Ελένη Σικελιανός: Η δισέγγονη του Άγγελου Σικελιανού μας διηγείται συναρπαστικές ιστορίες της οικογένειάς της
Οι ιστορίες είναι (τουλάχιστον) τρεις – στην πραγματικότητα όμως πολύ περισσότερες, κομμάτια μιας ευρύτερης οικογενειακής ιστορίας. Και τι ιστορίες!
Η Ελένη Σικελιανός, δισέγγονη του Άγγελου Σικελιανού, μας μιλάει για το βιβλίο της «Εσύ η ζωώδης μηχανή» (εκδ. Πατάκη) και για τη γιαγιά της τη Χρυσή Ελληνίδα, τον διάσημο παππού της, την πρόγιαγιά της Εύα Πάλμερ
Δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις. Οι ιστορίες είναι (τουλάχιστον) τρεις – στην πραγματικότητα όμως πολύ περισσότερες, κομμάτια της ευρύτερης οικογενειακής ιστορίας της Ελένης Σικελιανός. Και τι ιστορίες! Για ποιον να πρωτοπούμε;
Για την Εύα Πάλμερ, την πρόγιαγιά της, μια πραγματικά απίστευτη γυναίκα; Πολύ πλούσια Αμερικανίδα, γεννήθηκε το 1884 και έζησε μέχρι το 1952: ηθοποιός, σκηνοθέτρια, συνθέτρια, υφάντρια, διανοούμενη και λεσβία, λάτρεψε την Αρχαία Ελλάδα, αγάπησε πολύ τη χώρα μας και συνέδεσε τη μοίρα της με αυτή του μεγάλου Έλληνα ποιητή.
Για τον Άγγελο Σικελιανό, τον διάσημο προπάππου της; Λευκαδίτης αστός, διανοούμενος, κοσμοπολίτης, πολυταξιδεμένος, αφοσιωμένος με όλη του την ψυχή στην ποίηση και ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, έζησε μια ζωή περιπετειώδη και πολυτάραχη, παρών σε όλα τα μεγάλα γεγονότα της νεότερης ιστορίας μας.
Ή μήπως για την τρομερή ελληνο-αμερικανίδα, μητέρα της μητέρας της από το άλλο σόι; Κατηφορίζοντας τον ένα κορμό του γενεαλογικού της δέντρου, από τους Σικελιανούς, βρισκόμαστε να ανηφορίζουμε αυτό της γενιάς του Γιάννη Παπαμάρκου ή John Diamond, του προπάππου της ο οποίος διέσχισε τον Ατλαντικό το 1922 σε ένα μακρύ ταξίδι που τον έφερε στις μεσοδυτικές πολιτείες της αμερικανικής ηπείρου, και να βουτάμε στην τρομερή ιστορία της κόρης του Ελένης Παπαμάρκου. Είναι η γιαγιά της, η Χρυσή Ελληνίδα, χορεύτρια μπουρλέσκ με το ψευδώνυμο Μελένα, το Κορίτσι Λεοπάρδαλη, μητέρα τριών παιδιών και γυναίκα πέντε συζύγων, έζησε τη ζωή της άλλοτε περιοδεύοντας στα κλαμπ της Αμερικής του ’50 και άλλοτε περιπλανώμενη σε τροχόσπιτα στις ερήμους της Καλιφόρνιας. Η Ελένη Σικελιανός ήρθε στην Ελλάδα από την Αμερική με αφορμή το βιβλίο της για τη γιαγιά της, «Εσύ η ζωώδης μηχανή - Η χρυσή Ελληνίδα», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά.
Μόλις κυκλοφόρησαν όμως κι άλλα δύο βιβλία που την αφορούν, όλα από τις εκδόσεις Πατάκη, με αφορμή την επέτειο των 70 χρόνων –πέρσι– από τον θάνατο του Άγγελου Σικελιανού (1884-1951). Η βιογραφία της Αρτέμιδος Λεοντή «Εύα Πάλμερ-Σικελιανού - Υφαίνοντας τον μύθο μιας ζωής», την οποία δεν θες να αφήσεις από τα χέρια σου. Και η ανθολογία ποιημάτων «Άγγελος Σικελιανός - Τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο», σε επιμέλεια Χάρη Βλαβιανού και Ευριπίδη Γαραντούδη, όπου έχει γράψει η ίδια το Επίμετρο, ένα προσωπικό σημείωμα για τον διάσημο προπάππου της.
Πηγαίνω να συναντήσω την Ελένη Σικελιανός σε ένα καφέ με φόντο την Ακρόπολη, και σκέφτομαι την ιστορία της γιαγιάς της, της πρόγιαγιάς της, αλλά και του πατέρα της, ενός από τα τρία παιδιά του Γλαύκου (μοναχογιού της Εύας και του Άγγελου, που ακολούθησε τη μητέρα του στην Αμερική, παππού της Ελένης). Για τον πατέρα της έχει επίσης γράψει ένα βιβλίο, «Το βιβλίο του Τζον» (The Book of John), μια τρυφερή νεκρολογία, αποτελούμενη από επιστολές, αναμνήσεις, ποιήματα, ημερολογιακές εγγραφές (Πατάκης, 2020), μια τεχνική που θα ακολουθούσε αργότερα και στο βιβλίο για τη γιαγιά της, αυτό που μόλις κυκλοφόρησε. Ο πατέρας της, πολύ ιδιαίτερος και αυτός, πέθανε το 2001 σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου από υπερβολική δόση ναρκωτικών έχοντας ζήσει επί τρία χρόνια ως άστεγος στους δρόμους της Αλμπουκέρκης του Νέου Μεξικού. Ήταν απόγονος Ελλήνων ευγενών, των Σικελιανών δηλαδή, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ναρκομανής, ταλαντούχος μουσικός, αυτοδίδακτος ξυλοκόπος και λάτρης της φύσης, με μια θαυμαστή, ανάμεσα στα άλλα, ικανότητα να συνδέεται με τα ζώα.
