- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο εγγονός του Γκάμπο γράφει ένα σπαρακτικό μυθιστόρημα για το τέλος
Ένα σκληρό αλλά και απόκοσμα σαγηνευτικό μυθιστόρημα για τον κόσμο των ναρκωτικών, από τον εγγονό του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Για το μυθιστόρημα του Ματέο Γκαρσία Ελισόντο, «Ραντεβού με τη Λαίδη» (μετάφραση Αγγελική Αλεξοπούλου, Εκδόσεις Καστανιώτη)
Το «Ραντεβού με τη Λαίδη» είναι ένα μυθιστόρημα για τολμηρούς. Είναι πολύ δυνατό, πολύ σκληρό, και πολύ ρεαλιστικό με έναν τρόπο «μαγικό». Αφορά έναν «τελειωμένο ναρκομανή», έναν άνθρωπο που παρέδωσε όλη του τη ζωή —και τώρα και τον θάνατο— στη Λαίδη, στην ηρωίνη, καθώς ποτέ του δεν θέλησε κάτι άλλο με μεγαλύτερο πάθος από αυτό.
Ο πρωταγωνιστής αυτής της μακάβριας, ανατριχιαστικής ιστορίας δεν κρίνει κανέναν, δεν πολεμά κανέναν, δεν τα ’χει καν με τον εαυτό του ή με το σύστημα ή με τους εμπόρους ή με οτιδήποτε. Ξέρει ποιος είναι και τι έκανε, έχει πάρει τις αποφάσεις του, και τώρα θέλει απλώς να τελειώνει, όπως τελείωσαν τόσοι και τόσοι άλλοι πριν από αυτόν. Μάλιστα, θέλει να τελειώνει εκατό τοις εκατό, να φύγει στα σίγουρα, να μην υπάρξει κάποιος που θα τον σώσει, που θα τον επαναφέρει, που θα τον προλάβει την τελευταία στιγμή και θα τον πάει στα Επείγοντα για ακόμη μία φορά. Έχει κουραστεί.
Εξ ου και επιλέγει το Σαποτάλ, αυτό το χωριό-φάντασμα έξω από τον χάρτη, στα σύνορα με τη ζούγκλα, απόκοσμο και παρακμιακό και νεκρό το ίδιο, κουβαλώντας μαζί του μόνο λίγη ηρωίνη και λίγο όπιο —την τελευταία καβάτζα που έχει εξασφαλίσει στην πόλη—, με βασικό σχέδιο να τα καταναλώσει γρήγορα-γρήγορα στο φρικτό δωματιάκι που νοικιάζει με τα τελευταία του χρήματα στο χωριό — και να χαθεί. Στο μεσοδιάστημα, καταγράφει τις σκέψεις του για το σήμερα και το χθες, αλλά κυρίως για τη Λαίδη, στο τετράδιό του: αυτό είναι το βιβλίο που διαβάζουμε ανατριχιασμένοι και τρώγοντας τα νύχια μας μέχρι την τελευταία του λέξη — και ακόμη παρακάτω.
Ο εξασκημένος αναγνώστης έχει ήδη αναγνωρίσει στο Σαποτάλ την Κομάλα, το κολαστήριο που μάθαμε στον «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο (μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη). Και βέβαια όλοι θυμόμαστε πρώτο-πρώτο το «Junkie» του Γουίλιαμ Μπάροουζ (μετάφραση Νίκος Πρατσίνης, Εκδόσεις Απόπειρα) όταν μαθαίνουμε τον πρωταγωνιστή τού «Ραντεβού με τη Λαίδη». Και κάποια άλλα βιβλία παραίτησης, εξάρτησης, και θανάτου (το «Κάτω από το ηφαίστειο», αίφνης). Όλες οι αναφορές είναι σωστές και χρήσιμες. Αλλά από ένα σημείο και μετά, ξεχνιούνται.
