Βιβλιο

Ηλίας Ευθυμιόπουλος - «Barcelona»: Στα μονοπάτια μιας πληθυντικής και πληθωρικής γραφής

Το βιβλίο είναι η εξιστόρηση μιας μεγάλης περιπέτειας από τη μια άκρη της Μεσογείου ως την άλλη

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 834
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ηλίας Ευθυμιόπουλος - «Barcelona»: H Μαρία Σαββάκη μιλάει με τον συγγραφέα με αφορμή το νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Στην «Barcelona» (εκδ. Αλεξάνδρεια) δοκιμάζεται διαρκώς η κριτική μας σκέψη. Με αφετηρία τους Καταλανούς και τις διαδρομές τους στη Μεσόγειο, ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος αρχίζει ένα βιβλίο που θα το ονόμαζα «το βιβλίο των διασταυρούμενων χρονικών». Επιστρατεύει στρατηλάτες, εμπόρους, ήρωες, απατεώνες, τυχοδιώκτες, φιλοσόφους, εγκληματίες πολέμου, δημοσιογράφους, αγωνιστές πολλών «ελευθεριών», ιστορικούς συγγραφείς, καλλιτέχνες, χρονικογράφους, για να φηλαφίσει ή να ανατάμει δραστικά τα περίπλοκα και επώδυνα δίπολα υπεριστορικών συμφερόντων.

Καταδεικνύει τα τέρατα που αενάως παράγει η προσπάθεια συγκερασμού των αντιθέτων και επισημαίνει αρκετά συχνά τη διαρκή φαλκίδευση της συνήθως αιματηρής ιστορίας. Απλώνει το μάτι του σε όλη τη Μεσόγειο (από την Κωνσταντινούπολη ως την Καταλονία, κι από τη Φθιώτιδα μέχρι το Φάληρο) και μιλάει σε χρόνο παροντικό αλλά και παρελθόντα για τις ανίερες πράξεις κρατών, συμμοριών και ανθρώπων που υποτίθεται ότι έχουν ιερούς σκοπούς. Βάζει το χέρι του στη φωτιά και επί τον τύπο των ήλων. Μιλάει δηλαδή (με δική του διατύπωση) για την «αβάσταχτη επανάληψη του μονίμως προβλέψιμου λάθους».

Μας δώσατε πολύτιμες ιστορικές, γεωγραφικές και πολιτισμικές πληροφορίες, είχα την αίσθηση διαβάζοντάς το ότι κάθε κεφάλαιο θα μπορούσε να γίνει ο εγκέφαλος, η καρδιά ή οι πνεύμονες ενός μεγάλου κλασικού μυθιστορήματος, τι σας ώθησε να τα συμπτύξετε;
Η οικονομία του χρόνου. Θα ήθελα ακόμη μία δεκαετία για να το πετύχω. Εκτίμησα πως δεν την έχω, και έτσι έκανα μια επιτομή, ενός σχεδόν μυθιστορήματος. Λέω σχεδόν, γιατί τα πραγματικά γεγονότα –όσο μπορούν να φτάσουν σε μας πραγματικά– έχουν ισοδύναμη έκταση και βαρύτητα με τα επινοημένα, αυτά που θα κατατάσσαμε στη σφαίρα του καθαρού μυθιστορήματος. Είναι μια ανάμειξη φιξιόν και ντοκιμαντέρ, και μάλιστα φτιάχτηκε με τον κινηματογραφικό τρόπο. Δηλαδή τα κεφάλαια γράφτηκαν όχι με τη χρονική σειρά που εκτίθενται στο βιβλίο. Όπως και στον κινηματογράφο, η τελευταία σκηνή μπορεί να γυριστεί και πρώτη. Στη συνέχεια αναλαμβάνει το μοντάζ. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της συγγραφής. Επίσης, κι αυτό έγινε σχεδόν σε όλα τα κεφάλαια, έπρεπε να στήσω το σκηνικό. Κι αυτό είναι πολλή δουλειά ώστε να δείχνει αυθεντικό. Πρέπει να καταναλώσεις ώρες, μέρες ίσως και μήνες στα «παλαιοπωλεία».

Συχνά επιμείνατε σε ποιητικές γεωγραφίες φρίκης/επιβίωσης, από στρατόπεδα αιχμαλώτων ή σωμάτων πεταμένων στο παγωμένο χώμα. Σκοπεύετε σε μια αποτίμηση της δυνατότητάς μας να διδαχτούμε από την Ιστορία, και πιστεύετε ότι αυτό είναι δυνατό την εποχή του βομβαρδισμού μας από την οποιαδήποτε (και ανεξέλεγκτη) διαδικτυακού τύπου δυστυχία;
Δεν έχω καμιά τέτοια ψευδαίσθηση, ότι δηλαδή μπορούμε να διδαχθούμε από την Ιστορία. Άλλωστε, οι περισσότεροι πόλεμοι, αν μιλήσουμε γι' αυτούς, είναι ακατανόητοι και παράλογοι. Γιατί έγινε το Βιετνάμ; Γιατί γίνεται σήμερα η Ουκρανία; Γιατί η φιλελεύθερη Δύση διάλεξε να υποστηρίξει τον Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο; Γιατί οι σταλινικοί προτίμησαν να χάσουν την παρτίδα απ' το να κερδίσει τον πόλεμο ο δημοκρατικός συνασπισμός; Γιατί ο Μπρεχτ χειροκροτούσε τις δίκες της Μόσχας; Αν μπορείτε να μου απαντήσετε σε κάποια απ' αυτές τις ερωτήσεις, τότε θα σας πω τι διδαχθήκαμε. Σε μερικές περιπτώσεις βέβαια, μπορούμε να βγάλουμε κάποια πρακτικά συμεράσματα, π.χ για την περίπτωση του ISIS (αφιερώνω ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο). Πάντα υποστήριζα ότι δεν υπάρχει κανένα πολιτιστικό, ταξικό ή θρησκευτικό υπόβαθρο στην ισλαμική τρομοκρατία. Κι αυτό αποδείχτηκε περίτρανα. Μόλις έχασαν επί του εδάφους τον πόλεμο για τα πετρέλαια, βγήκαν αυτομάτως από το κάδρο της Ιστορίας. Βέβαια, το βιβλίο δεν είναι ένα χρονικό της φρίκης. Αυτό που ήθελα κυρίως να πω είναι ότι η ανέφελη ζωή, η δημιουργική ζωή, ο πολιτισμός έχουν πολύ λιγότερο χώρο απ’ όσο νομίζουμε. Υπάρχουν ανάμεσα στα διαλείμματα, και αυτό είναι ένα από τα μεγαλεία της ανθρώπινη φύσης. Ο Όργουελ, ανεβασμένος στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου στη Βαρκελώνη, ελέγχει τον ορίζοντα μήπως φανούν οι κομμουνιστές στην αναρχοκρατούμενη πόλη. Εν τω μεταξύ, και με το όπλο στα γόνατα, διαβάζει μανιωδώς αστυνομικά μυθιστορήματα τσέπης. 