Η Ελένη Σικελιανός, βραβευμένη, πολυμεταφρασμένη Αμερικανίδα ποιήτρια και λογοτέχνισσα, κάθεται απέναντί μου γοητευτική και λαμπερή, σαν ολοζώντανη απόληξη όλων αυτών των ιστοριών. Της λέω πόσο ξεχωριστό είναι ότι στο γενεαλογικό της δέντρο βρίσκεις ζωές που η κάθε μία τους θα μπορούσε να γίνει ταινία – και που εκείνη τις κάνει λογοτεχνία.
«Πρώτα το βιβλίο για τον Τζον (τo 2004), μετά για την Ελέιν (το 2014), από τότε που έγινα συγγραφέας προσπάθησα να βγάλω νόημα από αυτές τις ιστορίες, είναι τόσο διαφορετικές και τόσο έντονες, προσπάθησα να βάλω μαζί κατά κάποιον τρόπο όλα αυτά τα μέρη από όπου έρχομαι. Η μητέρα μου είναι πολύ παρούσα στο βιβλίο για τη γιαγιά μου, στην πραγματικότητα ήταν ένας τρόπος να μιλήσω για αυτήν αλλά όχι ευθέως – θα ήθελα να γράψω κι ένα που θα είναι πιο πολύ εκείνη. Προς το παρόν δουλεύω το βιβλίο για την Εύα και τον Άγγελο, αν και δεν ξέρω πότε θα τα καταφέρω να το τελειώσω!»
Το κάθε βιβλίο για κάποιο πρόσωπο της οικογένειάς της παίρνει χρόνια έρευνας: συλλογής αναμνήσεων και χαρτογράφησης τραυμάτων, οικογενειακών αφηγήσεων, μελέτης ντοκουμέντων, επισκέψεων στους τόπους όπου έζησαν, στις επαύλεις ή τα τροχόσπιτά τους, στους δρόμους που οδήγησαν και περπάτησαν. Καθώς μου μιλάει νιώθω μια οικειότητα που προφανώς εκπέμπει η ίδια, αλλά και επειδή ξέρω τόσα για την ιστορία της. Που με την ίδια ως κέντρο, τη βλέπουμε πρώτα από ψηλά προσπαθώντας να καταλάβουμε τη μεγάλη εικόνα: ποιος παντρεύτηκε ποιον και ποιους γέννησαν. Και μετά κάνουμε ζουμ στις επιμέρους ζωές: της Εύας, του Άγγελου, του Τζον και της Ελέιν.
«My family» λέει συχνά στη συζήτησή μας, και εννοεί κάποιον από όλους, ανάλογα με το για ποιον συζητάμε.
Πρώτη ιστορία: Γιαγιά Ελένη/Ελέιν, η γυναίκα λεοπάρδαλη
Στη Σικελιανός αρέσει να μιλάει ελληνικά, μιλάει κάπως αδέξια αλλά και με ενθουσιασμό. Πιάνει το βιβλίο που έχουμε στο τραπέζι και μου δείχνει το εξώφυλλο. «Στην ελληνική έκδοση ο Χάρης (Βλαβιανός, σύμβουλος έκδοσης των εκδ. Πατάκη) επέμενε να βάλουμε αυτή τη φωτογραφία. Είναι η iconic φωτογραφία της γιαγιάς μου (με στολή λεοπάρδαλης από κάποιο show) που έβλεπα από παιδί. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν τη σκάναρα, ήμουν τόσο σοκαρισμένη κάνοντας ζουμ σε διάφορα σημεία του σώματός της. Δεν διακρίνεται πολύ καθαρά, αλλά να, εδώ μπορείς να δεις το πρόσωπό της, κι εδώ το μάτι της πίσω από τη μάσκα (μου το δείχνει), κομμάτια της φωτογραφίας υπάρχουν σκόρπια στο βιβλίο και μόνο στο τέλος τη βλέπουμε ολόκληρη».
Ξεφυλλίζουμε τις φωτογραφίες. Βλέπουμε τη γιαγιά της σε διάφορες καλλιτεχνικές πόζες από τα κλαμπ όπου εμφανιζόταν χορεύοντας οριεντάλ: ένα είδος κονσοματρίζ της εποχής. Πιο κάτω έναν ορυκτολογικό χάρτη της κομητείας Κερν και μετά ένα manual για το πώς να ταριχεύσεις ασπόνδυλα και στην απέναντι σελίδα η φωτογραφία ενός ταριχευμένου σκορπιού. «Δεν είναι δικός της, αλλά είναι σαν αυτούς που έφτιαχνε η γιαγιά μου όταν ζούσε στην έρημο και είχε το μαγαζί με τους πολύτιμους λίθους».
Είναι αληθινά όλα αυτά; «Η ιστορία είναι αληθινή, αλλά ο τρόπος που προσπαθώ να καταλάβω τη ζωή κάποιου είναι μερικές φορές επινοώντας πράγματα – εξάλλου υπάρχουν τόσα κενά και πράγματα που δεν γνωρίζω». Και ποιος μπορεί να ξέρει σε λεπτομέρειες τη ζωή της γιαγιάς του; Σε κάθε οικογενειακή ιστορία υπάρχουν μυστικά και μυστήρια, μου λέει, και τα κενά δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν με μια γραμμική αφήγηση της ιστορίας. Στο βιβλίο της τα συμπληρώνει συνδυάζοντας ποικίλα λογοτεχνικά είδη: δοκίμιο, χρονικό, ποίηση, λεύκωμα.