Αν μπορούμε να κρίνουμε από αυτό το πρώτο βιβλίο, ο Ματέο Γκαρσία Ελισόντο πρόκειται να μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον. Έχει στόφα μεγάλου συγγραφέα. Το γράψιμό του είναι σαγηνευτικό, ακόμη και όταν μιλάει για πράγματα από μόνα τους άσχημα, σκληρά, πένθιμα, έως και βδελυρά. Δανείζεται το υλικό του από τα πιο σκοτεινά μέρη, και από αυτά με τον περισσότερο πόνο και την περισσότερη βρομιά, και, με ένα στιλ που δεν μπορείς παρά να το ζηλέψεις, φτιάχνει έναν κόσμο τόσο δυνατό και ζωντανό, που σχεδόν σε ακολουθεί όταν σηκώνεσαι από την πολυθρόνα σου για να πιεις λίγο νερό. Ακόμη και ο ιδρώτας σου έχει μια νότα από το Μεξικό. Το βιβλίο σε «μολύνει», με έναν τρόπο μοναδικό. Ο ζόφος που αποπνέουν όλες οι σελίδες του μυθιστορήματος —όλες οι λέξεις, για να είμαστε πιο ακριβείς— από ένα σημείο και μετά γίνεται χειροπιαστός. Η κούραση του πρωταγωνιστή γίνεται και δικιά μας κούραση, οι εμμονές του γίνονται και δικές εμμονές.
Η αφηγηματική δεινότητα του Ματέο Γκαρσία Ελισόντο, η ποιητικότητά του, η αίσθηση που έχει για το τραγικό, η ηρωική καταβύθισή του στον κόσμο του ήρωά του, είναι αναμφισβήτητες. Και είναι μόλις 35 χρονών σήμερα. Έγραψε αυτό το άκρως αντισυμβατικό βιβλίο στα 30 του, ενώ μέχρι τότε δεν είχε ασχοληθεί παρά μόνο με τα κόμικς και το σενάριο (κυρίως για μικρού μήκους ταινίες).
Αν και ο ίδιος μάλλον κουράζεται ή και ενοχλείται όταν του το επισημαίνουν, δεν παύει βέβαια να είναι ο εγγονός του Gabriel García Márquez (τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου), τον μαγικό ρεαλισμό του οποίου τιμά και με το παραπάνω στο «Ραντεβού», καθώς εδώ πάνω και κάτω κόσμος, ζωντανοί και πεθαμένοι, καλοί και κακοί, άνθρωποι και ζώα, όλοι και όλα μπερδεύονται και γίνονται ένα, περπατώντας στα χωμάτινα στενάκια του Σαποτάλ, όλοι και όλα σέρνουν τα κουρασμένα βήματά τους προς το τέλος όλων των πραγμάτων. Δεν ξέρουμε τι είναι πραγματικό και τι όχι, αλλά ξέρουμε πως τελικά δεν έχει καμία σημασία.
* * *
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το Κεφάλαιο 7. Η μετάφραση της Αγγελικής Αλεξοπούλου (που συνέθεσε στις σημειώσεις της και ένα χρήσιμο γλωσσάρι αργκοτικών όρων για τη ναρκωτικά και τη χρήση) μας άρεσε πάρα πολύ.
Έφτασα σε ένα σταυροδρόμι της ύπαρξής μου και είναι επιτακτική ανάγκη να προβώ σε αλλαγές στη μέθοδο που ακολουθώ. Έτσι, πήρα τα μέτρα που έχω προβλέψει για τέτοιου είδους καταστάσεις: Ετοίμασα ένα ταξίδι με όπιο και θα πέσω στο κρεβάτι να καπνίσω.
Μια δόση οπίου είναι ό,τι πιο ευχάριστο υπάρχει, και στην περίπτωσή μου ιδιαίτερα υγιεινή, γιατί αμέσως αρχίζει να επανέρχεται ένα είδος διαύγειας και θυμάμαι όλα εκείνα που λησμονώ όταν είμαι ξύπνιος. Σαν να είχα μια παράλληλη ζωή που λαμβάνει χώρα σε αυτό εδώ το ράντζο, και η απλή μυρωδιά του καπνού του οπίου μού θυμίζει εκείνο το μέρος. Η γεύση του, σαν γλυκό φρεσκοψημένο ψωμί, μου μουδιάζει το λαιμό και με βυθίζει σ’ εκείνο τον ζεστό, βελούδινο χώρο. Τραβάω κάμποσες τζούρες όσο ακόμα μπορώ να ελέγξω τα μέλη μου, προτού γίνουν ξένα προς εμένα. Τα πράγματα αποκτούν λάμψη, ένα εσωτερικό φεγγοβόλημα που τους χαρίζει μια δυσδιάκριτη ανάσα ίδια με τη δικιά μου, ίδια με το χτύπο της καρδιάς μου, που γίνεται όλο και πιο ανεπαίσθητος. Νιώθω στο σώμα μου μια σπίθα ζωντάνιας περίπου σαν αυτή που καταλαβαίνω ότι διατρέχει το μεταλλικό κύπελλο, την μπογιά στον τοίχο, το πόδι της καρέκλας. Η σάρκα μου είναι αδιαχώριστη από το υλικό από το οποίο είναι καμωμένα όλα τα πράγματα, το πνεύμα μου αποκόπτεται από αυτήν και ελεύθερη περιπλανιέται στο χρόνο και το χώρο.
