Μαξ εποχή. Συμμορίες λυμαίνονται τις πόλεις, οι φόνοι είναι στην ημερήσια διάταξη, δεν υπάρχει νόμος πιο δυνατός από τη δύναμη των όπλων. Αλλά και του χρήματος. Κάποιοι από τους πολύ-πολύ πλούσιους μπορούν ίσως να ζήσουν σε πολύ συγκεκριμένες κοινότητες, μακριά από τους κανίβαλους με τις μηχανές και τα όπλα: σε πελώρια πλοία, για παράδειγμα. Και η δικαιοσύνη; Η δικαιοσύνη είναι το πιο μεγάλο θύμα της θανατηφόρας πανδημίας. Με τη διαφορά ότι ο ήρωας της ιστορίας μας έχει διαφορετική γνώμη. Συναρπαστικό μικρό μυθιστόρημα, σκληρό και ρεαλιστικό παρά το αναληθοφανές περιβάλλον. Είναι όμως στ’ αλήθεια τόσο αναληθοφανές; Ίσως και όχι…

Ο «Καταστροφέας», η δεύτερη ιστορία (έκτασης 65 σελίδων), μας πάει σε μία άλλη εκδοχή τού αύριο. Εδώ δεν έχουμε τα μετέπειτα κάποιας σύγχρονης πανούκλας, αλλά ενός παγκόσμιου πολέμου. Ενός παγκόσμιου πολέμου, μεταξύ των ΗΠΑ και της… Ρωσοευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας, που το τέλος του βρίσκει την ανθρωπότητα να έχει αποκοπεί απολύτως από τη σύγχρονη τεχνολογία — από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, για παράδειγμα, ή τους υπολογιστές. Όλα αυτά ανήκουν πλέον μόνο σε μία μικρή μειονότητα, και στον στρατό. Ο ήρωας εδώ πρέπει να σώσει τη γυναίκα του, που είναι βαριά άρρωστη. Για να τη σώσει, όμως, πρέπει να καταστρέψει τις ίδιες του τις μνήμες, με ένα μηχάνημα που διαθέτει και ελέγχει μόνο ο στρατός. Θα τα καταφέρει; Και με τι τίμημα; Ακούγεται μπερδεμένο, αλλά δεν είναι. Είναι συναρπαστικό.

Στην τρίτη ιστορία (έκτασης 120 σελίδων), με τίτλο «Τα τζιτζίκια», δεν έχει καταστραφεί ο κόσμος. Κάθε άλλο. Εδώ, ο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές έχει κατορθώσει το ακατόρθωτο: το ταξίδι στον χρόνο. Δεν είναι όμως ένα… «φυσιολογικό» ταξίδι στον χρόνο, αλλά η μεταπήδηση σε ένα από τα άπειρα παράλληλα σύμπαντα που υπάρχουν, ή που κατασκευάζονται τη στιγμή που επιχειρείς το άλμα. Στο μεταξύ, αυτός και ο φίλος του κάνουν διακοπές στην Ισπανία, και για την ακρίβεια στην Παμπλόνα — την πόλη με τις γνωστές «ταυροδρομίες». Εκεί, θα συναντήσουν μία κοπέλα. Και θα την ερωτευτούν. Και οι δύο. Και θα τη θέλουν και οι δύο — μέχρις θανάτου. Τι μπορεί να πάει στραβά; Κατά τον Νέσμπο, τα πάντα. Και πράγματι όλα πάνε στραβά…

Φωτ.: Stian Broch

Η επόμενη ιστορία, με τίτλο «Το αντίδοτο», είναι μόλις 35 σελίδες, και είναι η μόνη που δεν είναι Επιστημονική Φαντασία. Ταιριάζει όμως στη συλλογή με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Είναι η πιο τραγική, πιο δυσοίωνη από όλες, και μάλλον η πιο σκοτεινή και πιο πεσιμιστική από τις πέντε. Εδώ ο Νέσμπο κάνει πολύ μεγάλο παιχνίδι, σε ένα πολύ πιο «λογοτεχνικό», πολύ σφιχτοδεμένο κείμενο, μιλώντας για έναν πατέρα και έναν γιο που δουλεύουν μαζί σε μία φάρμα εκτροφής… φιδιών, για εξαγωγή αντιδότων. Όπως καταλαβαίνουμε όλοι, κάποιος ή κάποιοι θα τσιμπηθούν από τα φίδια κάποια στιγμή, έτσι δεν είναι; Μένει να δούμε τι θα συμβεί μετά. Ωραίο κείμενο, ξεχωριστό.

Αυτή όμως που μας άρεσε περισσότερο είναι ο «Μαύρος ίππος»(με έκταση 90 σελίδες), η τελευταία ιστορία του βιβλίου. Εδώ βρισκόμαστε σε μία εποχή που τα έθνη έχουν καταστραφεί σαν οντότητες —όπως άλλωστε και οι περισσότερες μεγαλουπόλεις, που μεταβλήθηκαν σε πελώριες φαβέλες—, και τη θέση τους έχουν πάρει κάποιες mega-εταιρίες. Αυτές οι εταιρίες —που παράγουν προϊόντα: υλικά ή τηλεοπτικά και παρεμφερή— χρειάζονται όλο και περισσότερους πελάτες. Και βρίσκονται σε έναν διαρκή πόλεμο με τον ανταγωνισμό. Λέγοντας «πόλεμο», το εννοούμε κυριολεκτικά: προσλαμβάνουν διαρκώς επαγγελματίες δολοφόνους για να βγάλουν από τη μέση υψηλόβαθμα στελέχη των αντίπαλων εταιριών. Ο πρωταγωνιστής μας είναι ένας τέτοιος δολοφόνος, και δη υψηλοτάτου επιπέδου. Είναι και ψυχολόγος. Και είναι και υπνωτιστής. Όμως θα βρεθεί αντιμέτωπος με κάποιον που είναι πολύ καλύτερός του. Ένα συναρπαστικό θρίλερ, που θυμίζει Στίβεν Κινγκ στα καλύτερά του: άλλωστε υπάρχει μία ευθεία αναφορά στον Κινγκ, που διαρκεί —όπως θα δει ο αναγνώστης— από το ένα παράθυρο στο άλλο. Εκπληκτικό διήγημα, που δεν γίνεται παρά να το τελειώσεις κάθιδρος. Ακόμη και αν έχεις το κλιματιστικό στο φουλ.