Ένα παλίμψηστο από γεγονότα, γενεαλογίες πραγμάτων (ο χορός της κοιλιάς έφτασε στην αμερικανική ήπειρο στην παγκόσμια έκθεση του Σικάγο το 1893 / ο πρώτος Έλληνας που εγκαταστάθηκε στο Κλίβελαντ, ο Παναγιώτης Κουταλιανός, ήταν παλαιστής), trivia (από τη δεκαετία του 1950 έως του 1970, οι Έλληνες ίδρυσαν πάνω από 600 εστιατόρια στη Νέα Υόρκη και γύρω από αυτήν;), φωτογραφίες από το οικογενειακό άλμπουμ και δημοσιεύματα της εποχής για τις εμφανίσεις της Ελέιν στα night clubs, χειρόγραφα σημειώματα, γράμματα, αγγελίες, ερωτήσεις στη μητέρα και τις αδερφές της για εξακρίβωση περιστατικών, εγκιβωτισμένες ιστορίες και όνειρα (τίνος;). Και ενδιαμέσως τα ποιήματα της Ελένης Σικελιανός ως αρμοί της ιστορίας.
Τι είναι το παρελθόν μας; «Το παρελθόν είναι αυτό που κουβαλάμε στα συναισθήματά μας, στον εγκέφαλό μας, στα κύτταρά μας». Κάπου γράφει στο βιβλίο ότι οι ιστορίες αφήνουν στο σώμα μας σημάδια. Τις ιστορίες των προγόνων μας τις κουβαλάμε, όπως και τις δικές μας, στο σώμα μας. «Σκέψου, η ζωή μας δεν είναι μόνο τα γεγονότα. Τη ζωή του καθένα από εμάς στην ολότητά της κανείς δεν μπορεί να την ξέρει. Ή μήπως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας αντιστοιχεί στο ποιοι πραγματικά είμαστε; Νομίζω ότι όλοι μας με έναν τρόπο ζούμε με επινοήσεις και γεγονότα και πολλές φορές δεν ξέρουμε καν να τα ξεχωρίσουμε».
Είναι ένα ερώτημα πώς αναπαριστούμε την οικογενειακή μας ιστορία.
«Όταν βλέπουμε μια φωτογραφία επινοούμε τις ιστορίες. Γιατί, δεν είναι όσα μας αφηγούνται οι γονείς μας για τη ζωή τους σε μεγάλο βαθμό επινοημένα; Την ίδια στιγμή, όμως, ο καθένας από τους προγόνους μας είναι ένα ζωντανό, φορητό αρχείο – μπορείς να αγγίξεις τη γιαγιά σου αν οι γονείς σου είναι στη ζωή, μπορείς να έχεις πρόσβαση σε αυτό το αρχείο που κουβαλάνε μέσα τους». Έχει έναν τρόπο να σε βάζει να σκέφτεσαι τους δικούς σου προγόνους, τη δική σου οικογενειακή ιστορία: «Νομίζω αυτό είναι δουλειά της λογοτεχνίας, να μας θέσει ερωτήματα για τους εαυτούς μας».
Η γιαγιά της πέθανε όταν ήταν 15 χρονών. Τι ξέρουμε για εκείνη; «Γεννήθηκε το 1924. Ο πατέρας της ήταν Έλληνας μετανάστης (τρύπωσε μες στην καρδιά μιας μακρινής χώρας χωρίς δεκάρα στην τσέπη), μουσικός ρεμπέτικων που έπαιζε σαντούρι· η μητέρα μια γυναίκα γερμανικής καταγωγής. Η οικογένεια περιόδευε στις ελληνικές ταβέρνες του Οχάιο, του Μίσιγκαν, του Ιλινόι. Η Μπέρθα (η προγιαγιά της) είχε μάθει να τραγουδάει τα ελληνικά μπλουζ και η μικρή να χτυπάει το ντέφι και να χορεύει». Μου λέει πως όταν είδαν την ταινία «Ρεμπέτικο» με τη μητέρα της εκείνη ένιωσε ότι συνδέονταν με τη ζωή της δικής της μητέρας (της γιαγιάς της).
«Δεν ξέρουμε όλη της την πορεία, ίσως είχε και μια σχολή χορού κάποια στιγμή, προσπαθούσε πάντως να είναι ανεξάρτητη, ιδίως τις περιόδους ανάμεσα στους 5 συζύγους της. Ήταν μία μόνη μητέρα που προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα. Έγινε χορεύτρια μπουρλέσκ, που είναι μια έμφυλη δραστηριότητα, εκθέτεις το σώμα σου, αλλά την ίδια στιγμή αποκτάς μια δύναμη, αποφασίζεις να ζήσεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο». Ήταν πολύ αντισυμβατική… «Ναι, και πολύ περιπετειώδης. Η μητέρα μου έλεγε πως έπαιρνε το αυτοκίνητο και έφευγε μόνη της κατασκηνώνοντας, ανάβοντας φωτιά, έκανε τη δική της ζωή, δεν ταίριαζε στις νόρμες. Δεν ήταν πολλές οι ευκαιρίες που προσφέρονταν τότε σε μία γυναίκα τότε να είναι αντισυμβατική». Όταν η Ελέιν εγκατέλειψε τα night clubs μετακόμισε στον παρόμοιο στη Σαχάρα τόπο, στην έρημο Μοχάβε.