Βλέπω να σχηματίζεται μια κοιλάδα κοντά στη θάλασσα, με ένα κόκκινο αμάξι να τη διασχίζει κατά μήκος ενός χωματόδρομου, σηκώνοντας σκόνη και άμμο. Παρατηρώ την καθαρότητα της σκηνής, σαν να ήμουν μέρος της, προτού συνειδητοποιήσω ότι αυτό το έχω ζήσει. Είναι η φορά που πήγαμε στη θάλασσα ο Κλέτο, ο Χάιρο κι εγώ για να ψωνίσουμε Λαίδη. Ήμασταν δεκαεννιά χρόνων και μέσα σε δέκα μέρες αποτελειώσαμε μια μπάλα όπιο ίσα με ένα πορτοκάλι, ξεφάντωμα αξίας δέκα χιλιάδες πέσος που ήταν να διαρκέσουν τρεις μήνες. Σε αυτό το διάστημα, έγινε καπνός ο διακινητής και πάθαμε μεγάλη νίλα από τη χαρμάνα. Πήραμε σβάρνα τις γειτονιές, αλαφιασμένοι και τρέμοντας από τα ρίγη, καθώς όμως δεν βρήκαμε τίποτα, μπήκαμε στο αμάξι του Κλέτο και πήγαμε γραμμή στη θάλασσα. Ακόμα βλέπω τη χαίτη Μοϊκανού και το σπασμένο δόντι του Χάιρο, χαμογελώντας παρά το χαρμάνιασμά του. Τον ακούω να λέει ότι στη θάλασσα θα είναι εύκολο να φτιαχτούμε, πως γι’ αυτό έρχονται τα Αμερικανάκια διακοπές, εξασφαλισμένα πράγματα, στην ίδια παραλία με αυτόν που πουλάει τις καρύδες. Αλλά ποτέ δεν βρήκαμε όπιο. Μόνο Λαίδη υπήρχε. Κανένας μας δεν είχε δοκιμάσει, αλλά το μόνο που θέλαμε ήταν να ανακουφιστούμε. Και ανακουφιστήκαμε.
Την πρώτη φορά που ρίχνεις ηρωίνη, νιώθεις ότι, επιτέλους, βρήκες κάτι καταπληκτικό, κάτι για το οποίο αξίζει τον κόπο να ζεις. Για μας δεν ήταν έτσι. Η ζωή μας έμελλε να είναι πολύ τετριμμένη και πολύ μοναχική, μέχρι που βρήκαμε τη Λαίδη. Τότε νιώσαμε σαν να είχαμε ζευγαρώσει με την πιο αισθησιακή γυναίκα του πλανήτη. Μας έδωσε ένα λόγο για να μην τη χωρίσουμε ποτέ. Νιώθεις πανίσχυρος, αισθάνεσαι ότι είσαι ικανός για τα πάντα και ότι μπορείς να τα καταφέρεις. Θεωρείς ότι είσαι ο πιο χωρατατζής της παρέας, ο πιο ευφυής, ο πιο αισθαντικός. Διεύρυνε τη βεντάλια των αισθήσεων που είχαμε στη διάθεσή μας πολύ πιο πέρα από εκεί που μπορούσαν να επιτρέπουν στον εαυτό τους να φτάνουν οι κοινοί θνητοί, τους οποίους είχαμε αρχίσει να βλέπουμε με περιφρόνηση. Όταν κάνεις χρήση ηρωίνης, είσαι πανευτυχής, σαν να ξέρεις ακριβώς τι είναι αυτό που χρειάζεσαι, κάνεις τα πράγματα με τόση ευχαρίστηση και τόση ευκολία, ώστε μετά αισθάνεσαι ότι πια δεν μπορείς να κάνεις τίποτα χωρίς αυτήν. Φτάνεις στο σημείο να σκέφτεσαι ότι η ζωή χωρίς εκείνη δεν είναι καν ζωή, παρά μόνο ένα κουβάρι πόνου και δυσθυμίας, ένας αγώνας δρόμου κόντρα σε συνεχή εμπόδια. Η αληθινή ζωή, κι ας είναι λίγοι αυτοί που το γνωρίζουν, είναι εκείνη που ζεις υπό την επήρεια της Μεγάλης Κυρίας.