Οι προφητείες προκύπτουν από γνώση, όπως φαίνεται στην περίπτωση του Όργουελ. Θα θέλατε να το σχολιάσετε;
Όχι τόσο από τη γνώση όσο από την εμπειρία. Ο Όργουελ δεν πίστευε στα μάτια του ότι, πηγαίνοντας στην Ισπανία να καταταγεί στις διεθνείς ταξιαρχίες του δημοκρατικού στρατού, θα βρισκόταν κυνηγημένος από τους «συντρόφους» του κομμουνιστές. Μέσα σ’ αυτή τη διάψευση, θα βρει όμως την πηγή για το μεγαλύτερο μέρος των υλικών με τα οποία θα χτίσει στη συνέχεια το έργο που τον έκανε διάσημο. Το «1984». Τα γεγονότα του ισπανικού εμφυλίου ήταν γι' αυτόν μια μαύρη αποκάλυψη, μια ανατροπή που ξεπερνούσε τη φαντασία του. Όλη η παράνοια του σοβιετικού καθεστώτος ήταν εκεί παρούσα, στη διπλή προσπάθεια της Μόσχας πρώτον να ελέγξει τον πόλεμο και δεύτερον να εξοντώσει κάθε τροτσκιστή μέσα και έξω από τη Ρωσία. Ο ακραίος και διαστροφικός ολοκληρωτισμός που εμφανίζεται στο «1984» προϋπήρξε, και μάλιστα σε συμπυκνωμένη μορφή, στη διάρκεια της τριετίας 1937-40. Η Ισπανία, και ιδιαίτερα η Βαρκελώνη, ήταν, εκτός των άλλων, κέντρα των μυστικών υπηρεσιών του Στάλιν, οι οποίες έδρασαν με έναν πρωτοφανή τρόπο, τουλάχιστον για τα δεδομένα της εποχής. Το βιβλίο του Όργουελ είχε ήδη γραφτεί πριν ο ίδιος ακουμπήσει την πένα του στο μελάνι. Αυτό δεν είναι ίσως τόσο γνωστό. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τον Χέμινγουεϊ, στον οποίο επίσης αφιερώνω ένα κεφάλαιο. Το «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» είναι εμπνευσμένο από τα μέτωπα της Αραγωνίας, αλλά τον Χέμιγουεϊ δεν φαίνεται να τον απασχολούν με τον ίδιο τρόπο τα ερωτήματα της φιλελεύθερης αριστεράς, στην οποία ανήκαν ο Όργουελ, ο Άρθουρ Κέσλερ και ο Ντος Πάσος (άπαντες παρόντες).

Η ανατομία της ανάρρωσης στο τελευταίο κεφάλαιο απηχεί κάποια αισιοδοξία για το είδος μας;
Το τελευταίο κεφάλαιο έχει για μένα πολλές αναγνώσεις. Πρώτον, γιατί βγάζει μια αναμέτρηση του ανθρώπου με τη φύση, και μάλιστα με φόντο μια φύση που αγαπώ, τη μεγαλειώδη οροσειρά της Οίτης. Εκεί ο ήρωας έχει ένα ατύχημα απ’ το οποίο τελικά θα σωθεί, όμως το ενδιαφέρον βρίσκεται αλλού, κατά τη γνώμη μου. Η Οίτη, και ιδιαίτερα η Υπάτη, το χωριό από το οποίο κατάγομαι, γίνονται το θέατρο μιας αναζήτησης με πολύ βαθιές ρίζες, που φθάνουν μέχρι την προϊστορία. Υπάρχει εκεί ένας τόπος ο οποίος όμως πρέπει να ταυτιστεί, να βεβαιωθεί, να διασταυρωθεί με την υπάρχουσα πληροφορία των χρονικογράφων, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, για τον οποίο δεν σώζονται παρά αόριστες περιγραφές και αφηγήσεις. Όπως ξέρουμε κι απ τη μυθολογία, για να πάρεις αυτήν την απάντηση (υπήρξε τελικά η Νεοπάτρια;) πρέπει να κάνεις άθλους και να κινδυνεύσεις. Πρέπει να φτάσεις στα όρια της ύπαρξης και στο κατώφλι του θανάτου.