«Είναι απίστευτο το τι έκανε εκεί, αγόρασε στην έρημο ένα βενζινάδικο, μαζί με ένα μαγαζί με πολύτιμους λίθους, είχε πολλά ζώα (έναν παπαγάλο, μια κατσίκα, χρυσόψαρα, πέτρες, κοτόπουλα, σκορπιούς, πόλεις-φαντάσματα, τρεις κόρες, λίγους ξερόθαμνους). Η γιαγιά μου ήταν ένας άνθρωπος που συνεχώς επινοούσε τον εαυτό του, έπινε πολύ επίσης, κάπνιζε σαν τρελή… Ταξίδεψα στην έρημο με την κόρη μου και τον άντρα μου 26 χρόνια αφότου είχε πεθάνει, για να κάνω την έρευνά μου. Εκεί κατέληγαν πολλά πρώην show girls, για κάποιον λόγο· αποσύρονταν στην έρημο». Της λέω ότι οι σκηνές στο βιβλίο μού θύμισαν την ταινία «Nomadland». «Το είδα πρόσφατα με τη μητέρα μου, συγκινήθηκε τόσο πολύ! Και το σκηνικό από το Παρίσι Τέξας μοιάζει πολύ επίσης».
Και τι άλλο είναι η ιστορία της γιαγιάς μας αν όχι η ιστορία της μητέρας μας, και η ιστορία της μητέρας μας αν όχι και η δική μας; «Το βιβλίο ήταν ένας τρόπος να μιλήσω για τη ζωή του τραύματος, πώς περνάει από μητέρα σε κόρη. Το τραύμα με το οποίο μεγάλωσε η μητέρα μου, ήταν παρόν όταν εγώ μεγάλωνα. Ξέρεις, υπάρχουν πολλών ειδών τραύματα στις ζωές των ανθρώπων: της γιαγιάς μου ήταν το τραύμα της μετανάστευσης, της φτώχειας, της σεξουαλικής βίας και κακοποίησης όταν ήταν μικρή, ακόμα και του πολέμου, δεν το ξέρουμε, μπορούμε μόνο να μαντέψουμε για τον πατέρα της αν ήρθε από τη Σμύρνη. Αλλά υπάρχει κι ένα έμφυλο τραύμα, το τραύμα του να είσαι γυναίκα, να χορεύεις στα night clubs και μετά να είσαι μητέρα που προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα. Ήταν πολύ δυναμική γυναίκα η γιαγιά μου, κι αυτή ήταν η απόκρισή της στο τραύμα, αλλά ήταν επίσης πολύ βίαος άνθρωπος, πολύπλοκος».
Μια που μιλάμε για τραύματα... τη ρωτάω αν είναι αλήθεια ότι ο προπάππους της κλείδωσε τη γιαγιά της για κάποιες μέρες στην περίφημη ντουλάπα, με μια κανάτα νερό και λίγο ξεραμένο ψωμί. «Ναι! Συνέβη στ’ αλήθεια, και για ασήμαντη αφορμή, για κάτι ρέστα που κράτησε, κάτι τέτοιο. Το συμβάν είναι αληθινό, εγώ επινοώ το τι μπορεί να σκεφτόταν κλειδωμένη στην ντουλάπα». Και τα γατάκια που πέταξε η γιαγιά της ένα βράδυ και τα βρήκε μικρή η μητέρα της ως παιδί κοκαλωμένα από το κρύο το άλλο πρωί, «επίσης αληθινή» (η μητέρα σου φέρνει στο σπίτι γκόμενο και σ’ αφήνει με ένα σάντουιτς με λουκάνικο στο διπλανό δωμάτιο, πετάει ένα σίδερο στο πρόσωπό σου και αφήνει τα ορφανά γατάκια στην πίσω βεράντα). Από το 1948, που έφυγε ο πατέρας των τριών κοριτσιών, η Ελέιν τα άφηνε σε ανάδοχες οικογένειες και ορφανοτροφεία, ή τα έπαιρνε μαζί της σε περιοδείες στα νυχτερινά κέντρα του Ντιτρόιτ, του Σικάγο, του Κλίβελαντ. Ξαναδιαβάζοντας αργότερα το βιβλίο αποκωδικοποιώ τα γεγονότα: η λογοτεχνία γεννάει περιέργεια για την πραγματική ζωή και το αντίστροφο.
Δεύτερη ιστορία: To βιβλίο του John
Δεν είναι πιο δύσκολο να γράφεις ένα βιβλίο για τον πατέρα σου από ό,τι για τη γιαγιά σου; «Το βιβλίο για τον πατέρα μου με έναν τρόπο, ναι, ήταν πιο δύσκολο. Έκλαψα πολύ την περίοδο που το δούλευα, την ίδια στιγμή όμως ήταν πολύ απαραίτητο να γραφτεί».
Ήταν ένας τρόπος ίσως να θεραπεύσει το δικό της τραύμα; «Όταν οι ιστορίες και τα συναισθήματα είναι πιο μεγάλα από το σώμα σου, πρέπει να δημιουργήσεις κάτι που να σε περιέχει και σένα. Ή να τους δώσεις μία ζωή που να συνεχίζει πέρα από το δικό σου σώμα. Όταν έγραψα το βιβλίο για τον τοξικομανή πατέρα μου, οι ιστορίες έφυγαν πια από μέσα μου».