Συνολικά ένα βιβλίο που θα το ευχαριστηθούν και με το παραπάνω οι αναγνώστες. Ωραία έκδοση από το Μεταίχμιο, τον εκδότη του Νέσμπο, σε μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη.

                                                                             ***

Ακολουθεί ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον «Καταστροφέα»:

Ξανακάθισα στη θέση μου τρέμοντας.

Κάτι θλιμμένο, σχεδόν πονεμένο, έλαμπε στα μάτια του, το βλέμμα που είχαν και οι γιατροί που έρχονταν να μας δείξουν τις αιματολογικές εξετάσεις των ασθενών τους και τους εξηγούσαμε ότι έπασχαν από χαντεσίτιδα.

Έπαιρνα τακτικά δείγματα από το αίμα και τους ιστούς της Κλάρα, λέγοντάς της ψέματα ότι τα έστελνα σ’ έναν συνάδελφο που εργαζόταν πάνω στη θεραπεία του συνδρόμου Werner. Στο εργαστήριο παρατηρούσα ότι το φάρμακο είχε τα ίδια αποτελέσματα που είχε και στα ποντίκια: η γήρανση όχι μόνο επιβραδυνόταν, αλλά φαινόταν να σταματάει τελείως.

Όμως το φάρμακο είχε και μια παρενέργεια, που είχαμε επίσης ανακαλύψει για πρώτη φορά σε ποντίκια. Η Μελίσα ανέφερε ότι κινούνταν λιγότερο, ότι είχαν σταματήσει να αποζητούν να βρεθούν μαζί με άλλα ποντίκια στο κοινό κλουβί, ότι έμοιαζαν απαθή. Η μόνη τους ζωηρή αντίδραση ήταν να δείχνουν τα δόντια τους στους βοηθούς ερευνητές που τα τάιζαν. Δεν ξέρω κατά πόσο τα αφρικανικά πυγμαία ποντίκια –ή η Κλάρα, εδώ που τα λέμε– έχουν προδιάθεση για κατάθλιψη. Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι οι ξαφνικές εναλλαγές της διάθεσης, η απάθεια και η αυξανόμενη αδράνειά της οφείλονταν στη σκέψη ότι την περίμενε συντόμως ο θάνατος. Αλλά δεν είχε δείξει παρόμοια συμπεριφορά μέχρι που άρχισα να προσθέτω το φάρμακο στο τσάι της, και η αλλαγή επήλθε, αν όχι εν μιά νυκτί, τουλάχιστον τόσο γρήγορα και έντονα, που αποφάσισα να της μειώσω τη δόση. Χωρίς το πολυπόθητο αποτέλεσμα• αντιθέτως, οι εναλλαγές της διάθεσης και η απαισιοδοξία της επιδεινώθηκαν, φαινόταν μάλιστα να έχει αναπτύξει και εθισμό στο φάρμακο. Η Μελίσα είχε επίσης αναφέρει ότι όταν, κατόπιν συμβουλής μου, μείωσε τη δόση του Ανκχ σε δύο από τα ποντίκια, η συμπεριφορά τους δεν είχε αλλάξει. Άλλαξε μόνο όταν τους χορηγήσαμε αντικαταθλιπτικά. Και ευτυχώς αυτό συνέβη και με την Κλάρα, όταν ανακάτεψα το ίδιο φάρμακο στο τσάι της.

Μια μέρα ο Ντάνιελ Έγκερ, ο ασπρομάλλης πρόεδρος της εταιρείας, μπήκε στο γραφείο μου. Η οικογένεια Έγκερ κατέχει το εξήντα τοις εκατό των μετοχών της AntoilMed και δεν είχα δει ποτέ τον πατριάρχη της οικογένειας να φοράει οτιδήποτε άλλο εκτός από τουίντ κουστούμια και αθλητικά παπούτσια και να κρατάει στο χέρι ένα μπαστούνι, η λειτουργία του οποίου ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί, αφού ο Ντάνιελ Έγκερ περισσότερο τρέχει παρά περπατά.

Κάθισε, δίπλωσε τα χέρια του πάνω στη λεία λαβή του μπαστουνιού του και με κοίταξε.

«Σκέψου» είπε έπειτα από λίγο χαμογελώντας με τα μαργαριταρένια του δόντια, που πολύ πιθανόν να ήταν τέτοια στην κυριολεξία. «Στον εγκέφαλο που έχω απέναντί μου βρίσκεται η λύση στο ερώτημα που η ανθρωπότητα προσπαθεί να λύσει από καταβολής κόσμου. Πώς να ξεφύγει από τονθάνατο».