[…]
Ενώ είμαι ακόμα νταγκλαρισμένος, φτιάχνω τη δόση μου και τραβάω μερικές ρουφηξιές όπιο. Η Λαίδη παρατείνει τα οράματα του οπίου· περιέρχομαι σε μια νεκρική κατάσταση και αφήνομαι να υπνωτιστώ από το φέγγος των φώτων μέσα στο κρανίο μου. Θυμάμαι να περνάω μέρες ολόκληρες έτσι, πεσμένος πάνω σε ένα στρώμα, κάνοντας πρόβα για να μην ξανασηκωθώ ποτέ πια, νιώθοντας τα ντουβάρια του δωματίου να επικρέμανται από πάνω μου, ώσπου να με ζώσουν σφιχτά γύρω από το στήθος. Τα αυτιά μου ζουζουνίζουν με ένα ηλεκτρικό βούισμα, σάμπως καταρράκτες ή καλώδια υψηλής τάσης, αλλά και έτσι ακόμα, οι θόρυβοι του χωριού μπαίνουν από το παράθυρό μου, και μέσα από το βαθύ γλάρωμά μου τα καταλαβαίνω όλα· ακούω τα σκυλιά να αλυχτάνε και τις καμπάνες της εκκλησίας να χτυπάνε, τα σερνάμενα βήματα όσων τριγυρίζουν στους δρόμους, τους καβγάδες μέχρι θανάτου και τους οργισμένους θρήνους που τους ακολουθούν. Ακούω τις κηδείες που περνούν και τα βογκητά ηδονής και πόνου, που βγαίνουν από τα σπίτια οποιαδήποτε ώρα της μέρας. Αρχίζω και πάλι να μαθαίνω τι συμβαίνει όταν είμαι από την άλλη πλευρά του καπνού· και αυτό που συμβαίνει είναι ότι επιστρέφουν οι νεκροί ή μπορεί πάλι να πηγαίνω εγώ προς το μέρος όπου ζουν οι νεκροί, και αυτοί μού επιτρέπουν να μείνω μαζί τους για λίγο.
Ναι, η ηρωίνη είναι η πύλη εισόδου στον κόσμο των νεκρών. Γιατί σκοτώνει αργά και δεν υπάρχει τίποτα σαν μια ζωή που ξοδεύεται στην πρέζα, τίποτα παρά μόνο καταβάσεις λίγο ως πολύ παρατεταμένες προς τον Κάτω Κόσμο. Αλλά και γιατί, όταν σουτάρεις Λαίδη, τα πάντα επιβραδύνονται. Δημιουργείται, θαρρείς, κάτι σαν σιωπή μέσα σου, και τους ακούς, τους νιώθεις γύρω σου. Ακούς τους ακατάπαυστους ψιθύρους τους και νιώθεις πάνω σου τα διερευνητικά τους βλέμματα, γεμάτα ενδιαφέρον.
Οι νεκροί μάς παρατηρούν μαγεμένοι, αλλά απόλυτα φευγάτοι. Τους περισσότερους δεν τους αφορούν πλέον τα εγκόσμια· νομίζω ότι μας βλέπουν με συμπάθεια και λύπηση, γιατί εμάς μας αφορούν, λόγω της σημασίας που δίνουμε στα πάντα. Τα βλέπουν όλα σαν πίσω από ένα τζάμι, από την οπτική αυτού που δεν έχει τίποτα να χάσει, αυτού που δεν αντιτίθεται σε τίποτα, ούτε καν στον ίδιο το χρόνο.
Κάποιοι από αυτούς δεν θέλουν να είναι νεκροί, θέλουν να συνεχίσουν να παίζουν το παιχνίδι της ζωής και, καθώς δεν μπορούν, εκνευρίζονται και περιφέρονται ανήσυχοι στη Γη πρήζοντας τους ζωντανούς. Σε αυτό το χωριό είναι πάμπολλοι. Πάνε κι έρχονται στα σοκάκια και στους διαδρόμους των σπιτιών, μπαίνουν μέσα από καθαρή περιέργεια και σε παρατηρούν. Το καλύτερο είναι να τους αγνοήσεις, γιατί, έτσι και αντιληφθούν ότι μπορείς να τους δεις, αρχίζουν να δείχνουν ενδιαφέρον για σένα. Έρχονται και κάθονται στο κρεβάτι μου ή στέκονται στην κάσα της πόρτας, και μου μιλάνε, γιατί ξέρουν ότι εγώ τους ακούω, ότι κατά βάθος είμαι ένας από αυτούς, παρόλο που εξακολουθώ να είμαι από τούτη την πλευρά. Μου εξομολογούνται τις αγωνίες τους, με στέλνουν να τους κάνω θελήματα…