Η γραφή ως ψυχοθεραπεία. «Πάντα είχα αντιρρήσεις με την ιδέα της τέχνης ως θεραπείας για τον καλλιτέχνη, γιατί έτσι είναι σαν να γίνεται λιγότερο σοβαρή, κι επίσης χρησιμοποιείται επί τούτου. Το γράψιμο όμως αυτού του βιβλίου με έκανε να το ξανασκεφτώ, γιατί πιστεύω ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να αλλάζει τον δημιουργό του, και έτσι μόνο μπορεί να αλλάξει και κάποιον άλλο. Οπότε, το να γράφεις είναι όντως θεραπευτικό, αλλά την ίδια στιγμή είναι το έργο ενός ειδικού, όπως ο χειρούργος εκπαιδεύεται για να κάνει τη δουλειά του, το ίδιο ισχύει και για τον καλλιτέχνη. Η δημιουργία τέχνης θα έπρεπε να απευθύνεται σε όλους, αλλά δεν μπορούν να είναι δημιουργοί». Δεν μπορούν όλοι να κάνουν τις ιστορίες της γιαγιάς τους λογοτεχνία.
«Νομίζω ότι ήταν πιο δύσκολο να καταλάβω ποιος ήταν ο πατέρας μου, κι έτσι επινόησα περισσότερα πράγματα. Η μητέρα μου πάντα μου αφηγούνταν ιστορίες για τη μητέρα της, ήξερα περισσότερα για τη γιαγιά μου. Από την άλλη, την οικειότητα που εμπεριέχει η πρωταρχική σχέση δεν είναι εύκολο να τη διαπραγματευτείς, υπήρχαν πράγματα που καταλάβαινα και άλλα όχι. Πώς να καταλάβεις κάποιον που είναι εθισμένος στα ναρκωτικά, δεν έχω αυτή την εμπειρία, μπορούσα να καταλάβω πολύ περισσότερο τη σχέση του με τη φύση ας πούμε». Σε κάθε στενή μας σχέση άλλωστε υπάρχουν πράγματα που μας είναι πιο εύκολα να τα καταλάβουμε στους άλλους και άλλα που πρέπει να καταβάλουμε προσπάθεια. «Το ίδιο και για τους εαυτούς μας, υπάρχουν κομμάτια μας που δεν καταλαβαίνουμε, ίσως η τέχνη να είναι ένας τρόπος να κοιτάζεις γύρω από τις γωνίες, αυτά που δεν φαίνονται».
Κι έτσι, λοιπόν: H κόρη της Ελέιν συνάντησε τον γιο του Γλαύκου, που ήταν γιος της Εύας και του Άγγελου, και έκαναν ένα μωρό, την Ελένη.
Χρειάζεται προσπάθεια για να καταλάβεις πώς συναντιούνται οι ιστορίες, της λέω και γελάει, «και για εμένα ισχύει αυτό!». Συναντήθηκαν, όμως. «Συναντήθηκαν, επειδή και οι δύο προέρχονταν από ασυνήθιστα backgrounds. Και οι δύο είχαν αυτή την αγάπη για την ελευθερία, με διαφορετικές διαδρομές». Η αγάπη για την ελευθερία μοιάζει σαν ένα νήμα που ενώνει τις δύο γενιές, του πατέρα και της μητέρας, των παππούδων και των προπάππων. Για να μιλήσουμε για τα γυναίκες, η γιαγιά Elein, ασυμβίβαστη αλλά περιθωριακή, η προγιαγιά Εύα ασυμβίβαστη ως αστή. «Η ελευθερία είναι για όλους, ο καθένας μπορεί να τη διεκδικήσει ανεξάρτητα από την κοινωνική του τάξη, αλλά έχει και ένα τίμημα. Η περίπτωση της Εύας ήταν πολύ διαφορετική, ωστόσο δεν ήταν εύκολο ούτε για εκείνη. Ιδίως στο τέλος της ζωής της, έφυγε ματαιωμένη…»
Τρίτη ιστορία: Η Εύα και ο Άγγελος
Η πιο οικεία σε εμάς. Η Εύα είναι τόσο συναρπαστική, που μοιάζει να μας αφορά πολύ περισσότερο σήμερα σε σύγκριση με την ποίηση του Σικελιανού, που είναι ένας από τους μεγάλους μας Έλληνες ποιητές, της λέω και γελάει: «Νιώθω το ίδιο! Παρόλα αυτά μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον το ότι έχει έρθει ξανά στην επικαιρότητα η ποίηση του Άγγελου και ότι πολλοί νεότεροι ποιητές επανέρχονται σε αυτήν και τον διαβάζουν – και χαίρομαι για την έκδοση της Ανθολογίας του».
Η Σικελιανός γεννήθηκε 14 χρόνια μετά τον θάνατο του διάσημου προπάππου της. Μου εξηγεί ότι πρωτάκουσε για τον Άγγελο μέσω του γιου του (και παππού της) Γλαύκου, που πέθανε το 1994, και πως αυτός ήταν το πρώτο πρίσμα μέσα από το οποίο θα έβλεπε τον διάσημο ποιητή. Ο Άγγελος ήταν απών ως πατέρας. Όπως γράφει και η ίδια στο Επίμετρο της Ανθολογίας, δεν την ενδιαφέρει να καταδικάσει τον προπάππο της για αυτό, την ενδιαφέρει όμως να βρει τι επιπτώσεις είχε το γεγονός αυτό στην οικογένεια. «Ήταν ένας άνθρωπος που δεν του ήταν εύκολο να είναι παρών για τους άλλους και κληροδότησε αυτήν τη ρήξη των σχέσεων στους απογόνους του. Εντούτοις υπάρχουν νήματα που εξακολουθούν να μας συνδέουν». Αυτά τα νήματα ψάχνει, σκέφτομαι, στην έρευνά της για το εν εξελίξει βιβλίο της, όταν επισκέπτεται τα σπίτια όπου έζησαν ο Άγγελος και η Εύα, στο Παλιό Φάληρο, στη Λευκάδα, στους Δελφούς, όταν διαβάζει την αλληλογραφία τους και ξεσκονίζει τα απόκρυφα μυστικά.
Το εγώ του ποιητή είναι πολύ παρόν στην ποίησή του Σικελιανού. «Ο Άγγελος αποδυναμώνει τα ποιήματά του προσπαθώντας συνεχώς να ισχυριστεί ότι είναι φοβερό αρσενικό, μοιάζει να τον νοιάζει υπερβολικά το εγώ του και ό,τι ισχυρίζεται ο ίδιος για τον εαυτό του. Βασικά νομίζω ότι ήταν ένας νάρκισσος. Από την άλλη είναι κακό που τόσοι άνθρωποι τον έχουν κάνει τοτέμ, ουσιαστικά ένα μνημείο, χωρίς να αφήνουν να φανούν από κάτω οι λεπτές αποχρώσεις και η πολυπλοκότητά του. Αυτό που εγώ πιστεύω είναι ότι ήταν πολύ ρευστός, με διάφορους τρόπους, ακόμα και σε θέματα ταυτότητας φύλου, παρόλο που ο ίδιος προσπαθεί συνεχώς να υπογραμμίσει την αρρενωπότητά του. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι λέγοντας αυτό τον κοιτάζουμε μέσα από τα μάτια του παρόντος: δεν ήταν οκέι το να είναι κάποιος ρευστός σε θέματα ταυτότητας φύλου τότε».
Στη φωτό τον βλέπουμε το 1907, σε ηλικία 23 χρονών, την εποχή του γάμου του (από το βιβλίο της Λεοντή).
Δεν ήταν αντισυμβατικός όσο η Εύα; «Πιστεύω ότι ήξερε απολύτως για τη σεξουαλικότητα της Εύας. Και επίσης νομίζω ότι έχει χτιστεί ένας μύθος γύρω από αυτό, ότι του άρεσαν οι γυναίκες και ότι είχε όλες αυτές τις σχέσεις, όμως αυτό την Εύα δεν την πείραζε καθόλου, αντιθέτως το ενθάρρυνε! Γιατί την ίδια δεν την ενδιέφεραν οι άνδρες σεξουαλικά. Και αυτός το ήξερε και το δεχόταν, αν και περιέπλεκε τη σχέση τους». Η σχέση της με τον Άγγελο πολύ γρήγορα απώλεσε το σεξ. Εξάλλου η γυναίκα της ζωής της Εύας Πάλμερ ήταν η Αμερικανίδα ποιήτρια και διανοούμενη Natali Barney. «Διάβασα ένα γράμμα της προς τη Νάταλι όπου της έγραφε πως δεν της άρεσε να κάνει σεξ με τον Άγγελο». Δεν είναι γνωστό ότι η Εύα Πάλμερ ήταν λεσβία.
«Όχι, το κράτησαν κρυφό, κυρίως η Άννα Σικελιανού, η δεύτερη γυναίκα του Άγγελου (το 1934 το ζεύγος Σικελιανός-Πάλμερ πήρε διαζύγιο και το 1940 ο Άγγελος παντρεύτηκε την κατά 20 χρόνια νεότερή του Άννα Καμπανάρη-Καραμάνη με τη συγκατάθεση της Εύας) δεν ήθελε να το ξέρει ο κόσμος. Αγαπώ την Άννα, αλλά αποσιώπησε το ερωτικό παρελθόν της Εύας, φοβούμενη, υποθέτω, ότι θα αμαύρωνε τη φήμη του Άγγελου. Κι όταν εκδόθηκε μία συλλογή λεσβιακών ερωτικών γραμμάτων της Εύας από τη Λία Παπαδάκη (μεταφράστρια/μελετήτρια του έργου του Σικελιανού), εκείνη φρόντισε να μην κυκλοφορήσουν ευρέως». Η Σικελιανός μου λέει πως παρότι δεν είχαν σεξουαλικές σχέσεις παρά μόνο στην αρχή –έκαναν τον Γλαύκο–, η Εύα αγαπούσε βαθιά τον Άγγελο μέχρι το τέλος.
«Μοιράζονταν ένα κοινό όραμα. Ο προπάππος και η προγιαγιά μου είχαν ένα σχέδιο να αλλάξουν τον κόσμο, να συντελέσουν στην κατανόησή του μέσω της ποίησης, της χειροτεχνίας (βλ. αργαλειός) και του θεάτρου. Και αυτό το έκαναν μέσα από τις Δελφικές εορτές. Το όνειρο του Άγγελου ήταν να φέρει το ελληνικό παρελθόν στο παρόν, ένα όνειρο που ενστερνιζόταν και η Εύα. Μου κάνει εντύπωση το ότι στην Ελλάδα δεν είναι γνωστή η καθοριστική συμβολή της Εύας στην υλοποίηση των Δελφικών εορτών. Νομίζω πως έχει υποτιμηθεί».
Η Δελφική Ιδέα ήταν το όραμα μιας παγκόσμιας πνευματικής κοινωνίας με έδρα τους Δελφούς, όπου διανοούμενοι των επιστημών και των τεχνών από όλο τον κόσμο θα εργάζονταν για τη συναδέλφωση των λαών. Οι Δελφικές γιορτές πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο του 1927 και τον Μάιο του 1930. Στη διάρκειά τους ανέβηκαν δύο τραγωδίες, ο «Προμηθέας Δεσμώτης» και οι «Ικέτιδες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Εύας Πάλμερ. Στο πρόγραμμά υπήρχαν δημοτικοί χοροί και τραγούδια, αθλητικοί αγώνες, συναυλίες βυζαντινής μουσικής, αναπαραστάσεις αρχαίων τελετουργικών χορών και ύμνων, εκθέσεις λαϊκής χειροτεχνίας. Οι Έλληνες και οι εκατοντάδες ξένοι επισκέπτες, διανοούμενοι, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι έρχονταν με πλοία στην Ιτέα και από εκεί έφταναν στους Δελφούς για να παρακολουθήσουν τα δρώμενα. Οι εορτές ήταν ένας θρίαμβος για το ζεύγος, με πολύ μεγάλη προβολή από τον Τύπο και διεθνή απήχηση· αλλά μαζί με αυτό ήταν και οικονομική καταστροφή. Η Εύα Πάλμερ, έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της, επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1933 με τον Γλαύκο με σκοπό να συγκεντρώσει κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της Δελφικής Ιδέας, ο Β’ ΠΠ όμως ανέτρεψε κάθε τέτοια προοπτική. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1952. Δύο εβδομάδες μετά την άφιξή της υπέστη ένα μοιραίο εγκεφαλικό επεισόδιο τη στιγμή που παρακολουθούσε μια προς τιμήν της παράσταση του «Προμηθέα Δεσμώτη» στους Δελφούς. Πέθανε λίγο αργότερα σε ηλικία 77 ετών στον Ευαγγελισμό και, σύμφωνα με την επιθυμία της, τάφηκε στους Δελφούς.
Η βιογραφία της Εύας Πάλμερ είναι αποκαλυπτική: ήταν, κατά κάποιον τρόπο, πρωτοπόρος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. «Πριν έρθει στην Αθήνα είχε μια ομάδα στο Παρίσι με την οποία ζούσαν μια εντελώς άγρια ζωή, μελετούσαν τη Σαπφώ, φορούσαν χιτώνες και ανέβαζαν θεατρικά έργα. Ήταν γνώστρια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας». Ήταν ένας αναγεννησιακός άνθρωπος που αναβίωνε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με αφοσίωση: όταν ήρθε στην Ελλάδα ντυνόταν αποκλειστικά σαν αρχαία Ελληνίδα, ύφαινε στον αργαλειό, διάβαζε αρχαία ποίηση, ανέβαζε τραγωδίες, συνέθετε βυζαντινή μουσική, μετάφραζε τα ποιήματα του Σικελιανού. «Η σύνδεσή της με την Αρχαία Ελλάδα ήταν καταρχάς ένας τρόπος να γίνει ένας άνθρωπος της γνώσης, ώστε να βγει έξω από την οικιακή σφαίρα στην οποία υποβιβάζονταν οι γυναίκες. Αλλά είχε να κάνει και με τη σεξουαλική και καλλιτεχνική χειραφέτηση των γυναικών. Όχι μόνο με το πώς να είσαι λεσβία αλλά και με το πώς ξαναφτιάχνει κανείς ένα νέο μοντέλο ζωής μέσα από κάποια ιδανικά. Δεν την ενδιέφερε το παρελθόν για το παρελθόν· έψαχνε το πώς να ζήσουμε στο παρόν».
Η Εύα θεωρούσε ότι από την εποχή τους έλειπε η πνευματικότητα. «Ακριβώς. Τα ρούχα της, όπως και τα ρούχα των παραστάσεων, τα ύφαινε μόνη της στον αργαλειό, και αυτό είχε να κάνει με την ιδέα της περί αυθεντικότητας, αλλά και με την άρνησή της της εκβιομηχάνισης των πραγμάτων. Θέλω να πω, κι εγώ τώρα προσπαθώ να προσέχω πώς είναι φτιαγμένο αυτό που φοράω, αν έχει χημικά, ποιος το έφτιαξε, όμως εκείνη τα σκέφτηκε όλα αυτά υπερβολικά νωρίς, ήταν οραματίστρια, γιατί είχε ήδη αρχίσει τότε η διείσδυση μαζικά παραγόμενων αγαθών. Και δεν ήταν μόνο ιδιοσυγκρασιακό το πώς σκεφτόταν, ήταν μέσα στη συζήτηση της εποχής της, την απασχολούσαν οι ιδέες του Γκάντι, είχε μια παγκοσμιοποιημένη σκέψη και την ενδιέφερε πρωτίστως:το πώς πρέπει να ζει κανείς».
Ελένη Σικελιανός, η δισέγγονη του Σικελιανού
Η γυναίκα για την οποία μιλάμε είναι η προγιαγιά της. Κι όπως λέει κι εκείνη, οι πρόγονοί μας ζουν μέσα από εμάς, είμαστε με έναν τρόπο οι ιστορίες τους. Έχει το επώνυμο του μεγάλου μας ποιητή, το μικρό όνομα της γιαγιάς-λεοπάρδαλης και τη μικρή της κόρη τη λένε Εύα. Οι δύο οικογενειακές ιστορίες συναντιούνται στο πρόσωπό της και συνεχίζουν στις επόμενες γενιές, συνέβησαν όμως σε έναν παράλληλο χρόνο.
Για να ξαναπάμε στους άντρες, όταν ο Γιάννης Παπαμάρκου κατέπλεε πρόσφυγας στην Αμερική, ο Άγγελος Σικελιανός μόλις είχε επιστρέψει από ένα τρομερό ταξίδι δύο χρόνων με την Εύα στην Ευρώπη και μόλις είχε ολοκληρώσει το ταξίδι του στην Ιερουσαλήμ έχοντας θελήσει επισκεφθεί τα μέρη που έζησε ο Χριστός. Μετά, και οι δύο, έκαναν παιδιά που έκαναν παιδιά που συναντήθηκαν, και κάπως έτσι προχωράει η ζωή, αλλά και οι ιστορίες.
Τη ρωτάω αν νιώθει καθόλου Ελληνίδα: «Θα σου πω... Πάντα ήθελα να γίνω συγγραφέας αλλά είχα ξεκινήσει να σπουδάζω βιολογία. Την πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα, 20 χρονών, κάνοντας οτοστόπ στην Κρήτη βρήκα σε ένα βιβλιοπωλείο μια ανθολογία ελληνικής ποίησης μεταφρασμένη στα αγγλικά, του Βύρωνα Ραϊζή, και όταν τη διάβασα είπα στον εαυτό μου “μπορείς κι εσύ να γράψεις” και παράτησα τη Βιολογία. Ένιωσα σαν στο σπίτι μου από την πρώτη φορά που ήρθα, και πάντοτε νιώθω πολύ ωραία στην Ελλάδα. Ξέρω πως δεν μεγάλωσα εδώ, δεν είναι η μητρική μου γλώσσα τα ελληνικά, οι γονείς μου δεν μιλούσαν ελληνικά, αν και η γιαγιά μου μιλούσε! Πήγε σε ελληνικό σχολείο, και μιλούσε ελληνικά με τον πατέρα της».
Όσο για την ποίηση του Σικελιανού, ποιον στ’ αλήθεια αφορά σήμερα; Είναι ένα ερώτημα που θέτουν οι δύο επιμελητές στην Ανθολογία των Ποιημάτων του. Η Ελένη Σικελιανός με ωθεί να δω ένα ντοκιμαντέρ από το αρχείο της ΕΡΤ για τη ζωή του προπάππου της, και μέσα από αυτήν να παρακολουθήσω την πολιτική και πνευματική ιστορία της Νεότερης Ελλάδας. Το βλέπω και ανατριχιάζω ακούγοντας τον Σικελιανό να απαγγέλει «σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα» στην κηδεία του Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου του ’43. Μετά από τις ιστορίες επιστρέφω στα ποίηματά του με ανανεωμένο ενδιαφέρον, περιμένοντας και το βιβλίο που ετοιμάζει η Ελένη Σικελιανός με τη λογοτεχνική του βιογραφία. Είναι ωραίο το πώς καταφέρνει να αναπλάθει τη ζωή μέσα από τη λογοτεχνία και να δημιουργεί λογοτεχνία μέσα από τη ζωή.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
2 βιβλία για να διαβάσουμε τις ημέρες των γιορτών
Η συνεισφορά του γάλλου οικονομολόγου στον δημόσιο διάλογο περί ανισοτήτων από το 2014 μέχρι σήμερα
Ο Παναγιώτης Σκληρός μας ταξιδεύει στη Λευκάδατων δεκαετιών του ’50, του ’60 και του ’70 μέσα από τα βιβλία «Μικρές λευκαδίτικες ιστορίες» και «Η Αλτάνη και άλλες Λευκαδίτικες ιστορίες»
Ένα αφήγημα «για τα πάθη του σώματος και τις ανάγκες της ψυχής»
«Η προσφορά του στη γενιά μας και στα πολιτικά πράγματα της χώρας θα παραμείνει σημαδιακή»
Ρωτήσαμε 10 προσωπικότητες από τους χώρους των τεχνών, των βιβλίων, της πολιτικής και της ακαδημαϊκής ζωής να μας μιλήσουν για τα τρία βιβλία που διάβασαν και αγάπησαν περισσότερο μέσα στο 2024. (Έχουμε κι ένα έξτρα. Κι είναι, φυσικά, ποίηση.)
Αποσπάσματα από το βιβλίο Έρωτας και Ασθένεια του David Morris
Εποχές κόλασης ή paradiso;
Κείμενα των Όργουελ, Λούξεμπουργκ, Ιστράτι και Γκογκ
Τα δώρα της Athens Voice στους αναγνώστες της
«Προσπάθησα να γράψω ένα ποίημα που δεν παραιτείται, δεν παραδίδεται, δεν σηκώνει αμαχητί τα χέρια ψηλά, δεν το βάζει στα πόδια μπροστά στην αγριάδα και τη σκληρότητα της ζωής και της εποχής»
«Ίσως τώρα να είμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο να γίνουμε τελικά θύματα τις ίδιας μας της επιτυχίας ως είδος»
Ξεφυλλίζουμε νέα βιβλία και προτείνουμε ιδέες και τίτλους
Ξεφυλλίζουμε νέα βιβλία και προτείνουμε ιδέες και τίτλους για τους μικρούς φίλους του βιβλίου
Αν μιλάτε συχνά με φαντάσματα, δεν χρειάζεται να διαβάσετε αυτό το βιβλίο. Αν όμως όχι, δείτε τι ιστορίες έχουν να σας πουν.
Ξεφυλλίζουμε νέα βιβλία και προτείνουμε ιδέες και τίτλους για τις γιορτές των Χριστουγέννων
Ξεφυλλίζουμε νέα βιβλία και προτείνουμε ιδέες και τίτλους για τις γιορτές των Χριστουγέννων
Ξεφυλλίζουμε νέα βιβλία και προτείνουμε ιδέες και τίτλους για τις γιορτές των Χριστουγέννων
Το λογοτεχνικό ντεμπούτο του συνθέτη & πιανίστα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ο Μωβ Σκίουρος
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.